25/2/12

Μόνος στη σκηνή

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ, flash στη νύχτα, εκδόσεις Τόπος, σελ. 169
    
Το μυθιστόρημα του Γιώργου Αριστηνού δεν διαβάζεται σε δόσεις, σαν κατευναστικό καταπότι πριν την κατάκλιση. Αν διακόψεις την ανάγνωση θα πρέπει τουλάχιστον να γυρίσεις στην αρχή του κάθε κεφαλαίου (το βιβλίο αποτελείται από  επτά κεφάλαια-πράξεις), για να πιάσεις το νήμα της αφήγησης από την αρχή και να βυθιστείς απερίσπαστος στη λαβυρινθώδη ρητορεία του μοναδικού κεντρικού προσώπου. Παρά τη δυσοίωνη και απαιτητική αυτή παράμετρο, η οποία προϋποθέτει έναν αφοσιωμένο ενσυνείδητο αναγνώστη, ο οποίος θα «κρέμεται κυριολεκτικά από τα χείλη του αφηγητή», οι μονολογικοί αυτοσχεδιασμοί του συγγραφέα έχουν ερεβώδη γοητεία, τόλμη και δύναμη γραφής. Απρόσκοπτη ροή, φρενήρη ρυθμό και έναν ιδιότυπο ειρμό στα εναλλασσόμενα αφηγηματικά μοτίβα που περιεργάζονται καλειδοσκοπικά το φάσμα του θανάτου, κυκλώνοντας με αδιαλλαξία και ωμότητα αλλά και αδιάπτωτο ενδιαφέρον το αδυσώπητο της ανθρώπινης περιπέτειας.
Η υποτυπώδης πλοκή αναζητά ανάμεσα στους αναγνώστες έναν πρόθυμο συνοδοιπόρο σε μια ακολουθία στοχαστικών, φιλοσοφικών και υπαρξιακών περιπλανήσεων. Έναν σύντροφο σε μια μεγάλη νύχτα αγρυπνίας, με μια σημαντική επισήμανση: να μην αποσύρει το βλέμμα από το λογοτεχνικό προσκήνιο. Να μην σταματήσει να συνεργάζεται με το κείμενο, παρά την απουσία θεματικού προσχήματος. Οι μικρές κοφτές ανάσες των κομμάτων δεν παραχωρούν στον αναγνώστη παρά τη δυνατότητα να συνεχίσει απτόητος το διάβασμα, χωρίς να λαχανιάσει, παραδομένος στην ιλιγγιώδη σκυταλοδρομία σχισματικών και ανορθόδοξων εξιστορήσεων. Καθώς σκόπιμα οι άνω τελείες σπανίζουν και οι τελείες μετριούνται στα δάκτυλα, τα σημεία στίξης δηλαδή που θα του επέτρεπαν να αποσπαστεί με τη συγκατάθεση του συγγραφέα από τη δίνη του βιβλίου, ο καταιγιστικός λόγος, ύστατο καταφύγιο για τον ήρωα, αποκτά μια πυρετική αμεσότητα.
Σ’ αυτό το one man show, σ’ αυτή τη χειμαρρώδη αυτοσκόπηση, την ασπόνδυλη κατάθεση σκέψεων και εμμονών του αφηγητή, την αγωνιώδη εποπτεία των κατακερματισμένων νοημάτων και των θραυσματικών αληθειών, οι γυναίκες, νεαρές υπάρξεις, χθόνια πλάσματα με ουράνια όψη, παρίστανται. Σχεδόν σιωπηλές, συχνά απαθείς. Παθητικά, ράθυμα, κάποτε εξαγριωμένα αιλουροειδή, υπάρχουν για να υποδαυλίζουν τον πόθο του πρωταγωνιστή. Συγχρόνως όμως αποτελούν τα γήινα αγκυροβόλια στην τρικυμισμένη θάλασσα μιας ασίγαστης, σχεδόν παραληρηματικής, περιπλάνησής του στον κόσμο των ιδεών. Όπως η κεντρική γυναικεία παρουσία που δικαιώνει την ύπαρξή της, καθώς καθηλωμένη παρακολουθεί τις λεκτικές ακροβασίες του εραστή της. Ακούγοντας την υποβλητική, ακατάβλητη και αυτάρεσκη φωνή του να ηχεί επίμονα στον ερμητικό, περίκλειστο εσωτερικό σκηνικό χώρο του μυθιστορήματος. Σε μια σχέση πομπού και δέκτη. Διότι η αποπλάνηση, η λαγνεία, ο ερωτισμός, η κατάκτηση, είναι το πρόσχημα για στοχαστικές αναζητήσεις, αναδρομές και εξομολογήσεις, διανθισμένες με σχόλια, αναφορές, παραπομπές και αποσπάσματα στίχων και λογοτεχνικών κειμένων σημαντικών δημιουργών, που έρχονται να προσθέσουν τη φωνή τους σ’ αυτή του συγγραφέα.
Ο αφηγητής είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Εγωκεντρικός, αλαζών, βέβηλος, μισάνθρωπος, αυτοκαταστροφικός, βρίσκεται διαρκώς σε μια νοητική εγρήγορση, στα όρια της μανίας. Φορά διαδοχικά τα προσωπεία του σχολαστικού ανατόμου, του απάνθρωπου εραστή, του κυνικού στοχαστή, του αμετανόητου μπλαζέ, του καταραμένου. Είρων, καυστικός, ιερόσυλος, ασεβής. Ηδονοθήρας από έξη και φιλέρημος από απελπισία. Ένας αμετανόητος λάβρος κυνηγός / κυνηγημένος από ερινύες, που κατακλύζεται από ένα αίσθημα ματαιότητας, καθώς η υπαρξιακή απόγνωση, η σκοτεινή του απαισιοδοξία, έρχονται να φωλιάσουν ευκαιριακά στη θερμή κατάφαση του γυναικείου κόλπου. Συνουσίες -σύντομες ανάπαυλες, εμβόλιμες παρενθέσεις σε μια μαθητεία θανάτου που τον ξορκίζουν ή τον περιγελούν. Όχι λυτρωτικές ενώσεις σωμάτων, συζεύξεις ψυχών, αλλά μια σφοδρή επιθυμία άλωσης και κατοχής του «άλλου». Υπερχειλίσεις μιας σεξουαλικότητας που ο κορεσμός της θα δώσει τη θέση του αναπόδραστα στην απώθηση και τη φυγή.
Όμως υπάρχει ελπίς φαίνεται, αφού δυο τέλεια σμιλεμένες γάμπες μέσα σε μαύρες δικτυωτές κάλτσες, όπως γράφει ο συγγραφέας, μπορούν να διώξουν έστω και προσωρινά την αλμύρα από το στόμα και την επίμονη οσμή του θανάτου, αναβάλλοντας την τελική υπαρξιακή κρίση του ήρωα. Να στερεώσουν τον κόσμο στη θέση του για τον εξουθενωμένο μηδενιστή. Έστω και για λίγο, έστω με την ανεξήγητη δύναμη του στερεότυπου, καθώς ο τροπαιούχος φαλλός, δίκην πολιορκητικού κριού, θα εμβολίζει το στόχο του σε μια ακόμα νικηφόρα διείσδυση.
Η αφήγηση στο μυθιστόρημα του Γιώργου Αριστηνού δεν τελειώνει με το λυκαυγές. Μένει εκκρεμής, μετέωρη, αφήνοντας μια ισχνή χαραμάδα φωτός στα σκότη της νύχτας που υποχωρεί, με μια ελάχιστη παρήγορη λέξη: ωστόσο... Σύνδεσμο με την προσδοκία και το ανέφικτο. Ωστόσο… ναι, ωστόσο.   

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: