11/8/12

Fictocriticism / Κριτική Μυθοπλασία

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΥ



Δεν υπάρχει τρόπος να είσαι συγγραφέας και να αισθάνεσαι άνετα.
Η αναζήτηση της αυθεντικότητας και της αυθεντίας
 είναι καταστροφική και κάνει τους συγγραφείς να ψεύδονται.
Eva Sallis

Μόνο η αρχή των πολλαπλών εισόδων αποτρέπει την εισαγωγή του εχθρού:
του Σημαίνοντος και της απόπειρας να ερμηνευτεί ένα έργο
που στην πραγματικότητα είναι ανοικτό μόνο σε πειραματισμούς.
(Deleuze & Guattari, Kafka, σ.3).


Αναγνωρίζοντας ως σημαντικά διακριτικά στοιχεία της σύγχρονης λογοτεχνίας την αυτοαναφορικότητα και τον αναστοχασμό, ο σημερινός αναγνώστης έρχεται όλο και συχνότερα «αντιμέτωπος» με κείμενα υποψιασμένα για τα ζητήματα της πρόσληψης. Η λογοτεχνία μοιάζει να υποδέχεται, να οικειοποιείται και, πολλές φορές, να προλαμβάνει την αποτίμησή της από την κριτική. Δεν είναι, λοιπόν, σπάνιο (ούτε πρωτόγνωρο στην ιστορία της λογοτεχνίας) να εμφανίζονται λογοτεχνικά έργα τα οποία ενσωματώνουν την κριτική, αντί να στέκονται διαλεκτικώς απέναντί της.


Συζητούμε, τότε, για υβριδικά κείμενα που καταλύουν τα ειδολογικά όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και τη θεωρία, φέρνοντας σε αμηχανία και τις δύο πλευρές του διαλόγου, προδίδοντας εξίσου (και απολύτως εμπρόθετα) το fundamentum του λογικοκρατικού στοχασμού, όπως και της δημιουργικής φαντασίας.

Μολονότι τέτοιου είδους κείμενα μπορούν να εντοπιστούν ακόμα και στο απώτερο παρελθόν (π.χ. στα παραδείγματα του Μονταίν ή του Λώρενς Στερν), ένα μονοπάτι της πρόσφατης θεωρητικής σκέψης επιχειρεί να κανονικοποιήσει τα χαρακτηριστικά τους μέσω του σύνθετου όρου Fictocriticism < Fiction + Criticism, που εδώ επιλέγουμε να μεταφέρουμε για πρώτη φορά στα Ελληνικά ως: «Κριτική Μυθοπλασία». Η πιο πιστή μετάφρασή του ως «Μυθοκριτική» μοιάζει μάλλον κακόηχη.

Ως κριτική μυθοπλασία ορίζεται ένα παράδειγμα γραφής που ενσωματώνει, πολλές φορές αυτούσια, τα ιδιόλεκτα της μυθοπλασίας, της κριτικής, αλλά και κοινωνικών επιστημών, όπως η εθνογραφία, η ανθρωπογεωγραφία, οι πολιτισμικές σπουδές και οι σπουδές φύλου, δίχως παραχωρήσεις ευκολίας απέναντι στην πολυπλοκότητα του θεωρητικού λόγου (ορολογία, υποσημειώσεις κ.λπ.), αλλά, επίσης, χωρίς να διστάζει μπροστά στην υποκειμενικότητα ή την αυθαιρεσία της δημιουργικής γραφής.

Τα σημεία που διαφοροποιούν την κριτική μυθοπλασία από παλαιότερες μετανεωτερικές προσεγγίσεις είναι τρία:

α)   Η κριτική μυθοπλασία περιλαμβάνει αυτούσια τα λεξιλόγια των νέων ανθρωπιστικών επιστημών (New Humanities).
β)   Η κριτική μυθοπλασία αφορά στον ίδιο βαθμό και τη λογοτεχνία και τη θεωρία. Περιλαμβάνει εξίσου ένα λογοτεχνικό έργο με θεωρητικό περιεχόμενο, όπως και ένα επιστημονικό έργο με στοιχεία μυθοπλασίας.
γ)   Η κριτική μυθοπλασία δεν συναιρεί σε έναν λόγο τη θεωρία και τη μυθοπλασία, αλλά υπηρετεί καθεμιά χρησιμοποιώντας το δικό της ιδιόλεκτο.

Οι περισσότερες δημοσιεύσεις για την κριτική μυθοπλασία ξεκινούν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και προέρχονται κυρίως από πανεπιστήμια του Καναδά και της Αυστραλίας, μολονότι τα θεωρητικά τους εργαλεία είναι κυρίως ντελεζιανά.

Το θεωρητικό και λογοτεχνικό παράδειγμα της κριτικής μυθοπλασίας είναι από τη φύση του μη-συστηματικό, παρασιτικό των εξεχόντων θεωρητικών λεξιλογίων και γι’ αυτόν τον λόγο αποτελεί μια «μειονοτική» προσέγγιση που δεν μένει στο απυρόβλητο της κριτικής[1]. Είναι αυτός ο άτυπος χαρακτήρας μιας μειξογενούς θεωρίας της γραφής (μυθοπλαστικής και μη) που μας αναγκάζει να επιχειρήσουμε μια πρώτη περιγραφή της κριτικής μυθοπλασίας υπό τη μορφή αθροιστικών σημείων:

1.
Ο ορισμός της κριτικής μυθοπλασίας ως μιας συγκεκριμένης λογοτεχνικής μορφής είναι, στην ουσία, περιττός. Η Amanda Nettlebeck προτιμά να αναφέρεται σε μια «στρατηγική για το γράψιμο, η οποία δεν υπαγορεύει την αυθεντική της μορφή» (1998, σ. 4). Η Anna Gibbs αναφέρεται στην κριτική μυθοπλασία «όχι τόσο ως ένα είδος αλλά ως ένα ατύχημα» (1997, σ. 4). Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένα ξεκάθαρο ειδολογικό κριτήριο για τα κείμενα της κριτικής μυθοπλασίας.

2.
Η κριτική μυθοπλασία αμφισβητεί διαρκώς τα όρια του επιτρεπτού, αναμειγνύοντας αποσπασματικούς τρόπους πειραματισμού με στοιχεία δημιουργικής φαντασίας και θεωρίας, ενώ χρησιμοποιεί εξίσου τα ερευνητικά δεδομένα και τις μυθοπλαστικές τεχνικές ως δικαιολογητικές βάσεις (μέσω αναφορών στη βιβλιογραφία, υποσημειώσεων κ.λπ.). Όπως λέει ο Paul Dawson: «Για να γράψετε κριτική μυθοπλασία θα πρέπει να υβριδοποιήσετε συνειδητά το γράψιμό σας και να θολώσετε τα ειδολογικά όρια» (2005, σ. 170). Εφιστά με αυτόν τον τρόπο την προσοχή στο γεγονός ότι τα είδη της γραφής είναι «θεσμικά κατοχυρωμένες κατηγορίες» (2005, σ. 171) και ότι η «πολλαπλότητα των ειδών» σημαίνει δύο πράγματα: α) τη «διαγραφή των ιεραρχιών» (όχι απλώς την ανάδειξη γενικών διαφορών), και β) την αξιοποίηση των «δυνατοτήτων διαπερατότητας» (όχι την ενσωμάτωση / αμαλγαμοποίηση διαφορετικών στοιχείων) (2005, σ. 171). Συνεπώς, τα όρια ανάμεσα στα διάφορα είδη δεν εξαφανίζονται στην κριτική μυθοπλασία, αλλά μετακινούνται διαρκώς.

3.
Η κριτική μυθοπλασία ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ των πόλων της φαντασίας (επινόηση-εύρεση), της κριτικής (συμπέρασμα-εξήγηση) και της υποκειμενικότητας (εσωτερικότητα-εξωτερικότητα). Εντούτοις, αυτή η ταλάντευση δεν ταυτίζεται επουδενί με τον «μέσο όρο». Αντιθέτως: «δεν ορίζει μια εντοπίσιμη σχέση στο διάνυσμα από το ένα πράγμα στο άλλο και πάλι πίσω, αλλά μια κάθετη κατεύθυνση, μια εγκάρσια κίνηση που σαρώνει το ένα και το άλλο άκρο, μια ροή χωρίς αρχή και τέλος που υπερβαίνει την κοίτη της και επιταχύνει διαρκώς στον ενδιάμεσο χώρο» (Deleuze & Guattari, 1987, σ. 25).

4.
Φυσικά, αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αποτελούν μοναδικά γνωρίσματα της κριτικής μυθοπλασίας, αλλά αναγνωρίζονται σε πολλά είδη της μεταμοντέρνας γραφής. Ο Rae Luckie (1999) αποκαλεί τα συγκεκριμένα είδη: «αουτσάιντερ» και φέρνει ως παραδείγματα την αυτοκριτικογραφία (autocritography), την κριτική μυθοπλασία (fictocriticism), την ερευνητική μυθοπλασία (research-fiction), την παρα-κριτική (paracriticism) και άλλα. Εντούτοις, ο χαρακτηρισμός της κριτικής μυθοπλασίας ως μιας εκδοχής του μεταμοντέρνου όχι μόνο παραβλέπει την πολλαπλότητα των μορφών που είναι συνυφασμένες με την ανάπτυξη της κριτικής μυθοπλασίας, αλλά και αποσπά την προσοχή μας από το ανατρεπτικό δυναμικό και την υφολογική μεταβλητότητα των κειμένων της. Η κριτική μυθοπλασία εμφανίστηκε στη διασταύρωση της λογοτεχνίας με τη μετανεωτερικότητα και ασχολείται με την πολυπλοκότητα και τις αντιπαραθέσεις που συνεπάγεται ο ορισμός του «μεταμοντέρνου».

5.
Σε αυτό το σημείο δεσπόζει το βασικό ερώτημα: Πώς μπορεί να διαπιστωθεί το «ταλέντο» –πώς μπορεί να αναγνωριστεί ένας δεξιοτέχνης συγγραφέας– σε μια πειραματική και διαρκώς «ρευστή» λογοτεχνία, όπως είναι το παράδειγμα της κριτικής μυθοπλασίας;

6.
Η κριτική μυθοπλασία βρίσκεται πολύ κοντά στην αρχή της μεθοριακότητας (liminality)[2]. Ορίζει μέσω μεταφορικών ή/και καταχρηστικών διατυπώσεων, μια διαφορά μεταξύ της γλώσσας ως νοήματος και της γλώσσας καθ’ αυτής .

7.
Η κατάχρηση ορίζεται εδώ με την παραδοσιακή ρητορική έννοια της μεταβίβασης. Δηλαδή, όχι ως «η εσφαλμένη χρήση των λέξεων», αλλά ως η «εσφαλμένη» χρήση των λέξεων, η εφαρμογή διατυπώσεων που επιτρέπουν την ανάδυση μεταφορών οι οποίες, λόγω της μη συμβατικής φύσης τους, μεταφέρουν εικόνες και ιδέες με μεγάλη επιδραστικότητα. Σύμφωνα με τον Max Black, χρησιμοποιούμε καταχρηστικές μεταφορές επειδή με την τοποθέτηση μιας λέξης σε κάποιο νέο λογικό πλαίσιο είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί ένα κενό στο λεξιλόγιο (1962, σ. 33).

8.
Η κριτική μυθοπλασία χρησιμοποιεί επιδέξια την κατάχρηση (catachresis), ώστε να κατασκευάσει μια γοητευτική (μολονότι όχι κατ’ ανάγκην αληθοφανή) κειμενική σύμβαση. Το ενδιαφέρον εδώ είναι να συλληφθεί και να διατηρηθεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

9.
Η ετερογένεια των μορφών της κριτικής μυθοπλασίας μαρτυρεί την επιτελεστική της φύση. Πρόκειται για μια εξατομικευμένη και «τακτική» (tactical) απάντηση σε ένα συγκεκριμένο σύνολο προβλημάτων. Με άλλα λόγια, σε κάθε θέμα που επιλέγει η κριτική μυθοπλασία επιτελεί μια στοχευμένη και τοπική παρέμβαση.

10.
Οι τρόποι που συναντάμε συχνότερα στην κριτική μυθοπλασία είναι: το κολάζ/μοντάζ, η αυτοβιογραφία, η μεταμυθοπλασία και το παστίς. Όπως αναφέρει η Gibbs: «Είναι μέσω αυτών των μεθόδων που η κριτική μυθοπλασία μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό, να αναιρέσει κάτι, να κάνει κάτι με άλλον τρόπο» (2005, σ. 35).

11.
Συνεπώς, στην κριτική μυθοπλασία συναντάμε μια ορισμένη γλωσσική «αστάθεια» που διατηρεί τη σκέψη σε εγρήγορση (μια επιτελεστική: σκέψη σε εξέλιξη) και όχι μια σταθερή γλώσσα που καταγράφει το παρελθόν της σκέψης.

12.
Η κριτική μυθοπλασία συνιστά ταυτοχρόνως μια μέθοδο επερώτησης και μια μορφή «γνώσης», δηλαδή έναν τρόπο ανακάλυψης και ανάλυσης. Πρόκειται για μια συνθήκη «αυτο-αμφισβήτησης εν εγρηγόρσει» (Jordan 2001, σ. 45).

13.
Ως απεδαφικοποιητική δύναμη η κριτική μυθοπλασία βρίσκεται πάντοτε σε κατάσταση διάσπασης. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τους Deleuze και Guattari, η λογοτεχνία είναι πάντα μια απεδαφικοποιημένη πρακτική που στη συνέχεια επανεδαφικοποιείται: «Η λογοτεχνία είναι σαν τη σχιζοφρένεια: μια διαδικασία και όχι ένας στόχος» (1983, σ. 133). Το ζήτημα είναι να μην επιτρέψει στον εαυτό της να κωδικοποιηθεί σε μια άκαμπτη κατηγορία, διατηρώντας «τη βίαιη αντίσταση κατά της σύνταξης, τη συντονισμένη καταστροφή του σημαίνοντος, την ανέγερση του μη-νοήματος ως μια ροή και την πολυφωνία που επιστρέφει για να στοιχειώσει όλες τις σχέσεις» (1983, σ. 133).

14.
Από την παραδοσιακή κριτική, η κριτική μυθοπλασία μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος ρύπανσης. Ευρισκόμενη μεταξύ μυθοπλασίας και κριτικής, συχνά επικρίνεται και από τις δύο πλευρές ως παράνομη. Σε αυτό το σημείο γίνεται αντιληπτή μια διακινδύνευση από τη μεριά των συγγραφέων που ασχολούνται με την κριτική μυθοπλασία. Από την παραδοσιακή ακαδημαϊκή κριτική, η κριτική μυθοπλασία κρίνεται ως ανεπαρκώς αυστηρή, απείθαρχη, ναρκισσιστική και –κατά κάποιον τρόπο– μια «εύκολη λύση» σε αντίθεση με τις αυξημένες απαιτήσεις που θέτουν η θεωρία και η έρευνα. Ομοίως, από την πλευρά της μυθοπλαστικής γραφής, ο αυτο/ανα-στοχαστικός χαρακτήρας των κειμένων της κριτικής μυθοπλασίας συχνά θεωρείται ως μια ακατάλληλη εισβολή ενός επιβλαβούς ακαδημαϊσμού στις πνευματικές ανησυχίες μιας «αμιγώς» δημιουργικής διαδικασίας γραφής. Κατά συνέπεια, η κριτική μυθοπλασία θεωρείται ως ένα ζιζάνιο, το οποίο «υπάρχει μόνο για να γεμίσει εκείνα τα εδάφη των καλλιεργούμενων εκτάσεων που απέμειναν χέρσα. Φύεται ανάμεσα και μεταξύ άλλων πραγμάτων» (Deleuze & Guattari, 1987, σ. 31).

15.
Η κριτική μυθοπλασία επιτρέπει την ταυτόχρονη εμφάνιση ποικίλων αναγνώσεων ενός κειμένου. Τα στοιχεία που επιτρέπουν να συμβεί αυτό είναι: η μεταφορά και η μετωνυμία, η ανάπτυξη διακειμενικής ηχούς και αναλογιών και η δεύτερη γραφή κειμένων με έναν τρόπο που επικαλείται το απόν κείμενο, αλλά αποφεύγοντας την «ερμηνευτική χειρονομία» (Nettelbeck, 1998).

16.
Η κριτική μυθοπλασία θα μπορούσε να αποκληθεί μια «κερδοσκοπική σκέψη» (Gibbs, 2005). Εδώ ο συγγραφέας-ερευνητής εμπλέκεται ο ίδιος στα μέσα έρευνας αλλά και στον καθορισμό του ερευνητικού αντικειμένου. Είναι μια επικίνδυνη προσέγγιση, η οποία πρέπει να αντισταθμίζεται από μια δέσμευση για προσοχή, διαφάνεια και αναστοχασμό.

17.
Η κριτική μυθοπλασία αποτελεί –με πολλούς διαφορετικούς τρόπους– αυτό που ο Michel de Certeau έχει ονομάσει «ετερολογία» (heterology) και την οποία ορίζει ως μια επιστήμη των διαφορών που προσπαθεί να «γράψει τη φωνή» (2011). Το λεξιλόγιο της ετερολογίας περιλαμβάνει όρους όπως: Αμφισβήτηση, Αλλαγή, Μετατροπή, Ερώτηση, Διατάραξη, Αβεβαιότητα, Εντοπισμός, Ανοιχτότητα, Διακειμενικότητα.

18.
Σύμφωνα με τον Nettelbeck, υπάρχουν δύο σημαντικά αποτελέσματα της κριτικής μυθοπλασίας. Το πρώτο είναι ότι το κείμενο «δεν είναι απλώς κάτι που πρέπει να εξηγηθεί» (1998, σ. 4). Το δεύτερο είναι ότι το κείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για «να κάνει κάτι άλλο από μια εξήγηση» (1998, σ. 4).

19.
Στο παράδειγμα της κριτικής μυθοπλασίας ο συγγραφέας είναι ο εθνογράφος της κατάστασης (συμμετοχική παρατήρηση σε πραγματικές συνθήκες), αλλά επίσης ο εθνογράφος των κειμένων (προβληματισμός σχετικά με τη συνειδησιακή λειτουργία ενός συγγραφέα και αναγνώστη). Ετούτα τα δύο χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να οριστούν ως αυτό που έχει προσδιοριστεί ως η προσωπική στροφή.

20.
Η Gibbs αναφέρεται στην κριτική μυθοπλασία ως «στοιχειωμένη γραφή» (2005, σ. 1). Αυτή η φασματολογία, που παραπέμπει στη φασματολογία (hauntology) του Derrida, υποδεικνύει ότι η γραφή είναι στοιχειωμένη από τους νεκρούς μέσω πράξεων όπως η παραπομπή (citation), η οποία είναι «το είδος της επανάληψης που συμβαίνει όταν γίνεται αναφορά στην εξουσία» (2005, σ. 1). Αντί της παραπομπής, η Gibbs προτείνει την «απαγγελία» (recitation) ως «το είδος της επανάληψης που θα φέρει νέες διαφορές και μέσω αυτών “θα δούμε τι θα συμβεί”» (2005, σ. 2).

21.
Η κριτική μυθοπλασία ενσαρκώνει την επιθυμία. Είναι μια δημιουργική χειρονομία προς νέες συνδέσεις, νέες μορφές, η ανάδειξη της δυνητικότητας και μια απεδαφικοποίηση, επιτεύξιμη μέσω της αμφισβήτησης των ταξινομιών της γραφής (ειδολογικές, θεωρητικές, στυλιστικές).

Συμπερασματικώς, σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία που ακολουθεί το παράδειγμα της επιτελεστικότητας, η κριτική μυθοπλασία απεδαφικοποιεί όχι τη λογοτεχνία, αλλά, ακόμη βαθύτερα, την ίδια τη φαντασία. Ανατρέποντας τους κανόνες παραγωγής –και κατ’ επέκταση τη γενικότερη λειτουργία– της δημιουργικής φαντασίας, η κριτική μυθοπλασία αψηφά όχι μόνο την ψυχαγωγική φύση της λογοτεχνίας, αλλά και τον ρόλο της κριτικής ως μια ξεχωριστή και εξειδικευμένη πειθαρχία. Με την κατασκευή ενός μειονοτικού ιδιολέκτου (minority language) στο πλαίσιο της δεσπόζουσας κριτικής ή/και μυθοπλαστικής γλώσσας, καθίσταται μια «νέα γλώσσα ξένη μέσα στη γλώσσα».

Αυτή ακριβώς είναι η διακινδύνευση για έναν συγγραφέα που θα αποφασίσει να κινηθεί στη μεθόριο των ειδών. 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Black, Max. (1962), Models and Metaphors: Studies in Language and Philosophy, Ithaca: Cornell UP.
Dawson, Paul. (2005), Creative writing and the new humanities, London: Routledge.
De Certeau, Michel. (2011), The Practice of Everyday Life, Μετάφραση Steven F. Rendall, Berkeley: University of California Press.
Deuleze, Gilles & Guattari, Felix. (1983), Anti-Oedipus, Μετάφραση Robert Hurley et.al., Minneapolis: University of Minnesota Press.
________. (1986), Kafka: Toward a Minor Literature, Μετάφραση Dana Polan, Minneapolis: University of Minnesota Press.
­________. (1987), A Thousand Plateaus: Capitalism and Schizophrenia, Μετάφραση Brian Massumi, Minneapolis: University of Minnesota Press.
Gibbs, Anna. (1997), «Bodies of Words: Feminism and Fictocriticism-Explanation and Demonstration», TEXT, Τόμος 3, Τεύχος 2.
________. (2005), «Fictocriticism, Affect, Mimesis: engendering differences», TEXT, Τόμος 9, Τεύχος 1.
Jordan, Shirley. (2001), «Writing the other, writing the self: Transforming consciousness through ethnographic writing», Language and Intercultural Communication, Τόμος 1, Τεύχος 1, σ. 40-56.
Luckie, Rae. (1999), «Turning Memories into Memoirs», The Australian Experience, Τόμος 3, Τεύχος 1.
Nettelbeck, Amanda. (1998), «Notes Towards an Introduction», στο H. Kerr & A. Nettelbeck (επιμ.), The Space Between: Australian Women Writing Fictocriticism, Nedlands: University of Western Australia Press, σ. 1-17.





 Ο Χρήστος Χρυσόπουλος είναι συγγραφέας



[1] Βλ. το άρθρο της ανθρωπολόγου Emily Eakin: «Anthropology’s Alternative Radical», New York Times, 21.4.2001. http://nyti.ms/AslP55 (Τελευταία πρόσβαση: 23.1.2012).
[2] Μεθοριακότητα - Liminality (Λατ.) līmen. Βλ. http://en.wikipedia.org/wiki/Liminality (Τελευταία πρόσβαση: 23.1.2012).

Δεν υπάρχουν σχόλια: