4/2/12

Η αλληγορία της επιστροφής του παρία

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

Η αλληγορία είναι η κριτική ερμηνεία των ιερών κειμένων σ’ έναν ανίερο κόσμο, το παρελθόν μεταγγισμένο στη γλώσσα των ζωντανών. Το βαρίδι του μέλλοντος γίνεται έτσι λιγότερο ανυπόφορο στις πλάτες των ζωντανών, καθώς το κείμενο αρχίζει να μιλάει σε μια γλώσσα οικεία, εξιστορώντας τον αγώνα των προπατόρων ενάντια στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Γιατί ο μύθος που αφηγούνται τα αρχέγονα κείμενα δεν είναι τίποτε άλλο από τη σύμβαση θεοτήτων κι ανθρώπων ενάντια στους φυσικούς νόμους, ένα συνεχές θαύμα δηλαδή, μια διηνεκής κατάσταση εξαίρεσης.

Μια διηνεκή κατάσταση εξαίρεσης περιγράφει ο Μαρξ μέσα στην αλληγορία της 18ης Μπρυμαίρ…, που κινείται ανάμεσα στην εμπειρία της εποχής και στον ορίζοντα των δικών του προσδοκιών. Ο ίδιος, όντας γαλουχημένος στο πνεύμα του διαφωτισμού, πίστευε ότι η ιστορία δεν πρέπει και δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται αλλά οφείλει να προσανατολίζεται στο μέλλον, σε συμφωνία με την ιδέα της προόδου. Η πρόοδος εδώ δεν είναι μια αξία καθ’ αυτήν. Κρίνεται και η ίδια με βάση το ξεπέρασμα του αστικού κόσμου, με την πεποίθηση ότι η εποχή των αστικών επαναστάσεων πέρασε ανεπιστρεπτί και κάθε επανάληψή τους είναι μια σκέτη φάρσα.
Αλλά η ιστορία όταν επαναλαμβάνεται, αντί για φάρσα, όπως διατείνεται ο ίδιος, μπορεί και να εξελιχθεί σε μια αιματοβαμμένη παρωδία. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Μαρξ δεν διστάζει να κατακεραυνώσει τις αποτυχημένες προλεταριακές επαναστάσεις, που στα μάτια του δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ενισχύουν την κρατική μηχανή. Μια μηχανή που δεν δημιούργησαν οι αστοί αλλά την κληρονόμησαν έτοιμη από το απολυταρχικό κράτος.
Μα και η εξέγερση, αυτή των «κολασμένων» (μια revolt που στην κυριολεξία σημαίνει μια πλήρη περιστροφή του ουράνιου θόλου, κατ’ αναλογία με την κίνηση στο σύμπαν του Γαλιλαίου) δεν έχει θέση στο σύμπαν του Μαρξ. Γιατί η εξέγερση, σ’ αντίθεση με την επανάσταση, έχει το νόημα μιας περιστροφής, μιας επανόδου στην προηγούμενη τάξη πραγμάτων, που ανατράπηκε ή διασαλεύτηκε από την αυθαιρεσία του ηγεμόνα και έλκει το νόημά της από την εξέγερση των νομοκατεστημένων τάξεων του φεουδαλισμού. Εδώ, η τάξη που αποκαθίσταται αντιστοιχεί στη φυσική τέτοια. Όλως αντιθέτως, στη σκέψη του Μαρξ η ιδέα που δεσπόζει είναι η ανατροπή της φυσικής τάξης. Η κοπερνίκεια στροφή που απελευθερώνει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φύσης: είναι η ανακάλυψη της ιστορίας. Στη σφαίρα της ιστορίας ο άνθρωπος δεν είναι πλέον έρμαιο της φύσης, και όμοια με τον παντοδύναμο Θεό δημιουργεί τους δικούς του νόμους, κάνει το άλμα από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας.
Το σύμπαν του Μαρξ  δεν αναφέρεται σε καμία φυσική τάξη παρά μόνον στην ανθρώπινη. Και οι περιορισμοί αυτού του σύμπαντος είναι αμιγώς ανθρώπινοι. Έτσι, στην ιδέα της αυτονομίας μέσα σ’ αυτό το σύμπαν υπόκειται μια ριζική ετερονομία. Γιατί οι άνθρωποι, συνεχίζει ο Μαρξ, δεν κάνουν τη δική τους ιστορία κάτω από ελεύθερες συνθήκες, μα κάτω από τις συνθήκες στις οποίες βρέθηκαν, που κληρονόμησαν από το παρελθόν. Μέσα στη γλώσσα που οι άνθρωποι κληρονομούν πασχίζουν να εκφράσουν νέα πράγματα, κι επειδή πάντα παρεμβάλλεται το ανυπέρβλητο κώλυμα της κοινωνικής τους ύπαρξης, η γλώσσα αυτή εύκολα διολισθαίνει σε μια φαντασμαγορία. Η φαντασμαγορία είναι οι ψευδαισθήσεις της καθημερινής ζωής, οι ονειροφαντασίες της τύρβης που εύκολα καταφεύγει στο νεκρό παρελθόν ή στο νεκρό εμπόρευμα για να δώσει απάντηση στα προβλήματα του παρόντος.  Είναι η σχέση εμπειρίας και προσδοκίας μέσα στον πόλεμο που διεξάγεται για την απαλλοτρίωση-ιδιοποίηση της γλώσσας από τα εκάστοτε μαχόμενα υποκείμενα. Κινείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κυκλοφορεί το εμπόρευμα. Φανερώνει ότι κανένα άτομο ή τάξη, κανένα έθνος ή κράτος, καμιά αυτοκρατορία δεν μπορεί να υπερβεί το είναι της και να συγκροτήσει τη συνείδησή της έξω από την κοινωνική σχέση. Αποκαλύπτει μιαν ανυπέρβλητη αντινομία, μέσα στην οποία είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε. Κανένα χιλιαστικό όραμα, κανένα βασίλειο δεν είναι δυνατόν να αντέξει στην καταλυτική κριτική που θα υποστεί από το όπλο της ιδεολογικής κριτικής.
Η κριτική της ιδεολογίας είχε για κίνητρο το ξεσκέπασμα της υποκρισίας που, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Σταντάλ, πέρασε μέσα από την παραβίαση των νόμων από τους ισχυρούς για να καταλήξει στην ηδονή της διαφθοράς που αψηφά ακόμα και όσες αντιλήψεις φαίνονται και στους ίδιους τούς ισχυρούς δίκαιες και λογικές. Κοντολογίς, η ηδονή της έμπρακτης διαφθοράς έγινε το σύμβολο της ισχύος και εκμαύλισε τις έννοιες που ξεσκέπαζαν τη διαφθορά.
Αν υπάρχει έστω κι ένας κόκκος αλήθειας στα παραπάνω, τότε είναι η απόγνωση που διακατέχει τις επιμέρους κινήσεις και συμπεριφορές. Η απόγνωση εκείνου που δεν θέλει να είναι αυτό που είναι, αλλά δεν γνωρίζει τι άλλο μπορεί να είναι και καταφεύγει στο παρελθόν. Γιατί οι θεότητες που ρίχνονται στην αγορά αποδεικνύεται πως είναι ρούχα των γονιών βγαλμένα από τη ναφθαλίνη: Νομάδες που πολιορκούν την αυτοκρατορία από μέσα κι από έξω, όμοια μ’ εκείνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και είτε οδηγούν στην κατάρρευσή της είτε εγκαθίστανται εντός της για να την αναζωογονήσουν, χωρίς ένα ίχνος κριτικής για το πάθος τους με τον καπιταλισμό. Άμεση δημοκρατία, σαν αντίδοτο στην κοινοβουλευτική, που κουβαλάει όλα τα κουσούρια μιας ατέλειωτης συζήτησης ατόμων, χωρίς να παίρνουν καμιά συλλογική απόφαση. Εργατικά συμβούλια χωρίς εργάτες και χωρίς κανένα πραγματικό συμβούλιο. Κοντολογίς, μεταμοντέρνος εκλεκτικισμός σαν αντίδοτο στην έλλειψη πολιτικής δύναμης. Μια σκοπιά απεγνωσμένης αντίδρασης στην κραιπάλη των όψιμων και σύντομης διάρκειας ελίτ που ανέδειξε ο «εκμοντερνισμός» του πλανήτη και της χώρας.
Αυτός ο εκμοντερνισμός ήταν ο αντίπαλος του τελευταίου διαφωτιστικού αναχώματος που προτάθηκε απέναντι σε μια αχαλίνωτη ανθρώπινη φύση: του κομμουνισμού. Ο κομμουνισμός ήταν για τον Μαρξ ο εταίρος της προόδου, η χειραγώγηση μιας καταστροφικής ανθρώπινης φύσης και συνάμα η χειραφέτηση από αυτήν. Γι’ αυτό και οι πολέμιοί του χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα. Από τη μία πλευρά όσοι ασκούσαν κριτική στο κομμουνιστικό πρόταγμα γιατί έβλεπαν ότι μια αποτυχία σήμαινε και τον όλεθρο για το ίδιο το είδος, κι από την άλλη όσοι κολάκευαν τις πιο ζωώδεις πλευρές του ανθρώπινου είδους για να οχυρώσουν τη δική τους ζωώδη κυριαρχία. Από τη μία πλευρά ο μύθος του Λεβιάθαν, του τέλειου ανθρώπινου τεχνουργήματος, του κράτους, που με το τέλος του αστικού κόσμου το κληρονομεί πλέον η αριστερά από τον απολυταρχισμό, και μαζί μ’ αυτόν την ιδεολογία της τεχνολογίας (γνωστή σαν θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων). Από την άλλη η φαντασμαγορία του εμπορεύματος, η ψευδαίσθηση της κουλτούρας σαν ιδιωτική αυτοπραγμάτωση.
Και για να έλθουμε στα δικά μας, οι μεταμοντέρνοι χαρισματικοί ηγέτες τύπου Παπανδρέου δεν έκαμαν τίποτε άλλο παρά να ξαμολήσουν την ανθρώπινη φύση χωρίς χαλινάρι. Μεταποίησαν την αριστερή κριτική σε άδειο κέλυφος ρητορικής και κληρονόμησαν στους πρησμένους ή αφασικούς γόνους τους κουφάρια, έρμαια των καιρών, και μια ανθρώπινη φύση που αναζητά την αυτοπραγμάτωσή της στην άμεση ικανοποίηση. Μ’ άλλα λόγια, έκαμαν την τραγωδία που κουβαλούσε ο χαρισματικός ηγέτης της μοντέρνας εποχής (Ναπολέων, Στάλιν, Χίτλερ) μια αιματοβαμμένη παρωδία (ο ανεψιός του Ναπολέοντα).
Η μερίδα της αριστεράς που μέσα σ’ αυτήν τη συγκυρία, θες από ένστικτο αυτοσυντήρησης θες από απελπισία, έκανε το άλμα από τον κομμουνισμό στην κουλτούρα, δεν βρέθηκε σε καλύτερη θέση. Η κουλτούρα είναι το όπιο των διανοουμένων, που μεταποιεί την αυτονομία σε περιστροφές γύρω από τη φαντασμαγορία του εμπορεύματος, με άλλοθι την παρηγοριά απέναντι σ’ έναν ασήμαντο κόσμο. Λειτουργεί έτσι σαν προπομπός της πολιτιστικής βιομηχανίας, σαν εργαστήρι παραγωγής ιδεών για χειραγώγηση. Η πράξη, από την άλλη, ξεκομμένη από την πολιτι(σμι)κή κριτική καταλήγει να τρέχει ασθμαίνοντας πίσω απ’ ό,τι διεκδικεί την παλινόρθωση του κόσμου που χάνεται. Κι εδώ λοιπόν πρέπει να κάνουμε διακρίσεις. Ακριβώς στην ίδια δυσχερή θέση βρέθηκε και η αρχετυπική περσόνα του Μαρξ, αλλά δεν παραχώρησε τίποτε από την αμείλικτη κριτική του για να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα. Ναι, το όπλο της κριτικής δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των όπλων, αλλά μια ακόμη περιστροφή, μια επαναφορά στην παλιά φυσική τάξη, δεν είναι δυνατή ούτε και επιθυμητή. Αυτό δεν μπορεί να αποκαλυφθεί παρά μόνον μέσα από την αρνητική κριτική που δεν συμφιλιώνεται και δεν εξιδανικεύει∙ με μια κριτική που δεν κρύβεται πίσω από την φαντασμαγορία της κουλτούρας, για να συγκαλύψει τη ριζική της ετερονομία.
 «Ο καπιταλισμός καταρρέει», κι εμείς θα ‘πρεπε να σιγοψιθυρίζουμε: για λίγο ακόμα σκάβε γέρο τυφλοπόντικα, σκάβε. Στο απόγειο της δύναμής του, όταν η φιλελεύθερη ουτοπία που τον συνέχει έγινε αδιαφιλονίκητη, η κατάρρευση επιταχύνεται αλλά ο φορέας της άρνησης δεν γίνεται ορατός. Κανένας προλετάριος δεν φαίνεται διατεθειμένος να αναλάβει την ιστορική αποστολή που του φόρτωσαν οι διανοούμενοι. Έτσι, το όνειρο της ξένοιαστης νιότης ξεθωριάζει, γίνεται ο εφιάλτης μιας αλυσοδεμένης ζωής. Αυτή η νομοτέλεια της κατάρρευσης επαναφέρει από την πίσω πόρτα μέσα στην ιστορία τη φύση, και γίνεται παθητική πρόγνωση. Αφορά τόσο εκείνους που πήραν την υπαρξιακή απόφαση να εξεγερθούν, μα κι εκείνους που πήραν την υπαρξιακή απόφαση να υποταχτούν.
Δυστυχώς, η απομάγευση της φαντασμαγορίας, η αφύπνιση του μικροαστού έρχεται σε μια στιγμή  που δεν υπάρχουν πια θεότητες για να του σταθούν στον αγώνα με τη φύση (την τελευταία, το κράτος, φρόντισε να τη διαλύσει ο ίδιος). Η μοναδική ετερότητα βρίσκεται μέσα σε τούτον τον κόσμο και είναι ο παρίας. Ο παρίας, όπως τον έπλασε ο Μαξ Βέμπερ, είναι μια εξωιστορική φιγούρα, ακριβώς το αντίθετο από τον κατ’ εξοχήν ιστορικό λαό στον οποίο αναφερόταν. Οι παρίες του σήμερα είναι σύμβολο της διάψευσης των προσδοκιών του μικροαστού, η ωμή εμπειρία μιας κατάστασης εξαίρεσης. Γιατί τα θύματα της κατάρρευσης, που είτε στέκουν στην ουρά για το συσσίτιο είτε  παίρνουν το όπλο για να ληστέψουν την τράπεζα, είναι το φόβητρο κι όχι η ελπίδα (έτσι ήταν πάντα το λούμπεν προλεταριάτο), για μια κατ’ εξοχήν κοινωνία μικροαστών σαν την ελληνική η οποία θέλει να ελπίζει ότι ο τροχός της ιστορίας μπορεί να γυρίσει πίσω. Είναι μια ετερότητα του μέλλοντος, κι αλίμονό μας αν γίνει ιστορική.

Ο Γιώργος Μερτίκας είναι δοκιμιογράφος και μεταφραστής

Δεν υπάρχουν σχόλια: