9/6/12

To φύσημα του λύκου

Ποτέ, μέχρι σήμερα, ελληνικές εκλογές δεν απασχόλησαν τόσο αγωνιωδώς την Ευρώπη. Είναι τόσο κρίσιμες, που αν ήταν προβλέψιμο το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μαϊου, ίσως και βρισκόταν τρόπος να αναβληθούν
  
ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ

Μικρά παιδάκια, ανάμεσα στα λαϊκά παραμύθια κι αυτά του Αντερσεν, ακούγαμε κι εκείνο το ταπεινό με τα τρία γουρουνάκια, που είπαν να φτιάξουν ένα σπιτάκι για να γλυτώσουν από τους κινδύνους που μονίμως τους απειλούσαν. Το ένα έφτιαξε όπως-όπως μιαν αχυρένια καλύβα που θα τους έσωζε από τον φόβο του λύκου. Ο άλλος, πιο σοβαροφανής, έφτιαξε την καλύβα με ξύλα. Μόνον ο τρίτος, έχοντας σιχαθεί τη μπαλωματική, έριξε θεμέλια. Οι πέτρινοι τοίχοι έπειθαν και τον πιο προκατειλημμένο ότι οι πιθανότητες αυτασφάλειας ήταν οι καλύτερες δυνατές.
Η κατάληξη είναι γνωστή: Ο λύκος φύσηξε την αχυρένια καλύβα και τη σώριασε στο λεπτό, πριν κάνει το ίδιο και με την ξύλινη. Μόνον το χτισμένο σπιτάκι μπορούσε να αντέξει το σώριασμα, κάθε φορά που τού κάπνιζε να φυσήξει. Και πράγματι, μη μπορώντας να το γκρεμίσει, ο λύκος δοκίμασε να μπει από την καμινάδα, για να πέσει στην χύτρα με το νερό που σιγόβραζε στη φωτιά.

Ανέφερα το παραμυθάκι, καθώς, προσπαθώντας να εκτιμήσω τις συνέπειες των ενδεχόμενων εκλογικών αποτελεσμάτων, θυμήθηκα ακόμη και το Ελληνες αεί παίδες του Πλάτωνα.
Το κακό είναι ότι τα παραμύθια είναι απλά και ξεκάθαρα, αντίθετα με την πραγματικότητα που αποτυπώνει το δράμα. Στο παραμύθι, ο λύκος είναι έξω κι απειλεί να εισβάλει. Στην πραγματικότητα, ο λύκος είναι μέσα ή έξω και δεν ξέρεις πότε χρειάζεται να τον βγάλεις και πότε να κλείσεις την πόρτα για να μη μπει.

***
Ποτέ, μέχρι σήμερα, ελληνικές εκλογές δεν απασχόλησαν τόσο αγωνιωδώς την Ευρώπη. Είναι τόσο κρίσιμες, που αν ήταν προβλέψιμο το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μαϊου, ίσως και βρισκόταν τρόπος να αναβληθούν. Γιατί δεν έχουν σχέση με όσες έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες, όταν η ψήφος δινόταν έναντι μισθολογικών αυξήσεων, αλλά και αθέμιτων παροχών, παραβίασης κριτηρίων και νόμων, διευκόλυνσης ή τακτοποίησης των ημετέρων, εξυπηρέτησης των πελατών κλπ.
Το ζητούμενο, τώρα, είναι να σωθούν μισθοί και συντάξεις και να ξαναγίνει η χώρα παραγωγική, ώστε οι ευφυείς, δυναμικοί και ταλαντούχοι, όσοι είναι άνεργοι κι όσοι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν, να επιστρέψουν για να δημιουργήσουν εδώ, πριν ριζώσουν αλλού. Κυρίως, όμως, γιατί το αποτέλεσμα πιθανόν να επηρεάσει την κοινή γνώμη των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν πληγεί το ίδιο με τη δική μας.
Δεν υπάρχει κανείς που να μην έμαθε από τις προσωπικές εμπειρίες του, ότι παίρνει πολύ χρόνο να συνειδητοποιήσεις το μέγεθος της συμφοράς που σε βρήκε. Και όντως, ύστερα από τόσες δεκαετίες πελατειακού πολιτεύεσθαι, με εμφανείς, εδώ και χρόνια, τις καταστροφικές συνέπειες της ανυπαρξίας μηχανισμών ελέγχου, κι αφού υπνώττοντες πέσαμε στον γκρεμό, έφτασε η στιγμή ο νους μας να πάρει ολόκληρες τις στροφές. Γιατί καλούμαστε να σκεφθούμε τι θα ήταν σωστό να διακινδυνεύσουμε να κάνουμε, με ποιό αποτέλεσμα, σε ποιο βαθμό θετικό και σε ποιόν, σε ποιο βαθμό αρνητικό και για ποιούς. Δεν είναι καθόλου εύκολο να μη πέσεις θύμα επιπόλαιων ενθουσιασμών ή ψευδαισθήσεων, και την ίδια στιγμή να κάνεις συμβιβασμούς χωρίς γυρισμό.
Είναι άξιον απορίας πώς οι υποστηρικτές της μνημονιακής πολιτικής μπορούν και είναι τόσο βέβαιοι, ότι με το δεδομένο μνημόνιο και παρά τη μη βιωσιμότητα του χρέους, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, θα κατορθώσουμε να μείνουμε στο Ευρώ, ώστε να αποφύγουμε μια τραγική απομόνωση, ενώ με μια πολιτική που θα εξασφαλίσει στην καταχρεωμένη χώρα καλύτερους όρους αποπληρωμής του χρέους της, θα επιστρέψουμε σώνει και καλά στην δραχμή. Κι αν συμβεί ακριβώς το αντίθετο;
Κανείς δεν εγγυάται τίποτα. Μόνον εμείς και η σοβαρότητα που θα δείξουμε στην συγκρότηση που απαιτεί η διακυβέρνηση της χώρας, μακριά από τους κρυμμένους υφάλους.

***
Στη χώρα μας, την κατεστραμμένη για πολλοστή φορά μέσα σε δυο μόλις αιώνες εθνικού βίου, τα ερωτήματα ποιοι είμαστε ο καθένας χωριστά και ποιοι όλοι μαζί, ποιες είναι οι μεταξύ μας σχέσεις μέσα στην κοινωνία, για ποιούς λόγους και με ποιές σκοπιμότητες, ποιοι είναι αυτοί που ασκούσαν εξουσία χωρίς να ελέγχουν και ζητούν να μας κυβερνήσουν ξανά, με ποια πρόθεση και τι σχέση έχουν με όσους έπληξε άμεσα η καταστροφή, τι απαιτούμε από αυτούς και τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για εμάς και τη χώρα μας, είναι ερωτήματα ολοένα δραματικότερα, τα δυο τελευταία χρόνια.
Σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή, καλούμαστε να ξανασκεφθούμε, χωρίς παρωπίδες και χωρίς αυταπάτες, την αληθινή σχέση μας με την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζήσαμε τα τελευταία 60 ολόκληρα χρόνια∙ μια πραγματικότητα δύσκολη, με ανατροπές και γυρίσματα, που αντί να μας κάνουν να αναπτύξουμε σε βάθος την ιστορική (κοινωνική και εθνική) μας συνείδηση, μας έκαναν απαθείς κι αδρανείς μέσα στους οικογενειακούς, συντεχνιακούς, κομματικούς ατομικισμούς.
Μετά το τέλος της δικτατορίας, έντρομοι με όσα ζήσαμε και ενθουσιώδεις που τέλειωσε το κακό, βολέψαμε όπως όπως την σχέση μας με τα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα. Από τις περιόδους άγριας φτώχειας και πικρής μετανάστευσης που είχαν προηγηθεί, κρατήσαμε τις αναφορές μας στην οικογένεια, στον τόπο, στο λαό ή στον κόσμο∙ όροι που έδειχναν ότι χειριζόμασταν τις υποθέσεις της χώρας μας, κινούμενοι σε συστήματα αναφοράς που, ασαφή καθώς ήταν, δεν επέτρεπαν τη διεξοδική ανάλυση των προβλημάτων ούτε την αντιμετώπισή τους με κατεύθυνση και προοπτική, ώστε να μπορεί ο καθένας, χειριζόμενος τα του οίκου του, χωρίς να βλάπτει τη δημόσια σφαίρα, να στηρίζει, αντίθετα, και να προωθεί το κοινό συμφέρον. Και μάλιστα τις χειριστήκαμε με αστοχία ανάλογη, αλλά πολύ σοβαρότερη από την αστοχία με την οποία τα κανάλια προβάλλουν εκπομπές μαγειρικής σε πεινασμένους ή υποσιτιζόμενους θεατές.
Κρυμμένοι πίσω από κομματικές ταυτότητες, μπερδέψαμε τον ιδιώτη με τον πολίτη, αφού τα πλειοψηφικά κόμματα και στη συνέχεια ο ένας μετά τον άλλο διάφοροι οργανισμοί λειτούργησαν ως καταστήματα με τις πελατείες τους και όχι ως θύλακες ανάπτυξης των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας και των θεσμών της. Έτσι φτάσαμε να ακούμε στα ξένα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, τους ευρωπαίους πολιτικούς, να αναφέρονται στους έλληνες ψηφοφόρους, με τον όρο «πληθυσμός» που είναι άκρως αφηρημένος, αφού δεν περιγράφει τα μέλη μιας κοινωνίας ούτε τους πολίτες μιας χώρας. Δεν περιγράφει τα μέλη μιας κοινωνίας που ήθελε να είναι καταναλωτική, όπως όλες οι άλλες, και ξαναέγινε ταξική. Δεν περιγράφει τους πολίτες ενός εθνικού κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διευκόλυνε με το αζημίωτο τον υπερδανεισμό μας, αλλά αρνείται πλέον, ενώ έχει πίσω της μιαν ορθολογική παράδοση αιώνων, μιαν ορθολογική ρύθμιση αποπληρωμής των δανείων και ζητά εδώ και τώρα, τόκους που αφανίζουν τους χρεωμένους λαούς.
Αν δεν είμαστε μέλη της κοινωνίας και πολίτες της χώρας μας, αν είμαστε πληθυσμός, ένα άθυρμα, δηλαδή, ανέργων που πεινούν και εργαζόμενων που υποσιτίζονται, υπομορφώνονται, υποπεριθάλπονται, δίπλα σε χορτάτους που φοροδιαφεύγουν σε βάρος των νηστικών, τότε είναι σαν να χάσαμε την δυνατότητα να υπάρχουμε εν σχέσει∙ δυνατότητα που μας εξασφαλίζει την κοινωνική και εθνική μας οντότητα και που χωρίς αυτήν κρινόμαστε a priori ανίκανοι να λύσουμε τα προβλήματα του οίκου μας και της χώρας μας και επομένως ανάξιοι να θρέψουμε και να μορφώσουμε τα παιδιά μας, όπως τόσο προσβλητικά υπαινίχθηκε η πρόεδρος του ΔΝΤ.
Τα πολιτικά λογίδρια που καταγγέλλουν την κριτική στο μνημόνιο, αναφέρονται τελευταία και στην πατρίδα. Αλλά όταν ακούμε την λέξη πατρίδα από πολιτικούς που χωρίς μνήμη και ευαισθησία την έσυραν στον γκρεμό, και που εδώ και δυο χρόνια, αρκούντως προοδευτικοί, εξακολουθούν, παρ’ όλα αυτά, να πολιτεύονται με την ίδια νοοτροπία, παθαίνομε κάτι σαν ίλιγγο. Η αναφορά είναι παρελκυστική. Γιατί συνδυάζεται με το ψευδο-ενάλλαγμα μνημόνιο ή δραχμή, έργο της τέχνης εκ του προχείρου που φτιάχνει αχυρένιες καλύβες. Σαν να μην έχουμε την υποχρέωση να επιδιώξουμε όρους που θα επιτρέψουν μαζί με την εξόφληση των χρεών μας και την επιβίωση μας.
Για να καταφέρουμε να επιβιώσουμε και να εξοφλήσουμε τα χρέη μας, χρειάζεται να οικοδομήσουμε δομές και θεσμούς διακυβέρνησης της χώρας με μηχανισμούς ελέγχου που θα καθιστούν την οργάνωση και την λειτουργία τους ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΕΣ.

***
Τις τελευταίες εβδομάδες πληθαίνουν τα άρθρα των εξοικειωμένων του πελατειακού συστήματος, που ανήσυχοι με το ποιόν των πληγέντων, κινδυνολογούν χωρίς να αναλύουν, καταφεύγοντας στην γνωστή επιθετολογία, βέβαιοι ότι η αλόγιστη χρήση μανικών επιθέτων εναντίον της συνασπισμένης αριστεράς αρκεί να δημιουργήσει τις επιδιωκόμενες εντυπώσεις και στον λύκο και στα θύματά του.

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη διδάσκει Φιλοσοφία στο ΑΠΘ και είναι συγγραφέας
Γιώργος Σακκάς

Δεν υπάρχουν σχόλια: