23/12/11

Για την ιστορικοκριτική ερμηνευτική πράξη

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Συχνά με ρωτούν για τις θεωρητικές προϋποθέσεις της κριτικής στο πεδίο της ιστορίας των ιδεών. Ιδού μια πρώτη απάντηση. Η ιστορικο-κριτική ανάγνωση των πηγών μπορεί να περιγραφεί ως η μετάβαση από τη «χαοτική παράσταση του όλου» στην «πλούσια σε καθο­ρισμούς και σχέσεις ολότητα». Η ερμηνευτική αυτή αποσκοπεί στην ανασύσταση του επιχειρήματος που χρησιμοποιείται στην εκδίπλωση μιας ορισμένης προβληματικής, την οποία όμως προσγειώνει στις ανάγκες και τα αιτήματα μιας εποχής η σύστοιχη ιστορική οπτική. Η διακριτική σύζευξη «εν­δογενών», που προκύπτουν από την ίδια την αισθητική σκέψη, και «εξωγενών» παραμέτρων, που αφορούν το ιστορικό τους περιβάλλον, στο βαθμό που δεν νομιμοποιείται έτσι ένας ανυπόστατος δυϊσμός, αποφεύγει την ανιστορική σύλληψη της γένεσης και ιδίως της κυκλοφορίας αυτών των ιδεών.

Συνάμα, καθιστά περιττή την επινόηση κάποιου πάλλογου φαντάσματος της ιστορίας, που θα τακτοποιούσε με κάθε άνεση το σύνολο των εκδηλώσεων της ανθρώπινης κοινωνίας. Οι μήτρες ιδεών, από τις οποίες αντλούν οι εκπρόσωποι ενός οποιουδήποτε «ρεύματος» ιδεών, βρίσκονται στη μεθόριο της «ενδογενούς» και της «εξωγενούς» ι­στο­ρίας του και επομένως αποκλείουν τόσο την παρθενογένεση όσο και την εκμηδένιση της αυτοδυναμίας. Ειδικότερα, μια τέτοια συζυγία «ενδογενών» και «εξωγενών» παραγόντων, όπου δαμάζεται το πάλλογο «τέρας» της ιστορίας που ενοχλείται με τη «διαφορά» και την «αντίθεση», επιτρέπει να αναδεικνύονται οι «φάσεις» και οι λόγοι της μετακίνησης ως προς τη στοιχειοθέτηση των ενδιαφερόντων, τον τρόπο εμβάθυνσης, τη χρήση του εννοιολογικού apparatus, τη δύναμη και την εκφορά του επιχειρήματος.
Εδώ και λίγες δεκαετίες το εκκρεμές των οικείων ερευνών επανήλθε στην αναζήτηση των αιτίων από την πρόσκαιρη επιμονή στο «πώς» συγκροτήθηκαν οι αφηγήσεις για το παρελθόν. Δηλαδή επανέκαμψε, σοφότερη πάντως και αρκετά υποψιασμένη, η έρευνα των αιτιωδών σχέσεων που επιτρέπουν την κατανόηση της λειτουργίας των μηχανισμών και των μορφών βηματισμού της «ιστορίας».
Συχνά, ακόμη και όσοι ομιλούν σήμερα στο όνομα της ιστορίας, διακρίνονται για την απουσία ιστορικής παιδείας, με πρόσφατο τον πολλαπλασιασμό των «fast-thinkers» στα χωράφια της. Δηλαδή, τους τηλεοπτικής ανάλωσης «συγκυριογράφους»[1] που αρέσκονται στο: «δεν είναι ακριβώς έτσι» και στο: «αλλά κάπως αλλιώς», χωρίς να οδηγούνται από το «πώς» των εικόνων τους στο «γιατί» των γεγονότων. Η μορφική ιδιοσυστασία των δομών της πραγματικότητας και όχι η απόπειρα αποτύπωσης του περιεχομένου τους συνιστά θεωρητική επιλογή των εξουσιαστών που γίνεται πράξη. Δηλαδή καταναλώσιμο προϊόν, με την τρέχουσα διόγκωση της «τηλεξουσίας».
Στη θεωρία της ιστορίας ευδοκιμούν κάθε λογής παρωχημένοι «νεωτερισμοί», ενώ όσοι από τους εμπράγματους ιστορικούς την αποκτούν διακρίνονται για την ανάγκη του αναστοχασμού. Δηλαδή αντιλαμβάνονται πώς η ιστορική έρευνα δεν «παράγει» μόνο ένα αντικείμενο για το υποκείμενο. Αλλά και αντίστροφα, παράγει ένα υποκείμενο για το αντικείμενο.
Έτσι μπορούν να παραμερίζουν τόσο την ιστορική γραφή που αντιλαμβάνεται την ιστορική πραγματικότητα αποκομμένη από τη δράση των φορέων της όσο και την έως κορεσμού «κατασκευή» που επινοεί υποκείμενα χωρίς ιστορικό αντίκρισμα. Στείρος «αντικειμενισμός» και αφελής «υποκειμενισμός» ή «κοινωνιολογισμός» και «γλωσ­σική στροφή» συναγωνίστηκαν ποιος θα λάβει εύσημα από την πλευρά των εξουσιαστών. Κάποτε και τον εύκολο έπαινο των εξουσιαζόμενων. Χωρίς να αγνοεί κανείς τη «γνωσιοθεωρία» της ιστορίας, μέσα από ένα σύνολο εννοιολογικών αποχρώσεων, μπορεί να επιδίδεται στην «οντολογία» της. Μακριά από τη μονομανία αρκετών προδρόμων και με την υποψιασμένη ανοιχτή ματιά συνεχιστών τους. Προφανώς και η ιστοριογραφία έχει τη δική της ιστορία που δεν γνωρίζει «τέλος»…
Και από το «τηλεσκόπιο» στο «μικροσκόπιο»; Α­ναμ­φίβολα, σε ένα τέτοιο ερευνητικό εγχείρημα που εδώ και κάποιες δεκαετίες γνώρισε μια νέα αίγλη, θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και τα εξής:
α) η διάκριση σε «εκ των κάτω» και «εκ των άνω» διεργασίες να μην ολι­σθαίνει σε μια ανιστό­ρη­τη διχοτομία, όπως κάποτε την ωθούν εκ­βια­στι­κά θιασώτες της «hi­story from below»·
β) η ευκταία είσοδος της «καθημερινότητας» στην «επίσημη» ιστο­ρία να μην υπονοεί την ανα­ζω­ο­γόνηση μιας ψυχαναλυτικής ή βιο­λο­γίζουσας «Psy­­chohistory»·
γ) ο μικρόκοσμος των συγκεκριμένων υποκει­μέ­νων να αντιμετω­πί­ζεται και αυτός ως ένας «μι­κρός», έστω, κοινωνικός κόσμος που υπα­κούει όμως σε διακριβώσιμες συντεταγμένες·
δ) η ισοσθενής παράκαμψη της «συμ­βαντολο­γι­κής» ιστορίας και της «ιστο­ρίας χωρίς πρόσωπα» να συ­νιστά δυνατότητα για αμοιβαία άρ­ση του «ψυ­­χο­λογισμού» και του «κοινωνιολογισμού», όποιο κι αν εί­ναι το ερευ­νώ­με­νο πεδίο·
ε) η πρόβλεψη να μην τεθεί η κοινωνία ως «αφαί­ρεση απέναντι στο άτο­μο» να συνάπτεται με την αξίωση να αντι­κα­θί­στα­ται η «χα­ο­τι­κή παρά­στα­ση του ό­λου» από την «πλούσια σε καθο­ρι­σμούς και σχέσεις ολό­τητα»·
στ) σε κάθε περίπτωση το «συγκεκριμένο», καθώς έγραφε ένας  από τους παππούδες μας, όποια κι αν εμ­φα­νί­ζο­νται τα όριά του, «είναι συ­γκε­κρι­μένο, γιατί αποτελεί τη σύνοψη πολ­λών καθο­ρι­σμών»·
ζ) ό,τι κι αν οριοθετηθεί ως «μέρος» ή «μικρό» να συ­ντάσσει την αυ­το­τέ­λειά του στους κόλπους των δακτυλίων του «όλου», με δι­αύ­λους διπλής επι­κοι­­νωνίας και όχι με μονόδρομους από τη μια ή την άλ­­λη κατεύθυνση·
η) η όποια «μικροϊστορία» δεν έχει μόνο να αντιπαρέλθει το—υπαρ­κτό ή όχι—φό­βητρο των «με­γά­λων αφηγήσεων», αλλά και τον εγ­γενή κίνδυνο εγκλει­σμού και αυ­το­περιχαράκωσης στο «μέρος»·
θ) η ιστορικοκριτική ανασυγκρότηση του «μέ­ρους» θα έπρεπε να αυ­το­προ­­στα­τεύεται από τον φολκλορισμό των μεθοδεύσεων του «πο­λι­τικώς ορ­θού» που εισήχθη, εδώ και αρκετές δεκαετίες, ως «απορρυθμιστική» πρα­κτι­κή στη διεξαγωγή της έρευνας·
ι) συμπερασματικά, στο «ιστοριογραφικό το­πίο» της εποχής μας, όπως κι αν το ανα­συνθέσουμε, το μικροσκόπιο δεν έχει καταργήσει το τη­λε­σκό­πιο. Ό,τι, τέλος, ισχύει για το «στενό» και τον «ευρύ» ορίζοντα της θεματικής των εργασιών μας.
Συμπερασματικά, η ιστορικοκριτική ερμηνευτική πράξη ξαναθέτει από την αρχή το ζήτημα της δραστικότητας των μορφών θεωρητικής οικείωσης της πραγματικότητας: ποιος έχει την προτεραιότητα, οι «τρόποι» του υποκειμένου, η δυστροπία του αντικειμένου ή το αποτέλεσμα της επικοινωνίας τους που προϋποθέτει, πριν απ’ όλα, εξοικείωση; Ως προς το πρώτο σημείο επιβάλλεται να υπογραμμίζεται η ενεργός πλευρά του υποκειμένου, δη­λαδή ό,τι το συγκροτεί: κοινωνική ένταξη, ιδεολογική στάση, παράδοση που το περιέχει, ιστορική εγρήγορση, θεωρητικό apparatus, ικανότητα προβληματοθεσίας κλπ. Η «οικείωση» επίσης αποδίδει τη δυναμική του σχέση ως προϊόν επικοινωνίας με τις πραγματικότητες που το περιβάλλουν και που του επιτρέπουν να κρατά τις αποστάσεις από τις ροπές τους. Πάντως λειτουργεί κι εδώ το «παράδοξο» της παραγωγής και των διεργασιών αναπαραγωγής της, ακόμη κι όταν νοηθεί ως συγγραφική παραγωγή: ότι δηλαδή, όπως ήδη σημείωσα, παράγει «και ένα υποκείμενο για το αντικείμενο» με συγκεκριμένες «ανάγκες» που πρέπει να ικανοποιηθούν.
Μ’ άλλα λόγια, στη θεωρητική ανασυγκρότηση του αντικειμένου δεν υποστέλλεται η μέριμνα για την ιστορική του ανάδυση. Διαφορετικά, μοιάζουμε με δημιουργούς τοιχογραφιών που όσο πιο αδέξιοι αποδεικνυόμαστε τόσο χάνονται από τον ερευνητικό μας ορίζοντα οι καίριες μετατοπίσεις της σκέψης που μελετούμε. Η ιστορικοκριτική πράξη αναγνώρισης ενός κειμένου, ανάμεσα στα άλλα, καθιστά το αφανές προφανές, δίδει στο άμορφο μορφή και «ταυτότητα», μεταπίπτει από την κυριολεξία στα πολλαπλά επίπεδα των σημασιών, ανάγεται στον τρόπο άρθρωσης του όλου, επαναφέρει την ιστορική  πνοή στο στατικό γραπτό λόγο, ανασυνθέτει τον αιτιώδη ειρμό που τον συνέχει και ανασυγκροτεί —μέσα από τα «τοπία αλήθειας» που συνεισφέρει— τον τρόπο πνευματικής οικείωσης της πραγματικότητας.   
 
Ο  Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

[1] . Το ίδιο ισχύει και με τους όρους δημοσιότητας του «συμβατικού» τύπου, μέσα από τις «καθιερωμένες» στήλες εφημερίδων. Η εκκωφαντική προβολή ενός νέου βιβλίου σπάνια αποσύρεται, ακόμη και αν σύντομα αποδεικνύεται η «βαρύτητα» των θεμελίων του. Από τον Φεβρουάριο ώς τον Απρίλιο το διάστημα όντως ήταν μικρό, όταν δηλαδή δημοσιεύεται το βιβλίο: Η Ρόζα και η Κλειώ χωρίς από τότε να το συνοδεύει μια οποιαδήποτε «αυτοκριτική» συγγραφέων και βιβλιοκριτικών…

Δεν υπάρχουν σχόλια: