17/3/12

“Γράφω” σημαίνει αναμετριέμαι

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΟΝΤΗ, Η κατάθεση, εκδόσεις Ένεκεν, σελ. 257

Δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερη σύνοψη. Αντιγράφω λοιπόν από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: “Τον Ιανουάριο του 2010, δύο αστυνομικοί της Αντιτρομοκρατικής επισκέπτονται στο σπίτι της στην Ικαρία μια γυναίκα, για να της πάρουν κατάθεση. Τι έχουν εναντίον της; Τι τους κρύβει εκείνη; Πώς θα καταλήξει η αναμέτρησή τους να ανασκαλίσει απωθημένα μέχρι και της Μακεδονικής Ιστορίας; Η ανακρινόμενη θα αποφασίσει να γράψει τελικά τη δική της πλέον κατάθεση, όπου αφηγείται και συζητάει για την αριστερά, τις γυναίκες, τον εθνικισμό, τις μειονότητες. Για τις προσωπικές και κοινωνικές μας περιπέτειες και ουτοπίες, σε μια κρίσιμη εποχή για την Ελλάδα και τον κόσμο”.
Είναι κάτι παραπάνω από φανερό: στο βιβλίο της Μόντη δεν χωρούν οι επιφυλάξεις και οι φοβίες μιας πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέα. Η θεματολογική επιλογή της, με κεντρικό άξονα την πολιτική τρομοκρατία, και επιμέρους πυλώνες τη σημερινή κοινωνική κρίση, την καταπίεση των αλλόγλωσσων μειονοτήτων, το πρόβλημα του κοινωνικού ρατσισμού, την ενεργό πολιτική συμμετοχή κλπ., περιλαμβάνει επικίνδυνες, σχεδόν απαγορευμένες αφηγηματικές περιοχές, που πολύ αμφιβάλλω αν θα μπορούσε ή αν θα ήθελε να αντιμετωπίσει ακόμη κι ένας έμπειρος συγγραφέας.

Και όμως η Μόντη στέκεται όρθια στο κέντρο τους, και μάλιστα φαίνεται να το απολαμβάνει, αναφωνώντας, με το στόμα της ηρωίδας, “Γράφω!”. Είναι η στιγμή κατά την οποία διαλύονται οι τελευταίες συγγραφικές ανασφάλειες, αφού προηγουμένως έχει οριοθετηθεί με ευκρίνεια ο χώρος, ο λόγος και ο σκοπός της γραφής: εδώ λοιπόν η γραφή, όχι σαν ιδιωτική ομφαλοσκόπηση ούτε σαν ατομική καταφυγή ούτε σαν έσχατο υπαρξιακό αποκούμπι, αλλά πιο πολύ σαν μέσο μιας δημόσιας αναμέτρησης και ενός ιδεολογικού αναστοχασμού, που ξεπερνώντας κατά πολύ το ατομικό βίωμα της ορατά αυτοδιηγητικής αφήγησης εικονίζει την πορεία μιας ολόκληρης γενιάς.
Πρόκειται για την πρώτη γενιά της μεταπολίτευσης, που μέσα από το στόμα της ηρωίδας αποτιμά τον πολιτικό της ρόλο, ομολογεί τις προδοσίες, ψηλαφεί τις πληγές και δοκιμάζει τις αντοχές της τώρα που έφτασε το «τέλος εποχής». Και μάλιστα, όλα αυτά όχι με τη διάθεση μιας πολιτικά βολικής παρακαταθήκης, που στο όνομα της ωρίμανσης ή με το άλλοθι της ήττας δικαιώνει την απόσυρση, αλλά με την επίγνωση της ανάγκης για μια ενεργητική ιδεολογική ανατοποθέτηση μπροστά στην κρίσιμη κοινωνική πραγματικότητα και για μια ενεργητική ατομική στάση μπροστά στις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις.
Κάπου εδώ όμως χαλάει η μαγιά. Η επιθυμία της συγγραφέα να τα πει, βαραίνει τόσο στο συγγραφικό χέρι, που θέτει σε δεύτερη μοίρα τις αναγκαίες αφηγηματικές συνθήκες, με αποτέλεσμα να μοιάζει η πλοκή προσχηματική, χαλαρή και άτονη, να μένουν οι χαρακτήρες επιφανειακοί και προβλέψιμοι και να κατατείνουν ορισμένα διαλογικά μέρη προς τη ρηχή πολιτική ρητορεία.
Ό,τι δηλαδή συμβαίνει σε αρκετά ενδιαφέροντα πρωτόλεια: μια ειλικρινής πρόθεση και μια αναμφισβήτητη δυνατότητα που δυσκολεύονται να βρουν την επιθυμητή λογοτεχνική τους έκφραση. Εκλαμβάνω την “Κατάθεση” της Μόντη ως δήλωση προθέσεων, αλλά και τεκμαρτών δυνατοτήτων.

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: