ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ
Η
Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασική φιλόλογος
Τον εξηντάχρονο Βλαντιμίρ Σαρόφ τον αποκαλούν ως τον πιο παράξενο
συγγραφέα της Ρωσίας. Προσωπικά τον θεωρώ μοναδικό. Ο ξένος Τύπος τον συγκρίνει
με τον Μάρκες και τον Κορτασάρ, και σπανίως με κάποιον από το Πάνθεον της
κλασικής ρωσικής και σοβιετικής λογοτεχνίας. Οι περισσότεροι κριτικοί τον
θεωρούν έναν από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς εκπροσώπους του ρωσικού
μεταμοντερνισμού, όμως ο ίδιος Σαρόφ απαντάει: «Βλέπω τον εαυτό μου ως ρεαλιστή
συγγραφέα και δεν έχω καμιά σχέση με τον μεταμοντερνισμό... Απλά, υπάρχει μια εικόνα
του κόσμου, την οποία θέλω να καταγράψω».
Η ροή της φαντασίας, ο φαινομενικά απλός αλλά βαθύς και πολυεπίπεδος
λόγος του, κάνουν την αφήγηση συναρπαστική, που απαιτεί εντούτοις από τον
αναγνώστη μια γερή προετοιμασία και γνώσεις πέρα από τη σχολική ιστορία. Και,
το κυριότερο, ανοιχτό μυαλό και καρδιά, που δεν φοβάται να δεχτεί ότι ο Λένιν
ήταν ο καλύτερος μαθητής του μουσικοσυνθέτη Σκριάμπιν και ο Στάλιν γιος της
Ζερμέν ντε Σταλ. Το καλύτερο που πρέπει να κάνει ο αναγνώστης είναι να πιστέψει
τον Βλαντιμίρ Σαρόφ. Αναμφισβήτητα, ως κορυφαίος ιστορικός ο συγγραφέας
γνωρίζει περισσότερα από τους περισσότερους των αναγνωστών του και, το
κυριότερο, χειρίζεται άριστα τις πιο σπάνιες πηγές. Γι’ αυτό οι κριτικές
–ιδιαίτερα εκ συμπατριωτών του– τόσο συχνά πέφτουν έξω: εκεί που το παραμύθι
παίρνει μια «απαράδεκτη» κατά πολλούς τροπή, αποκαλύπτεται ότι δεν πρόκειται
για οργιάζουσα φαντασία, αλλά για κάποιο γεγονός από κάποια σπάνια μεσαιωνική
πηγή, γεγονός άγνωστο για τους περισσότερους. Γι’ αυτό οι κριτικοί του συχνά φαίνονται
κατώτεροι των περιστάσεων, και ποιος κριτικός αντέχει να φανεί ντιλετάντης;
Ποιος κριτικός αντέχει κριτική;
Τι είδους βιβλία γράφει ο Βλαντιμίρ Σαρόφ; Ο ίδιος τα ονομάζει παραβολές
και σε καμιά περίπτωση δεν τα θεωρεί εναλλακτική ιστορία, όπως προσπαθούν να
παρουσιάζουν τα μυθιστορήματά του κάποιοι κριτικοί. Το 2008, το βιβλίο του
«Γένησθε ὡς τὰ παιδία» πήρε το βραβείο «Πεζογραφία της χρονιάς» στην 21η
Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Μόσχας, ήταν φιναλίστ στην απονομή του «Μπούκερ της
Ρωσίας 2008», μπήκε στη short-list του Εθνικού βραβείου «Μέγα βιβλίο 2008» και πήρε το βραβείο Ουίλιμα
Χάτσερ.
Το 2008, επ' ευκαιρία απονομής του βραβείου «Πεζογραφία της χρονιάς» για
το μυθιστόρημα «Γένησθε ὡς τὰ παιδία», ο συγγραφέας έδωσε μια κατατοπιστικότατη
συνέντευξη στο περιοδικό Ιτόγκοι (Αποτελέσματα), όπου απαντάει σε
περισσότερες ερωτήσεις από αυτές που σίγουρα γεννιούνται με τις πρώτες σελίδες
των βιβλίων του.
Για τα μυθιστορήματα του Σαρόφ λένε, ότι κανείς δεν μένει αδιάφορος, είτε
τα λατρέψει από τις πρώτες φράσεις είτε τα μισήσει. Οι τηλεοπτικές κάμερες
κατέγραφαν πως μια ομάδα εξοργισμένων αναγνωστών έκαιγε στο κέντρο της Μόσχας
το ομοίωμα του συγγραφέα! Ο κόσμος δεν μπορεί ν’ αντέξει την αλήθεια
διαφορετική από αυτήν, που διδάχθηκε από γενεά σε γενεά.
“Έχω καιρό να διαβάσω ένα
βιβλίο τόσο πολυδιάστατο. Αυτό το μυθιστόρημα δεν δημιουργεί το δικό του κόσμο,
αλλά αναδιοργανώνει το δικό μας κόσμο και τον κάνει πιο αληθινό κι από τον
πρωτότυπο. Τρελή θεωρία, περίεργη σκέψη, μας κάνουν να δούμε τα πλέον γνωστά
πράγματα από εντελώς διαφορετική σκοπιά. Κι αν δεν φοβάστε τα ρωσικά μυθιστορήματα,
πάρτε αυτό, και θα δείτε ότι η έμπνευση του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι, του
Σολζενίτσιν δεν εξαντλήθηκε ακόμα!» (Ζοέλ Πριέρ, Minute)
Τον Σαρόφ αναμφισβήτητα τον θεωρούν έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους
λογοτέχνες του κόσμου. Όμως, πριν το 2008 κανένα από τα μυθιστορήματά του δεν
προτάθηκε για το «Μπούκερ». «Υπάρχουν
πολλές αιτίες», εξηγεί ο Σαρόφ. «Η
κυριότερη όμως έγκειται στις σχέσεις μου με τον λογοτεχνικό κόσμο. Δεν ήμουν
ποτέ μέρος του, ούτε επί της σοβιετικής εξουσίας ούτε μετά. Οι άνθρωποι
γνωρίζουν τους κανόνες ζωής σ’ αυτόν τον κόσμο, εγώ όχι. Μέχρι τη δεκαετία του
'90 ήμουν σίγουρος ότι τα βιβλία μου δε θα τυπωθούν ποτέ. Ίσως φταίει η
γενετική αυτής της ιστορίας”.
Ένα μεγάλο μυθιστόρημά του -το «Πριν και ενώ»- δημοσιεύθηκε στο μεγαλύτερο περιοδικό της
Μόσχας «Νόβι μιρ» («Νέος κόσμος»). Και μετά ακολούθησε η περιβόητη συζήτηση:
τον κατηγόρησαν, ότι παίζει με τα
ιστορικά γεγονότα.
«Εκείνη την περίοδο, στις αρχές της
δεκαετίας του ΄90, ειπώθηκαν πολλά πράγματα, που σήμερα μάλλον μας κάνουν να
μελαγχολούμε παρά να αναρωτιόμαστε, μερικά φαίνονται απλή παρεξήγηση. Στο
βιβλίο μου υπάρχουν πολλά φανταστικά πράγματα, αλλά συχνά ανατρέχω στις πηγές,
στα αρχειακά ντοκουμέντα. Οι κριτικοί, κατά περίεργο τρόπο, δεν πίστεψαν τις δεύτερες.
Άρχισαν να μου εξηγούν ότι ο Χριστός σταυρώθηκε και δεν κρεμάστηκε, ότι ο
Μωυσής στο Όρος Σινά δεν μπορούσε να δώσει την Πεντάτευχο. Επαναλαμβάνω: όλα
αυτά τα έχω δανειστεί από ιστορικές πηγές, αλλά είναι εκείνο το κλαδί της
παράδοσης, το οποίο οι κριτικοί δεν γνωρίζουν, είναι το εβραϊκό μεσαιωνικό
μυθιστόρημα για τον κρεμασμένο. Πιστεύω, ότι απλά μπερδεύτηκαν και πιθανόν αυτό
τους χαλάει τη διάθεση: στους ανθρώπους δεν αρέσει όταν τους πιάνουν να κάνουν
λάθη, νομίζουν ότι τους κοροϊδεύουν”.
Για παράδειγμα, πίσω από τη συγγένεια της Μαντάμ ντε Στάλ με τον Στάλιν
κρύβεται η μεταφορά σχετικά με την επιρροή της Γαλλικής Επανάστασης στη Ρωσική
Επανάσταση. Η επιρροή της εποχής της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, του
Ναπολέοντα ή της Παρισινής Κομμούνας.
«Εντωμεταξύ, στη διάρκεια των ερευνών
μου», ομολογεί ο Σαρόφ, «ανακάλυψα,
ότι κάποια ‘μαντάμ’ Σταλ εργαζόταν στις μπολσεβίκικες οργανώσεις της Τιφλίδας
και του Παρισιού. Για μένα ήταν πραγματική αποκάλυψη!» Ποιος είναι τελικά
αδιάβαστος;
Η Επανάσταση είναι το αγαπημένο θέμα του Σαρόφ. «Δεν ήταν αναπόφευκτη, λέει, αλλά
δεν ήταν και τυχαία. Γιατί την στήριξε εκείνη η αντίληψη της ρωσικής ιστορίας,
η οποία πήγαζε στις αρχές του κράτους, υπήρχε στα ίδια του τα θεμέλια, έγινε
νόημα και προορισμός της ιστορίας μας. Εννοώ την πεποίθηση ότι η Ρωσία είναι το
τελευταίο αληθινό χριστιανικό βασίλειο και μετά από αυτήν η συντέλεια του
κόσμου και η Τελική κρίση. Αυτές τις διαθέσεις είχε το μεγαλύτερο μέρος του
λαού. Μην ξεχνάτε ότι τον 19ο αιώνα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού
της χώρας το αποτελούσαν οι Παλαιοί Πιστοί. Ήταν μια παράδοση, που στηριζόταν
στην πεποίθηση ότι από την εποχή του Νίκωνα και της διάσπασης η Εκκλησία και η
αυτοκρατορία έμειναν δίχως θεία χάρη, άρα ο Αντίχριστος είναι προ των Πυλών...
Η ήττες στον ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο και κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο εκλήφθησαν
ως εξής: ο Κύριος γύρισε την πλάτη στη Ρωσία, ήρθαν οι έσχατοι καιροί... Αυτές
οι διαθέσεις ακριβώς αφάνισαν την Αυτοκρατορία. Για τους πάντες –για τους
κόκκινους, τους λευκούς, τους πράσινους– η Επανάσταση ήταν η Τελική Κρίση. Όλοι
ήθελαν να διαχωρίσουν τους ‘καθαρούς’ από τους ‘ακάθαρτους’, και αφού
τιμωρήσουν την αμαρτία, να χτίσουν τον επίγειο παράδεισο.
Το 1993 υπήρξε μια πολύ
δημοφιλής πρόταση: να παραγραφεί όλη η ρωσική ιστορία από το 1914 έως το 1991.
Πίστευαν, ότι αυτή η περίοδος ήταν ένα τεράστιο, φρικτό λάθος. Όπως και το 1917
η ιδέα της διακοπής της ιστορίας ήταν πολύ ελκυστική. Οι αντιλήψεις αυτές μόλις
αρχίζουν να αλλάζουν. Η ιστορία δεν μπορεί να διακοπεί. Σε καμιά περίπτωση...»
«Οι ιδέες για τις θρησκευτικές
ρίζες της Επανάστασης υπήρχαν και πριν από μένα. Όσον αφορά την ιδέα της
Σταυροφορίας των παιδιών, στο βιβλίο μου ‘Γένησθε ὡς τὰ παιδία’ είναι μια
πραγματική Σταυροφορία, μεσαιωνική. Οι Σταυροφορίες, η μια μετά την άλλη,
κατέληγαν σε αποτυχία. Και τα παιδιά αποφάσισαν ότι οι σταυροφόροι είναι
ανίκανοι να κρατήσουν τον Άγιο Τάφο επειδή είναι αμαρτωλοί. Άρα τα παιδιά που
είναι αφελή και καθαρά πρέπει να απελευθερώσουν τον Άγιο Τάφο. Τους οδηγούσαν
οι Ιερείς. Από κάθε πόλη που περνούσαν, τα παιδιά πίστευαν ότι είναι η
Ιερουσαλήμ. Σταδιακά η στρατιά των παιδιών έγινε ολοένα και πιο αραιή, ένα
μέρος τους πέθανε από την πείνα, το κρύο και τις ασθένειες, άλλα πουλήθηκαν σαν
σκλάβοι, και τα κορίτσια κατέληξαν σε χαρέμια. Πίσω στα σπίτια τους κατάφεραν
να επιστρέψουν ελάχιστοι. Όσο έγραφα, είχα την αίσθηση μιας πολύ βαθιάς
ομοιότητας της Επανάστασής μας με τον Αργυρό αιώνα [περίοδος στη ρωσική ποίηση και την τέχνη, 1880-1920 περίπου] ήταν
η εποχή της μέγιστης πολυπλοκότητας της ζωής. Εξού και η τόσο ξέχειλη ανάπτυξη
των τεχνών και της επιστήμης. Αλλά σε κάποιο στάδιο οι άνθρωποι αρχίζουν να
πιστεύουν ότι όσο περισσότερα γνωρίζει ο άνθρωπος τόσο του είναι πιο δύσκολο να
παλέψει το Κακό. Ότι η πολυπλοκότητα δεν έχει νόημα, παρά μόνο μπερδεύει και
φράζει το δρόμο προς τη σωτηρία. Γεννιέται ο πειρασμός να απλουστεύσεις τα πάντα
στο έπακρον, αυτό είναι το Καλό και αυτό είναι το Κακό, αυτός είναι φίλος κι
αυτός είναι εχθρός. Όλη η Σοβιετική Ένωση ήταν ο δρόμος μια τέτοιας φιλοσοφίας
και τέτοιας απλούστευσης».
Στην αναφορά του δημοσιογράφου του περιοδικού «Ιτόγκοϊ» στον Αλεξάντρ
Πάντσενκο, σπουδαίο Ρώσο φιλόλογο, μελετητή της ιστορίας της λογοτεχνίας, ο
οποίος ισχυριζόταν ότι στην ΕΣΣΔ μεταλλάχθηκε η εκκλησιαστική τυπολατρεία, ότι
το σκήνωμα στο Μαυσωλείο είναι το άγιο λείψανο, τα Συνέδρια του Κόμματος οι
Οικουμενικοί Σύνοδοι και οι παρελάσεις οι Επιτάφιοι, ο Σαρόφ απαντά:
«Αυτοί οι θεσμοί είναι γενικώς
αθάνατοι. Και ο Μπερντιάγιεφ, όταν μετανάστευσε, έγραφε για την παρόμοια σχέση
της Επανάστασης με όλη μας την ιστορία, παρόλο που εκείνη την εποχή αυτή η
άποψη δεν ήταν και η πιο δημοφιλής. Πάντως δεν την επινόησα εγώ, αυτό είναι το
μόνο σίγουρο. Είμαι εντωμεταξύ πεπεισμένος, ότι ο Εμφύλιος πόλεμος δεν τελείωσε
το 1921. Ο Εμφύλιος τελείωσε με το θάνατο του Στάλιν, το 1953. Γιατί μέχρι τότε
στη χώρα συνέχισαν να διαχωρίζουν του ‘καθαρούς από τους ‘ακάθαρτους’. Γι’ αυτό
το λόγο γίνονταν οι μαζικές εκκαθαρίσεις, συλλήψεις, εξορίες. Τα θύματα
εξαιρετικά σπάνια ήταν συνειδητοί εχθροί του καθεστώτος, μπορούμε να πούμε ότι
εκκαθαρίζονταν όσοι δεν είχαν την ‘κοινή’ έκφραση του προσώπου. Και δεν μιλάμε
μόνο για ανθρώπους, αλλά για ήθη και έθιμα, ιδιομορφίες της γλώσσας,
διαλέκτους∙ το μαχαίρι έμπαινε σε ό,τι εμπόδιζε την απλούστευση και την ομοιομορφία.
Δεν ήταν απλά τυραννία αλλά συνειδητή
παράταση του πολέμου. Ένας συνεχής Εμφύλιος υπήρξε την εποχή του Στάλιν θεμέλιο
της ίδιας της δημόσιας τάξης, και το θεμέλιο αυτό αποδείχθηκε πολύ ισχυρό».
Ένας σπουδαίος ιστορικός, διδάκτωρ ιστορίας, με διατριβή πάνω σε μια από
τις πολλές σκοτεινές περιόδους της ρωσικής ιστορίας –τα Σκοτεινά χρόνια του
1598-1613– ξαναδιαβάζει (όχι ξαναγράφει!) την ιστορία. Ή την αποκρυπτογραφεί,
την ξεφλουδίζει. Τι είδος πεζού λόγου είναι τα βιβλία του;
«Αυτά που γράφω είναι μάλλον
παραβολές. Τραβηγμένες έως το μέγεθος του μυθιστορήματος. Πάντως δεν έχουν
καμιά σχέση με την εναλλακτική ιστορία. Είμαι επαγγελματίας ιστορικός και
σέβομαι τις πηγές. Αλλά δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι η αλήθεια που διδάσκεται
είναι η μοναδική. Στην ιστορία μας υπάρχουν πολλά τυφλά σημεία και λακκούβες,
πολλές αποσιωπήσεις. Γι’ αυτό και τόσο συχνά και με απίστευτη ευκολία
ξαναγράφεται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου