27/10/12

Γερμανοντυμένοι

ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ
ΣΤΡΑΤΟΣ ΔΟΡΔΑΝΑΣ, Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη, 1941-1944, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, σελ. 555
ΣΤΡΑΤΟΣ ΔΟΡΔΑΝΑΣ, Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη. Επιβιώσεις του δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945-1974, Εστία, Αθήνα, σελ. 526

Διαβάζοντας τον πρόλογο του Ιάκωβου Μιχαηλίδη στο Έλληνες εναντίον Ελλήνων διαπίστωσα, με ανησυχία, πόσα πολλά έχουν αλλάξει από το 2006 που γράφεται. «Η πολιτική στράτευση του παρελθόντος», παρατηρεί, εννοώντας τη στράτευση στην αριστερά, «κινδυνεύει να αντικατασταθεί από μια ρηχή και εξισωτική αποϊδεολογικοποίηση». Είχε έρθει πια η στιγμή, σύμφωνα με τον ιστορικό, να γραφεί ψύχραιμα η ιστορία των όσων συνεργάστηκαν με τους κατακτητές.
Μόλις έξι χρόνια μετά, στα μέσα του περασμένου Σεπτεμβρίου, μια εφημερίδα του ακροδεξιού χώρου «προσέφερε» στους αναγνώστες της ένα σιντί με τα «Τραγούδια των Χιτών και των Ταγμάτων Ασφαλείας».[1] Υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε κανείς να προσπεράσει την είδηση, θεωρώντας ότι πρόκειται για συμβολική κίνηση κάποιων ολιγάριθμων (και ηλικιωμένων, ίσως) νοσταλγών της επταετίας ή του αλήστου μνήμης «αντικομουνιστικού αγώνος». Η υιοθέτηση, όμως, των Ταγμάτων Ασφαλείας, των πρακτικών τους και της απολογητικής τους από το, ολοένα και πιο λαοφιλές, κόμμα της Χρυσής Αυγής, υποδεικνύει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά: καταρχάς, φαίνεται ότι η «στράτευση», με την κυριολεκτική σημασία του όρου, έχει επανέλθει από τα ακροδεξιά. Κι έπειτα, ότι το «τέλος της μεταπολίτευσης» θα μπορούσε να σημαίνει, για κάποιους, το κλείσιμο ενός ιστορικού κύκλου ο οποίος σημαδεύτηκε, παρά τις εκ του αντιθέτου διακηρύξεις, από το δημοκρατικό κεκτημένο, μέρος του οποίου είναι και ο αντιφασιστικός αγώνας ως θεμέλιος λίθος της σύγχρονης Ευρώπης.

Η μελέτη Έλληνες εναντίον Ελλήνων πραγματεύεται, με ομολογουμένως εξαντλητικό τρόπο, τον κόσμο των Τ.Α. στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Η αφήγηση ξεκινά από τις μεσοπολεμικές οργανώσεις της Θεσσαλονίκης που είχαν ως ιδεολογική αναφορά έναν «ελληνικό δρόμο» προς τον εθνικοσοσιαλισμό. Παρότι ολιγάριθμες, περιθωριακές, αρχηγοκεντρικές και διαρκώς μαστιζόμενες από εσωτερικές διενέξεις και διασπάσεις, προτού προλάβει να τις διαλύσει το μεταξικό καθεστώς κατόρθωσαν να επιδείξουν, πέρα από ξυλοδαρμούς κομμουνιστών, κι άλλη μια «αξιομνημόνευτη» πράξη: τον εμπρησμό του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ, στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για έναν παράλληλο κόσμο, ο οποίος περιλάμβανε πράκτορες, καιροσκόπους, άνεργους, πρώην διοικητικά στελέχη του κράτους, απότακτους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού κι έναν καθηγητή της Θεολογικής Σχολής.
Με πυρήνα αυτές τις οργανώσεις, οι Γερμανοί προσπάθησαν, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να δημιουργήσουν ένα ενιαίο ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο, ικανό να προπαγανδίσει την «Νέα Ευρώπη» του χιλιόχρονου Ράιχ, αλλά και έναν κρατικό μηχανισμό στελεχωμένο από πιστούς ιθαγενείς, αποσκοπώντας στον καλύτερο δυνατό έλεγχο της κοινωνίας. Έτσι, αρχικά οι εθνικοσοσιαλιστές «παλαιάς κοπής», διεισδύουν στον κρατικό μηχανισμό, όπου ασκούνται σε εκβιασμούς, καταχρήσεις και κλοπές τροφίμων, προσπαθώντας έτσι να πλουτίσουν αλλά και να δημιουργήσουν ένα πελατειακό δίκτυο, χρήσιμο για τις φιλοδοξίες τους.
Κατόπιν, το μοιραίο 1943, μετά την ήττα στο Στάλινγκραντ και την επανεμφάνιση του ΕΛΑΣ στα βουνά της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, οι Γερμανοί αποφασίζουν να συγκροτήσουν τα ιδιότυπα βορειοελλαδίτικα Τ.Α., με την προσέλευση διαφόρων «προθύμων». Στην πλειοψηφία της, η ηγεσία αποτελείτο από βενιζελικούς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, από πρόσφυγες από τη Βουλγαρία και τη Νότια Γιουγκοσλαβία, αλλά κι από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Στην πλειοψηφία της προσφυγική ήταν επίσης και η βάση πάνω στην οποία χτίστηκαν αυτά τα ένοπλα σώματα. Η κυριότερη διαφορά τους από τα «επίσημα», αυτά που ιδρύθηκαν από την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη στην υπόλοιπη Ελλάδα, έγκειται στην οργανωτική τους δομή: παρότι ιδρύονται κι αυτά για να ελέγξουν τις πόλεις και, ιδίως, την επαρχία και να πολεμήσουν τον ΕΛΑΣ, μοιάζουν περισσότερο με ασκέρια. Υπακούν πιστά στον αρχηγό τους ο οποίος, ακόμα κι αν είναι πρώην αξιωματικός του στρατού, συμπεριφέρεται ως οπλαρχηγός, μοιράζοντας θέσεις και αξιώματα και, προπάντων, την εκάστοτε λεία.
Ως προς αυτό, οι συμμορίες που δρουν στη Θεσσαλονίκη, οι κάτοχοι θέσεων στον διοικητικό μηχανισμό, οι πράκτορες και οι πολεμιστές δεν διαφέρουν: Οι υπόγειες διαδρομές πλουτισμού, η μαύρη αγορά, οι επιτάξεις προϊόντων, η λεηλασία περιουσιών, το πλιάτσικο, οι εκβιασμοί, ο χρηματισμός, η απομύζηση των κρατικών υπηρεσιών και των εσόδων του και, φυσικά, η ιδιοποίηση των περιουσιών των εβραίων της Θεσσαλονίκης, φανερώνουν τους πραγματικούς σκοπούς της στράτευσης, πίσω από τις ιδεολογικές διακηρύξεις. Όπως έγραψαν άλλωστε, αναφερόμενοι στους πρωταγωνιστές των πογκρόμ, οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο, «αυτό που εμψυχώνει τους οργανωμένους ληστές-δολοφόνους είναι ένα είδος δυναμικού ιδεαλισμού. Βγαίνουν για λεηλασία και σκαρώνουν γι’ αυτή μια μεγαλόσχημη ιδεολογία, μωρολογούν για τη σωτηρία της οικογένειας, της πατρίδας, της ανθρωπότητας».[2]
Ο αντικομουνιστικός αγώνας, βέβαια, θα διασώσει πολλούς από αυτούς, μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα. Κάποιοι, είτε από πίστη είτε από φόβο, έχοντας υποπέσει στις μεγαλύτερες βαρβαρότητες, φεύγουν μαζί τους, παραμένουν στο πλευρό τους και συνεχίζουν μέχρι το τέλος του πολέμου τον «αγώνα τους». Κάποιοι εξαφανίζονται στη μεταπολεμική Ευρώπη ή τη Νότια Αμερική. Οι περισσότεροι επιστρέφουν απλώς στον τόπο καταγωγής τους, ούτε καν κρύβονται - αντίθετα, προστατεύονται από την αστυνομία, κι έπειτα κατατάσσονται στην Εθνοφυλακή, στις ΜΑΥ, αργότερα στον Εθνικό Στρατό.
Ο Δορδανάς εκθέτει την μεταπολεμική πορεία των ταγματασφαλιτών στη μελέτη του Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, παρά κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες του ανύπαρκτου κρατικού μηχανισμού και κάποιων δικαστών των Ειδικών Δικαστηρίων Δοσιλόγων για τη σύλληψη και τιμωρία των ταγματασφαλιτών και παρά την άμεση θέσπιση της Συντακτικής Πράξης υπ’ αριθμόν 1 της 6ης Νοεμβρίου 1944 «περί επιβολής ποινικών κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού», είναι ο εμφύλιος, τελικά, ο κριτής των πραγμάτων. Το ΚΚΕ του εμφυλίου και ο ΕΛΑΣ της Κατοχής νοηματοδοτούνται, πλέον, ως οι εσωτερικοί εχθροί, ο δοσιλογισμός παρουσιάζεται ως η εθνικοφροσύνη της Κατοχής κι έτσι, έστω και έμμεσα, το επίσημο κράτος αποδέχεται τη συνήθη δικαιολογία των γερμανοντυμένων: η συνεργασία με τον κατακτητή αποσκοπούσε στη σωτηρία της πατρίδας από τον κομμουνισμό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 αποφυλακίζονται και οι τελευταίοι από τους, ελάχιστους, καταδικασθέντες. Μετά το τέλος του εμφυλίου, οι μακεδόνες ταγματασφαλίτες αποτελούσαν, πλέον, το δυναμικότερο τμήμα του «εθνικού κορμού». Από αυτούς στελεχώθηκαν οι παρακρατικοί μηχανισμοί των δεκαετιών 1950-1960, αυτοί αποτέλεσαν τους πιστότερους «αυθορμήτως προσερχομένους» αγανακτισμένους πολίτες.
Ο «Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος» μπορεί να έγινε γνωστός από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη αλλά, φυσικά, η ιστορία του δεν αρχίζει από εκεί. Η διαδρομή του προέδρου του είναι χαρακτηριστική της μεταπολεμικής «εξέλιξης» των ταγματασφαλιτών της Θεσσαλονίκης: Ο Ξενοφών Γιοσμάς, πρώην στέλεχος των Ταγμάτων του Κισά Μπατζάκ και του Γεώργιου Πούλου, αφού καταδικάστηκε σε θάνατο και εξέτισε ποινή πενταετούς κάθειρξης (ως το 1952), αμέσως διορίστηκε πρόεδρος της σχολικής εφορείας του 24ου Δημοτικού σχολείου Τούμπας (1953-1961). Έπειτα, εξέδωσε εφημερίδα (1958), εμφανίστηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη του Μαξ Μέρτεν (1959). Το 1957 ίδρυσε, με άλλους παλιούς συμπολεμιστές του, οικοδομικό συνεταιρισμό με το εμβληματικό όνομα «Μέγας Αλέξανδρος», αγωνιζόμενος για τη δημιουργία ενός συνοικισμού εθνικοφρόνων χριστιανών ο οποίος θα καθιστούσε το αριστερό παρελθόν της Άνω Τούμπας μια «κακιά ανάμνηση» και, φυσικά, θα έλυνε το στεγαστικό πρόβλημα των μελών του, όλοι πολίτες «εγνωσμένων εθνικών φρονημάτων».
Οι δολοφόνοι του Λαμπράκη, μέλη του «Συνδέσμου», έφεραν ταυτότητες σφραγισμένες από την αστυνομία, που στην προμετωπίδα τους είχαν τον πολεμικό γερμανικό σιδηρού σταυρό, ενώ ως αποστολή τους είχαν την «υπεράσπιση της πατρίδος και του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού μέχρι τελευταίας πνοής», καθώς και την «ενίσχυση των Σωμάτων Ασφαλείας οσάκις παρίσταται ανάγκη». Κατόπιν τούτων, ο Ψωμιάδης και ο Άνθιμος δε χρειάστηκε να εφεύρουν τίποτα: η πελατεία τους ήταν εκεί και τους περίμενε, από χρόνια.
Η αμνηστία και η λήθη απέναντι στα εγκλήματα των δοσίλογων δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Ο ψυχρός πόλεμος και η περιβόητη «συνέχεια του κράτους» επικράτησε επί του κοινού περί δικαίου αισθήματος των ευρωπαίων πολιτών. Η μεταπολεμική Ευρώπη, όμως, συγκροτήθηκε στη βάση της αντιφασιστικής νίκης. Στη χώρα μας, ως γνωστόν, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Έτσι, σήμερα, η Χρυσή Αυγή διεκδικεί ξανά έναν «ελληνικό δρόμο» προς τον εθνικοσοσιαλισμό ή, κατ’ άλλους, το δικαίωμα στη λαφυραγωγία.

Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός


[1] http://elkosmos.gr/2011-11-29-16-11-20/politismos/ekdoseis/11525---qq----cd---------.html : «Μη χάσετε το φύλλο του "Ελεύθερου Κόσμου" που κυκλοφορεί το Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου, με ένα μοναδικό δώρο: το CD με τα τραγούδια του ΕΔΕΣ, της Χ και των Ταγμάτων Ασφαλείας, που θέλησαν να εξαφανίσουν το μεταπολιτευτικό καθεστώς και η αριστερά. Μεγάλο αφιέρωμα στη μάχη του Μελιγαλά, όπως την έζησαν αυτόπτες μάρτυρες και στη βιογραφία του Βαγγέλη Μαγγανά, διοικητή των αντικομουνιστικών αποσπασμάτων Μεσσηνίας».
[2] Μαξ Χορκχάιμερ, Τέοντορ Αντόρνο, Η διαλεκτική του διαφωτισμού, Νήσος, Αθήνα 1996, σ. 283.

Δεν υπάρχουν σχόλια: