16/4/11

Μια υπαρξιακή περιπέτεια

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΝΕΝΗ

ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΚΟΟΥ, Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Πόλις, σελ. 506
                                                                              
Ένας ασήμαντος μοναχικός άνθρωπος, έρμαιο τόσο των δικών του αδιεξόδων και αδυναμιών όσο και της τρέχουσας δεινής οικονομικής κρίσης είναι ο ήρωας του τελευταίου μυθιστορήματος του σημαντικού και πολύ αγαπητού και στη χώρα μας βρετανού συγγραφέα Τζόναθαν Κόου. Αν στα περισσότερα βιβλία του –μεταξύ αυτών και τα εξαιρετικά «Τι ωραίο πλιάτσικο!» και «Η λέσχη των τιποτένιων»-  ο συγγραφέας τοιχογραφούσε με εντυπωσιακό τρόπο τη βρετανική θατσερική και μεταθατσερική κοινωνία, εμφανίζοντας τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων του ως εκφράσεις της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας της εποχής, στο ανά χείρας έργο αλλάζει εστίαση: το ενδιαφέρον του εδώ στρέφεται κατά κύριο λόγο σε μια ατομική υπαρξιακή περιπέτεια, ενώ ο δημόσιος χώρος υποχωρεί σε ένα δεύτερο και περισσότερο αχνό επίπεδο.

Ο ήρωας του βιβλίου, Μάξουελ Σιμ, είναι ένας αρκούντως συμβατικός και πολλαπλώς ακυρωμένος άνθρωπος. Τυπικός υπάλληλος, με ελάχιστα ενδιαφέροντα και ανησυχίες και επιπροσθέτως με σοβαρά προβλήματα τόσο στις διαπροσωπικές του σχέσεις όσο και σε αυτές με τον εαυτό του, δέχεται μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα μερικά καταστροφικά ραπίσματα, καθοριστικά για την μέχρι τότε ρουτινιάρικη ζωή του. Η γυναίκα του τον εγκαταλείπει, παίρνοντας μαζί της και την κόρη τους. Μη μπορώντας να διαχειριστεί τη νέα, και εξαιρετικά οδυνηρή για τον ίδιο κατάσταση, ο Σιμς βυθίζεται στην κατάθλιψη, γεγονός που τον οδηγεί και στην ανεργία. Η έλλειψη πραγματικών φιλικού περιβάλλοντος επιδεινώνει τα πράγματα και οι εβδομήντα άγνωστοι συνομιλητές του στο facebook δεν του προσφέρουν τίποτα άλλο, πέραν της υπενθύμισης αυτής της επιδεινωτικής για την άσχημη κατάστασή του έλλειψης.
Η πρόσληψή του ως πωλητή σε μια εταιρεία που παράγει οικολογικές οδοντόβουρτσες του δίνει την ευκαιρία να κάνει οδικώς ένα ταξίδι προς το βορειότερο άκρο της Μεγάλης Βρετανίας. Καταπίνοντας σε καθημερινή βάση πολλά χιλιόμετρα, επιδίδεται σε ένα ακατάπαυστο ενδοσκοπικό ταξίδι, ελπίζοντας ότι το τελευταίο θα του δώσει κάποιες ανακουφιστικές για την ύπαρξή του απαντήσεις. Όσο βαθύτερα όμως προχωράει η κατάδυση στις απωθημένες μνήμες του, τόσο ο ήρωας αποδιαρθρώνεται ψυχολογικά. Σταδιακά αρχίζει να ταυτίζεται με έναν θαλασσοπόρο, που συμμετείχε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 σε έναν αγώνα για τον περίπλου της γης, ο οποίος, διαπιστώνοντας ότι αδυνατεί να κερδίσει, επιχειρεί αρχικά να «κόψει δρόμο», αλλά σταδιακά εξαφανίζεται από τον αγώνα, απομονώνεται στην καμπίνα του και εν τέλει οδηγείται στην παραφροσύνη. Εγκλωβισμένος στον παραλληλισμό της ζωής του με αυτήν του ναυτικού, ο Σιμ αρχίζει να πιστεύει πως η ώρα της δικής του εξαφάνισης επίσης πλησιάζει. Βυθισμένος στην αβάσταχτη μοναξιά του, ο ήρωας «συνομιλεί» διαρκώς με την Έμμα, το GPS του αυτοκινήτου του, που μέσα στο διαταραγμένο μυαλό του Σιμ προβάλλει σαν πραγματική γυναίκα.
Υλικώς παρόντες στην προβληματική -και επί της ουσίας αδιέξοδη- υπαρξιακή περιήγηση του ήρωα, που περιλαμβάνει και σειρά ταξιδιών στην Αυστραλία, προκειμένου να συναντήσει τον πατέρα του -που αποδεικνύεται φορέας ενός πολύ σημαντικού προσωπικού μυστικού- είναι, εκτός από τον τελευταίο, μια κινέζα μητέρα και η κόρη της, μια παλιά φίλη, τις ερωτικές προτάσεις της οποίας αποκρούει λόγω δειλίας, και κάποιοι αδιάφοροι συνάδελφοι.
Τα ευδιάκριτα χαρακτηριστικά της γραφής του Κόου -«γειωμένος ρεαλισμός», διαβρωτικό χιούμορ, απρόσμενες ανατροπές, ευφυή ευρήματα κ.λπ.- είναι και σε αυτό το μυθιστόρημά παρόντα και πάντα ικανά να γοητεύσουν τον αναγνώστη. Νομίζω, ωστόσο, ότι αυτή τη φορά ο συγγραφέας υπήρξε αρκετά αναποτελεσματικός ως προς ένα από τα συνήθη ατού του: την οικονομία της αφήγησης. Το μυθιστόρημα ξεκινά σχετικά φλύαρα και αν εν συνεχεία καταφέρνει να αποκτήσει ένα καλύτερο «δέσιμο», το τελευταίο κινείται ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα από τις υποδειγματικές συνθέσεις των περισσότερων από τα παλαιότερα έργα του. Πέραν αυτού, η αμηχανία του συγγραφέα ενώπιον των προκυπτόντων κάθε φορά αφηγηματικών αινιγμάτων καθίσταται σε μερικά σημεία του βιβλίου εμφανής, ενώ κάποια από τα ευρήματά του είναι αυτή τη φορά περισσότερο συμβατικά και «κουρασμένα» (αξιοσημείωτη θετική εξαίρεση αποτελεί η συζήτηση του δημιουργού με τον ήρωα στο κλείσιμο του βιβλίου). Οι χαρακτήρες, αντιθέτως, είναι και αυτή τη φορά εξαιρετικά σμιλεμένοι και πειστικοί.
Εξαιρετική είναι η μετάφραση της Μαρίας Ζαχαριάδου.

Ο Νίκος Κουνενής είναι πεζογράφος 

Δεν υπάρχουν σχόλια: