22/7/11

ΑΡΙΣΤΟΓΟΝΟΣ ΧΩΡΑ

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ


Κωνσταντίνα Αραπάκη- Χωρίς τίτλο
Συνεχίζω να παρακολουθώ τον ιταλικό τύπο και σε σχέση με τα νομοθετικά μέτρα που η κυβέρνηση Berlusconi ετοιμάζει για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.  Για τούτο μπορώ να πιάσω το νήμα των ερωτημάτων που αφορούν το επιτυχέστερο «μοντέλο διοίκησης», όπως το ευαγγελίζονται οι ένθερμοι υπερασπιστές των νέων μέτρων:
1. διανοίγεται, εύκολα πια, η διοικητική καριέρα «δαφνοστεφών» συνταξιούχων ή «απόμαχων» του γρηγορούντος επιστημονικού πεδίου, με αμοιβή «τουλάχιστον διπλάσια» των αποδοχών «καθηγητή πρώτης βαθμίδας»;
2. θα εμφανισθούν «εθνικά» αξιοποιήσιμοι όσοι ανήκουν στον περίβολο κεντρώων «φιλελεύθερων» κομμάτων με «δραστικότητα» που απλώς υπερβαίνει την κουκκίδα των πολιτικών τους επιρροών;
3. τι είδους «καταφερτζήδες» της «σοσιαλιστικής» εξουσίας θα καταντήσουν, όταν στο πλαίσιο τέτοιων «ταλαντούχων» κομμάτων («Azione») υπόσχονται (σύμφωνα με το πρόγραμμά τους που αναρτήθηκε στις 5.2.2010) «επιβολή διδάκτρων», «ελεύθερη ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων», «κλείσιμο πελατειακών σχολών ΑΕΙ και ΤΕΙ σε διάφορες πόλεις» και «διαφοροποίηση αμοιβών καθηγητών»;
4. τέλος, εβδομήντα χρόνια μετά τη Managerial Revolution, θα επιχειρηθεί για μιαν ακόμη φορά να καταστεί το κράτος «ιδιοκτησία των διευθυντών», με την ψευδαίσθηση ότι αυτοί θα «τοποθετηθούν στη θέση της άρχουσας τάξης»;

Μπορώ να εγκαταλείψω ζηλότυπα τη γειτονική χώρα της «Παναριστείας», όπου όλα σύντομα θα γίνουν τέλεια σε ένα ευρωπαϊκό Eldorado. Χωρίς, όμως, να εθελοτυφλώ για όσα διαδραματίζονται στον τόπο μου, εφόσον και στα δικά μας Πανεπιστήμια αναλογούν «επιτίμια». Άλλωστε, εδώ και δεκαετίες, πολλές από τις εργασίες μου (ακόμη και πολυσέλιδα βιβλία, τα οποία δεν χρειάζονται ιστοσελίδες υφυπουργών για να αναρτηθούν) αποτελούν τεκμηριωμένη κριτική της πανεπιστημιακής γραφής. Όσο η συνέχεια στον αδήλωτο κόσμο των «προνομίων», με τις καλοδεχούμενες εξαιρέσεις (πρόκειται για «εξαιρετικές επιδόσεις μερικών» και «περιπτώσεις άμεμπτου ακαδημαϊκού ήθους», αρκεί να μην εννοείται μόνο ο εαυτός μας), καταφέρνει (αυτό το ρήμα βγάζει τους «καταφερτζήδες» ή «καπάτσους»˙ «capacissimi») να μη διαρραγεί και αντέχει, οι «ακτινογράφοι» αυτών των κειμένων κάποτε μπορούν να επικαλούνται τον συμπατριώτη τους Machiavelli. Όταν, δηλαδή, γράφοντας για τις «κληρονομικές ηγεμονίες» σημείωνε ότι «πάντα μια μεταβολή αφήνει το οδόντωμα [addentellato] για την οικοδόμηση μιας άλλης» (Il Principe).
Έτσι, προτιμώ να επιστρέψω στο «έτος Παπαδιαμάντη». Στον κυρ Αλέξανδρο που δεν άφηνε απείραχτους τους «βλακοπονήρως μειδιώντας». Τι απομένει από τις αναμνήσεις του «φοιτητικού βίου του»; Ο γέ­ρο-Κοτζιάς, ο «Ψαριανός φιλόσοφος», κα­θη­γητής της ιστορίας της φι­λο­σοφίας: «Ενώ καθ’ όλον το έτος δεν είχε παραπάνω από 25-30 ακρο­ατάς, εις το τελευταίον μάθημα επαρουσιάζοντο τριακόσιοι, και εις όλους υπηγόρευε την από­δει­ξιν ανεπιφυλά­κτως». Ο γέρων Πυ­λα­ρι­νός, καθηγητής της «Φιλο­σο­φίας της Ιστορίας»: «Οι ακροαταί του, συμπε­ρι­λαμ­βανομένων τριών κα­λο­γή­ρων, δύο γερόντων με γυα­λιά, και 5-6 ισοβίων φοιτητών, οι οποίοι πο­τέ δεν έλειψαν, δεν υπερέβησαν ποτέ τους δέκα ή δώδεκα» («Τα κα­λα­μπούρια ενός δασκάλου»).
Τι είναι εκείνο που «δυσκολευόμενος να νοήση σήμερον ο επισκέπτης, ίστα­ται απορών» («Φτωχός άγιος»), έχοντας μπροστά του τους «νεοπλούτους της σήμερον, κατά πόλεις και κώ­μας»; Οι «ναυαγοί του κόσμου» εμφανίζονται και στον «Λαμπριάτικο Ψάλ­τη», ενώ μο­νι­μό­τε­ρη είναι η επωδός για την «πλου­το­κρα­τία» ως «διαρκή Αντίχριστο» που πα­ράγει την «κοινωνικήν σηπεδό­να» («Οι χαλασοχώρηδες»).
Μια και αυτόκλητος μετείχα στο δεύτερο μέρος, με το άμεσο τραγούδι και το χορό, της εκδήλωσης του Διονύση Σαββόπουλου («Για να γίνει ο χρόνος καινούργιος») δεν μπορώ να μη συμπληρώσω στο «παραμύθι για μικρούς και μεγάλους» (το εμπνεύστηκε από τη Θεογονία) ό,τι αφορά και το δυσχείμερο καιρό μας. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε απέναντί μας την Πανδώρα. Δηλαδή, την πρωτόπλαστη Εύα της ελληνικής μυθολογίας που έπλασε ο Δίας, με τα χέρια του Ηφαίστου από άργιλο, όταν οργίσθηκε γιατί ο Προμηθέας δώρισε κρυφά στους ανθρώπους τη φωτιά και θέλησε έτσι να τιμωρήσει τους κλεπταποδόχους θνητούς. Και ενώ η καθεμιά από τις θεές στόλισε την Πανδώρα με τα δώρα της, ο Δίας της προσέφερε το μυστηριώδη πίθο. Κι αφού δεν συγκατένευσε ο Προμηθέας να την παντρευτεί, υποπτευόμενος παγίδα, ο νυμφαγωγος Ερμής την εμπιστεύεται στον Επιμηθέα που δεν απέτρεψε το άνοιγμα του ολέθριου πίθου, από το οποίο ξεχύθηκαν στον κόσμο των θνητών θεομηνίες, αρρώστιες και πόνοι. Ό,τι δεν πρόλαβε ν’ αποδεσμευθεί από το πιθάρι ήταν μόνο η Ελπίδα που έκτοτε συνοδεύει τον άνθρωπο, όταν πια εγκαινιάζεται ο «σιδηρούς αιών» της ανθρωπότητας, κατά την παράδοση του μύθου από τον Ησίοδο και την οικεία αγγειογραφική προσαρμογή. Στο κέντρο, λοιπόν, της θεοδικίας βρίσκεται η Ελπίδα ως ανθρωπολογική-οντολογική συνιστώσα των θνητών, αυτή δηλαδή που ανανοηματοδοτεί το σύνολο των αγαθών και των επιδιώξεών τους.

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: