ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ
Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση στη σειρά του Σκάι, «1821. Η γέννηση ενός έθνους-κράτους», ήταν οι πάλλευκες και καλοσιδερωμένες φουστανέλες των αγωνιστών, καθώς και η στίλβουσα περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη. Όχι τα λόγια που εκφωνούσε ο Πέτρος Τατσόπουλος, ούτε οι συζητήσεις που ακολουθούσαν την προβολή του ντοκιμαντέρ. Η τηλεόραση είναι προπάντων εικόνα, αυτή είναι η δύναμή της, αυτή θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως γόνιμο πεδίο εκλαΐκευσης, διαντίδρασης μεταξύ επαγγελματιών ιστορικών και φιλομαθούς κοινού. Όμως, οι συγκεκριμένοι αναχρονισμοί δεν οφείλονται σε αβλεψία του σκηνοθέτη ή του φροντιστή, αλλά πρόκειται μάλλον για το εμφανές αποτέλεσμα βαθιά ριζωμένων στερεοτύπων. Πώς να φανταστεί κανείς τους ήρωες να πολεμούν λασπωμένοι; Πώς θα αναγνώριζε ο τηλεθεατής τον Κολοκοτρώνη δίχως τη βρετανική του περικεφαλαία;
Βέβαια, η διαμάχη που ξέσπασε, για πολλοστή φορά, γύρω από την ιστορία, άλλα στερεότυπα έθεσε στο επίκεντρό της. Πρώτα απ’ όλα, αν το ελληνικό έθνος γεννήθηκε με την επανάσταση: υπενθυμίζω ότι ο αρχικός τίτλος της σειράς, καθώς και του πεντάτομου έργου που επιμελήθηκε η ίδια ομάδα ιστορικών και πωλείται στα περίπτερα, ήταν, ακριβώς, «Η γέννηση ενός έθνους». Μετά τις διαμαρτυρίες «υγιώς σκεπτόμενων» τηλεθεατών, πρωτοστατούσης της Χρυσής Αυγής και του ΛΑ.Ο.Σ., ο τίτλος άλλαξε, σιωπηρά. Έπειτα, οι κρίσεις του επιστημονικού συμβούλου Θάνου Βερέμη σχετικά με τις «όχι και τόσο άσχημες», σε τελική ανάλυση, συνθήκες ζωής των ελλήνων κατά τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας, άγγιξαν «ευαίσθητες» χορδές. Κάποιοι δεν αναγνώρισαν τον εαυτό τους σε αυτή τη φράση και, συνδυάζοντάς την με τη διάψευση της ύπαρξης του Κρυφού Σχολειού, καθώς και με την υπόμνηση περί των σφαγών των μουσουλμάνων κατά την άλωση της Τριπολιτσάς, «μετέφρασαν» το νόημα των λέξεων ως μια ιεροσυλία, ως μια προσπάθεια επανασυγγραφής της ιστορίας που αποσκοπεί στην «συγκυριαρχία» στο Αιγαίο... Κάποιοι άλλοι, διάβασαν τη διάψευση των στερεοτύπων ως μια προσπάθεια διάδοσης των πορισμάτων της σύγχρονης, επιστημονικής ιστοριογραφίας στο ευρύ κοινό. Υπάρχει, τέλος, και μια τρίτη κατηγορία τηλεθεατών η οποία διείδε, στην ίδια τηλεοπτική σειρά, μια προσπάθεια ανάγνωσης της ιστορίας από την πλευρά της σημερινής, εκσυγχρονιστικής, νεοφιλελεύθερης κεντροδεξιάς (στην οποία οφείλει να εντάσσεται και το κυβερνών κόμμα), ως έναν αναχρονισμό με συγκεκριμένο πολιτικό πρόταγμα.
Θεωρώ ότι βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα, τα οποία είναι καλύτερο να τα διακρίνουμε, ώστε να μπορέσουμε, έπειτα, να τα συνδέσουμε. Το πρώτο είναι οι σχετικοί με το 1821 διαδεδομένοι κοινοί τόποι. Η διάδοσή τους οφείλει πολλά, όχι μόνο στην εκκλησία ή την οικογένεια, αλλά, πρωτίστως, στη σχολική ιστοριογραφία. Αυτή κι αν είναι απομακρυσμένη από τη σύγχρονη, επιστημονική ιστοριογραφία. Κι όμως: κάθε προσπάθεια αλλαγής της ιστορικής κουλτούρας θα έπρεπε να αρχίζει από αυτούς: από το οικείο, το ήδη γνωστό, ή, μάλλον, απ’ όσα θεωρεί κανείς ότι ήδη γνωρίζει, για να προχωρήσει, έπειτα, σε μια διαδικασία φανέρωσης της άγνοιας. Πρόκειται για το δυσκολότερο εγχείρημα της διδακτικής, αν εξαιρέσουμε την πρόκληση του ενδιαφέροντος στον διδασκόμενο. Διόλου παραδόξως, εν προκειμένω το ενδιαφέρον εμφανίστηκε όχι κατά τη διάρκεια του σχολικού μαθήματος, όπου (και) τα σημερινά εγχειρίδια επιβεβαιώνουν όσα ο μαθητής θεωρεί ότι ήδη γνωρίζει, αλλά σε περιπτώσεις όπως αυτής της αλλαγής του εγχειριδίου της ΣΤ΄ δημοτικού ή της συγκεκριμένης τηλεοπτικής εκπομπής, όπου κάποιοι από αυτούς τους κοινούς τόπους, φαινομενικά, καταρρίφθηκαν. Η αμυντικού χαρακτήρα αντίδραση, αυτό που ο διδάσκων στο σχολικό πλαίσιο θα ανέμενε με προσδοκία, ώστε να ανοίξει μια συζήτηση και να μπορέσει να εντοπιστεί η άγνοια των μαθητών, και στις δύο περιπτώσεις αφενός οδήγησε σε μια δημόσια διαμάχη και σε ένα κλίμα έντασης. Αφετέρου, εξανάγκασε το Υπουργείο Παιδείας στην απόσυρση του βιβλίου και τους συντελεστές της παραγωγής του Σκάι να «υπαναχωρήσουν», λειαίνοντας τους τόνους στα επόμενα επεισόδια, ώστε να αποσείσουν την κατηγορία της εθνοπροδοσίας. Η πλέον κωμικοτραγική πτυχή του «σήριαλ 1821» ήταν η εκπομπή όπου ο ιδιοκτήτης του Σκάι κατηγόρησε τους υπόλοιπους σταθμούς επί φιλοτουρκισμό, διότι προβάλλουν τουρκικές σαπουνόπερες...
Ένα δεύτερο φαινόμενο που πρέπει να εντοπίσουμε είναι αυτό της διάκρισης μεταξύ επιστημονικής και δημόσιας ιστορίας. Αν αυτή η τελευταία αποσκοπεί στη διάδοση των επιτευγμάτων της πρώτης, τότε οφείλει να αρχίζει από την διάδοση των ερωτημάτων της, κι όχι των πιθανών απαντήσεων σε συγκεκριμένα ζητήματα. Παίρνω για παράδειγμα τη σφαγή των μουσουλμάνων της Τριπολιτσάς: για τον ειδήμονα, το ερώτημα δεν είναι το εάν συνέβη, αλλά το γιατί, το πού ακριβώς μπορεί να ενταχθεί το γεγονός. Δίχως επαρκή εξήγηση, φαντάζει στους σημερινούς τηλεθεατές ως μια φρικώδης πτυχή της ιστορίας. Μπορεί να κάνει εντύπωση, να προκαλεί αντίδραση, διότι δεν συμβαδίζει με τα παραδεδομένα περί άσπιλου ηρωισμού των ελλήνων, αλλά η απλή πληροφόρηση δεν συμβάλλει στη δημιουργία ιστορικής συνείδησης. Στη συγκεκριμένη τηλεοπτική σειρά έχουμε πολλές απαντήσεις, αλλά καμία ερώτηση.
Η έδρα του παραδοσιακού σχολείου έχει αντικατασταθεί από το τραπέζι του τηλεοπτικού στούντιο, όπου, περισσότερο ή λιγότερο ειδήμονες περί του 1821, παραδίδουν το μάθημά τους σε ένα αχανές αμφιθέατρο, αναφέροντας κοινούς τόπους της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, για να αντικαταστήσουν κοινούς τόπους διάχυτους στην κοινωνία. Γιατί χωρίς τη διεργασία που οδήγησε στην εξαγωγή επιστημονικών συμπερασμάτων, ως κοινοί τόποι φαντάζουν τα πορίσματα των ιστορικών. Ως απαντήσεις μαθηματικών προβλημάτων, όπου όμως λείπουν η ερώτηση και η διαδικασία επίλυσης.
Πέρα από τη νιοστή διαμάχη περί πολιτικής ή ιδεολογικής χρήσης της Ιστορίας, πέρα από την επιβεβαίωση της έντασης μεταξύ ιστορικής επιστήμης και πολιτικής, αυτό που λείπει ακόμα από τη δημόσια ιστορία, όχι μόνο στην Ελλάδα, εκείνο το σημείο όπου τελικά αποτυγχάνει η τηλεοπτική σειρά του Σκάι, θα μπορούσε να οριστεί ως εξής, παραφράζοντας την περίφημη φράση του Μαρκ Μπλοκ: «Μαυροκορδατικοί, αντι-μαυροκορδατικοί, έλεος! Πείτε μας απλά ποιος ήταν ο Μαυροκορδάτος». Πριν απ’ αυτό, όμως, θα όφειλαν να μας πουν πώς έφτασαν στο συμπέρασμά τους, πώς «ρώτησαν» τις μαρτυρίες τους και, κυρίως, σε ποια κοινωνική πραγματικότητα εντάσσουν το άτομο «Μαυροκορδάτος». Πώς θα μπορούσε να γίνει κατανοητός ο ρόλος του κατά τη διάρκεια της στιγμής της επανάστασης, αν δεν κατανοήσει πρώτα ο μη ειδικός την κοινωνία απ’ την οποία προέκυψε;
Είναι καιρός, νομίζω, ογδόντα χρόνια μετά την ανάδυση της κοινωνικής ιστορίας, να τεθεί και στο δημόσιο χώρο η επιστημονική συζήτηση για την προεπαναστατική κοινωνία στο σύνολό της, πέρα από «καλούς» και «κακούς» Μεγάλους Έλληνες, Μεγάλες μάχες και ηρωικούς (ή και ολίγον βάρβαρους, αλλά πάντα καλοσιδερωμένους...) αγωνιστές. Έστω και αν η παρουσίαση μιας κοινωνίας όπου επικρατεί η ένδεια δεν προσφέρεται για τηλεοπτικά υπερθεάματα, ενώ μια τέτοια εικόνα ίσως και να προκαλέσει επικίνδυνους συνειρμούς με πολύ οικεία, σημερινά κακά...
Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου