Πρίλεπ (Πρίλαπος) 1256
O Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-82), «λογοθέτης του γενικού» και «πραίτωρ» του κράτους της Νίκαιας, ανέλαβε από τον Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη (1254-8) να περιέλθει στα νεοκαταληφθέντα εδάφη και να τα διασφαλίσει, εξουδετερώνοντας εσωτερικές και εξωτερικές απειλές. Στη Χρονική Συγγραφή του αφηγείται τη στρατιωτική του εξόρμηση –η αρχαία σημασία του όρου ταξίδι–, ρίχνοντας άπλετο φως στις εντεινόμενες προσπάθειες για επικράτηση των πολιτικά, οργανωμένων και μη, δυνάμεων της Βαλκανικής με απώτερο στόχο την ανακατάληψη της λατινοκρατούμενης από το 1204 Κωνσταντινούπολης – μόνο οι Βούλγαροι, συνθηκολογώντας το 1256 με τον Θεόδωρο Λάσκαρη, είχαν συμφωνήσει να αποσυρθούν από τις πρόσφατες κατακτήσεις τους στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η στιγμή είναι καίρια για την εδραίωση της Νίκαιας, καθώς ντόπιοι διεκδικητές αμφισβητούν την επιδίωξή της να ιδιοποιηθεί εξολοκλήρου τη «Ρωμαϊκή» κληρονομιά και, συνεπώς, το δικαίωμά της να ανακαταλάβει την Πόλη.
Ο Ακροπολίτης περιέρχεται ακούραστα τη γεωπολιτικά σημαντική κεντρική ζώνη της Βαλκανικής. Η πορεία του διαγράφει τα γεωγραφικά όρια ενός, σχεδόν ισοσκελούς, τριγώνου: Η βάση του, από το Δυρράχιο ως την Κωνσταντινούπολη, συμπίπτει με την Εγνατία οδό, ενώ η κορυφή του εντοπίζεται στο κάστρο της Τζέπαινας (σημερινή Βουλγαρία) στις πηγές του Έβρου όπου οι ορεινοί όγκοι Αίμος και Ροδόπη συγκλίνουν. Αρχικά λοιπόν, πηγαίνοντας απ’ τη Θεσσαλονίκη στη Βέροια, φροντίζει οι απεσταλμένοι του πάπα να επιστρέψουν με ασφάλεια στη Ρώμη, συμβάλλοντας έτσι στη φιλενωτική πολιτική της Νίκαιας. Στη συνέχεια οργανώνει τη στρατιωτική αντεπίθεση απέναντι στο κράτος της Ηπείρου και στους Σέρβους υπό τον Στέφανο Ούρος∙ ταυτόχρονα προσπαθεί να εξουδετερώσει διαλυτικές τάσεις μέσα στις δικές του στρατιωτικές δυνάμεις. Πάνω απ’ όλα όμως φαίνεται να τον ενδιαφέρει πώς να προλάβει την ενδεχόμενη επικράτηση των αντιπάλων του, που, επωφελούμενοι από τον προσεταιρισμό τού έμπειρου στον κλεφτοπόλεμο ντόπιου δυναμικού, θα κατάφερναν να ελέγξουν μια γεωπολιτικά καίρια περιοχή (μεταξύ σημερινής βόρειας Αλβανίας, με κέντρο την Κρόια/Kruja, και «Δέβρης»/Debar στα σύνορα Αλβανίας-πΓΔΜ). Γι’ αυτό ο Ακροπολίτης βιάζεται να συμμαχήσει, πρώτος αυτός, με το «έθνος των Αλβανών» δηλαδή τις φάρες του Αλβάνου (εδώ ο μεσαιωνικός όρος «έθνος» διατηρεί το αρνητικό πολιτικο-θρησκευτικό πρόσημό του= επιρρεπής στην αποστασία, «αβασίλευτος»/«αδέσποτος», «άπιστος»).
Με τη δοσμένη ισορροπία των ενδογενών δυνάμεων της Χερσονήσου, ο συντονισμός κινήσεων επωφελών για τη μικρασιατική Νίκαια δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση: Οι φάρες των Αλβανών, ετοιμοπόλεμο δυναμικό που από χρόνια είχε διευρύνει την αυτοκαταναλωτική δράση του (κτηνοτροφία, ζωοκλοπή, ληστρικές επιχειρήσεις), τώρα αναμιγνύονται αποφασιστικά στα πολιτικο-στρατιωτικά σχέδια των διαγκωνιζόμενων κρατών που πολλαπλασιάστηκαν μετά το 1204. Οι Σέρβοι, από την άλλη μεριά, προσεταιριζόμενοι περιοδικά όλα τα κέντρα (Νίκαια, Βουλγαρία, Ήπειρο, πατριαρχείο, πάπας), λεηλατούν τα νεοαποκτηθέντα βαλκανικά εδάφη της Νίκαιας και πολιορκούν, από κοινού με δυνάμεις του κράτους της Ηπείρου, το Πρίλεπ (σημ. πΓΔΜ), έναν γεωπολιτικά σημαντικό κόμβο. Σ’ αυτή την κρίσιμη συγκυρία, οι κάτοικοι αντιδρούν στο νέο κυρίαρχο, τη Νίκαια, και βοηθούν μυστικά το Μιχαήλ Β΄, ηγεμόνα της Ηπείρου, να καταλάβει την πόλη τους. Έτσι, ο Ακροπολίτης αιχμαλωτίζεται στα εδάφη του ίδιου τού κράτους του.
Το ταξίδι του ωστόσο δεν τελειώνει εδώ κι ούτε έχει προβλέψιμη κατάληξη.
Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Ρωμαιόφρων συστράτευση
Ο βασιλιάς λοιπόν πορεύτηκε στα ανατολικά κι εγώ έμεινα στα δυτικά. Ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη, πήρα το δρόμο για τη Βέροια. Εκεί βρίσκονταν οι πρεσβευτές του πάπα, που περίμεναν (να τους πάω) τη βασιλική διαταγή για να πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Κι αφού καθυστέρησα λίγο ώσπου να τους ξεπροβοδίσω και εξαιτίας μερικών άλλων υποθέσεων, βγήκα στο δρόμο για το Άλβανο. Περνώντας λοιπόν από τα Σέρβια κι αφήνοντας την Καστοριά και καλώντας στα όπλα τούς γύρω από την Αχρίδα, έφτασα στο Άλβανο, από όπου μαζί με τους επικεφαλής της περιοχής πήγα στο Δυρράχιο. Κι από κει, μετά οχτώ μέρες, όλα (όσα προέκυψαν) στο δρόμο μου τα τακτοποίησα και τα προετοίμασα, με τον τρόπο που εγώ θεωρούσα πρέπον· κι αυτά κι εκείνα του Δυρραχίου. Ξεκινώντας πάλι από το Δυρράχιο διέσχισα τη Χουναβία κι ανέβηκα το βουνό που το λένε Κακή Πέτρα, πέρασα τις περιοχές στον (ποταμό) Μάτη κι έφτασα στα περίχωρα της Δέβρης. Αφού λοιπόν όλους που βρίσκονταν στην πορεία μου τους συνάντησα, κι αυτούς που ήσαν στις πόλεις και στα στρατόπεδα κι εκείνους που διαχειρίζονταν τα δημόσια πράγματα, πέρασα από την Κύτζαβη κι έφτασα στον Πρίλαπο. Αυτή η διαδρομή, Θεσσαλονίκη-Πρίλαπος, μου πήρε τρεις μήνες σε χειμώνα καιρό· γιατί Δεκέμβρης ήταν όταν ξεκίναγα απ’ τη Βέροια και τέλος Φλεβάρη έφτασα στον Πρίλαπο.
Μόλις έφτασα εκεί, άκουσα μια πολύ φοβερή φήμη ότι ο Κωνσταντίνος Χαβάρων, που είχε αναλάβει από το βασιλιά τη διοίκηση του Αλβάνου, πιάστηκε απ’ το Μιχαήλ με τεχνάσματα της κουνιάδας του της Μαρίας, που είχε παλιότερα παντρευτεί το Σφραντζή, τότε όμως ήταν χήρα. Αυτή με πονηριές και μ’ ερωτικά γράμματα ξεσηκώνοντας τα μυαλά του Χαβάρωνα –που ήταν αφελέστερος σ’ αυτά, αν και κατά τα άλλα ήταν καλός στρατιώτης– στα δίχτυα της τον τύλιξε. Από τότε ο Μιχαήλ ξεκίνησε φανερή αποστασία. Εγώ έμαθα αυτό το δράμα όταν βρισκόμουν στο Πρίλεπ. Στα γρήγορα λοιπόν έστειλα επιστολή στο [διοικητή φρουράς Θεσσαλονίκης] Μιχαήλ Λάσκαρη, πληροφορώντας τον για τα συμβάντα, και του ’γραψα νάρθει στην Πελαγονία, ώστε να συσκεφτούμε την υπόθεση. Συναντηθήκαμε λοιπόν οι δυο μας, μαζί με το «σκουτέριο» Ξυλέα, γιατί τον θεωρούσαμε στρατιωτικό και «ρωμαιόφρονα» και γιατί ο βασιλιάς Θεόδωρος τον είχε σε υπόληψη, αφού και για στρατιωτική εμπειρία καυχιόταν και πάρα πολύ μεγάλη εύνοια είχε προς τους Ρωμαίους.
Αφού λοιπόν συναντηθήκαμε, σκεφτήκαμε ως εξής: ο μεν Λάσκαρης Μιχαήλ να πάρει όλο το στράτευμα που είχε στις διαταγές του, και το ρωμαϊκό και το σκυθικό, και να αποχωρήσει προς την περιοχή της Βέροιας, όπου είχε και το στρατόπεδό του, και να εκστρατεύσει για την Πελαγονία κι εκεί να στρατοπεδεύσει· παρόμοια κι ο «σκουτέριος» Ξυλέας να πάρει όλο το στρατό του, που ήταν πολυπληθέστερος, και να ενωθεί με το Μιχαήλ Λάσκαρη, κι ενωμένοι να στρατοπεδεύσουν στα μέρη της Πελαγονίας. Γιατί ήταν πρόσφορη θέση για μάχη ενάντια στον δεσπότη Μιχαήλ και στους Σέρβους οι οποίοι, καθώς πληροφορηθήκαμε, κι αυτοί είχαν έρθει σε συμφωνία με τον Μιχαήλ. Τους άφησα λοιπόν, αφού μου υποσχέθηκαν ότι θα κάνουν όσα αποφασίσαμε, κι εγώ με τους αρμόδιους υπαλλήλους μου έφτασα στην Αχρίδα, μήπως και μπορέσω να επανορθώσω τις υποθέσεις των Αλβανιτών. Πρόλαβα μάλιστα να στείλω στο Άλβανο τον «επί της βασιλικής τραπέζης» Ισαάκιο Νεστόγγο, δίνοντάς του και έγγραφο, όπως συνηθίζεται, που βεβαίωνε την ανάληψη της υπηρεσίας. […] Προτίμησα λοιπόν να ξεκινήσω για το Άλβανο τόσο για να αποκαταστήσω την περιοχή όσο και για να μάθω τι έκανε ο Ισαάκιος. Έτσι, φεύγοντας, απομάκρυνα από το Άλβανο τον «επί της τραπέζης» με όση δύναμη είχα. Γιατί πρόλαβε το «έθνος των Αλβανών» κι έφερε σε πέρας την ανταρσία κι όλοι πήγαν με το μέρος τού αποστάτη δεσπότη Μιχαήλ. Επειδή λοιπόν έβλεπα τα πάντα σε κυκεώνα και παρέμεινα περικυκλωμένος απ’ τους εχθρούς υπερβολικά πολλές μέρες, με λίγους ένοπλους για φρουρά έφτασα στην Αχρίδα. Κι από κει, αφού άφησα τον «επί της τραπέζης» να φρουρεί το κάστρο, διασχίζοντας την Πρέσπα και το ονομαζόμενο Σιδηρόκαστρο, έφτασα στον Πρίλαπο που μου φάνηκε σα να προσάραξα σε ήρεμο λιμάνι.
Ανάποδα, όμως, μας ήρθαν και σε μένα και σ’ όσους ήσαν εκεί. Από τις γύρω περιοχές και τα κάστρα ένα και μόνο, ο Πρίλαπος, του έλειπε του αντάρτη Μιχαήλ κι έσπευδε μ’ όλη του τη δύναμη να τον κάνει δικό του, γιατί έτσι θα [τα] κατάφερνε και με ασφάλεια θα κυριαρχούσε στη γύρω περιοχή. Μας έκανε επίθεση λοιπόν σε λίγο ο αποστάτης Μιχαήλ με σύσσωμο το στράτευμά του και δοκίμασε στρατιωτικές μεθόδους ενάντια στην πόλη. Αλλά αυτή ήταν τειχισμένη και δύσκολο να κυριευτεί, γι’ αυτό περισσότερο πεποίθηση είχε στη δολιότητα των κατοίκων. Τότε πάντως αποκρούστηκε και παίρνοντας το στρατό του, περιφερόταν στους γύρω τόπους, ενώ εμείς εγκλωβιστήκαμε σα σε φυλακή στο άστυ του Πριλάπου. […]».
Πηγή: A. Heisenberg εκδ., Georgii Acropolitae Opera Annales, διόρθωση P. Wirth, Στουτγάρδη 1978, § 67 και 68 [Λειψία 1903].
Μετάφραση Α.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου