ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
Στο A companion to Aesthetics (εκδ. Blackwell, 1997) συναντάμε τον ακόλουθο ορισμό της Αναπαράστασης: «Η σχέση μεταξύ μιας απεικόνισης με αυτό το οποίο απεικονίζεται, και χάρη στην οποία είναι μια απεικόνιση ενός συγκεκριμένου αντικειμένου». Υπό την έποψη αυτή, η Αναπαράσταση δεν είναι μια απλή απεικόνιση, αλλά πρωτίστως μια σχέση με το απεικονιζόμενο. Άρα, προϋποτίθεται ότι το απεικονιζόμενο είναι κάτι το οποίο μπορεί να ιδωθεί, έστω και κάτω από ιδιαίτερες ή εξαιρετικές συνθήκες, κάτι το οποίο είναι ένα πράγμα ή προκύπτει από τον εξαντικειμενισμό ενός ψυχικού τόνου, μιας ψυχικής κατάστασης.
Αποκλείεται, κατά συνέπεια, η μίμηση ενός πράγματος, η οποία παραμένει στο επίπεδο της ομοιότητας και δεν υφίσταται τη «δοκιμασία» της σχέσης προς το απεικονιζόμενο ή προς τον ψυχικό τόνο που εξεικονίζει το πράγμα, κατά το μέτρο που το πράγμα μπορεί να θεαθεί εξ αιτίας της πολυπρισματικότητάς του, δηλαδή της φανέρωσής του προς χάριν του ψυχικού τόνου. Η μίμηση, σε αντίθεση προς την Αναπαράσταση, δεν προϋποθέτει ψυχικό, συναισθηματικό και/ή αισθητικό κόστος. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη ψυχικού τόνου είναι εκείνη που καθορίζει το εύρος και το βάθος της αναπαραστατικότητας του δυνάμενου να ιδωθεί, ήτοι να εκφρασθεί ως ψυχική διάθεση του πράγματος, ως εντύλιξη της πολυπρισματικότητας του πράγματος μέσα στη «διάθεσή» του και συνεπώς ως φανέρωση του πράγματος κατά την πράξη της Αναπαράστασης. Επιπλέον, η απλή μίμηση των πραγμάτων, δηλαδή η απλή μίμηση της πραγματικότητας, είναι μια πράξη αδύνατη μέσα στην προοπτική του ανθρώπινου βλέμματος, το οποίο αναζητά τη φανέρωση του πραγματικού της πραγματικότητας, ήτοι τη φανέρωση του μη- είναι- ακόμη του πράγματος, άρα της ακόμη αφανέρωτης ή αποκεκρυμμένης υπόστασής του, η οποία εντούτοις υποκινεί την πρόθεση της Αναπαράστασης. Ο Gombrich τονίζει, ως προς το ζήτημα αυτό, την ερμηνευτική διαδικασία ως κεντρικό άξονα της Αναπαράστασης έναντι της ουδετερότητας της μίμησης (A companion to Aesthetics). Ωστόσο, η ερμηνευτική διαδικασία είναι αναμφισβήτητα μέρος σημαντικό πράγματι του προβλήματος της Αναπαράστασης, αλλά κατά κανέναν τρόπο δεν συγκροτεί ολόκληρο το πρόβλημα.
Ασφαλώς, θα ήταν προτιμότερο να θεωρήσουμε ως αφετηριακό σημείο μιας θεωρίας της Αναπαράστασης την απόφανση του Hans- Georg Gadamer, σύμφωνα με την οποία «Λέξη και εικόνα δεν είναι απλές μιμητικές εξεικονίσεις, αλλά επιτρέπουν σε αυτό το οποίο αναπαριστούν να είναι για πρώτη φορά αυτό που είναι». Από την απόφανση του Gadamer προκύπτει μια αποκαλυπτική της Αναπαράστασης διαδικασία, η οποία δεν παραμένει στο επίπεδο της ερμηνείας, αλλά προϋποθέτει την μέσω της Αναπαράστασης εξ αίφνης αποκάλυψη του πράγματος, ήτοι του για πρώτη φορά πράγματος που αποσπάται από τον ίδιο του τον απεικονιστικό εαυτό για να καταστεί αναγνωρίσιμο μόνον χάρη στην αποκάλυψή του, δηλαδή για να προστεθεί στον κόσμο ως υλικότητα, υπερβαίνοντας την υλικότητά του και ορίζοντας τον εαυτό του με όρους καθαρής φανέρωσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το πρόβλημα μετατίθεται στο ίδιο το πράγμα και στην εγκαθίδρυσή του μέσα στον κόσμο. Αν το πράγμα ήταν ουδέτερο, θα διέθετε μια παθητικότητα και μια σταθερή και δεδομένη υλικότητα, η οποία θα ήταν βέβαια απρόσφορη έστω και προς μίμησιν, αφού το σταθερό και δεδομένο μιμείται μόνο τον εαυτό του και κατά κανέναν τρόπο δεν διαθέτει κάποια «πρόθεση» να είναι αλλιώς μέσα στον κόσμο, ούτε κάποια «διάθεση» να αποσπασθεί από τον εαυτό του. Όμως έτσι, θα καταλήγαμε να ταυτίζουμε το πράγμα με μιαν απλή γενικότητα, με ένα factum brutum, το οποίο στερείται προθέσεων και διαθέσεων και κατά συνέπεια δεν μπορεί να προκαλέσει κανέναν ψυχικό δημιουργικό τόνο και υπ αυτή την έννοια δεν θα ήταν παρά μια ταυτολογία χωρίς κάποια συνδήλωση πέραν του αρραγούς εαυτού του. Πέραν αυτού, η ταυτολογική φύση του πράγματος δεν θα μπορούσε να παράγει εμπειρία, ήτοι δεν θα δημιουργούσε καμία παράσταση χώρου, έστω και αν ο χώρος, καθώς γνωρίζουμε, είναι ένας δωρισμένος και βιωμένος κόσμος ανεξάρτητος από την εμπειρία. Εδώ, η εμπειρία του πράγματος νοείται ως το «γέμισμα» του χώρου, ως ανάδυση, δηλαδή ενός τόπου δημιουργημένου διά του ψυχικού τόνου που εντυλίσσει τα πράγματα και τα καθιστά πολυπρισματικά.
Κατά συνέπεια, το πράγμα φανερώνεται ως εμπειρία καλλιτεχνική μόνο μέσω της αποκάλυψής του και αυτή η αποκάλυψη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η Αναπαράστασή του που το κάνει να είναι αυτό που είναι. Το κάνει να είναι διαρκώς αλλιώς μέσα στον κόσμο, με αποτέλεσμα, μέσω της Αναπαράστασης, ο χώρος να «ξεβοτανίζεται», για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Heidegger, και να διασπάται σε θραύσματα τόπου, δηλαδή σε πολλαπλότητα εικόνων του ίδιου πράγματος. Έτσι, το πράγμα εγκαθίσταται μέσα στον κόσμο ως κάτι «καθ’ οδόν» προς τη σημασία του, ως κάτι που είναι αυτό που είναι χάρη στην Αναπαράστασή του: ένας κόσμος μέσα στον κόσμο, ένας τόπος μέσα στον χώρο, ένας τόνος ψυχικός μέσα στην ουδετερότητα και την παθητικότητα της σταθερότητας, μια σημασία μέσα στο νόημα, μια παραδοξότητα μέσα στην κανονικότητα. Ωστόσο, εδώ τίθεται ένα κρίσιμο πρόβλημα ως προς το ζήτημα της Αναπαράστασης. Τα πράγματα δεν διακρίνονται μόνο διά της παρουσίας τους αλλά εξίσου και διά της απουσίας τους. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η απουσία του πράγματος που ισχυροποιεί την παρουσία του και που είναι το ποιητικό αίτιο της Αναπαράστασής του. Οπότε, προκύπτει το πρόβλημα του μη αναπαραστάσιμου των πραγμάτων που διαταράσσει τη σχέση της Αναπαράστασης με το απεικονιζόμενο.
Ας ξεκινήσουμε με τη σημαίνουσα διατύπωση του Gérard Wajcman: «Η αφηρημένη ζωγραφική, για παράδειγμα, είχε προτείνει, στις αρχές αυτού του αιώνα, έναν τρόπο απάντησης σε κάτι μη παραστάσιμο. Παρατηρούμε αμέσως στις εμπροσθοφυλακές της νεωτερικότητας, με ποιον τρόπο η αφαίρεση στοχεύει κατευθείαν αυτό το σημείο: αν και ο πίνακας συνεχίζει να υφίσταται, το ζητούμενο θα είναι, για παράδειγμα στον Μάλεβιτς, να φτιάξει κανείς πίνακα με το τίποτε, πράγμα που έρχεται πάραυτα να αποσπάσει τη ζωγραφική από την εικόνα και το νόημα». Το τίποτε ισούται βέβαια με την απουσία πράγματος. Γιατί, λοιπόν, ο πίνακας συνεχίζει να υφίσταται; Με ποιον τρόπο η Αναπαράσταση εντυλίσσει το μη παραστάσιμο και μάλιστα παίρνει «ζωή» από αυτό, κεντρωμένη σε αυτό που λείπει ως γεγονός, ως μνήμη του γεγονότος, ως μη αξιομνημόνευτο πράγμα; Αναμφισβήτητα, το μη παραστάσιμο δεν θα μπορούσε να ενταχθεί στην τάξη του συμβολικού, καθότι η συμβολική τάξη του κόσμου συναρτάται απόλυτα με ό, τι δύναται να ειπωθεί και να ιδωθεί. Ό, τι ανάγεται στο επίπεδο του ομιλείν και του θεάσθαι εκφράζεται ως σύμβολο και είναι αυτό ακριβώς που παράγει και αναπαράγει τον κόσμο ως συμβολικότητα. Και γνωρίζουμε επίσης ότι το σύμβολο γεννάται και εδραιώνεται μέσα στο ιστορείν ή εξιστορείν, αφού είναι γλωσσικό ίχνος και υπό την έννοια αυτή, το σύμβολο συγκρατείται ως ιστορικότητα. Από την άλλη πλευρά, το μη δυνάμενο να ειπωθεί και να ιδωθεί είναι ανιστορικό και άρα εκφεύγει του συμβολικού χώρου, επειδή ακριβώς είναι και παραμένει ανιστορικότητα.
Πράγματι, θα μπορούσαμε προκειμένου περί της ιστορικότητας του συμβολικού να χρησιμοποιήσουμε και πάλι τη διατύπωση του Wajcman σε διαφορετικό επίπεδο: η συμβολικότητα εγγυάται κάτι το οποίο «έχει λάβει χώρα στη σκηνή του κόσμου, το οποίο μπορεί να αναπαρασταθεί, προκειμένου ο κόσμος να συνιστά τον τόπο μιας ιστορίας». Στο σημείο αυτό και προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα γιατί ο πίνακας εξακολουθεί να υφίσταται εν απουσία εξεικονιζόμενου πράγματος και επιπλέον με ποιόν τρόπο η Αναπαράσταση εντυλίσσει το μη παραστάσιμο και «παίρνει ζωή» από την απουσία του πράγματος, θα πρέπει να ακολουθήσουμε την πρόταση του Jacques Lacan, σύμφωνα με την οποία ό, τι αποκλείεται από το συμβολικό, επανέρχεται μέσα στο πραγματικό. Αναντίρρητα, η απουσία πράγματος εκφεύγει του συμβολικού, διότι είναι απουσία, ήτοι αδυναμία εξιστόρησης και θέασης. Αλλά ίσα- ίσα επειδή εκφεύγει της ιστορικότητας του συμβολικού, επιστρέφει στην υλικότητα, δηλαδή εκφεύγει, όπως παρατηρήθηκε ανωτέρω, αποδεσμεύοντας η απουσία τον εαυτό της από τη συμβολικότητα, υπερβαίνει την υλικότητά της για να επιστρέψει μέσα στον κόσμο ως υλικότητα ανιστορική, ήτοι ως πράγμα το οποίο είναι αυτό που είναι επειδή τώρα δύναται να αναπαρασταθεί, να προσδώσει νέα ορμή και διάσταση στην Αναπαράσταση.
Τώρα, η τέχνη αναπαριστά κάτι που είναι αυτό που είναι, επειδή απουσιάζει από τον κόσμο και την ιστορία, απουσιάζει από το βλέμμα και τη γλώσσα, είναι καθαρή απόκρυψη και εξ αυτού αναπαριστά το τίποτε μέσω της υλικότητας του τίποτε, μέσω της υλικότητας του μη παραστάσιμου και του άρρητου που στερούνται χρόνου και άρα απεικόνισης μέσα στον χρόνο. Έτσι, ορθά αποφαίνεται ο Wajcman ότι «το Μαύρο τετράγωνο σε άσπρο φόντο [του Μάλεβιτς] είναι σαν ένα είδος ξόανου που “εγκαθιδρύει με το επέκεινα μια πραγματική επαφή”, εφ’ όσον εξυπακούεται ότι στην υλιστική εκδοχή το επέκεινα δεν δηλώνει τίποτε άλλο από το πιο πραγματικό, το πιο βαρύ και το πιο σίγουρο πράγμα που υπάρχει, που είναι η απουσία». Η Αναπαράσταση ως πρόταση της ενδεχομενικότητας να καταστεί το άφαντο, η τέλεια απόκρυψη του Deus Absconditus, το επέκεινα ως δείξιμο του αθέατου και του ανείπωτου, ως πράγμα έξω από την πραγματικότητα και ως ύλη έξω από την υλικότητα και επιπλέον ως πρόσβαση στο πραγματικό της πραγματικότητας, είναι η vis formandi του ψυχικού τόνου πάνω στον οποίο δομείται ολόκληρη η τέχνη και φανερώνεται η πίεση του κενού που τρομάζει και συγχρόνως λυτρώνει. Κατά τούτο, λοιπόν, ο Jacques Lacan έχει απολύτως δίκιο πιστώνοντας την τέχνη και τον καλλιτέχνη με μια πνοή μαγείας διά της οποίας το μη παραστάσιμο αναπαρίσταται: «αυτό στο οποίο ο καλλιτέχνης μας δίνει πρόσβαση», αποφαίνεται, «είναι η θέση αυτού που δεν γίνεται να ιδωθεί». Ως προς την Αναπαράσταση, θα μπορούσαμε, καταλήγοντας, να επαναλάβουμε με πλήρη βεβαιότητα την ποιητική ενόραση του Goethe: «Το ανείπωτο, εδώ γίνεται πράξη»- ένα αιωνίως φαουστικό τοπίο, ρομαντικό στην καταγωγική του περιοχή, μετά- ρομαντικό στις ισχυρές αναταράξεις της νεωτερικότητας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου