Ζει ο συγγραφέας; Ζει ο αρχηγός; Ζει και βασιλεύει ο συγγραφέας, μας λέει ο Ορχάν Παμούκ, «πέθανε» μας λέει ο Τόμας Πίντσον, «πέθανε» και ο πολιτικός αρχηγός προσθέτει ο κομαντάντε Μάρκος...
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Τις τελευταίες δεκαετίες, τόσα και τόσα έργα θεωρίας της λογοτεχνίας επιμένουν να μας μιλούν για τον «θάνατο του συγγραφέα». Δηλαδή, επιμένουν να διερευνούν τη λογοτεχνική συνθήκη, αποδομώντας έωλες βεβαιότητες για τον «οδηγητικό» ρόλο τού «αθάνατου» συγγραφέα. Δεν τον αντιμετωπίζουν πια ως δημιουργό ενός έργου εκ του μηδενός, κατ’ εικόνα και ομοίωση του υπερφυσικού Δημιουργού, αλλά τον εντάσσουν σ’ ένα ατελείωτο πλέγμα επιρροών, επιδράσεων, διακειμενικών εξαρτήσεων, ιστορικών και πολιτισμικών μορφοποιήσεων, δηλαδή μέσα στη διαδρομή της τέχνης, μέσα στην ίδια τη ζωή.
Επιπλέον, τόσοι και τόσοι θεωρητικοί επιμένουν να εξετάζουν τη λογοτεχνική συνθήκη, ώστε να προσδιορίσουν τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που έχουν συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες στη σχέση του αναγνώστη με το λογοτεχνικό κείμενο. Γιατί τώρα πια ο αναγνώστης δεν μετέχει στην αναγνωστική συνθήκη όπως παλιά: π.χ., η φαντασία του μαθητή δεν ασκείται και δεν εκπαιδεύεται στη δημιουργία αφηγηματικών εικόνων μέσα στο σύμπαν ενός διηγήματος ή ενός μυθιστορήματος, αφού καθημερινά ζει μέσα σε έναν αφόρητο καταιγισμό ηλεκτρονικών εικόνων.
Τέλος, όλοι μας έχουμε ήδη την εμπειρία της αλλαγής της σχέσης του αναγνώστη με τον ίδιο τον συγγραφέα. Γιατί τώρα ο αναγνώστης δεν «φαντάζεται» τον συγγραφέα, δηλαδή δεν φτιάχνει ένα κάποιο προφίλ του, ένα κάποιο στίγμα του, μέσα από τα βιβλία του, άντε και με την επικουρία κάποιας φωτογραφίας, αν υπάρχει, ή έστω ενός πίνακα που τον περιγράφει, αλλά είναι πλέον θεατής, «γνωρίζει» τον συγγραφέα μέσω της «ζώσας» επαφής μαζί του, δηλαδή μέσω της επαφής με μια θλιβερή περσόνα του, είτε αυτή περιφέρεται στο facebook είτε σε εκδηλώσεις αυτοπαρουσίασης.
Όμως, τι κι αν όλα αυτά συμβαίνουν; Δεν τρέχει τίποτα. Έτσι απεφάνθη, σύμφωνα με το πολιτιστικό ρεπορτάζ, ο Νομπελίστας Ορχάν Παμούκ: «Ο ρόλος του συγγραφέα δεν έχει αλλάξει. Νιώθω πως κάνω ό,τι έκανε ο Ντίκενς∙ μιλάω για τις ζωές των ανθρώπων και πειραματιζόμενος με αυτό ψυχαγωγώ τους αναγνώστες μου».
Η ομολογία αυτή έλαβε χώρα στο κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής, ενώπιον 1500 θεατών, με οικοδεσπότη τον πρόεδρο του ΕΚΕΒΙ (και «εκδότη» των βιβλίων του Παμούκ). Έλαβε χώρα λοιπόν υπό τους κοσμικότερους οιωνούς, στον κατάλληλο χώρο, με τον αναγνώστη να μη συμμετέχει πλέον στην αναγνωστική-λογοτεχνική συνθήκη, ολοκληρώνοντάς την, αλλά να είναι απλώς το «κοινό», εμπρός στο οποίο ο συγγραφέας αυτοπαρουσιάζεται και το ψυχαγωγεί (ο Παμούκ ήταν «απολαυστικός και οικείος», σημειώνει το ρεπορτάζ). Εκεί, επιπλέον, ο συγγραφέας αποφαίνεται, δίνοντας υπόσταση και νόημα σε αυτή τη συνεύρεση, εμπεδώνοντας αυτή τη συνθήκη, δηλαδή τη σχέση εξουσίας που συνεπάγεται. Μια σχέση εξουσίας του συγγραφέα-ταγού με το κοινό του, η οποία, ναι, όντως, είναι τόσο παλιά, μπαγιάτικη, κρατάει τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα, αλλά ανανεώνεται συνεχώς, ώστε να ενσωματώνει και να διαχειρίζεται τα εκάστοτε κυρίαρχα στερεότυπα, τις τρέχουσες ανάγκες. Μόνο με αυτή την έννοια λοιπόν ο συγγραφέας «ζει», απτόητος και αειθαλής...
Ως ήταν φυσικό, στην εν λόγω συνεύρεση του Τούρκου Νομπελίστα με το αθηναϊκό κοινό, ο συγγραφέας δεν μίλησε για το τι κομίζει εις την τέχνη, δηλαδή για τα αισθητικά του αιτούμενα. Δεν μίλησε για τον μεταλλασσόμενο κοινωνικό ρόλο της τέχνης την οποία θεραπεύει (τι άλλο να πει, αφού αυτός και τα βιβλία του απλώς «ψυχαγωγούν» τους αναγνώστες). Δεν μίλησε για τον κοινωνικό ρόλο ενός «διάσημου συγγραφέα» (αφού αν δεν είσαι «διάσημος» δεν υπάρχεις), ο οποίος σήμερα, αναιρώντας όλη τη διαδρομή της νεωτερικότητας, επιστρέφει στα παλιά, στα πολύ παλιά, όχι βέβαια στα παλάτια αλλά στα ιδρύματα, επιστρέφει για να καταλήξει γελωτοποιός, όχι φυσικά του βασιλιά, αφού με αυτόν τελειώσαμε, αλλά του φιλοθεάμονος κοινού. Ο Ορχάν Παμούκ ξέρει να υπάρχει μέσα σε αυτή τη συνθήκη, ξέρει να τη διαχειρίζεται, και ήδη το έχει κάνει με επιδεξιότητα στα βιβλία του, παριστάνοντας τον ανυποψίαστο (αλλά πάντως «ενημερωμένο», αφού «πειραματίζεται»).
Αυτός ο συγγραφέας λοιπόν ζει και βασιλεύει, και θα συνεχίσει, ερήμην όμως της τέχνης την οποία υποτίθεται πως «υπηρετεί», ερήμην και της θεωρίας της. Γιατί τη σύγχρονη λογοτεχνία, καθώς και τη συνθήκη μέσα στην οποία αυτή η λογοτεχνία συνεχίζει να επιβιώνει και να εξελίσσεται, ως τέχνη και όχι ως καταναλωτικό σκηνικό, δεν θα τα συναντήσει κανείς στα βιβλία του Παμούκ και σε παρόμοιες εκδηλώσεις. Όμως αυτή η λογοτεχνία υπάρχει, και κανείς δεν δικαιούται να την αγνοεί. Βρίσκεται, από κάθε άποψη, στον αντίποδα της λογοτεχνίας του Παμούκ και των εκδηλώσεων του Μεγάρου, είναι δε ουσιωδώς ανατρεπτική.
Μία από τις εμβληματικές της μορφές, στην εποχή μας, είναι ο συγγραφέας Τόμας Πίντσον (Το τελευταίο του μεταφρασμένο βιβλίο, Ενάντια στη μέρα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη). Κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς ζει ο Πίντσον (πιθανώς στο Μεξικό, ίσως στην Καλιφόρνια, μάλλον στη Νέα Υόρκη...), πώς είναι (μια δυο θολές, νεανικές φωτογραφίες του υπάρχουν μόνο), δεν δίνει συνεντεύξεις, πόσο μάλλον διαλέξεις σε Μέγαρα, δεν υπάρχει παρά μόνο μέσα από τα βιβλία του. Αλλά και σ’ αυτά «δεν υπάρχει» ως συγγραφέας, αφού στη λογοτεχνία του Πίντσον ο συγγραφέας υποχωρεί, δίνοντας χώρο στον αναγνώστη, παρέχοντάς του τρόπους να μετάσχει στη δίνη της ιστορίας, μέσα από τα κενά και τα χάσματα, μέσα από την απουσία «ολοκληρωμένης αφήγησης» και «ολοκληρωμένων χαρακτήρων», μέσα από την απουσία ό,τι άλλου αποτελούσε κάποτε τη λογοτεχνία που βαυκαλιζόταν για την αυτάρκειά της, που έφτιαχνε ένα απόλυτα δομημένο, αρραγές σύμπαν, που διαμόρφωνε τέλειους ήρωες-πρότυπα, προς μίμηση ή προς αποφυγή, που εμπέδωνε την ανάλογη πειθαρχία. Ο Πίντσον δεν αφηγείται «επαρκώς» την ιστορία, δεν σου δίνει μια έτοιμη εικόνα του κόσμου και της ζωής, δεν σέβεται τη χρονικότητά τους, αλλά ανασύρει, φωτίζει, ανασυγκροτεί και προβάλλει άπειρες και αντιφατικές ψηφίδες, δίνοντάς σου τη δυνατότητα να μπεις στην επικράτεια της πραγματικότητας, να οριστείς μέσα σε αυτήν, ως υποκείμενο και όχι ως οπαδός. Αυτό υπηρετεί η ανοικτή μορφή των βιβλίων του, αυτή τη μορφή μας προσφέρει ως αισθητική πρόταση, δηλαδή έναν τρόπο για να δούμε τον κόσμο και τη ζωή, έναν τρόπο που υπονομεύει τις σχέσεις εξουσίας που επί αιώνες αναπαράγει και εμπεδώνει η κλασική αφήγηση, ακόμα κι όταν υπερασπίζεται τις πιο ανατρεπτικές ιδέες.
Ναι, αλλά εδώ ένας καλοπροαίρετος αναγνώστης θα αναρωτηθεί: λογοτεχνία δεν κάνουν σήμερα, τόσο ο Παμούκ όσο και ο Πίντσον; Συγγραφείς δεν είναι και οι δύο; Μήπως ο τρόπος που τους αντιπαραθέτω, και μάλιστα με τον πλέον απόλυτο τρόπο, είναι αυθαίρετος; Άλλωστε, η Βικιπαίδεια τους χαρακτηρίζει, και τους δύο, ως «μεταμοντέρνους» συγγραφείς. Πώς διατείνομαι ότι βρίσκονται στον αντίποδα;
Το ερώτημα είναι της ίδιας τάξης με μια σειρά από άλλα ερωτήματα: κομμουνιστική δεν είναι η κινέζικη κοινωνία, όπως πρωτόγονα κομμουνιστικό δεν είναι το εγχείρημα των Ζαπατίστας στην επαρχία Τσιάπας; Σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν έχουμε στην Ελλάδα, και μάλιστα κυβέρνηση αντιεξουσιαστών, σύμφωνα με δήλωση του επικεφαλής της, άρα και οι υπουργοί δεν θα πρέπει να είναι κάτι σαν τους αντιεξουσιαστές των Εξαρχείων; Αυτή είναι μια προφανής, αλλά και πολύ ισχυρή απάντηση στο ερώτημα. Μια απάντηση που τη δίνει και την επικυρώνει η μαζική συναίνεση ενός δισεκατομμυρίου Κινέζων προς το καθεστώς τους, τη δίνει η αδιαφορία της «πολιτισμένης» μεξικάνικης κοινωνίας για όσα «πρωτόγονα» συμβαίνουν στην επαρχία των Τσιάπας, τη δίνει η ψήφος εμπιστοσύνης υπέρ των αντιεξουσιαστών-σοσιαλιστών πριν από λίγο καιρό στις δημοτικές εκλογές, τη δίνει η μαζική προσέλευση στο Μέγαρο Μουσικής προχθές. Όπως έχει γράψει ο Πίτσον, «αν σε καταφέρουν να κάνεις λάθος ερωτήσεις, δεν χρειάζεται να ανησυχούν για τις απαντήσεις»...
Όποιος λοιπόν θέλει, και αντέχει, βολεύεται με αυτή την απάντηση, διαβάζει Παμούκ και απολαμβάνει τον «ζώντα» συγγραφέα live στο Μέγαρο. Όποιος δεν θέλει, ή δεν αντέχει, μάλλον θα δυσκολευτεί. Γιατί η μέθεξη της τέχνης είναι δύσκολο, κοπιαστικό και επικίνδυνο πράγμα - όσο και η ιδιότητα του πολίτη, όσο και η υπόθεση της αριστεράς, όσο εν γένει η υπόθεση της χειραφέτησης, σε όλες τις πτυχές της ζωής.
Η μέθεξη της τέχνης είναι τόσο δύσκολο πράγμα, όσο και η εξαντλητική διερεύνηση των σχέσεων εξουσίας σε μια μεξικάνικη επαρχία, οι απολύτως σύγχρονες απαντήσεις που επιχειρήθηκαν να δοθούν, σε όλες τις πτυχές της έννοιας της πολιτικής και της χειραφέτησης, από τους Ζαπατίστας και τον κομαντάντε Μάρκος, ο οποίος, τόσα χρόνια τώρα, επιμένει να μην προβάλλει το πρόσωπό του, όπως ακριβώς και ο Πίντσον, απλούστατα γιατί και ο πολιτικός αρχηγός, ιδιαίτερα ο λατινοαμερικάνος βολονταριστής ήρωας, που στη συνέχεια έγινε κονκάρδα και κάθε λογής καταναλωτικό προϊόν ή χολιγουντιανό είδωλο, «έχει πεθάνει», μαζί με τον συγγραφέα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου