3/3/12

Μικρό όργανο για την τάξη και τις αταξίες της

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΒΑΡΑ

ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ, Κυρία, με θυμάστε; εκδόσεις Κίχλη, σελ. 100 

Τελειώνοντας την ανάγνωση των αφηγημάτων της Μαρίας Στασινοπούλου κλείνεις το βιβλίο με χαρμολύπη: Λύπη και ζήλεια που δεν ασκείς το ευγενέστερο των επαγγελμάτων (επάγγελμά μου: η ψυχή μου) του Δάσκαλου (με κεφαλαίο Δ). Κι αν το ασκείς, που δεν έχεις την σπάνια αφηγηματική και παιδαγωγική αύρα της συγγραφέως. Λύπη που ίσως δεν αξιώθηκες ως μαθητής τέτοιας δωρεάς, χαρισματικού δασκάλου που σε κατέστησε μαθητή του ισόβια. Χαρά που σου δόθηκε η χάρη να ξαναφοιτήσεις -οιονεί μέσω της ανάγνωσης του παρόντος πονήματος- σε σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, ανοιχτό σχολείο διαρκείας μέσω αλληλογραφίας/ανάγνωσης. Χαρά που ξαναγίνεσαι μαθητής και δε νιώθεις «σχολιαρόπαιδο που του ‘λαχε στραβόξυλο δάσκαλος» (Πούλιος).

Ήδη ο τίτλος με την αμεσότητα και τη σαγήνη τού ερωτηματικού -ως αγκίστρι νοσταλγίας- λειτουργεί ερεθιστικά και ανακλητικά, ενώ οι οδηγίες πλεύσεως που ακολουθούν ως εισαγωγή, με τον νοσταλγικό τίτλο «Πριν χτυπήσει το κουδούνι», προδιαθέτουν και κατατοπίζουν για την ευτοπία της συνέχειας. Η συγγραφέας, που έζησε 35 χρόνια κάτω από τη λαιμητόμο της καρδιάς της με πυξίδα την αταλάντευτη, αδιαπραγμάτευτη και ισομοιρασμένη αγάπη της σε καλούς, κακούς και άσχημους, σε εκκεντρικούς, προβληματικούς και νορμάλ μαθητές -απ’ όλα έχει ο αειθαλής μπαξές της τάξης-, διανύσασα ευδόκιμον υπηρεσίαν σε δημόσια γυμνάσια και λύκεια ανά την χώρα, επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι δεν θα ήθελε να διαβαστούν «σαν μαργαριτάρια» αλλά ως «χνάρια πάνω στα οποία περπάτησε ένας άνθρωπος και διαμόρφωσε τον μικρόκοσμο της προσωπικής του βιοφιλοσοφίας. Είναι μνήμη παιδαγωγική, ή, ίσως, και μνήμη παιδαγωγός». Θα τολμούσα να πω ότι μπορούν να διαβαστούν ως διαμάντια και μαργαριτάρια, αλλά με την κυριολεκτική σημασία ή την Καβαφική της Ιθάκης, ως γνήσια μαργαριτάρια και διαμαντικά, ακριβή τιμαλφή. Η Στασινοπούλου προνοητικά βάζει τη ρήτρα της για τον κίνδυνο παρανάγνωσης, εξορκίζοντας την ειρωνεία∙ ως γνήσια και γενναία παιδαγωγός δεν καταφεύγει ποτέ σε αυτήν -άπαγε της βλασφημίας- η ειρωνεία είναι το προπατορικό αμάρτημα της εκπαίδευσης, ή όπως το διατυπώνει η συγγραφέας «κανείς άνθρωπος δεν σηκώνει καλαμπούρι για το όνομά του».
Το διήγημα έχει χαρακτηριστεί ως φέτα ζωής. Εδώ καταγράφονται με τρυφερότητα ζωές, πρόσωπα και στιγμές μαθητών, φωτίζεται ο ρευστός κόσμος της εφηβείας, προσφέρεται βακτηρία βίου, παρέχεται χωρίς ίχνος διδακτισμού παιδαγωγική συμβουλευτική, εφαρμοσμένη ποιητική παιδαγωγική, μόνιμα ανοιχτή γραμμή βοήθειας στο σπίτι. Ένα παιδαγωγικό καλειδοσκόπιο, οδοιπορικό ψυχής που μνημειώνει το φευγαλέο που μας σημαδεύει για πάντα. Ζηλεύω τη συγγραφέα που ήξερε την τέχνη να λύνει κόμπους και διλήμματα μαθητών της με τόση τέχνη και διακριτικότητα, που οι μικρότεροι τη μπέρδευαν στην προσφώνηση (τους ξέφευγε «μαμά» αντί «Κυρία»), που γεύτηκε τις σπάνιες χαρές του ταμένου δάσκαλου, λ.χ. να μην ζητωκραυγάζουν οι μαθητές στην απουσία σου∙ πουθενά δεν υπονοείται αυτό αλλά είμαι σίγουρος ότι συνάγεται αυτό από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του βιβλίου, βαθύτατα ουμανιστική, όπως είμαι βέβαιος και ότι το αν ρωτιόταν πάλι ναι θα έλεγε, αν ξανάρχιζε τώρα επαγγελματικά πάλι τον ίδιο δρόμο θα διάλεγε, ένα δρόμο που σε υποχρεώνει κάθε μέρα να υπερβαίνεις τον εαυτό σου, να βελτιώνεις την εικόνα σου. Σταχυολογώ τρεις ψηφίδες όπου φιλοτεχνούν έμμεσα το πορτραίτο της μαθητές της: «ανοιχτός άνθρωπος χωρίς να μπάζει από πουθενά», «Κυρία, έχετε παιδιά -Όχι, Γιώργο, του απάντησα χαμογελώντας. -Χάσανε! Μου ανταπαντά»,  «Μωρέ σ’ ευχαριστώ που δε μου χάλασες το όνειρο», της είχε πει μαθήτρια που συναντήθηκαν τυχαία μετά από χρόνια. Υπάρχει μεγαλύτερη αμοιβή για έναν δάσκαλο; Και η ανεπανάληπτη σεμνότητα του δάσκαλου, που έκανε τη διδασκαλία μαγική αμφίδρομη σχέση, βλέποντας  με την καρδιά την ουσία που δεν την βλέπουν τα μάτια, σημειώνοντας ευγνωμονικά  και ηγεμονικά : «Τα παιδιά αυτά, τα παιδιά μου, μου έμαθαν πιο πολλά απ’ όσα προσπάθησα να τα διδάξω». Η θεατρική παράσταση έχει πετύχει, αν ο αεροπόρος που την παρακολούθησε μπορεί μετά να πετάει καλλίτερα. Και το βιβλίο αντίστοιχα, αν πετάει από στόμα σε στόμα με την διά ζώσης διαφήμιση. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει το εν λόγω βιβλίο, που έχει αιχμαλωτίσει εσαεί την εφηβική δροσιά των τροφίμων και την παιδαιγωγική αύρα, μαεστρία και αγάπη της δημιουργού του. «Θυμόμαστε κάτι γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς»( Σεφέρης). Αλλά οι μαθητές της Στασινοπούλου όχι μόνο δεν θα μείνουν ποτέ ορφανοί αλλά θα μείνουν αιώνια νέοι τυλιγμένοι στη φόδρα της αγάπης της και της γρ-αφής της.
                                                       
Ο Γιάννης Κουβαράς είναι φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: