ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΗΤΣΟΥ
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ, Τα φαινόμενα απατούν, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 142
«Μόνο μέσω της επιλησμοσύνης μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στο σημείο να φανταστεί πως κατέχει μιαν αλήθεια», έλεγε ο Φρ. Νίτσε, που θεωρεί πως δεν υπάρχουν πραγματικά γεγονότα παρά μόνο ερμηνείες. Στην ανάδυση μάλιστα της αλήθειας συντελεί μόνο η ποιητική ενόραση του «διαισθητικού ανθρώπου». Δεν χρειάζεται να την ανακαλύψεις δηλαδή την αλήθεια, αλλά να «την θυμηθείς», κατά την Πλατωνική θεώρηση.
Αναγκαίο επομένως «να αποκαθαρθείς από τη διάρκεια» της πραγματικότητας και να φτάσεις έτσι στην «αφαίρεσή της», στη διαφυγή και στην υπέρβαση της. Δηλαδή στη στιγμή. Εκεί σκοπεύει ο Στέλιος Μάινας. Ευγενικά όμως και διακριτικά δε σπεύδει να το ονοματίσει. Ούτε πιστεύω βέβαια πως ο Μάινας, στα σαράντα αφηγήματα του βιβλίου, να αποζήτησε μία τέτοια θεωρητική κάλυψη. «Ένα φοντανάκι, ένα λικεράκι» φιλοδοξεί να προσφέρει, κατά πως δήλωσε σε σχετική συνέντευξή του. Κι αν θα «ξαναπεράσει» από τη λογοτεχνεία θα ‘ναι «μόνο για ένα ποτήρι νερό», τονίζει με ταπεινότητα στην ίδια συνέντευξη. Με ένα τέτοιο ύφος ανασύρει τις νόστιμες στιγμές του και τις προσφέρει.
Είναι, σε κάθε περίπτωση, θα ‘λεγα «ένα αλλόκοτο άτομο», ο Στέλιος Μάινας, αν αποδεχτούμε την έννοια του αλλόκοτου κατά πως την ορίζει ο Τρούμαν Καπότε, στο «πρόγευμα στο Τίφανυ». «Έχει κολλημένο το πρόσωπό του στη βιτρίνα και κοιτάζει συνέχεια έξω. Κι όποιος κοιτάζει πίσω από μια βιτρίνα είναι σίγουρα ένας αλλόκοτος», σχολιάζει η συγγραφική περσόνα του πρωταγωνιστή της ιστορίας του.
Αλλά ο κάθε δημιουργός είναι αλλόκοτος, όταν στέκεται και παρατηρεί και αποφαίνεται πως «τα φαινόμενα απατούν». Ευτυχισμένος όποιος έχει την «πρώτη» θέαση. Όταν το φαίνεσθαι είναι και το είναι. Αφού δεν μας βάζει κανείς να σταματήσουμε και να βλέπουμε, να παρατηρούμε, να ’μαστε δηλαδή θεατές. Παρά να τρέχουμε πρέπει να κυνηγάμε ό,τι μπορούμε. Ό,τι μας τύχει. Να ζούμε. Ούτε ωφελεί να ψάχνουμε από κάτω, κάτω από τα πράγματα, και να ενδοσκοπούμε. Γιατί τότε διαπράττουμε την ύβριν. Και επικρέμεται η τιμωρία.
Κωνσταντίνα Αραπάκη- Χωρίς τίτλο |
Όμως ο καλλιτέχνης έχει ήδη μολυνθεί από τη σκέψη, και πρέπει να καθαρίσει την πληγή. Να επανορίσει έτσι την πραγματικότητα, για να καταφέρει κάποτε να ενταχθεί σ’ αυτή και ίσως να την ανατρέψει. «Η τέχνη θα ήταν περιττή μόνον εάν η πραγματικότητα άγγιζε απ’ ευθείας τη συνείδηση» λέει ο Bergson. Αλλά είναι δύσκολο να τη διακρίνει κανείς στην ουσιαστική διάστασή της.
Η πραγματικότητα, επομένως, βασανίζει το συγγραφέα που προσπαθεί να την ανασκευάσει, να αποσείσει την αμεσότητά της, παίζοντας με τη γραφή. Παίζει λοιπόν και ο Στέλιος Μάινας μαζί της, γιατί «το αντίθετο του παιχνιδιού δεν είναι η σοβαρότητα, αλλά η πραγματικότητα» όπως θα έλεγε ο S. Freud. «Μία χαρά και δέκα λύπες» είναι η ζωή, λέει ο λαός. Πώς να δεχθείς μία τέτοια αναλογία;
Στο αφήγημα «Η κολυμντάρα», για παράδειγμα ο Νικόλας της Μαρουσώς παριστάνει επίμονα ότι πνίγεται και τους «δουλεύει» όλους. Μέχρι που στο τέλος ο παιγνιώδης σαρκασμός του, η λοιδωρία της πραγματικότητας αποδεικνύεται καταστροφική. Ο Νικόλας όντως πνίγεται. Η πραγματικότητα δεν είναι για να την περιφρονείς, αλλά να την φοβάσαι.
«Κι αυτά τα Χριστούγεννα θα κολλήσουμε στο παραμύθι μας, κι αυτή την αλλαγή του χρόνου θα φωνάζουμε το όνομά μας, γιατί από την πραγματικότητα φτιάχνεσαι κατά λάθος, και κανείς πλέον δεν μπορεί να σου αλλάξει όνομα. Αυτό μόνο έχει σημασία, όλα τ’ άλλα σβήνουν και χάνονται σαν μέτρια ποιήματα», διαβάζω στη σελίδα 18, στο τέλος του αφηγήματος με τίτλο «Από την πραγματικότητα φτιάχνεσαι κατά λάθος».
Στη σελίδα 96, στο «Χρήμα», αποσπώ: «Είχε γίνει παρατηρητής του ίδιου του του εαυτού. Ο Έρωτας που τον εξανθρώπιζε αλλά και τον αποσυντόνιζε», ή αλλού στο κείμενο, με τίτλο «Η Γραφή», ο Στέλιος Μάινας αναφερόμενος στην πραγματικότητα αποσαφηνίζει: «Η πραγματικότητα είναι πολύ προσωπική υπόθεση, ο καθένας την αντιλαμβάνεται μέσα από τη δική του προσωπικότητα και τη συγκεκριμένη στιγμή μέσα από τη δική του θεώρηση, το δικό του πρίσμα. Η γραφή λοιπόν είναι η νίκη ενάντια στο εφήμερο».
Στο ομώνυμο αφήγημα, τέλος, για να μη μακρηγορώ με παραπομπές, με τον τίτλο «Τα φαινόμενα απατούν», ξεκινάει έτσι: «Με συναρπάζει η αποτύπωση της πραγματικότητας, εκείνο το μοναδικό κλικ που αιχμαλωτίζει τη στιγμή και την μετατρέπει σε αιωνιότητα», αναφερόμενο στην τέχνη της φωτογραφίας.
Οι φαινομενικά ασήμαντες στιγμές κατά τον Στέλιο Μάινα εγκρύπτουν το σημαντικό. Μέσα στην ασημαντότητα και στη ρουτίνα του καθημερινού λουφάζει το σπουδαίο. Εμβαπτίζεται λοιπόν στη μνήμη ο συγγραφέας, καταφεύγει στην παιδική ηλικία, «στο χιονισμένο τοπίο των αναμνήσεων» (σελ. 3), στον παραμυθικό λόγο, στον παρελθόντα χρόνο αλλά και στο άμεσο παρόν. Περισυλλέγει έτσι ψήγματα ζωής. Τα αποκαθαίρει, τα γυαλίζει με την ευγένειά του ύφους του και μας τα προσφέρει. Αποσκοπεί σίγουρα στην αθώωσή τους, στη δική τους παρηγοριά και στην δικαιολόγηση-κατανόηση των πραγμάτων. Με γλώσσα ρυθμική, διαυγή και διακριτική. Επενδύοντας στη σιωπή και στο ανείπωτο παρά στις δηλώσεις. Η αυθεντικότητα της βίωσης της ζωής θα αναδείξει την δική του αυθεντικότητα. Αποζητά, συμπεραίνω, μέσω της γραφής τον ομφάλιο λώρο με την πραγματικότητα. Στοχάζεται χαμηλόφωνα αλλά ουσιαστικά και βαθειά. Να φαντασθείτε πως αναρωτιέται «αν έχουν ήχο οι φωτογραφίες και μυρωδιά», και αποφαίνεται πως έχουν (σελ. 3) Με την αβρή σιωπή της γλώσσας του, επιχειρεί πιστεύω να συμφιλιωθεί με τον κόσμο και την πραγματική ζωή, αποσκοπεί να θεραπευτεί, να παρηγορηθεί, να σώσει τη δική του μικρή αλήθεια. Αν θα θεραπευτεί εκθέτοντας βέβαια τα μυστικά τοπία και τους μικρούς του κώδικες, δεν είμαι εγώ σε θέση να αποφανθώ.
Πάντως «το πιο σημαντικό δεν είναι να γιατρευτείς αλλά να ζεις με τις αρρώστιες σου», θα μας συμβούλευε ο Άλμπερτ Καμύ. Βλέπετε σαν ξόρκια και αποτρόπαια, επισείω συχνά αποφθέγματα μεγάλων ανδρών και ζητώ σ’ αυτά καταφυγή, το κύρος. Είναι γιατί πιστεύω πως είναι καιρός να επιστρέψουμε πάλι σ’ αυτούς. Να προστρέξουμε για προστασία στην αξία του ουσιώδους λόγου, να ανασύρουμε από μέσα μας την ικανότητα του «θαυμάζειν», που σημαίνει ότι το εμπεριέχουμε κι εμείς το «θαύμα», και μπορούμε να το ανασύρουμε, το αναγνωρίζουμε και έχουμε το κουράγιο να υποταχθούμε σ’ αυτό.
Μικρά επομένως κείμενα, χωρίς άλλες φιλοδοξίες, πέραν μιας ντροπαλής επίδειξης του εσώτερου μελαγχολικού τοπίου του, της μικρής ουλής του, της ίδιας που και εμείς κρατάμε σκεπασμένη και κρυμμένη. Ο Στέλιος Μάινας δεν μας φωτίζει για τα μεγάλα και περισπούδαστα. Να τον ευχαριστήσουμε γι’ αυτό. Μικρά κείμενα, μικρές αλήθειες εμπεριέχονται στο κομψό βιβλίο – επισήμανση πως «τα φαινόμενα απατούν».
Ο Ανδρέας Μήτσου είναι πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου