Η επικαιρότητα της διάλεξης του γάλλου φιλόσοφου Jacques Ranciere αύριο στην Αθήνα
ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
Στην Αυγή της 18ης Ιανουαρίου, δημοσιεύονται αποσπάσματα από το κείμενο ενός «blogger old boy», όπως υπογράφει, που έκρινε ενδιαφέρον να δημοσιεύσει η ...έγκριτη Καθημερινή. Αντιγράφουμε: «Ας το γράψουμε πάνω σε όλα τα πακέτα δημοκρατίας που κυκλοφορούν, η δημοκρατία βλάπτει σοβαρά την οικονομία. Ας την απαγορεύσουμε σε όλους τους ανοικτούς χώρους [...] Ακριβώς σαν τον ενεργητικό καπνιστή που δεν βλάπτει μόνο την δική του υγεία, ο ενεργητικός δημοκράτης βλάπτει την οικονομική υγεία των διπλανών του, διαδηλώνοντας, απεργώντας, τσινώντας στις μεταρρυθμίσεις ή ψηφίζοντας κόμματα του στείρου λαϊκισμού...». και καταλήγει: «Μια δημοκρατία ορθώς σκεπτομένων ανθρώπων, ανθρώπων δηλαδή διατεθειμένων να αποδεχθούν τον –αυτονόητο- τρόπο λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας, ανθρώπων διατεθειμένων να συμμορφωθούν εκούσια, έχει ακόμη λόγο ύπαρξης»! Έχω την αίσθηση ότι καλύτερη εισαγωγή στην επικαιρότητα της αυριανής ομιλίας, με τίτλο «Τι μπορεί να σημαίνει η δημοκρατία σήμερα;», του γάλλου φιλόσοφου Jacques Ranciere (Πάντειο Πανεπιστήμιο, αμφ. Σάκη Καράγιωργα, 18:30), δεν θα μπορούσε να υπάρξει.
Γιατί δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη περίπτωση ενός ακραίου και γραφικού τύπου, ούτε προφανώς τυχαία την φιλοξένησε η Καθημερινή, αλλά για μια διάχυτη και διαχρονική σταθερά, η οποία από τον καιρό του Πλάτωνα διατρέχει, με σοβαρότερα ή όχι επιχειρήματα, το κοινωνικό και πολιτικό μας γίγνεσθαι. «Η δημοκρατία για την αστική τάξη –έγραφε ήδη στα 1899 η Ρόζα Λούξεμπουργκ– έγινε ένα στοιχείο εν μέρει περιττό, εν μέρει παρεμποδιστικό∙ αντίθετα, για την εργατική τάξη, έγινε αναγκαία και απαραίτητη...». Ή, όπως διαπίστωνε και η περίφημη Τριμερής Επιτροπή την δεκαετία του 1970, «η δημοκρατία σημαίνει μια ακαταμάχητη αύξηση αιτημάτων, που ασκεί πίεση στις κυβερνήσεις, επιφέρει την παρακμή της αυθεντίας και καθιστά τα άτομα και τις ομάδες ανυπότακτα στην πειθαρχία και τις θυσίες που απαιτούνται από το κοινό συμφέρον».
Ακριβώς αυτή τη σταθερά αντιμάχεται ο Ranciere, στο βιβλίο του Το μίσος για την δημοκρατία. Πολιτική, δημοκρατία, χειραφέτηση (μετάφραση, και επίμετρο με συνέντευξη του συγγραφέα, Βίκυ Ιακώβου, πρόλογος Ξένια Χρυσοχόου, εκδόσεις Πεδίο, σελ. 158), το οποίο αξίζει να μελετήσουμε, και να χαρούμε την σχεδόν μαθηματικά αρθρωμένη λαγαρότητα της σκέψης του, που έχει αποδοθεί άρτια στα νεοελληνικά. Αν και γραμμένο για την Γαλλία του 2005 –με εξαίρεση την συνέντευξη του συγγραφέα για την παρούσα έκδοση– διατηρεί μια εκπλήσσουσα επικαιρότητα για το δικό μας και πανευρωπαϊκό σήμερα της πολύπλευρης κρίσης.
Γιατί σπάνια ένα βιβλίο πολιτικής φιλοσοφίας -ούτε 130 σελίδων, αν εξαιρέσει κανείς τον πρόλογο και τη συνέντευξη- εμπεριέχει τόσα πολλά και σαφή για όσες και όσους συνεχίζουμε να θεωρούμε αδιαπραγμάτευτο το αξιακά δυναμικό της Δημοκρατικής Αρχής. Η ίδια άλλωστε η λέξη Αρχή -όπως έχει αναλύσει η Χάννα Άρεντ και παραθέτει ο συγγραφέας στα ελληνικά- σημαίνει έναρξη και διοίκηση, που για τους Αρχαίους Έλληνες σήμαινε ενότητα των δύο εννοιών και ήταν αυτή που θεμελίωνε τη Δημοκρατία ως την πολιτική εξουσία του λαού. Μια εξουσία η οποία συνδέεται άρρηκτα με τη δυνατότητα της διακυβέρνησης από τον οποιοδήποτε, όπου δηλαδή δεν υπάρχουν από τα πριν διαφοροποιημένες ικανότητες (κληρονομικές, θεϊκές, γνωσιακές), μεταξύ εκείνων που προορίζονται να κυβερνούν και εκείνων που προορίζονται να κυβερνώνται. Αυτό αποτελεί κατά τον συγγραφέα το «δημοκρατικό σκάνδαλο», το οποίο γεννά το μίσος για τη δημοκρατία.
Αν «η ισότητα είναι η αφετηρία και όχι ο στόχος της δημοκρατικής ζωής», και αυτό αποτελεί την Αρχή κάθε χειραφετικής πράξης, τότε και «η δημοκρατία δεν είναι ούτε η μορφή διακυβέρνησης που επιτρέπει στην ολιγαρχία να βασιλεύει εν ονόματι του λαού, ούτε η μορφή κοινωνίας την οποία ρυθμίζει η εξουσία του εμπορεύματος. Είναι η δράση που ακατάπαυστα αποσπά από τις ολιγαρχικές κυβερνήσεις το μονοπώλιο της δημόσιας σφαίρας και από τον πλούτο την παντοδυναμία πάνω στις ζωές των ανθρώπων». Και είναι προφανές ότι αυτό προκαλεί «φόβο, άρα και μίσος σε όσους έχουν συνηθίσει να ασκούν την αυθεντία του αλάθητου της σκέψης τους. Σε εκείνους όμως που ξέρουν να μοιράζονται με τον οποιονδήποτε την ίση δύναμη της νοημοσύνης, μπορεί αντιστρόφως να προκαλέσει θάρρος, συνεπώς χαρά»!
Η καίρια αυτή διαπίστωση δεν αφορά μόνο τούς, με την στενή έννοια, κυβερνώντες∙ μας αφορά όλους, στους χώρους δουλειάς και δράσης μας, ιδιαίτερα δε όσες και όσους διατεινόμαστε ότι είμαστε αριστεροί, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση!
«Η ίση κοινωνία είναι μόνο το σύνολο των εξισωτικών σχέσεων που διαγράφονται εδώ και τώρα, μέσω μοναδικών και επισφαλών δράσεων [...] δεν την θεμελιώνει καμιά φύση των πραγμάτων και καμιά θεσμική μορφή δεν την εγγυάται. Δεν φέρει καμιά ιστορική αναγκαιότητα [...] Δεν επαφίεται παρά μόνο στη σταθερότητα των δικών της ενεργειών».
Είναι προφανές ότι η κριτική ανάλυση, έστω και η περιγραφή των επιμέρους σκέψεων του γάλλου διανοητή -για την έμμεση δημοκρατία και τους «αιώνιους εκλεγμένους της», τα αφεντικά στο χώρο των ιδιωτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, την ουσιαστική διαφορά ρεπουμπλικανισμού και δημοκρατίας, την έννοια του εκσυγχρονισμού ως «το πάντρεμα της αρχής του πλούτου και της αρχής της επιστήμης που θεμελιώνει τη νέα ολιγαρχική νομιμότητα», το βάπτισμα «όλων των μορφών αποσκίρτησης από την κυρίαρχη συναίνεση ως λαϊκισμό», το συνεχές μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, το ρόλο του σχολικού μηχανισμού και τις επιθέσεις αποδιάρθρωσής του, τη διάκριση πολιτικής και πολεμικής βίας, την κρίση ως «άμεσο εργαλείο της εξουσίας», και τόσα ακόμη– υπερβαίνουν τα όρια αυτού του σχολίου, παρά τη διεισδυτικότητα τους.
Όχι όμως και την ανάγκη να τα διαβάσουμε, για να μας βοηθήσουν να συστηματοποιήσουμε τις σκέψεις και τη δράση μας απέναντι σε όσους μισούν την ουσία της δημοκρατίας, αλλά και κυρίως απέναντι σε εκείνους, στους κόλπους μας, που ενώ αποδέχονται θεωρητικά και διακηρυκτικά «την αρχή της αυτοχειραφέτησης των καταπιεζομένων αντιπαραθέτουν την ψευδαίσθηση της δημοκρατικής μορφής προς την πραγματικότητα της κυριαρχίας και του ταξικού αγώνα. Απορρίπτουν έτσι τη δημοκρατία, εξοβελίζοντας την στην πλευρά της κρατικής μορφής και της κατασταλτικής της δύναμης. Επίσης με τη θεωρία της ιδεολογίας υιοθετούν με τον τρόπο τους τη σκέψη ότι οι κοινωνικοί δρώντες είναι ανίκανοι να κατανοήσουν την κοινωνική μηχανή. Γυρίζουν την πλάτη τους στη χειραφετική αρχή και υιοθετούν την κυρίαρχη παιδαγωγική σκοπιά, σύμφωνα με την οποία οι κυριαρχούμενοι είναι ανίκανοι και υπάρχει η αναγκαιότητα να διαπαιδαγωγηθούν ώστε να καταστούν ικανοί να απελευθερωθούν». Πρόκειται για τη γνωστή Καουτσική θέση, που δια μέσου της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και του Λενινισμού έγινε κυρίαρχη στο μαρξιστικό χώρο. Σ’ αυτή την παράδοση εντάσσονται, κατά τον Ranciere, τόσο ο Ζίζεκ όσο και ο Μπαντιού. Κάτι που προφανώς απαιτεί μια ευρύτερη συζήτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου