9/7/11

Επίκαιροι αρχιτεκτονικοί στοχασμοί

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΑΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δυο «χωριά» απ’ τη Μύκονο, Τα παλιά Αθηναϊκά σπίτια, Ξωκκλήσια της ΜυκόνουΠανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, σελ. 193, σετ τριών βιβλίων σε κασετίνα
    
«Και το αρχιτεκτονικό έργο, το αληθινό αρχιτεκτονικό έργο είναι μια ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ, σαν ένας ανθρώπινος οργανισμός, που ανθεί σε ένα συγκεκριμένο έδαφος (τοπείο) σύμφωνα με τους ίδιους νόμους που πλάθουν ένα φυτό, έναν άνθρωπο ή ένα ζώο. Και που μπορεί να δεχτεί στο σώμα του την οποιαδήποτε πλαστική τελείωση, χωρίς να χάσει την ηθική και κατασκευαστική (στατική) αυτάρκεια και πληρότητά του»

Οι Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, ανταποκρινόμενες σ’ ένα διαρκώς εντεινόμενο και διευρυνόμενο ενδιαφέρον για το έργο του Άρη Κωνσταντινίδη, προχώρησαν σε επανέκδοση της παρούσας ενότητας έργων. Τα τρία βιβλία, που είχαν από καιρό εξαντληθεί, στοιχειοθετημένα εκ νέου αλλά με διατήρηση της αρχικής μορφής, εντάχθηκαν σε μια καλαίσθητη και διακριτική, μικρού σχήματος θήκη. Στα σημειωματάρια αυτά εργασίας του μεγάλου Έλληνα αρχιτέκτονα εσωκλείονται οι επίκαιροι στοχασμοί του πάνω στη σχέση του τόπου και της αρχιτεκτονικής πράξης.

Στα Ξωκκλήσια της Μυκόνου, που εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1953, συλλέγονται και καταγράφονται από τον μελετητή, σύμφωνα με το εισαγωγικό παράθεμα από την Ερωφίλη, «κόσμοι αγαθοί και σιγανοί και μυριαγαπημένοι». Στο λεύκωμα αυτό που περιλαμβάνει σχέδια και φωτογραφίες παρουσιάζεται το υλικό των αποτυπώσεων των μικρών εξοχικών εκκλησιών, το οποίο απαρτίζεται από απέριττες κατόψεις, λιτές τομές, γρήγορα, εύληπτα και αβίαστα σκίτσα που αναπαράγουν εύστοχα την ατμόσφαιρα του εσωτερικού των λατρευτικών κτισμάτων, με ιδιαίτερη έμφαση στα κηροπήγια-μονοκοντυλιές. Επίσης εμπεριέχονται αρκετές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που αποτυπώνουν την ένταξη των λευκών αυτών ραδινών και ευφρόσυνων κηλίδων φωτός στο αδρό νησιωτικό τοπίο.
Τα Δυο «χωριά», δηλαδή τα δυο σπίτια από τη Μύκονο, (αλήθεια τι υπέροχος τρόπος για να ονομάσεις το «σπίτι», τη συγκατοίκηση και τη συνάφεια: -εμείς οι δυο δεν κάνουμε χωριό!), αποτυπωμένα σε κατόψεις και προοπτικά σκίτσα του εσωτερικού και εξωτερικού τους χώρου, είναι το έναυσμα για να ξετυλίξει ο αρχιτέκτονας τις σκέψεις του γύρω από τη σχέση της λαϊκής αρχιτεκτονικής με τον χαρακτήρα του τόπου και την κατοίκηση. Να καταθέσει τις ενστάσεις του για την άκριτη επικράτηση της «σύγχρονης τεχνικής» και του άκρατου «ορθολογισμού της επιστημονικής γνώσης». Στο κείμενο που συνοδεύει τη σχεδιαστική απεικόνιση των δύο σπιτιών διατρανώνει την ανάγκη μαθητείας του σύγχρονου αρχιτέκτονα στην οικονομία μορφών, υλικών και τρόπων των ανώνυμων κτιστών του λαού. Επιχειρηματολογεί θερμά για την αναγκαιότητα μιας σύγχρονης «ελληνικής» αρχιτεκτονικής, η οποία θα έχει θητεύσει στον αυθορμητισμό και την πνευματική ουσία, την οργανικότητα και τη δομή, την πειθαρχία μορφών και τη λειτουργική ευστοχία από την οποία χαρακτηρίζεται η αρχιτεκτονική παράδοση του τόπου μας. Ο λόγος του εμφορείται από την αγωνία να βρεθεί ο τρόπος να μπολιαστεί η σύγχρονη αρχιτεκτονική πράξη με τις αρετές της λαϊκής σοφίας και την ευελιξία του χτίζειν, ώστε «να μη δημιουργεί μάζες πλαδαρές», υποταγμένες σε μια άκριτη πειθαρχία: «πάντα το ίδιο και τόσο στενάχωρα καταθλιπτικό». Ο αρχιτέκτονας στέκεται εκστατικός και μεταδίδει στον αναγνώστη το θαυμασμό του για τα νησιωτικά κτίσματα της Μυκόνου, ταπεινά σπιτάκια και ξωκλήσια: «χτίσματα στοργικά και μικρά και αγαθά, έργα ανθρώπου μέσα στο ζήλο του καθημερινού του μόχθου... Πρότυπα για παραδειγματισμό και όχι για μίμηση». Στην αλαζονεία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής επιστημονικότητας και αυτοτέλειας αντιπροτείνει την επαφή με τη φύση και τη μελέτη του «πλαστικού περιβάλλοντος του τόπου», που θα μετατρέψει τον αρχιτέκτονα από δέσμιο μιας ισοπεδωτικής αρχιτεκτονικής πρακτικής, από χειριστή υλικών και γνώστη μιας στεγνής τεχνικής, σ’ ένα μύστη της αισθαντικότητας του τοπίου.
Στο τρίτο βιβλίο της σειράς, που εκδίδεται για πρώτη φορά το 1950, με αντικείμενο μελέτης τα λαϊκά σπίτια της Αθήνας, εκφράζει με θέρμη, στην ίδια αναστοχαστική γραμμή, την άποψη ότι μέλημα του αρχιτέκτονα είναι η κατάκτηση μιας σύγχρονης αληθινής αρχιτεκτονικής μορφής, στο νόημα ενός αληθινού νεοελληνικού χώρου. Αντιπαραβάλλει εύστοχα την επίσημη αθηναϊκή κτιριοδομία  της ρομαντικής ελληνολατρείας των ξένων, «τα νωθρά και σκηνοθετημένα κτίσματα των ξένων και των γερμανομαθημένων», με τα ταπεινά αθηναϊκά σπίτια, τα οποία στέκουν μέσα στον αστικό χώρο της πρωτεύουσας φωτεινά παραδείγματα της ζωντανής εμπειρίας, και της πλαστικής καλαισθησίας των δημιουργών τους. Ακαταμάχητη απόδειξη της ανάγκης του λαού για μια λιτή αρχιτεκτονική, που να εντάσσεται αρμονικά στο τοπίο και να απαντά στις λειτουργικές ανάγκες του κατοίκου. Αστικές κατοικίες υποδείγματα της αβίαστης ενότητας αρχιτεκτονικής και παράδοσης οι οποίες ενσωματώνουν αβίαστα τα προτάγματα μιας αρχιτεκτονικής συνέχειας.
Στις κατόψεις των λαϊκών σπιτιών που αποτυπώνει με ζήλο και επαινεί με γνήσιο θαυμασμό, η αυλή είναι ο βασικός συνθετικός και λειτουργικός πυρήνας της κατοικίας. Χώρος πλακόστρωτος, οριοθετημένος με μαντρότοιχο, δεντροφυτεμένος, με κληματαριές και κηπάρια, με πηγάδια, πεζούλες και γλάστρες με μυριστικά. Η αθηναϊκή αυλή είναι ένας αυτοτελής μικρόκοσμος που δέχεται το φως και τον ήλιο και ταυτόχρονα δίνει στο σπίτι ένα δικό του πλαίσιο άνεσης και ηρεμίας, καθώς «στέκει σαν το κελί του ερημίτη μακριά από την τύρβη του δρόμου». Παράλληλα επισημαίνει τρεις τυπικές λύσεις κατοικιών στις οποίες το καθοριστικό συνθετικό στοιχείο είναι η θέση της αυλής: ανάμεσα στο σπίτι και το δρόμο, στη μια πλευρά του οικοπέδου ή στο κέντρο του κτίσματος κατά τα πρότυπα του αρχαίου αιθρίου. Στοιχείο ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος αποτελεί για τον Κωνσταντινίδη η παλιά αθηναϊκή τζαμαρία, μια πιθανή μετεξέλιξη του  χαγιατιού, ως προστέγασμα των δωματίων,  «ένα ημιύπαιθρο που διαχειρίζεται το μαλακό ήπιο κλίμα, το φως και το τοπίο που μπαίνει μέσα στο σπίτι». Φωτογραφίζει επομένως με ζήλο εσωτερικές αθηναϊκές αυλές, λιακωτά και χαγιάτια (το περίστυλο της αρχαίας ελληνικής κατοικίας) που προσφέρουν ενδιάμεσους λειτουργικούς χώρους διημέρευσης. Σπίτια που επιτελούν τον κύριο προορισμό τους, να σταθούν δοχεία ζωής, χωρίς μνημειακότητα, ταπεινά και εφήμερα, φθαρτά και περαστικά, όσο και οι διάφορες χρείες και λειτουργίες που δικαιώνουν την ύπαρξή τους. Ο δημιουργός-κατασκευαστής, σύμφωνα με τον Κωνσταντινίδη, δεν στοχάζεται στην υλική διάρκεια και στην υλική αφθαρσία. Στοχάζεται στην συνθετική και κατασκευαστική ισορρόπηση, καθώς η αρχιτεκτονική είναι μια εφήμερη κατασκευή: «ένα κατασκευαστικό σύστημα και ταυτόχρονα μια επένδυση σώματος και ψυχής που μέσα από συγκεκριμένες δομικές δυνατότητες δίνει την ατμόσφαιρα του ουσιαστικού και κοινού και συνολικού ανθρώπινου μέτρου». 
Στα λαϊκά νεοκλασικά σπίτια επισημαίνει σημαντικές παραμέτρους της αρχιτεκτονικής δημιουργίας, όπως η ιεράρχηση και ισορροπία των στοιχείων. Μια διαδικασία κατά την οποία ταιριάζονται αρμονικά και απαντώνται συνθετικά οι δεσμεύσεις: η εδαφική μορφή του οικοπέδου, η οργανική σχέση τού μέσα και του έξω και οι λειτουργικές αρθρώσεις τού ιδιωτικού υπαίθριου και ημιυπαίθριου χώρου, τα προσιτά, διαθέσιμα υλικά και οι ανάγκες του κατοίκου. Στα τρία αυτά βιβλία που μελετούν την παραδοσιακή νησιωτική αρχιτεκτονική σε κατοικίες και ξωκκλήσια και τα λαϊκά αθηναϊκά σπίτια ο Άρης Κωνσταντινίδης, όπως και στα ημερολογιακά του σημειώματα, καταθέτει και μοιράζεται με τον αναγνώστη του πρώιμες σκέψεις, αγωνιώδη ερωτήματα και διαρκείς αναζητήσεις. Ένα κομμάτι της αρχιτεκτονικής κοσμοθεωρίας του, η οποία εκφράστηκε με τόση συνέπεια και σαφήνεια στο υλοποιημένο έργο του. Οραματίζεται ένα ρωμαλέο αρχιτεκτονικό έργο που να εντάσσεται αρμονικά στο τοπίο να επικοινωνεί και να συνδιαλέγεται με το περιβάλλον και να επιλύει με ουσιαστικό τρόπο τις λειτουργικές ανάγκες του κατοίκου του.
«Ας ρίξουμε λοιπόν τον εαυτό μας όλοι οι σύγχρονοι αρχιτέκτονες, μέσα στην κολυμβήθρα του τόπου... Στη ‘λαϊκή’ και θαυμαστή ανωνυμία που στεφανώνει τον πιο αληθινό κάματο της δουλειάς, εκεί όπου η φύση, στον άθρωπο, θα ξεπροβάλει με ένα ώριμο και λιτό και απέριττο, μαζί και ηρωικό αρχιτεκτονικό έργο. Έργο λαού, αληθινό, αγαπητό και προσωπικό – λαός τότε κι ο ίδιος ο εαυτός μου»
    
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας

Δεν υπάρχουν σχόλια: