23/3/12

Εκκλησία και έθνος στα Βαλκάνια

Ιστορική αντινομία ή κοινωνική σύγκρουση;

ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Το νεοτερικό ιστορικό φαινόμενο της συγκρότησης του έθνους/εθνικού κράτους και η σχέση του με την εκκλησία δεν είναι ξεκομμένο από το θεσμικό ρόλο της στο εσωτερικό των μεσαιωνικών χριστιανικών κρατών της Βαλκανικής. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι καθένα από αυτά, κυρίως το σερβικό και το Β΄ βουλγαρικό κράτος –για να περιοριστούμε σ’ αυτά–, κατάφεραν, σε πρόσφορες συγκυρίες (1219 και 1235), να συγκροτήσουν ξεχωριστές εκκλησίες, υιοθετώντας το κυρίαρχο βυζαντινό/«κωνσταντίνειο» μοντέλο (ο ηγεμόνας/κράτος με την εκκλησία του). Κι ακόμα πως, παρά την επιβεβλημένη τομή τού 1453, αυτή η ατομική τους κατάκτηση και κληρονομιά δεν έπαψε έκτοτε να επικαιροποιείται. Διαρρηγνύοντας τη χριστιανική οικουμενικότητα την οποία διακήρυσσε το Πατριαρχείο, τα δύο αυτά κράτη, ιδρύοντας δική τους εκκλησία, δεν έπαψαν βέβαια να βρίσκονται υπό την πνευματική κηδεμονία της Κωνσταντινούπολης. Η χριστιανική κοινότητα διαιωνίστηκε, αν και όχι πάντα ως ενεργός ενωτικός παράγοντας: Οι υστερο-μεσαιωνικές διευθετήσεις Βουλγάρων και Σέρβων, ερήμην του Πατριαρχείου, μετέτρεψαν τις διακρατικές/διεκκλησιαστικές σχέσεις σε ακανθώδες ζήτημα, αν κρίνουμε από τα συνακόλουθα αναθέματα που εκτόξευε το τελευταίο.

Αυτή η ιστορική εμπειρία θεσμικής χειραφέτησης των δύο λαών διακόπηκε απότομα: Το βουλγαρικό Πατριαρχείο Τυρνόβου καταργήθηκε οριστικά με την οθωμανική κατάκτηση της πόλης (1393), ενώ το σερβικό τού Ιπεκίου (Πετς), όπως και η αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή Αχρίδας, καταργήθηκαν από τον πατριάρχη Γεννάδιο (1459), για να επαναλειτουργήσουν από το 1557 έως το 1766/1767. Το Ιπέκιο, μάλιστα ως οθωμανικός θεσμός, επεκτάθηκε μέχρι το «στρατιωτικό σύνορο» (Κράινα), την ουγγρική λωρίδα μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Σάβα, όπου Σέρβοι είχαν καταφύγει μαζικά, συντεταγμένοι υπό τον πατριάρχη τους. Και στις δύο περιπτώσεις, η διακοπή δεν εξάλειψε τη χαραγμένη στο μυαλό και το σώμα των ανθρώπων κοσμοαντίληψη για τον επίγειο και το μεταθανάτιο κόσμο, την αμαρτία, το φόβο και τις πρακτικές για την οργάνωση του χρόνου και τη σωματική πειθαρχία/υποταγή. Πολύ περισσότερο που και η, εξίσου θεοκρατική, Οθωμανική αυτοκρατορία οργάνωσε κατά ποίμνια τους υπηκόους της. Το αξιοσημείωτο λοιπόν για το θέμα μας είναι ότι η μεσαιωνική κληρονομιά δεν έπεσε στη λήθη: Διατηρήθηκε στα δημώδη άσματα και στα (αγιογραφικά) χρονικά και, το κυριότερο, έδωσε έκφραση –μαζί με άλλες μορφές απείθειας– στην κοινωνική δυσαρέσκεια, εξαιτίας π.χ. της γενίκευσης της ελληνικής στην εκκλησιαστική λειτουργία, των αυθαιρεσιών και των αυξανόμενων δοσιμάτων στη Μεγάλη εκκλησία. Ταυτόχρονα, συνέβαλε στη συνειδητοποίηση ότι η ανατροπή της πνευματικής εξάρτησης, στον προχωρημένο 18ο αι., γινόταν όλο και πιο εφικτή από εκείνη της πολιτικής κυριαρχίας.
Μ’ άλλα λόγια, η νεοτερική σχέση έθνους και εκκλησίας δεν μπορεί να κατανοηθεί εν κενώ, ούτε στη βάση μιας «νοερής», αδιάσπαστης δηλαδή αρμονικής ενότητας του ορθόδοξου ποιμνίου. Πολύ περισσότερο που οι εκκλησίες, στο πλαίσιο του παραπάνω μεσαιωνικού μοντέλου, συνδέθηκαν αδιάσπαστα με το οικείο τους κράτος, όχι μόνο διεισδύοντας στην κοσμική σφαίρα με ποιμαντορικό και δικαστικό ρόλο, αλλά κυρίως ως μεγάλος γαιοκτήμονας, δηλαδή εκμεταλλευόμενες σημαντικό τμήμα αγροτικού πληθυσμού και ιδιοποιούμενες αγροτικό πλεόνασμα. Οι πηγές δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, αρκεί να θέλει κανείς να τις λάβει υπόψη του και να παρακολουθήσει την εξέλιξη του φαινομένου στην οθωμανική περίοδο.
Μια γενική, λοιπόν, τυπολογία των διαδικασιών προς τη συγκρότηση του εθνικού κράτους θα μπορούσε να προταθεί εδώ, μόνο και μόνο για να γίνει αντικείμενο ευρύτερης και σε βάθος διερεύνησης: Όπου συγκροτείται εθνικό κράτος μέσα από επαναστατικές διαδικασίες, δηλαδή με ριζοσπαστικές στοχεύσεις, οι οποίες μάλιστα προκαλούν ακόμα και εμφύλιες συγκρούσεις, η εκκλησία ως θεσμός τάσσεται υπέρ της διατήρησης του status quo (ελληνική και σερβική περίπτωση). Αντίθετα, εκεί όπου ριζοσπαστικές κοινωνικές δυνάμεις απουσίαζαν ή ήταν αδύναμες, η (βουλγαρική εν προκειμένω) εκκλησία άδραξε την ευκαιρία, σε περιόδους ρήξεων, να υλοποιήσει το πάγιο από τον Μεσαίωνα αίτημά της, την απεξάρτηση από το Πατριαρχείο, με βασικό επιχείρημα τη γνώση της ιστορίας και της αποκλειστικής χρήσης τής γλώσσας: Μια παρόμοια στόχευση προδιαγράφει η Σλαβοβουλγαρική Ιστορία (1762) του Παΐσιου Χιλανδαρινού.
Αυτή η παράδοση και οι ευέλικτες πρακτικές τής εκκλησίας δεν ερευνώνται πάντα κριτικά και με βάση τους ιστορικούς όρους. Όχι σπάνια, κάποιοι ερευνητές (ακολουθώντας τη συλλογιστική τής εθνικής ιστοριογραφίας) εκλαμβάνουν, αναχρονιστικά, ως εθνικές, προγενέστερες της Γαλλικής επανάστασης, διατυπώσεις εκκλησιαστικών παραγόντων για απεξάρτηση του ποιμνίου από το Πατριαρχείο με την καλλιέργεια της οικείας γλώσσας/ιστορίας. Άλλοι πάλι κατατάσσουν στους εκφραστές ριζοσπαστικών ιδεών ιεράρχες που στηλίτευσαν τα κακώς κείμενα στην εκκλησία και εργάστηκαν για την ευρύτερη διάδοση της ελληνικής γλώσσας, αν και δεν αμφισβήτησαν το οθωμανικό πλαίσιο: Πρόκειται για τη σημερινή πολιτικά ορθή τάση της αναπαλαίωσης του ρόλου τής εκκλησίας, ή το συρμό να ερμηνεύεται το πολυδιάστατο ιστορικό γίγνεσθαι με πολιτισμικούς όρους («kulturologija»), ταυτότητες και εθνοτικές ομάδες. Και στις δύο προσεγγίσεις παραβλέπονται οι ιστορικοί όροι της συγκρότησης των βαλκανικών εθνικών κρατών και εξιδανικεύεται –αν δεν αποκρύπτεται– ο εξουσιαστικός ρόλος του θεσμού της εκκλησίας. Αντί να συλλαμβάνουν τη μακραίωνη σύμπραξή της με το κράτος, αποδίδουν σ’ αυτό το θεσμό εξαρχής εθνικές στοχεύσεις ή ανιχνεύουν «αντινομία»/«αντίφαση» μεταξύ εκκλησίας-κράτους. Ως επιχείρημα μάλιστα προβάλλεται ο κυρίαρχος λόγος του Πατριαρχείου, ο οποίος αποτυπώνει θεοκρατικά τις νεοτερικές γεωπολιτικές μεταβολές με το νεολογισμό «εθνο-φυλετισμός» (αμάρτημα που επέσυρε αναθεματισμό), επιχειρώντας να αποτρέψει την επαπειλούμενη συρρίκνωσή του εξαιτίας της ίδρυσης εθνικών εκκλησιών. Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις επισκιάζουν, στη μελέτη της συγκρότησης των βαλκανικών εθνικών κρατών, τη συνολική νέα σηματοδότηση και συνάρθρωση γλώσσας, παραδόσεων και κοινωνικών δομών, και εξαχνώνουν τον αναπαλαιωμένο κοινωνικο-πολιτικό ρόλο τής εκκλησίας στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα: Την ιδεολογική καταστολή μέσω του μεταφυσικού φόβου, που διαιωνίζει τις παλιές θεοκρατικής έμπνευσης διακρίσεις, και την παρεμπόδιση της εκκοσμίκευσης και του εκδημοκρατισμού του κράτους, από κοινού με τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις – εξού και οι πολιτικές συγκρούσεις.
Αποφεύγοντας λοιπόν αναχρονισμούς και εκ των προτέρων στοχεύσεις, θεωρούμε ιστορικά ορθότερο να αντιληφθούμε τη νεοτερική σχέση εθνικού κράτους-εκκλησίας, στο πλαίσιο της διαμόρφωσης της Βαλκανικής των εθνικοτήτων, ως έναν επιπλέον, όχι τον πιο πρόσφατο, ανα-προσδιορισμό μιας από παλιά φορτισμένης κοινωνικο-πολιτικά σχέσης, που κρίθηκε τότε αναγκαίος. Για την κατανόηση λοιπόν αυτών των ανισοβαρών σχέσεων, σε κάθε κράτος και εκκλησία χωριστά, χρειάζεται (όπως έδειξε η σύγχρονη έρευνα) να πάρουμε υπόψη πρώτα-πρώτα τον ειδικότερο συνασπισμό των κυρίαρχων δυνάμεων και το πολιτικό πρόγραμμα που πρότεινε κάθε μία από αυτές. Δεύτερον, να εξετάσουμε τις διάφορες φάσεις τής εφαρμογής τού συγκεκριμένου μοντέλου, με ή χωρίς τη συνδρομή της εκκλησίας. Γιατί βέβαια η θρησκεία δεν αποτέλεσε για όλους τους βαλκάνιους υπηκόους/πολίτες-πατριώτες εξίσου συνεκτικό εθνικό δεσμό – συνεπώς η σπουδαιότητα του θεσμού της εκκλησίας ποικίλλει: Διαμετρικά αντίθετα παραδείγματα εθνικών προγραμμάτων είναι εδώ ο Βουλγαρισμός, που πραγματώθηκε καταρχήν στο πεδίο της γλώσσας και της απεξάρτησης από το Πατριαρχείο, πετυχαίνοντας να ιδρυθεί Βουλγαρική Εξαρχία με σουλτανικό φιρμάνι (Φεβρ. 1870), ενώ ο Αλβανισμός έδωσε έμφαση στη γλώσσα, τη γεωγραφία, την κοινή καταγωγή και τον εθνικό χαρακτήρα, ενώ υποβάθμισε τις δύο θρησκείες, τη χριστιανική (ορθοδοξία, καθολικισμός) και τη μουσουλμανική (παράδοση που υπερακοντίστηκε από τους ιδεολόγους του Ενβέρ Χότζα, Φεβρ. 1968).
Ιδωμένη από αυτή την άποψη, η φάση του εθνικού προσδιορισμού των σχέσεων εκκλησίας-κράτους ίσως φωτίσει και σημερινές ανακατατάξεις που βρίσκονται σε εξέλιξη.

Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: