14/1/12

Αναφορά στον Νάνο Βαλαωρίτη

ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ
Μυρτώ Φερεντίνου- Χαρτογράφηση εξεγέρσεων
Ιδιαίτερα συμβολικός ο τίτλος της ποιητικής συλλογής Χρίσματα, του Νάνου Βαλαωρίτη. Χρίσματα: από τον ποιητή στο κοινό του; Ή μήπως από τη μούσα, τη συλλογική ποιητική συνείδηση προς τον Νάνο Βαλαωρίτη; Χρίσματα ή Χ(α)ρίσματα για να υπάρχουν αναγνώστες. Πέραν των τίτλων, που μας αναλογούν κατά περίπτωση, γενικότερα μοιραζόμαστε τον τίτλο του αναγνώστη· εξ’ αφορμής της ποίησης, ενσυνείδητα ταξιδεύουμε στο χρόνο. Ταξιδεύοντας στο χρόνο, ‘οργώνουμε’ ατομικότητα …

Ο σκοπός του ποιήματος, όμως, ποιος είναι; Να συγκινήσει; Να εμπνεύσει; Ή να διεγείρει φαντασία και ενδιαφέρον, δημιουργώντας μια μετα-πραγματικότητα; Και τα 86 ποιήματα είναι «Χρίσματα» που σημαίνει ότι, επιπλέον, συμβαίνει να είναι: επινοήσεις της στιγμής, επεμβάσεις στο καθημερινό, η διαστολή του οποίου γεννά το ιδιαίτερο. Και, ως ιδιαίτερο, ας εκληφθεί το αποτέλεσμα της σχέσης πολιτικού και προσωπικού. Πολλοί στίχοι το επιβεβαιώνουν. Όμως δεν είναι εύκολο, κάθε φορά, οι στίχοι να αποσπαστούν από το ποίημα, διαιρώντας την καθολικότητά του. Επειδή το ύφος γραφής του Νάνου Βαλαωρίτη, παρά την ηλικία του, δεν γίνεται διδακτικό. Παραμένει ζωηρό, φρέσκο, αναγκαίο. Ώστε κάθε ποίημα αποκρυσταλλώνει την ανάγκη, να ενσαρκώσει κάποιο μήνυμα, χωρίς όμως να απεκδύεται τον εαυτό του, δηλαδή την προφορικότητα, το ρυθμό, την αποσπασματικότητα από στροφή σε στροφή· ενόσω, ο κορμός του ποιήματος υπακούει στον Κανόνα του παιχνιδιού, αντί απλώς να εισακούεται η φωνή του μεγάλου ποιητή. Ο Νάνος Βαλαωρίτης δεν παίζει το συγγραφέα ούτε τον ποιητή. Παίζει με το υλικό της γραφής. Χαρακτηριστικά επιλέγω από το ποίημα «Αντιφών» -σ. 102-:
δεν ξέρω αν πρέπει να συνεχίσω
να γράφω όπως έγραφα εδώ και
είκοσι χρόνια ήμουν μεθυσμένος
τότε με τον εαυτό μου τώρα στέγνωσε

η προσδοκία για κάτι διαφορετικό
το χειρότερο γίνεται όλο και πιο συχνό
γι’ αυτό κατάντησα υπεραισιόδοξος
βλέποντας και κάνοντας γύρω μου  
Σε αυτό το σημείο, η φωνή του ποιητή εκφράζει την καθημερινή αγωνία του ενσυνείδητου ανθρώπου να «φυλλομετρά» τη ζωή, ώστε αντιλαμβάνεται τη φθορά του χρόνου και, άρα, των αισθημάτων. Για να αποδοθεί στη φθορά νόημα, ανατρέχουμε στο κείμενο από τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού –εκδ. Νήσος, Αθήνα 1996- των Μαξ Χορκχάιμερ και Τεοντόρ Αντόρνο, ότι ο «χρόνος είναι η εσωτερική μορφή οργάνωσης της ατομικότητας». Οπότε, διαπιστώνουμε πως η εξωτερικότητα των ετερόκλητων γεγονότων μετατρέπεται σε εσωτερικότητα. Ο θόρυβος του εξωτερικού χρόνου υποδηλώνει τον ήχο του εσωτερικού χρόνου. Εν δυνάμει αποτελεί είδος εσωτερικής ακρόασης. Ως σύγχρονος Οδυσσέας -από το «Οδύσσομαι», που σημαίνει «εξοργίζομαι»- ο ποιητής ακροάζεται τον κόσμο και εμπλουτίζει τη γλώσσα της ποίησης με όσα συμβαίνουν γύρω μας. Τα Χρίσματα είναι 86 τουλάχιστον εικόνες για το τοπικό, το πολιτικό, το φυσικό.     
Στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού αξιολογείται ο απόηχος του μύθου του Οδυσσέα στο σήμερα, μετά τον Διαφωτισμό. Διαβάζουμε: «αυτό είναι το μυστικό στις διεργασίες μεταξύ έπους και μύθου: ο εαυτός δεν αποτελεί την άκαμπτη αντίθεση προς την περιπέτεια, αλλά στην ακαμψία του αρχίζει να διαμορφώνεται μόνο μέσω αυτής της αντίθεσης· η έννοιά του βρίσκεται απλώς στην πολλαπλότητα αυτού που αφαιρεί την ενότητα. Ο Οδυσσέας, όπως οι μεταγενέστεροι ήρωες όλων των καθαυτό μυθιστορημάτων, πετάει τρόπον τινά τον εαυτό του προκειμένου να τον αποκτήσει».
Οπότε, η μοίρα του ποιητή, το εκτόπισμα, είναι πλέον σε δυσκολότερη βάση. Διότι, η κουλτούρα της εξατομίκευσης έχει τόσο καλλιεργηθεί και η σημασία του Λόγου και της ορθολογικότητας έχει αρθρωθεί, στο σήμερα, ώστε ο ποιητής καλείται να μεταβαίνει σε πολλαπλά επίπεδα, με την επιδίωξη να δείξει ότι η γλώσσα είναι η περιπέτεια, το πρώτο ταξίδι και το αρχέγονο παιχνίδι πέραν της λογικής και του μαστιγώματος που προκαλεί, όταν της υπεξαιρείται το μέταλλο της αίσθησης, της συναίσθησης αλλά και της ενσυναίσθησης. Πλέον, οι μύθοι είναι αρθρωμένοι και ο ρόλος της ποίησης είναι να εφεύρει τη συνέχειά τους στο χρόνο. Άρα, από το πόσο διασφαλίζεται αυτή η συνέχεια των μύθων στο χρόνο, εξαρτάται και ο χαρακτήρας της εσωτερικής μορφής της ατομικότητάς μας. Από τη συνέχεια των μύθων-χρισμάτων εξαρτάται το μέλλον της ίδιας μας της εσωτερικότητας: όπου «μέλλον», ίσον αίσθηση, συνείδηση, ενσυνείδητη ροή εικόνων και εντυπώσεων. Συμπερασματικά, λοιπόν, αυτή η πορεία μετάβασης στο πολλαπλό, αυτός ο στόχος έκφρασης του άλλοτε αδιαίρετου μυθικού και η ερμηνεία του σε υποδιαιρέσεις του μυθολογικού, είναι μια πορεία επιστροφής: στη φύση του σώματος, στη σωματικότητα, καθώς ο ποιητής γράφει εν χυμώ, νου και σώματος, αντί να υπακούει σε μια στείρα εκπαιδευτική στάση. Η ποίηση αφορά στην παιδευτική κα-τά-στα-ση, στην ακοή και του σώματος, καθώς εκτίθεται στην περιπέτεια της ζωής ούτως ώστε να την εμπεριέχει.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης δεν κατονομάζει τα «Χρίσματα». Ξεκινά να γράφει «για» τα χρίσματα. Από μια αιτία, για ένα σκοπό. Τα χρίσματα, οπότε, είναι το μυστικό στη διεργασία γραφής και πραγματικότητας. Περί ποιας πραγματικότητας, άλλωστε, ο λόγος; Αν οι απαντήσεις ήταν εύκαιρες, δεν θα υπήρχε λόγος να γράφονται ποίηση ή δοκίμια. Επ’ ευκαιρία, - και δανείζομαι την τελευταία στροφή από το ποίημα «Για τα χρίσματα»-
μυθιστορίες αληθινών γεγονότων
για τους καιρούς που φεύγουν πανι-
κόβλητοι, για τα χρίσματα
που υψώνονται πανύψηλα γύρω μας
μήπως η «ζωηρή ποίηση» προσφέρεται να διαβαστεί πέραν της αυτονομίας της; Συμβολικά, δημιουργικά, υπερρεαλιστικά και ρυθμικά, τα ποιήματα θίγουν έναν ερωτισμό ακριβώς επειδή παραβαίνουν ηδονικά το πλαίσιο, όπου έχουμε συνηθίσει τα ονόματα. Δοκιμάζουν τις αισθήσεις. Στο ποίημα «Τα δέντρα εκπολιτίζονται», διαβάζουμε:
Τα δέντρα έμαθαν να τρώνε
στο τραπέζι να χρησιμοποιούν
μαχαιροπίρουνα και σφυροδρέπανα
έμαθαν να τραγουδάνε εξαίσια
η χορωδία των δασών ήταν το κάτι άλλο
υπέκυψαν στον πειρασμό των γυναικών…
Εδώ, εκτός του ότι μια οικογένεια ονομάτων/σημαινόντων επινοείται, η συμβολική αναφορά στα προσωποποιημένα δέντρα συνιστά μια μετα-πραγματικότητα, υπό την αφήγηση της οποίας το «δέντρο» ή εκδικείται τον άνθρωπο-κτήτορα, υφαρπάζοντας την περιουσία, ή/και του προσομοιάζει, καθώς στο τέλος του ποιήματος – τα δέντρα- «είχαν ανακαλύψει φαίνεται/ της ηδυπάθειας τα αγαθά». Αυτή η πράξη της «ανακάλυψης» πότε συμβαίνει; Συμβαίνει παρουσία του λόγου διεκδικητή, κινήτρων και εξουσίας, επιθυμίας και επιβολής. Απελευθερώνονται οι ορμές και τα ένστικτα της φύσης, έναντι της κοινωνίας, την πρόσληψη της οποίας πλέον μεσιτεύει μια ηδονισμένη κατάσταση. Την ίδια ηδονή, του Οδυσσέα με προορισμό την Ιθάκη, δοκιμάζει ο Νάνος Βαλαωρίτης. Προορίζεται να δείξει ότι η γραφή αφορά σε μια διεργασία μύθου και πραγματικότητας. Έχει σοβαρότητα με το να γίνεται παιχνίδι, φυσική απόληξη, όπως όταν διψάμε και πίνουμε ένα ποτήρι νερό. Αυτό είναι: τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Όμως, αν το δούμε ποιοτικά, αναγκαίο.  
Ενώ το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στο αναγκαίο, ας σημειωθεί ότι τα ποιήματα έρχονται να δείξουν όχι τι αποφάσισε ο ποιητής, για τα γεγονότα, αλλά τι αισθάνθηκε με αφορμή τα γεγονότα. Γι’ αυτό και η καθολικότητα της αίσθησης διανοίγει το γεγονός, σαν να του παρείχε οξυγόνο, για σκέψη και περισυλλογή. Ιδού το ποίημα «Η πραγματικότητα».
Ακροποδητί για να περάσει
τα νομοσχέδιά της που είναι
παραληρηματικά: τα διαβάζω
για να ενημερωθώ- ξύπνιος
όλη νύχτα-τίποτα εκεί μέσα
δεν με διασκεδάζει-αρχίζω
να νυστάζω-μια σαύρα
που έγινε πριγκίπισσα στο
παραμύθι με πλησιάζει
κάνει κρύο στο στούντιο
η ΕΡΤ είναι γεμάτη φαντά-
σματα που κυκλοφορούν
αόρατα- φαίνονται μόνο
τα κέρατα και η ουρά τους
που φωσφορίζουν στο σκοτάδι
Ποιοι είναι;

Εμφανές είναι ότι «Στην Πραγματικότητα» η ιδέα της σαύρας-πριγκίπισσας σε αντιπαράθεση με την ΕΡΤ και τα φαντάσματα, δίνει τροφή στην κίνηση της φαντασίας, ενώ ελεύθερα κυνηγά το τέλος, τη ρητορική ερώτηση του ποιήματος. Και να η απάντηση, ως ποιητικό δάνειο από την ίδια συλλογή: είναι «οι μνηστήρες» που «έτρωγαν λουκουμάδες»...
Πέραν της απόλαυσης της ποίησης, ζητούμενο είναι και το να δεχτούμε την ποίηση. Ανατρέχοντας στον Έλιοτ και στα 7 δοκίμια για την ποίηση, -εκδ. Γράμματα 1982-, αναπαράγω (σ. 91): «όταν γράφεις στίχο που δεν προορίζεται για δράμα, γράφεις νομίζω, με εκφράσεις της δικιάς σου φωνής: ο τρόπος που ακούγεται όταν το διαβάζεις στον εαυτό σου είναι η απόδειξη. Γιατί ο εαυτός σου είναι που μιλάει». Ιδού το ερώτημα. Ποιος εαυτός λοιπόν; Οι παθητικοί άλλοι, φωνές εντός μας; Οι ενεργητικοί άλλοι, στο βαθμό που γράφουμε έχοντας ενσαρκώσει τη δική μας φωνή, σάρκα από τη σάρκα τους; Προφανώς, αυτά τα δύο συνυφαίνονται στην ποίηση και στα παίγνιαΧρίσματα του Νάνου Βαλαωρίτη.

Η Αντιγόνη Κατσαδήμα είναι δημοσιογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: