ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΑΝΘΗ
ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του Σικελιανού. Επιλογή Κριτικών Κειμένων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 568
Ο ανά χείρας τόμος από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης είναι αφιερωμένος στον Άγγελο Σικελιανό και περιέχει κριτικές μελέτες για το έργο του, δημοσιευμένες από το 1909 μέχρι το 2008. Το εισαγωγικό σημείωμα και η ανθολόγηση των κειμένων έχουν γίνει από τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ερατοσθένη Γ. Καψωμένο, ο οποίος διαχειρίστηκε εξαιρετικά ένα τεράστιο υλικό (βιβλιοκριτικές, δημοσιογραφικά κείμενα, συνεντεύξεις επιστημονικές μελέτες, μονογραφίες, διδακτορικές διατριβές, πρακτικά συνεδρίων, αφιερώματα περιοδικών, συλλογικούς τόμους) και κατόρθωσε να δώσει μια συνολική και κατ’ είδος εικόνα της μέχρι σήμερα βιβλιογραφίας.
Βασικό κριτήριο που καθόρισε την επιλογή των κριτικών κειμένων, με επισήμανση του ίδιου του επιμελητή, είναι η αντιπροσωπευτικότητα στις πολλαπλές της διαστάσεις, τη χρονολογική κυρίως, αλλά και τη θεματική, τη μεθοδολογική, την ειδολογική και την αξιολογική. Με το κριτήριο της χρονολογικής ταξινόμησης ο επιμελητής χωρίζει τη βιβλιογραφία σε δύο περιόδους: την πρώτη (1909-1952), η οποία είναι επηρεασμένη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τη ζωντανή παρουσία του ποιητή (υμνητική διάθεση, απορριπτική εμπάθεια ή ιδεολογική αντίθεση) και τη δεύτερη (1953-2008), η οποία χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη νηφαλιότητα και κυρίως από πιο αντικειμενικές και εμπεριστατωμένες φιλολογικές προσεγγίσεις.
Ως «φιλολογικό σκάνδαλο» χαρακτηρίστηκε από μεγάλο μέρος της κριτικής η έκδοση του «Αλαφροΐσκιωτου» το 1909. Η αρνητική κριτική του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου (Πέτρου Βασιλικού) εστιάζει κυρίως, στη μέθοδο της ποιητικής γραφής του Σικελιανού (έλλειψη αφηγηματικού ειρμού, λογικοεμπειρικής οργάνωσης του κειμένου). Υμνητικές όμως ήταν οι κριτικές που γράφτηκαν στον ημερήσιο τύπο από το Σπήλιο Πασαγιάννη, τον Άριστο Καμπάνη και τον Νίκο Καρβούνη. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος σε σύντομη κριτική του διακρίνει αρετές αλλά επισημαίνει και αδυναμίες στο έργο και στην ποιητική γραφή του Σικελιανού. Την περίοδο 1915-1920 ο Ερ. Γ. Καψωμένος χαρακτηρίζει ως μεταβατική, γιατί ακόμη η κριτική δεν είναι έτοιμη να αφομοιώσει τις μεγάλες συνθέσεις του Σικελιανού και να αποδώσει έργο αντάξιό τους.
Η εικοσαετία 1921-1940 περιλαμβάνει κριτικά κείμενα αλλά και αυτοτελείς εκδόσεις που δημοσιεύονται με αφορμή την πραγματοποίηση των «Δελφικών Εορτών» (1927, 1930) και την έκδοση της τραγωδίας «Ο Διθύραμβος του Ρόδου» (1934). Οι κριτικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις από την περίοδο αυτή αρχίζουν να αποκτούν πιο εξειδικευμένο προσανατολισμό: η «Δελφική Ιδέα», ο Ορφισμός και το ερωτικό στοιχείο στον Σικελιανό απασχολούν τον Τάκη Δημόπουλο (1934), η σύζευξη ελληνισμού-χριστιανισμού και ο μυστικισμός τον Κλέωνα Παράσχο (1935), ο λυρισμός και τα χαρακτηριστικά του την Έλλη Λαμπρίδη (1939).
Την τελευταία φάση (1940-1952) της πρώτης περιόδου πυκνώνουν οι δημοσιεύσεις με αφορμή την έκδοση των τραγωδιών «Ο Δαίδαλος στην Κρήτη», «Σίβυλλα», «Ο Χριστός στη Ρώμη». Ο Robert Levesque (1944) επισημαίνοντας και αυτός ως βασικό χαρακτηριστικό της ποίησης του Σικελιανού τη σύζευξη ελληνισμού-χριστιανισμού χαρακτηρίζει την ποιητική σύνθεση «Μήτηρ Θεού» παράδειγμα συγκρητισμού. Ο Οδυσσέας Ελύτης στη μελέτη του «Πέντε κορυφαίοι Νεοέλληνες λυρικοί: Σολωμός-Κάλβος-Παλαμάς-Καβάφης-Σικελιανός» (1945) υμνολογεί μεν το Σικελιανό αλλά δεν παραλείπει να επισημάνει την αδιαφορία του ποιητή για ζητήματα τεχνικά ή αισθητικά, η οποία δυστυχώς λόγω της συχνότητάς της παρουσιάζεται ως ελάττωμα. Ο Λίνος Πολίτης (1947) αποφαίνεται ότι το δίδαγμα του Σολωμού το βρίσκουμε μετουσιωμένο στο έργο του Σικελιανού: «στους στίχους του συναντούμε το γνώριμο ρυθμό του κρητικού δίστιχου, που είναι σα ν’ αναβρύζει άμεσα από την ανάμνηση του Κρητικού και του Ερωτόκριτου». Ο Κ. Θ. Δημαράς (1952) υποστηρίζει ότι ο Σικελιανός έχει αφομοιώσει την ελληνική παράδοση και αυτό φαίνεται από τον εξαίσιο τρόπο με τον οποίο εντάσσεται μέσα στο μοντέρνο λόγο του το παλιό υλικό, από το πως συνδέει την αρχαιότητα με το χριστιανικό κόσμο, την τοπική παράδοση με το σύγχρονο δυτικό πολιτισμό.
Από τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις αυτής της περιόδου ξεχωρίζουν οι μελέτες των Ευάγγελου Παπανούτσου και Αντρέα Καραντώνη. Ο φιλόσοφος και κριτικός Ε. Παπανούτσος (1946) παρατηρεί με πόση οικειότητα ο «αυτοδίδακτος» Σικελιανός προσεταιρίζεται το μυθολογικό, ιστορικό και φιλολογικό θησαυρό της ελληνικής αρχαιότητας, τη φιλοσοφική σκέψη τους καιρού του (ο Nietzsche, ο Bergson και οι intuitionnistes, οι υπαρξιακοί Kierkegaard, Jaspers και Heidegger, ο αντιρασιοναλιστής Ludwig Klages ανιχνεύονται στο έργο του) και κατορθώνει να διαμορφώσει μια ενιαία βιοθεωρία και κοσμολογία. Η μελέτη του εστιάζει κυρίως στην κριτική που ασκεί ο ποιητής στην κατεύθυνση του δυτικού πολιτισμού, στην οποία αναγνωρίζει τα συμπτώματα μιας «ολέθριας παρακμής». Η ανάγκη να επιτευχθεί η σύνθεση της Ανατολής με τη Δύση μέσω μιας ηθικής και πνευματικής συμφωνίας, παρατηρεί ο συγγραφέας, αποτελεί για το Σικελιανό μια πρόταση εξόδου από την κρίση και αναγέννησης του πολιτισμού. Ο Αντρέας Καραντώνης, ο πιο αυστηρός ίσως απ’ όλους απέναντί του, στους «Στοχασμούς για την ποίηση του Σικελιανού» (1952) παρατηρεί ότι στις αιτίες, που η κριτική για τον Σικελιανό δεν ξεπέρασε τη φάση της θαυμαστικής περιγραφής, είναι το ίδιο του το έργο με την «επιβλητικότητα των φωνών και τη θαυμαστική πολυχρωμία της επιφάνειάς του». Ο Καραντώνης επικρίνει το Σικελιανό για έλλειψη ρυθμικής κλίμακας, κυρίως στα μεγάλα συνθετικά ποιήματα, για ρυθμική ακαμψία, για αδυναμία στοχασμού, για έλλειψη «γνωμικής σκέψης» και για αντιδιδαχτισμό. Προσθέτει ότι Σικελιανός είναι ένας ποιητής αφάνταστα μεγαλόστομος, βουερός και χειμαρρώδης, αλλά ρυθμικά μονότονος. Την πηγή της μεγαλόπρεπης μονοτονίας και της ομοτονίας των ρυθμών του την αποδίδει στην «ανάλλαχτη σχεδόν για πάντα ποιητική του διάθεση».
Η δεύτερη περίοδος για τον καθηγητή Ερ. Γ. Καψωμένο αρχίζει το 1953 (λίγο μετά το θάνατο του Σικελιανού) και φτάνει μέχρι το 2008. Το διάστημα 1953-1980 ανανεώνεται σημαντικά το ενδιαφέρον των ερευνητών για τον ποιητή και το έργο του (αφιερώματα περιοδικών, δημοσίευση ανέκδοτου αρχειακού υλικού, αυτοτελείς εκδόσεις και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις). Ξεχωρίζουν οι έξοχες «προσωπογραφίες» του Σικελιανού από το Σεφέρη (1962) και τον Ελύτη (1974). Η έκδοση των Απάντων του Σικελιανού το 1965 με φιλολογική επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη από τις εκδόσεις «Ίκαρος» γίνεται αφετηρία για μια αξιοσημείωτη ερευνητική και εκδοτική δραστηριότητα. Από τις πιο ενδιαφέρουσες κριτικές της περιόδου είναι του Κώστα Στεργιόπουλου (1976) ο οποίος υποστηρίζει ότι ο Σικελιανός ανανεώνει την παράδοση σπάζοντας την ακαμψία του παραδοσιακού στίχου. Παρατηρεί όμως ότι «πληθωρικός από ιδιοσυγκρασία ο ίδιος, δεν μπόρεσε να ξεφύγει το ξεχείλισμα τούτο του πληθωρισμού και μέσα στα ποιήματά του, δεν μπόρεσε να αποφύγει τους πλατειασμούς και τις χωρίς μέτρο αναπτύξεις, φτάνοντας εδώ κι εκεί ως την αυτοεπανάληψη». Ο Νάσος Βαγενάς στη μελέτη του «Σεφέρης, Σικελιανός, Καβάφης» (1979) αναγνωρίζει ως κύριο σημείο επαφής ανάμεσα στο Σεφέρη και στο Σικελιανό την ποιότητα του αισθησιασμού, που αντανακλά με ανάλογους προσανατολισμούς στη γλώσσα και στις εικόνες. Ο Σεφέρης, κατά τον Βαγενά, έχει αφομοιώσει δημιουργικά το Σικελιανό και η αφομοίωση αυτή έγινε μέσα από τη διαδικασία μιας απόσταξης, «που αφαιρεί από την έκφραση του Σικελιανού ό,τι ο Σεφέρης αισθάνεται ξένο ή επουσιώδες, για να ξαναπλάσει εκείνο που απομένει με το πρόπλασμα της δικής του φωνής».
Η περίοδος 1980-1984 περιλαμβάνει μια μεγάλη σειρά από κριτικές μελέτες, μονογραφίες και αυτοτελείς εκδόσεις επετειακού χαρακτήρα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση της τραγωδίας «Ο θάνατος του Διγενή» (1980) από τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, η οποία γίνεται με φιλολογικά και θεατρολογικά κριτήρια. Ο φιλόλογος και θεατρικός κριτικός επιχειρώντας να διακρίνει τα ιδεολογικά δάνεια του έργου ανιχνεύει ψήγματα ουτοπικού σοσιαλισμού, αναρχισμού, μανιχαϊσμού, υπαρξισμού, περσοναλισμού, υλοζωισμού και διαλεκτικού υλισμού. Παρατηρεί επίσης ότι το έργο είναι δομημένο όπως οι αρχαίες τραγωδίες. Τα στάσιμα, ιδιαίτερα, για τη γέννηση του ήρωα υποστηρίζει ότι απηχούν τη φρεσκάδα και το ήθος του σοφόκλειου Αίαντα, του Φιλοκτήτη και των Βακχών του Ευριπίδη. Ο Νίκος Σβορώνος στη μελέτη του για την ιδεολογία του Σικελιανού (1981) αναφέρεται στην κριτική στάση του Σικελιανού απέναντι στη «λογοκρατική αρτηριοσκλήρωση» που επικράτησε στη βάση ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού και έγινε η κύρια αιτία της σημερινής ηθικής και ιστορικής εξάρθρωσης της Δύσης. Η μελέτη του Παντελή Πρεβελάκη (1984) για τον «Αλαφροΐσκιωτο» έχει άξονα τη σχέση του ποιητικού υποκειμένου με το λαό, την «εύκοσμη» φύση και τη γλώσσα.
Ο Γ. Π. Σαββίδης (1986) διερευνά τη σχέση της ποίησης του Σικελιανού με την ιστορία την περίοδο 1922-1945 μέσα τις τρεις μεταμορφώσεις του ποιήματος: «Η Προσευχή μου στην Ελλάδα», που αποτελεί «ένα οριακό, εναργέστατο παράδειγμα της πνευματικής όσο και ποιητικής ωρίμανσης του Σικελιανού ως υπεύθυνου δημιουργού αντίκρυ σε τρεις καίριους σταθμούς της σύγχρονης ιστορίας του Ελληνισμού». Ενδιαφέρουσα είναι και η μελέτη του Edmund Keeley «Ο Σικελιανός και η αρχαία μυθολογία» (1987), στην οποία ο ερευνητής προτείνει μια τυπολογία του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο ο ποιητής χειρίζεται τα στοιχεία του αρχαίου μύθου και τα εντάσσει στο μυθικό σύμπαν της ποίησής του. Στο πεδίο της αναζήτησης των πηγών και επιδράσεων και προσδιορισμού της σχέσης του Σικελιανού με την ελληνική αρχαιότητα κινείται η διδακτορική διατριβή του Αντρέα Φυλακτού «Ο αρχαιοελληνικός μύθος στο Λυρικό Βίο» (1990). Στο ίδιο πεδίο κινείται και η μελέτη του David Ricks «Σικελιανός: Η ομηρική κληρονομιά» (1989).
Γύρω από τα μετρικά ζητήματα της ποίησης του Σικελιανού θα αναπτυχθεί ένας γόνιμος διάλογος, με αντικείμενο τους μετρικούς νεωτερισμούς του ποιητή και τις προσπάθειές του να ανανεώνει διαρκώς τη στιχουργική του. Η Άννα Κατσιγιάννη (1989) αναλύοντας την ιδιάζουσα μετρική και ρυθμική κινητικότητα του «Προλόγου στη Ζωή» διακρίνει μια εντελώς νέα στιχουργική αντίληψη, μια νέα αίσθηση του μετρικού ρυθμού και της μουσικής κίνησης. Στο τέλος της δεκαετίας του 1990 δημοσιεύεται η διδακτορική διατριβή της Αθηνάς Βογιατζόγλου: «Η ποίηση ως παρομοίωση: Η τολμηρή αισθητική πρόταση των Συνειδήσεων» (1999). Η συγγραφέας ασχολείται διεξοδικά με τη συντακτική πολυπλοκότητα της ποιητικής γλώσσας στις «Συνειδήσεις» και επισημαίνει τη συχνότητα και πυκνότητα της παρομοίωσης στο έργο του Σικελιανού. Οι απόψεις της Βογιατζόγλου, έρχονται σε αντιπαράθεση με τη φιλοσοφική προσέγγιση του Δημήτρη Γουνελά στη μελέτη του «Κρατύλος και Σικελιανός» (1988), ο οποίος διαπιστώνει ότι ο κανόνας της «ομοιότητας» στην ποίηση του Σικελιανού εκφράζεται όχι μέσω της σύγκρισης ή της παρομοίωσης αλλά μέσω της ταύτισης, δηλαδή μέσω της μεταφοράς. Ο Ευριπίδης Γαραντούδης (2001) στη μελέτη του «Η μετρική του Αλαφροΐσκιωτου: Από ρυθμική επίδραση του Laus vitae του D’Annunzio στον απελευθερωμένο δεκαπεντασύλλαβο» παρατηρεί ότι ο Σικελιανός πειραματίστηκε με ακραία αντίθετες μετρικές μορφές (από τη χαλαρότητα του ελεύθερου στίχου μέχρι την αυστηρότητα του σονέτου). Διατυπώνει μάλιστα την υπόνοια ότι η πηγή των ρυθμικών καινοτομιών του «Αλαφροίσκιωτου» εντοπίζεται στο συνθετικό ποίημα «Laus vitae» του D’Annunzio. Τη μορφή που έλαβε ο στίχος στον Σικελιανό την ονομάζει «ελευθερωμένο δεκαπεντασύλλαβο».
Ερμηνευτικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη του Ερ. Γ. Καψωμένου: «Μήτηρ Θεού. Ο μηχανισμός της μυθοπλασίας» (1993), στην οποία παρατηρεί ότι ένα από τα θεμελιώδη και διακριτικά γνωρίσματα της ποίησης του Σικελιανού είναι η ικανότητά του να ανιχνεύει το μέγιστο μέσα στο ελάχιστο, το καθολικό στο επιμέρους, το πνευματικό μέσα στο εμπειρικό, τον πολιτισμό μέσα στη φύση. Ο συγγραφέας μελετώντας το ποίημα με τα αναλυτικά εργαλεία της σημειωτικής διερευνά τον τρόπο με τον οποίο η «θεωρητικά διατυπωμένη αρχή της ταυτότητας του έρωτα με το θάνατο, πραγματώνεται ποιητικά και συμβολικά, ως αποκάλυψη της ενιαίας κοσμογονικής αρχής της ενότητας». Τη θεμελιώδη σημασία, που παίρνει το πρόβλημα του χρόνου μέσα στην ποίηση του Σικελιανού, διακρίνει εύστοχα η Σόνια Ιλίνσκαγια στη μελέτη της «Η διάσταση του χρόνου στον Αλαφροϊσκιωτο του Άγγελου Σικελιανού» (2001), αναδεικνύοντας παράλληλα σημεία στο έργο ενός σύγχρονου με το Σικελιανό Ρώσου ποιητή, του Βιατσεσλάβ Ιβάνοφ. Στο βιβλίο της «Βαθμίδες μύησης» (2001) η Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια διερευνά τη σχέση του ποιητή με τον Ορφισμό. Ανιχνεύοντας τη σημασία του όρου «κατορθωμένο σώμα» η συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο όρος δηλώνει τον άνθρωπο που μυήθηκε στα απόκρυφα μυστήρια της Φύσης, μετά από χρόνια προετοιμασία, ώστε να ενωθεί με το Θεό.
Ο αυξημένος αριθμός των εργασιών τα τελευταία χρόνια δείχνει το ενδιαφέρον των ερευνητών για το έργο του Σικελιανού και τα ερμηνευτικά περιθώρια που διαθέτει. Ο Ερ. Γ. Καψωμένος κλείνοντας την Εισαγωγή του απαντά στο ερώτημα για την επικαιρότητα της ποίησής του Σικελιανού μέσα από δύο παραμέτρους: της σημερινής παγκόσμιας κρίσης, που είναι πρώτιστα κρίση πολιτισμού, και της αξιόπιστης πρότασης διεξόδου, που αφορά στον προσανατολισμό του κυρίαρχου πολιτισμικού προτύπου. Ο Σικελιανός, γράφει ο επιμελητής του τόμου, κατ’ αντιδιαστολή προς το κυρίαρχο δυτικό πρότυπο, προτείνει και προβάλλει ως καταλύτη πολιτισμικής ανανέωσης ένα συγκροτημένο εναλλακτικό πρότυπο οικουμενικού πολιτισμού, ένα πρότυπο συμμετοχικού και ειρηνικού πολιτισμού, που βασίζεται στην ισορροπία φύσης-κουλτούρας, ατόμου-κοινωνίας, μυστικισμού-ορθολογισμού. Η δελφική οικουμενικότητα με τα σημερινά δεδομένα ίσως, να μην αποτελούσε ένα ουτοπικό σικελιανικό όραμα.
Ο Μιχάλης Κ. Άνθης είναι Δρ. Φιλολογίας και Διευθυντής του Πειραματικού Προτύπου Γυμνασίου της Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου