21/12/12

Από τους πύργους του Γουώλντορφ-Αστόρια

Ένα ποίημα της Μαίριλυν Μονρόε

Νέα Υόρκη, 1955. Η Μαίριλυν Μονρόε 
διαβάζει τον «Οδυσσέα» του Τζέημς Τζόυς
Μειλίχια δέντρα, λυπημένα –
σᾶς εὔχομαι ἀνάπαυση,
μά πρέπει ν’ ἀγρυπνᾶτε.

Τί ἦταν τώρα αὐτό;
Μόλις πρίν ἀπό μιά στιγμή –
ἦταν δικό μου καί
τώρα χάθηκε – σάν τή
γοργή κίνηση μιᾶς στιγμῆς
πού περνᾶ –
ἴσως καί νά τό θυμηθῶ
γιατί τό ἔνιωσα
σάν ν' ἄρχιζε νά γίνεται
δικό μου.

Καί τόοοοοσα φῶτα στό σκοτάδι
παίζουν μέ τῶν κτιρίων τούς σκελετούς
καί τῆς ζωῆς στόν δρόμο!
Τί ἦταν αὐτό πού σκέφτηκα
στόν δρόμο χτές;
Τώρα μοῦ μοιάζει τόσο μακρινό, τόσο παλιό
καί τό φεγγάρι
πάλι καλά πού σάν παιδί μοῦ ἔμαθαν τί εἶναι,
γιατί δέν θά μποροῦσα τώρα νά τό καταλάβω.
Θόρυβοι ἀπό ἀνυπόμονους ταξιτζῆδες πού πάντα ὁδηγοῦν, πού
πρέπει νά ὁδηγοῦν – πυρωμένους, σκονισμένους, παγωμένους δρόμους,
γιά νά μποροῦν νά φᾶνε κι ἴσως νά βάλουν καί κάτι στήν ἄκρη γιά διακοπές,
ὅπου θά ταξιδέψουν μέ τ' ἁμάξι ὥς τήν ἄλλη ἄκρη τῆς χώρας,
ὥστε οἱ γυναῖκες τους νά δοῦν τούς συγγενεῖς τους.
Κι ἔπειτα τό ποτάμι –τό μέρος του πού 'ναι ἀπό πέπσι κόλα–
τό πάρκο – δόξα τῶ Θεῶ γιά τό πάρκο
Κι ὅμως δέν τά κοιτάζω αὐτά,
τόν ἐραστή μου ψάχνω.
Εἶναι καλό πού μοῦ εἶπαν,
ὅταν ἤμουν παιδί, τί εἶναι τό φεγγάρι.


Ἐκεῖνο τό σιωπηλό ποτάμι πού ἀναδεύεται
καί πού φουσκώνει μέ καθετί πού τό διασχίζει,
ἄνεμο, βροχή, μεγάλα πλοῖα.
Τό ἀγαπάω τό ποτάμι – τούς κάβους του δέ λύνει.
Τώρα εἶναι ἥσυχα.
Καί ἡ σιωπή εἶναι μόνη της,
ἐκτός ἀπό τούς κεραυνούς πραγμάτων ἄγνωστων
τύμπανα μακρινά, πολύ παρόντα,
κι ἐκτός ἀπ' τίς διαπεραστικές κραυγές
κι ἀπ' τούς ψιθύρους τῶν πραγμάτων,
ἤχους ἀπότομους πού αἴφνης πνίγηκαν
σέ οἰμωγές πέρα ἀπ' τή θλίψη, τρόμο πέρα
ἀπ' τόν φόβο.
Βουβό τό κλάμα τῶν πραγμάτων κι ἀκόμη πολύ νέο γιά νά τό ἀντιληφθοῦν
Οἱ λυγμοί τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς

Πρέπει νά ὑποφέρεις –
νά λύσεις τά σκοῦρα σου χρυσά,
ὅταν σ' ἐγκαταλείψει
τό σκέπασμά σου ἀπό νεκρά φύλλα,
γυμνή καί δυνατή
πρέπει νά εἶσαι –
ζωντανή – ὅταν μοιάζεις νεκρή,
ἄκαμπτη, ἄν καί λυγισμένη
ἀπό τόν ἄνεμο

Καί νά ὑπομείνεις τόν πόνο καί τή χαρά
τῆς νεότητας στά μέλη σου

Μοναξιά – στάσου ἀκίνητη.

[1955]

(Από το καινούριο τεύχος του περιοδικού «Ποιητική» που μόλις κυκλοφόρησε. Μετάφραση Γιάννης Δούκας.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: