9/6/12

Τσάρλι Τσάπλιν

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ

Ένας απλός φαντάρος,
ένα οβραιάκι με λαγού καρδιά,
που σαν αστάχι δίχως βάρος,
γλύτωσε απ' του πολέμου τη σοδιά,
με σαλεμένα τα συλλογικά του
καθώς τον είχαν κάμει μπαίγνιο του Θανάτου,
ξαναγυρνάει στη φτωχογειτονιά,
στο μαγαζάκι, μόνο-του έχος στο ντουνιά.
Κι εκεί,
μ' ελπίδα μυστική,
γεμάτος κέφι που του εχαμογέλα,
πλύστρα ορφανή, της γειτονιάς-του μια κοπέλα,
με σύνεργα μπαρμπέρη,
χωρίς να καλοξέρει,
μάθαινε απάνω σε άλλων το κεφάλι,
τίμιο ψωμί πασκίζοντας να βγάλει.

Μα τί μπουρίνι ήταν εκειό,
που άρπαξε κάθε κατοικιό,
τη χαμοκέλα τού φτωχοζωίτη
και του Ισραήλ ολάκερο το σπίτι!
Γ κ έ τ ο !
Για ξαναπέτο
καλά να μάθεις
τι μέλλεται να πάθεις,
κι εσύ κι εγώ κι αυτοί,
που δέ μας ίδρωνε τ' αυτί
γιά Κίνες, Ισπανίες
και για πολιτικές δολοφονίες,
μείς νάμαστε καλά
κι η σφαίρα να κυλά,
με γειά του μακελάρη
κι όποιον ο χάρος πάρει.

Μα νά
που μες στα σκοτεινά
λύκοι ξεχύνονται μ' ανθρώπινη μουσούδα
και τη φυλή του Ιούδα
που γεννοβόλησε ακριβούς Χάινε κι Αϊνστάιν και Μαν
τη μακελεύουν και την διαγουμάν
τα χτήνη τα οπλισμένα,
των άφεγγων δρυμών η γέννα,
που με τα κράνη, τους ζωστήρες
δέρνουν τις θύρες
και με τις προγκιασμένες μπότες
χτυπάν τους πατριώτες
κι ω, τρισαλιά,
σέρνουν απ' τα μαλλιά
γερόντους και νοικοκυράδες.
οι χαμαλόκορμοι ψευτοπαληκαράδες
Και ξεκληρίζονται οι αθώοι
και βγαίνει μοιρολόι
απ' την πικρήν ορφάνια
που καραβάνια
τραβάει όθε όθε να γλυτώσει
στη χαλασιά την τόση,
κατηφοράει λαός προς την Αυστρία,
που ίσως εκεί να μην τους φτάσουν τα θηρία
κι ίσως εκεί,
σε μιά γωνιά ειδυλλιακή,
του γέρου αμπελουργού αξιωθούν ποτέ τα χείλη,
καρπό του ιδρώτα, να γευτούν γλυκόρωγο σταφύλι

Ποιός είναι τάχα
κείνος που λύσσα τον αδράζει ανθρωπομάχα
και δίνει προσταγή
να λείψουν πλάσματα απ' τη γη;
Δέστε: ένας παλιοκερεστές,
ένας ζεβζέκης άγνωστος ως χτές,
που βάνοντας
και τα ποδήματα και το πηλίκιο παρασταίνει
τον άρχοντα της πλάσης
-- και δέ σ' αφίνουν ούτε να γελάσεις.
Γύρω του στέκουν σούζα,
σαν τους στρατιώτες αμ' ακούν την καραμούζα,
με μπιχλιμπίδια και λιλιά
πλάκα απο το πηγούνι ως την κοιλιά,
πρόστυχες φάτσες (τέτιους οι δικτάτορες
διαλέγουν συμβουλάτορες),
δούλοι έτοιμοι για το κακό
μόλις τους γνέψει "μπρός"! τ' Αφεντικό.
Νά πόρχεται κι εκείνος
Ο Νεοκαίσαρας ο θεατρίνος,
που στο κεφάλι το ξερό
κόλλησε κόκορα φτερό,
κι ίδιος μ' εκειόν στη γνώση
ψάχνει στο χάρτη νάβρει χώρες να σκλαβώσει.
Μιλώντας, οι τρελλοί, για Θεία Πρόνοια
τοιμάζουνε κανόνια,
κόβουν του εργάτη το ψωμί
για να γενούν καλύτερα οι ανθρωποσκοτωμοί.
Θέ μου, αν δε βάλεις χέρι,
ποιός ξέρει...

Μικρέ Σαρλό,
π' όλο με κάνεις να γελώ,
τώρα που σ' ανεβάσανε στο βήμα,
πετώντας από πάνω-σου της έπαρσης το ντύμα,
ρήτορας έ με το στανιό,
τί θα σου κόψει τάχα το νιονιό
να ειπείς σε μας που πρωτακούμε τη φωνή-σου;
Κάτσε πρωτύτερα και καλοσυλλογίσου.
Στην αρχή
μιλάς σιγά, χωρίς ψυχή,
σαν ένας π' ούτε ανανοήθη
τί λαχταρούν τα πλήθη.
Μα όσο προχωρείς
ξέθαρρος, θα βρείς
λόγια αγάπης, λόγια ειρήνης
τις ανήσυχες καρδιές-μας ν' απαλύνεις.
Και θα βρείς ακόμη έναν καινούργιο τόνο,
που σ' εσέ ταιριάζει μόνο,
για να πέσει σαν το καμουτσίκι
στον αρχιφονιά σαν του έρθει η δίκη.
Βογγάει η σάλα, τρέμει:
"Φτάνουν οι πολέμοι!
"Για ποιόν πολεμάτε, φαντάροι;
"Δεν έχει η γης μας και πλούτη και χάρη;
"Τί σας φταίν οι Οβραίοι;
"Κι ο Αράπης τι μας φταίει;
"Υπερασπίστε τη Δημοκρατία!
"Και μην ακολουθάτε τον εγκληματία!"
Τέτια βροντοφώναξε ο Σαρλό,
που μας έκανε ως τώρα το λωλό,
π' ορθώθηκε άοπλος Προφήτης
στη Βία και στην ισχύ-της
βαρώντας καταπάνου
στο κάστρο του τυράννου.

Τρανέ μας φίλε,
συμπάθα-μας και στείλε,
της φτώχιας ο παρήγορος και των δυναστεμένων,
τώρα που μας ζουλάει φτέρνα δικών και ξένων,
στείλε απ' το Πνεύμα-σου, που το είδα
- μονάχα εγώ; - να σελαγεί,
μιά αχτίδα και σ' αυτήν τη γη,
στη νυχτωμένη-μας Πατρίδα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: