ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Από μνήμης, ποιήματα, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 68
Από τα "πιστεύω" του Γιώργου Θεοχάρη, για το τι είναι η ποίηση για κείνον, κρατώ τη φράση "ποίηση είναι η αγαπητική εισχώρησή μας στον Άλλον - Εγώ και κυρίως στον Άλλον - απέναντί μας...", για να καταλήξω, με όσα λάθη καταλήγει κανείς, να πω πως όλο το σχεδόν του έργο, από το Πτωχόν μετάλλευμα ως το Από μνήμης, εμφορείται κυρίως από το δεύτερο μέρος της φράσης "Κυρίως στον Άλλον - απέναντί μας".
Η ευαισθησία τού να μπορείς να μπεις στα παπούτσια του άλλου είναι αυτή καθ' αυτή γεγονός ποιητικό. Να σταθείς, να ντύσεις την ελπίδα. Τα περισσότερα, αν όχι όλα του τα ποιήματα, είναι αφιερωμένα σε δικούς, φίλους, συναδέλφους, και ανθρώπους που συναποτελούν την προσωπική του μυθολογία στην «προσπάθειά του να αγαπήσει διαφορετικά», όπως ο ίδιος λέει, «τους ανθρώπους, τη ζωή και τα πράγματα» προτείνοντας έτσι μια στοχαστική αλλά και ιδιόθυμη ανάγνωση της σύγχρονης Ιστορίας. Βασική του ύλη η ζωή των απλών ανθρώπων και η καθημερινή τους γενναιότητα, ώστε να αντιμετωπίσουν ευσταθώντας σ’ έναν τέτοιον αγώνα, αφού ζωή και ποίηση για τον ποιητή είναι αλληλένδετες.
Νιώθω πως τα βιβλία του Θεοχάρη είναι σπίτια που γράφει για να συγκατοικήσει μαζί τους. Οι μικρές του ιστορίες που η Ιστορία με κεφαλαίο το (Ι) τις αγνοεί ή τις παραγράφει, συνιστούν το ιερό του μνημοφυλάκιο, με πικρά, θλιμμένα υλικά μιας μνήμης που βασανίζεται, ωστόσο φτερουγίζει, φωτίζοντας τα φαινομενικώς λησμονημένα. Η λιτή, δομική παράθεση της αφήγησης χωρίς τεχνικές και τεχνάσματα και η σπάνια εντιμότητα συγκροτούν ένα εξαιρετικό ποιητικό σώμα.
Στις Προσομοιώσεις, από τους τίτλους των ποιημάτων, που με δική μου δευτερογενή προσομοίωση αποτελούν σπαράγματα σπασμένων κτερισματικών αγγείων στον χρόνο, γράφει: "Όπως σε κάποια χωριά, ακόμη, πριν βάλουν τον πεθαμένο στο μνήμα, σκύβει το βαφτιστήρι του και του λύνει τα χέρια". Τι να σημαίνει άραγε για την Ιστορία τούτο το έθος; Αυτή η μικρή σημερινή λεπτομέρεια στο πέρασμα-πέταγμα του νεκρού με λυμένα τα χέρια, που όλα σβήνουν και χάνονται: αξιακοί και αγαπητικοί άξονες της ζωής που διασώζονται, όσο διασώζονται, από την επίμονη ματιά του ποιητή που άφθαρτη θεάται τον κόσμο στις λεπτομέρειές του. Πώς άραγε τις θεάται ο ομόρριζος με το ρήμα θεός;
Συλλογιέμαι φορές-φορές πως η ποίηση αναδύεται, εκπηγάζει κάποτε, από το απροσδόκητο της τροπής σε σχέση με τον παρόντα τρόπο ζωής και της νοοτροπίας μας γι' αυτή. Επομένως, ο δύσκολος, ο απελπισμένος κάποτε αγώνας του ποιητή μέσα από τις μεταπτώσεις, τις ωσμώσεις και το χάος να συντηρήσει αυτό που είναι η ψυχή, η αόρατη κλωστή, να βρει περάσματα ώστε να προσεγγίσει, να αποφλοιώσει, να προσδιορίσει με λόγο τελικά το ουσιαστικό, είναι δρόμος θολός. Κι εκεί, μεταξύ έκρηξης και παραίτησης, παράγεται ο στίχος και τον κρατάς απ' το μικρό του δαχτυλάκι. Δείτε εκεί που ματώνει η μνήμη την εκπληκτική αποστασιοποιημένη κατάληξη του ποιήματος Γενικό νοσοκομείο Λεβαδείας, όπου ο Θεοχάρης στην τσακισμένη, στην οιωνεί συνομιλία με τον άρρωστο πατέρα του στα όσα από ψυχής εξομολογείται, τη σπαρακτική αποστροφή: "...Και τι είδους σχιζοφρένεια είναι να σκέπτομαι, καθώς ψυχορραγείς, ότι η μνήμη της πορείας σου προς τον θάνατο μπορεί να γίνει καλό φαΐ για τον Μινόταυρο της Τέχνης μου, καλό φαΐ για τον Μινόταυρο της ματαιοδοξίας μου, πατέρα". Η συγκλονιστική αντίθεση, σχεδόν τεχνοκρατική, με τη μελαγχολία των προηγηθέντων στίχων στο αίνιγμα της ζωής υψώνει το ποίημα σε εκθέτη άκρως δραματικό. Ή αλλού: "... την άλλη φορά εκείνη η γυναίκα άλλων καιρών, που είχε περιβολάκι στην αυλή της, με μαρούλια και πράσα και βυσσινιές και κλήματα, ανεβασμένη στον υδατόπυργο με την παλιά σκουριά στις κολόνες του, πέταξε στον ουρανό ακολουθώντας την παρδαλή της κατσίκα και παρ' όλ' αυτά βέβαια, ο χρόνος συνεχίζει να ρέει ακάθεκτα, καταποντίζοντας σε βυθό αφανείας και λήθης τις αυταπάτες μας".
Η επίμονη αφή του με τα γεγονότα, η απέριττη στιχουργική, η ηθική των εννοιών με βαθιά αισθήματα και ακριβή γλωσσική ευεξία συναποτελούν τον αυθεντικό φορέα της ποίησής του με χαρακτηριστική ειλικρίνεια. Ειλικρίνεια που στις μέρες μας είναι είδος εν ανεπαρκεία και όπως λέει ο Σπονεχάουερ για τις δικές του μέρες: «οι μόνοι ειλικρινείς είναι οι εχθροί μας.»
Στην εποποιία της απώλειας, μ' έναν καταιγιστικό αλγόριθμο που χαρακτηρίζει όλο του το βιβλίο, έρχεται ένας λόγος παρηγορητικός να μετουσιώσει τη θνητότητα σε ποιητικό νόστο, να θρέψει την επιστροφή. Γράφει σαν να γράφει το κακό στην άμμο να ξεχαστεί και σκάβει το καλό πάνω στην πέτρα, μη και σβηστεί στο κύμα.
Παρά τη θλίψη, την πίκρα της θεματικής του, υπάρχει πάντοτε ένα γλυκό εσωτερικό φως στις εικόνες του· στα οικεία φαντάσματα που τον κατοικούν και τα κατοικεί στη σαρκοφάγο του χρόνου. Η συνήθως ελεγειακή μνήμη του δεν καταλήγει σε λυγμό αλλά σε λυρική εγκράτεια και λογισμό.
Άλλωστε, από την προμετωπίδα του βιβλίου, "Από τα όρια της σιγής/ φέρνω την ψίχα της ψυχής/ τη μνήμη", ξεδιαλύνει τις προθέσεις του να διατηρήσει ζωντανά τα γεγονότα μιας αυθεντικής εποχής κοινωνικού κυρίως προσανατολισμού. Θέματα που χτίζει με ταπεινά υλικά που ανασύρει από τα λαϊκά κοιτάσματα και τα προβάλλει με ποιητικό σθένος στο "τώρα", ώστε να διασωθούν ο τόπος και οι άνθρωποι, πιστεύοντας στη διαχρονική τους αξία. Ξετυλίγει το κουβάρι και στη φωνή του ανοίγονται τυφλά παράθυρα και πόρτες σε ακατοίκητα σπίτια.
Ο βιωματικός και ο βιολογικός κάποτε φόρτος των οδυνηρών εμπειριών του, ο στοχασμός του σε σχέση με τα πολιτικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα της περιόδου είναι απολύτως καθαρός. Η μνήμη λοιπόν ως α-λήθεια αποτελεί το ποιητικό όχημα του συναισθήματος μιας κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας που μπορεί και με απλή παράθεση των νεκρών, όπως στα ποιήματα της σφαγής του Διστόμου, να διατρέξει ήσυχα τον άφατο πόνο· σαν να φυσάει ένα απαλό αεράκι αγάπης πάνω απ' τα μνήματα σ' αυτή την αιφνίδια αντιστροφή της τάξης της ζωής που φέρνει τα πάνω κάτω: Η λιτή σύλληψη του τραγικού που γράφει αδρά τη νεοελληνική μοίρα, την έντρομη ισορροπία.
Στον ασήμαντο, στον σχεδόν στιγμιαίο χρόνο της ανθρώπινης ζωής σε σχέση με τα τεράστια χρονικά μεγέθη του σύμπαντος, ο νους και η φαντασία μας στην προσπάθειά τους να τα διασχίσουν οδηγούνται με μιας στο άλμα και στην ποιητική αλκή. Εκεί που το σπάραγμα της μνήμης ολοκληρώνει το υποκείμενο της απώλειας και το απογειώνει δραματοποιώντας το εκθετικά: "Ξύπνησα και κατάλαβα πως είχα ονειρευτεί/ ζωντανό τον πατέρα μου// Πράγματι./ Στη ρίζα της πορτοκαλιάς βρήκα το αποτύπωμα/ των παπουτσιών του,/ κι ως την αυλόπορτα φλούδες από πορτοκάλι/ που πρέπει να καθάριζε φεύγοντας".
Σκέπτομαι πολλές φορές πως η τέχνη, η ποίηση, δεν είναι του κόσμου τούτου αλλά για τον κόσμο τούτο που φυσικά δεν τον αλλάζει, δημιουργεί ωστόσο μέσα από τη συγκίνηση μια σχέση προωθητική αναπτύσσοντας έναν ορίζοντα, διότι ο κόσμος δεν είναι μόνον ένα σωρευτικό ασυνεχές αλλά κι ένα αφανέρωτο συνεχές, που η κάθε φορά διαπίστωσή του μας φλογίζει.
Διάβασα το βιβλίο με τη σειρά κι ύστερα ανακατωμένα να δω τι αλλάζει δίχως τη σειρά του. Και στις δυο αναγνώσεις βρήκα τη βιογραφία της φτώχειας, της ανάγκης, τον πόνο τον αβάσταχτο της απώλειας και κυρίως τη γονιμότητα της απελπισίας νιώθοντας ομόρριζος και ομόθυμος στα της ποίησης και ζωής. Δεν ανήκω στους κριτικούς και στους αναλυτές, άλλωστε δεν το κατορθώνω, αλλά σ' αυτούς που δεν τεμαχίζουν, δεν αποδομούν την ομορφιά για να της κάνουν νεκροψία. Να νιώθω προσπαθώ, να συγκινούμαι· και ο Θεοχάρης το κάνει με περίσσεια αυτό, ας μου καρφώνει κάποτε το μαχαίρι στο πλευρό και με λυγίζει, όπως: Πού η αφετηρία;/ Πού ο τερματισμός;// Πασχίζω να μη γίνω αιώνιο τώρα// Νυχτώνει, ξημερώνει/ νυχτώνει, ξημερώνει/ νυχτώνει...
Ο Πάνος Κυπαρίσσης είναι ποιητής
Πένυ Κωνσταντίνου- Χωρίς τίτλο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου