Η ατσαλάκωτη μαγεία της Αμερικής
Από τον Οκτώβριο και μέχρι τις 28 Ιανουαρίου, στο
Γκράν Παλαί του Παρισιού εκτίθεται αναδρομική του αμερικανού ζωγράφου Εντουαρντ
Χόππερ (1882-1967). Πρόκειται για μια σύνθετη έκθεση που περιλαμβάνει όλες τις
μορφές έκφρασης του καλλιτέχνη –σχέδια, χαρακτικά εικονογραφήσεις και λάδια,
και φυσικά το σύνολο των πολύ χαρακτηριστικών έργων του της ωριμότητας. Η
δημιουργία του Χόππερ πλαισιώνεται επίσης από έργα του πρώτου του δασκάλου, Robert Henri, ο οποίος άσκησε καταλυτική επιρροή στην διαμόρφωση του γούστου
του, έργα συνοδοιπόρων του της Σχολής των
Σκουπιδιών και έργα καλλιτεχνών που συνάντησε στα ταξίδια του στο Παρίσι.
Πρόκειται για το πανόραμα της ζωγραφικής του πρώτου ημίσεως του 20ού αιώνα,
άσχετο με την πρωτοπορία, που μας αποκαλύπτει ένα άλλο πρόσωπο της αμερικάνικης
ζωγραφικής.
ΤΗΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ ΤΡΙΣΟΝ-ΜΙΛΣΑΝΗ
Edward Hopper- Αυτοπροσωπογραφία- 1906 |
Ο Εντουαρντ
Χόππερ είναι ένας καλλιτέχνης που άνθισε το μεσοπόλεμο στην Αμερική και που «σαρώθηκε»
κυριολεκτικά από την γενιά του Πόλλοκ και την αφαίρεση, η οποία επιβλήθηκε μετά
τον πόλεμο σαν εθνική έκφραση της «αμερικανικότητας». Όταν το
κύμα της αφαίρεσης πέρασε το έργο του Χόππερ, άρχισε να βγαίνει από τη σκιά και
η ποιότητα της ζωγραφικής του κατάκτησε πρώτα τους συμπατριώτες του, που του
αφιέρωσαν αναδρομικές και τον έστειλαν στην Μπιενάλε της Βενετίας.
Ουσιαστικό ενδιαφέρον για το έργο του Χόππερ στην
Ευρώπη άρχισε κυρίως από τα χρόνια του ‘80, όταν, μετά την πτώση των
πρωτοποριών που ισοπέδωσαν τη δημιουργία, γεννήθηκε ένα κλίμα νοσταλγίας για
τις εθνικές σχολές, την παραστατική ζωγραφική και την αφήγηση. Ο Έντουαρντ
Χόππερ ικανοποιούσε όλα αυτά τα στοιχεία και γρήγορα τα έργα του, γνωστά κιόλας
από καρτ ποστάλ, άρχισαν να κυκλοφορούν και να γίνονται αγαπητά. Είναι
χαρακτηριστικό πως οι συγγραφείς ακόμη και στην Ελλάδα χρησιμοποίησαν κατά
κόρον τις εικόνες του στα εξώφυλλα των βιβλίων τους.
Ο Έντουαρντ Χόππερ που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το
1882 -ένα χρόνο μετά τον Πικάσσο- πήρε τα πρώτα μαθήματα εικονογράφησης δια
αλληλογραφίας. Στα είκοσί του χρόνια θα μπει στο ατελιέ του Robert Henri, θαυμαστή του Μανέ, ο οποίος δίδασκε τους μαθητές του να μη
κάνουν «τέχνη για την τέχνη αλλά τέχνη για τη ζωή».
Από το 1905 ο
επίδοξος καλλιτέχνης για να ζήσει αρχίζει να εργάζεται εικονογραφώντας διάφορα
έντυπα και περιοδικά, πράγμα που θα αποτελέσει την πιο σημαντική πηγή εισόδων
του μέχρι το 1925. Το 1906 κάνει το πρώτο του ταξίδι στο Παρίσι. Θα
ακολουθήσουν άλλα δύο, το 1909 και 1910. Η πόλη του Παρισιού «η πιο όμορφη πόλη
του κόσμου» θα τον συνεπάρει, όσο και οι επαφές με καλλιτέχνες. Είναι
χαρακτηριστικό πως δεν πλησιάζει τους ζωγράφους της μόδας. Ανακαλύπτει τους ιμπρεσσιονιστές,
απ’ τους οποίους προτιμά τους Πισσαρό, Ρενουάρ και Σισλέ. Από τους σύγχρονούς
του γοητεύεται από το γάλλο Albert Marquet, τον ελβετό
Félix Vallotton και τον άγγλο Walter Sickert, και οι τρείς τοπιογράφοι αφοσιωμένοι στο μοτίφ, τη σύνθεση και
την απόδοση της ατμόσφαιρας. Από την πρώιμη λοιπόν αυτή εποχή ο Χόππερ έχει
διαλέξει τον δρόμο του. Γυρίζοντας στην Αμερική έχει μεγάλη δυσκολία να, εγκλιματιστεί:
«Όταν γύρισα η Αμερική μου φάνηκε ωμή και χοντροκομμένη, μου χρειάστηκαν δέκα
χρόνια για να αποβάλλω την Ευρώπη».
Ωστόσο, για να γίνει αποδεκτός έπρεπε να ξεχάσει το
Παρίσι. Οι αμερικανοί ενδιαφέρονται κυρίως για μια τέχνη που τους αντιπροσωπεύει.
Προς αυτήν την καθαρά αμερικανική τέχνη ο Χόππερ θα κατευθυνθεί προοδευτικά. Κατ’
αρχάς χάρη στην εικονογραφική του δραστηριότητα. Το εμπορικό διαφημιστικό
σχέδιο θα τον αναγκάσει να αναφερθεί σε σκηνές της ζωής, σε χώρους κατοικημένους
από κόσμο, σε δρόμους, καφενεία, σε θάλασσες και σε βουνά, σε θέατρα σπίτια και
μπαρ. Ο Χόππερ σ’ αυτές τις εικονογραφήσεις αποκαλύπτεται εξαιρετικός
σχεδιαστής, δυνατός στη σύνθεση και στην απόδοση του κλίματος. Τα μοντέλα του
δεν του είναι αδιάφορα, όπως δήλωσε αργότερα, απεναντίας αναφέρεται στα αισθήματα
των ανθρώπων που σκηνοθετεί. Ο ίδιος αργότερα μίλησε με περιφρόνηση για αυτή
την περίοδο, καθώς και για τις εικόνες του που παρήγαγε, ψέγοντάς τους την
ευκολία και τον καθαρά βιοποριστικό χαρακτήρα. Ήταν σα να ντρεπόταν γι αυτές. «Νομίζω
πως το ανθρώπινο στοιχείο μού είναι ξένο. Αυτό που πάντα ήθελα να δείξω στους
πίνακές μου δεν είναι ούτε οι μορφασμοί ούτε οι χειρονομίες του κόσμου, αυτό
που επεδίωκα πάντα να ζωγραφίσω είναι το φως του ήλιου στην πρόσοψη ενός
σπιτιού».
Όμως, όσο κι αν το φως υπήρξε σημαντικό στο έργο του,
οι διαβεβαιώσεις του αυτές δεν δικαιώνονται από το έργο. Είναι καταφανές πως η
εικονογράφηση δεν αποτελεί καθόλου υποδεέστερο είδος, γιατί ακούσια τον οδήγησε
αργά μα σταθερά στο προσωπικό του στυλ. Τα σχέδιά του είναι οι προάγγελοι της ζωγραφικής
του. Η χαρακτική που θα προκύψει από αυτά και χάρη σ’ αυτά -γυμνή και ασκητική,
πουριτανική- θα του επιτρέψει να αποκρυσταλλώσει τις ιδέες και τα θέματά του.
Το 1924 είναι μια σημαντική ημερομηνία για τον Χόππερ:
εκθέτει με εμπορική επιτυχία τις ακουαρέλες του βικτωριανών σπιτιών του Gloucester στη Νέα Αγγλία. Οι κριτικοί τον
παραδέχονται πλέον σαν αμερικανό καλλιτέχνη και απ’ αυτή την στιγμή αφιερώνεται
αποκλειστικά στην ζωγραφική. Παντρεύεται την Joséphine Verstille Nivison, παλιά του συμμαθήτρια από το ατελιέ του Henri: μια σχέση θυελλώδης, γεμάτη αντιφάσεις και
τσακωμούς, μια ισορροπία μέσα στη σύγκρουση που θα κρατήσει σε όλη τους τη ζωή.
Σημαντική πηγή έμπνευσης του Χόππερ ήταν ο κινηματογράφος
του μεσοπολέμου και ιδίως οι αστυνομικές ταινίες. Λέγεται ότι πήγαινε στον
κινηματογράφο σχεδόν καθημερινά. Τα στημένα πρόσωπα, οι αντρικές σιλουέτες με
καπέλο, το φως με τα έντονα κοντράστ, τού προσέφεραν ιδέες για τη σύνθεση των
έργων του. Η καθαρότητα των χώρων, η λεπτομερής, καίρια περιγραφή, η παντομίμα
των ηρώων του, δημιουργούν ένα κλίμα που διέπεται από θεατρικότητα. Κάτι πάντα
παίζεται στις εικόνες αυτές. Νομίζει κανείς ότι μόλις συνέβη κάτι ή κάτι πρόκειται
να συμβεί. Ο κάθε πίνακας διηγείται μια ιστορία χωρίς λόγια.
Ένα τρίτο στοιχείο που συνέβαλε στο ιδιαίτερο ύφος
αυτών των έργων είναι οι ιδέες του αμερικανού φιλοσόφου Ralph Waldo Emerson, τα βιβλία
του οποίου ο Χόππερ διάβαζε κατ’ επανάληψη. Απ’ αυτά άντλησε την πεποίθηση πως
η Αμερική έπρεπε να απαγκιστρωθεί από τις «αριστοκρατικές Μούσες της Ευρώπης»,
τόσο στον πρακτικό τομέα όσο και στον πνευματικό. Όπως και ο Έμερσον έτσι κι
αυτός ψέγει τις υλιστικές τάσεις της αμερικάνικης κοινωνίας, τον καταναλωτισμό,
τον ιλιγγιώδη ρυθμό της ζωής, που δεν επιτρέπει ούτε αναψυχή, ούτε ανάταση ούτε
προσωπική σκέψη. Στους πίνακές αποβλέπει στην αρμονία, σ’ έναν χώρο αφαιρετικό,
όπου μπορεί να ξαναγεννηθεί το όνειρο.
Ανάμεσα στο 1924 και τον θάνατό του, το 1967 ο Χόππερ
δημιούργησε εκατό έργα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ζωγράφιζε περισσότερο από
δύο η τρία έργα το χρόνο. Το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης καλλιεργούσε ένα στυλ
που δεν ήταν στη μόδα, προφανώς μείωσε την παραγωγικότητά του. Αυτό όμως εξηγεί
και την ιδιαίτερη πυκνότητα και την εσωτερικότητα των έργων του και το εξαιρετικά
δουλεμένο ζωγραφικό του στυλ. Τα χρώματά του είναι ευχάριστα και λαμπερά, οι
χώροι εξαιρετικά καθαροί, οι λεπτομέρειες φωτογραφικές. Είναι ένας κόσμος
τέλειος και απόλυτα αυτόνομος και εμβληματικός. Τα πρόσωπα που τον κατοικούν είναι
μοναχικά, δεν επικοινωνούν, τα ζευγάρια τα χωρίζει συχνά μια άβυσσος. Ο ήλιος
με την τεχνητή του λάμψη μοιάζει προβολέας πάνω σε μια ζωή που η διάρκειά της
είναι μετρημένη. Η ατσαλάκωτη μαγεία της Αμερικής εκπέμπει μια άφατη
μελαγχολία.
Η Ευρυδίκη Τρισόν-Μιλσανή είναι ιστορικός τέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου