ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Στο βιοεργογραφικό πρώτο μέρος (που περιλαμβάνει τρία κεφάλαια) εξετάζεται η ζωή του συνθέτη με χρονολογική διάρθρωση και κριτήριο υποδιαίρεσης τους τέσσερις διαφορετικούς, γεωγραφικά, τόπους δράσης του: Σμύρνη (1903-22), Δρέσδη (1922-23), Βερολίνο (1923-31) και Αθήνα (1933-84). Η αφειδώλευτη τεκμηρίωση (με το πλήθος των υποσημειώσεων σε συνεχή συμπληρωματική σχέση με το κυρίως κείμενο) εντάσσει την καλλιτεχνική δημιουργία του Κωνσταντινίδη και τη διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητάς του στα συμφραζόμενα κάθε περιόδου με συναρπαστικό αφηγηματικά τρόπο: πλαίσιο οικογενειακών καταβολών και ευρύτερου κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος, μουσικών ερεθισμάτων και επιδράσεων (λόγια, «ελαφρά» και δημοτική μουσική), αναπροσδιορισμού επαγγελματικών βλέψεων και καλλιτεχνικών στόχων του συνθέτη.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΚΑΛΛΙΕΡΟΣ, Γιάννης Κωνσταντινίδης (1903-1984), Ζωή, έργο και συνθετικό ύφος, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, σελ. 465
Όσοι απόλαυσαν την παράσταση της οπερέτας Το μικρόβιο του έρωτα (1927) του Κώστα Γιαννίδη (σκηνοθεσία Σοφία Σπυράτου, Λάμπρος Λιάβας) και θέλουν να αποκτήσουν μια σφαιρική εικόνα της καλλιτεχνικής προσωπικότητας του σπουδαίου μικρασιάτη συνθέτη Γιάννη Κωνσταντινίδη (1903-1984), έχουν αυτή την ευκαιρία με την έκδοση της μελέτης του λέκτορα της ιστορικής μουσικολογίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργου Σακαλλιέρου.
Ο συνθέτης βρίσκει στο πρόσωπο του συγγραφέα έναν φιλέρευνο, στοργικό και επαρκή μελετητή που συνδυάζει τόσο ακρίβεια και αυστηρότητα στην ιστορική τεκμηρίωση, όσο και τόλμη στην αποκατάσταση και (επανα)τοποθέτηση του συνθέτη στην έντεχνη ελληνική μουσική ιστορία. Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης κατατάσσεται στον ευρύτερο χώρο της λόγιας νεοελληνικής μουσικής δημιουργίας που φέρει χαρακτηριστικά «εθνικής» ταυτότητας, ειδικά στην επιγονική γενιά της Εθνικής Σχολής του Καλομοίρη, ως καλλιτέχνης που, περισσότερο, συμπράττει με τις νέο-φολκλορικές μουσικές τάσεις οι οποίες λαμβάνουν σχήμα στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αι. και στον ελληνικό χώρο περίπου από το 1920.
Ο υποδειγματικός, μεγάλου σχήματος πολυσέλιδος τόμος (επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα) εντάσσεται στην επιστημονική εκδοτική σειρά («Βιβλιοθήκη Μουσικολογίας», University Studio Press), που διευθύνει (και προλογίζει) ο καθηγητής ιστορικής μουσικολογίας στο Α.Π.Θ Δημήτρης Γιάννου και αποτελεί εξαίρετο δείγμα γραφής της νεότερης γενιάς επιστημόνων στο πεδίο της έντεχνης νεοελληνικής μουσικής. Η αρθρωμένη σε δύο μέρη και έξι, συνολικά, κεφάλαια, μελέτη προσεγγίζει την ζωή, την καλλιτεχνική δραστηριότητα και τη συνθετική δημιουργία του Γιάννη Κωνσταντινίδη, από τις πλευρές της ιστορικής έρευνας, καταγραφής και κριτικής επεξεργασίας αλλά και των αναλυτικών μεθοδολογικών εφαρμογών, αποσκοπώντας στην ιδεολογική/καλλιτεχνική του ένταξη στον ευρύτερο χώρο της νεοελληνικής μουσικής δημιουργίας.
Πένυ Κωνσταντίνου- Like a pop idol |
Η «διπλή» καλλιτεχνική ταυτότητα και η έντονη δραστηριοποίησή του συνθέτη στο «ελαφρό» μουσικό θέατρο (ως Κώστας Γιαννίδης), συνεξετάζεται, αρχικά, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν, σταδιακά, το πλαίσιο και της λόγιας δημιουργίας του Κωνσταντινίδη (μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, πρώτα έργα), ενώ, σε επόμενο, μεταπολεμικά, χρόνο διερευνάται η σύνδεσή του καλλιτέχνη με φορείς της αθηναϊκής μουσικής ζωής και του εξωτερικού, οι οποίοι συνέδραμαν στη διαμόρφωση του έργου του, στην πρόσληψη και τη διάδοσή του. Ο Σακαλλιέρος προεκτείνει την έρευνά του έως και το μεταθανάτιο πλαίσιο διάδοσης της δημιουργίας του συνθέτη από συγκεκριμένα πρόσωπα και φορείς. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται εξαντλητικός εργογραφικός κατάλογος του συνθέτη, τόσο στο πεδίο της «ελαφράς» μουσικής (που προηγείται χρονολογικά) όσο και της λόγιας, με πλήρη παράθεση πινάκων και διαγραμμάτων και στο επόμενο εξετάζεται, εκ του σύνεγγυς η υποδοχή του έργου του Γιάννη Κωνσταντινίδη (συνολική δισκογραφία, εκδοτική δραστηριότητα) από τη δεκαετία του 1930 μέχρι το θάνατό του, παράλληλα με τη διερεύνηση της δεξίωσης του συμφωνικού έργου του από τη μουσικοκριτική (κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του ’50).
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, επικεντρώνεται στην προσέγγιση, ταυτοποίηση και ερμηνεία του μουσικού ύφους του Γιάννη Κωνσταντινίδη και τον καθορισμό των ιδεολογικών και αισθητικών επιρροών που δέχεται, κατά κύριο λόγο, από τις ιμπρεσιονιστικές και νεοκλασικές εκφάνσεις της λόγιας δυτικοευρωπαϊκής μουσικής και, πιο συγκεκριμένα, από τους τρεις συνθέτες που φαίνεται να τον έχουν επηρεάσει περισσότερο: Debussy, Ravel και Bartók. Τα πολυάριθμα συγκριτικά μουσικά παραδείγματα, θεμελιώνουν μια επισκόπηση των χαρακτηριστικών του συνθετικού ύφους του Γιάννη Κωνσταντινίδη, κυρίως ως προς την εμφάνιση και χρήση του δημοτικού τραγουδιού στο συνολικό έργο του ·εγχείρημα που εξειδικεύεται στο πέμπτο κεφάλαιο της μελέτης, όπου ο ερευνητής επιστρατεύει επιστημονικές μεθόδους μουσικής ανάλυσης, με ερευνητικό δείγμα τα έργα για συμφωνική ορχήστρα του συνθέτη: Δωδεκανησιακή Σουίτα αρ. 1 και 2, Τρεις Ελληνικοί Χοροί, Κυκλαδίτικος Χορός και Μικρασιατική Ραψωδία. Στο τελικό και πλέον σύνθετο και απαιτητικό κεφάλαιο (6ο) της μελέτης, το συνθετικό έργο και η καλλιτεχνική δημιουργία του Γιάννη Κωνσταντινίδη κατατάσσονται στον ευρύτερο χώρο της νεοελληνικής μουσικής δημιουργίας με στοιχεία «εθνικής» ταυτότητας και αντιπαραβάλλονται, μέσω μουσικών παραδειγμάτων και ερμηνείας τεχνικών και αισθητικών ζητημάτων, με τα αντίστοιχα των Μανώλη Καλομοίρη, Νίκου Σκαλκώτα, Γιώργου Πονηρίδη, Πέτρου Πετρίδη και Αιμίλιου Ριάδη. Ο συγγραφέας, δεν παραλείπει και αντιπαραβολές με μεταγενέστερες συνθετικές εκφάνσεις «διπλής» καλλιτεχνικής ταυτότητας, όσον αφορά πολύ γνωστά πρόσωπα της ελληνικής μουσικής που φέρουν, ανάλογα, διπλή ιδιότητα (Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Κουνάδης, Μαμαγκάκης, Γρηγορίου, Μικρούτσικος), πάντα σε συσχετισμό με τις εξελισσόμενες θεσμικές και κοινωνικοπολιτικές αλλαγές στη νεοελληνική μουσική πραγματικότητα μετά το 1950.
Η εκτεταμένη (465 σελ.) και υποδειγματική μελέτη του Γιώργου Σακαλλιέρου δεν στοχεύει αποκλειστικά στην ικανοποίηση του ενδιαφέροντος και των αξιώσεων της επιστημονικής μουσικολογικής κοινότητας: διεπιστημονική αντιμετώπιση του αντικειμένου, ζητούμενα νεότερων μουσικολογικών τάσεων, συγκριτικοί πίνακες που διαβάζονται με ενδιαφέρον, περιεκτικές υφολογικές συγκρίσεις για το μουσικό ύφος σημαντικών εκπροσώπων της έντεχνης νεοελληνικής μουσικής. Στα προφανή προτερήματά της (αξιοποίηση αρχειακού υλικού, τεχνικές αναλύσεις με πλήθος αποσπασμάτων μουσικού κειμένου, τήρηση της επιστημονικής δεοντολογίας σε εποχή που η λογοκλοπή δίνει και παίρνει), θα πρέπει να προστεθεί ότι διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς παρακολουθεί τη μοναχική δημιουργική πορεία του συνθέτη στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη, το μεσοπολεμικό Βερολίνο ως σημαντικό κέντρο των πρωτοποριακών καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής, την βυθισμένη στη μέθη της οπερέτας και της επιθεώρησης Αθήνα του 1930, την κατοχή και την μετεμφυλιακή περίοδο με τη ραγδαία άνοδο της λαϊκής μουσικής και του ρεμπέτικου, φτάνοντας ως και την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης.
Ο Κωνσταντίνος Κυριακός διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου