22/1/11

Ο αεικίνητος και αείφορος Ανδρέας Μπελεζίνης


ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Ο Ανδρέας Μπελεζίνης (Πάτρα 1929− Αθήνα 2011) ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος του λογίου που όταν βρέθηκε στα καλύτερα χρόνια του, στα χρόνια ας πούμε της κριτικής του ωριμότητας, μετά το 1980, δεν καταπιάστηκε με αυτό που ήταν στις ικανότητές του, τη σύνθεση. Την εντυπωσιακή του ενεργητικότητα, αυτό το αεικίνητο που τον διέκρινε και που συνοδευόταν από την έκφραση της συνεχούς έντασης και του τεταμένου θυμικού στις κινήσεις, στις αντιδράσεις και στον τρόπο που μιλούσε, τα απορροφούσαν κατά ένα μέρος, όχι το μικρότερο, η διδασκαλία και η αγάπη για τους μαθητές του. Στρατιές ολόκληρες θα πρέπει να τον θυμούνται.  Αλλά στήριξε με όλες τις δυνάμεις του, αφ’ ενός το Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας και, αφ’ ετέρου, περιοδικά, όπως το Όστρακο στη γενέτειρά του ή τη Σπείρα, σημαντική τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της ζωής της, τη δεκαετία του ‘ 70, για την έγκαιρη ενημέρωση και το συγχρονισμό της με τις διεθνείς τάσεις στην κριτική. Παρόμοια, συνεργάστηκε με κάθε άξιο λόγου έντυπο που φάνηκε γύρω και μετά τη μεταπολίτευση, από τη Φιλολογική Καθημερινή και το Αντί, έως το Διαβάζω και τον Πολίτη, αλλά τελικά έμεινε περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν σ’ αυτό το μοίρασμα. Δεν πήγε παραπέρα. Μπορεί αυτό να συνέβη για ιδιοσυγκρασιακούς λόγους, μπορεί λόγω αδυναμίας να χειριστεί το χρόνο του.

Η σύνθεση στον τομέα της κριτικής και της φιλολογίας δεν είναι αστείο πράγμα. Νομίζουμε, αλλά δεν μπορεί να την κάνει ο καθένας. Πολύπειροι κριτικοί στο παρελθόν, όπως ο Ανδρέας Καραντώνης ή ο Κλέων Παράσχος, δεν μας άφησαν σχεδόν καθόλου συνθετικές εργασίες, τη νεανική εισαγωγή του Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ο πρώτος, τις μονογραφίες του για τον Ίωνα Δραγούμη και τον Εμμανουήλ Ροΐδη ο δεύτερος, ενώ άλλοι, όπως ο Βάσος Βαρίκας και ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, έμειναν κι αυτοί στα νεανικά τους για τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη και τον Παλαμά, καθώς τους απορρόφησαν οι παράλληλες δραστηριότητες, κυρίως η δημοσιογραφία. Αν λοιπόν λέω ότι ο Μπελεζίνης είχε τις δυνατότητες να προκόψει στις κριτικές συνθέσεις, αυτό το υποθέτω διότι ένα πολύ μεγάλο μέρος από τα επιμέρους κείμενά του, ακόμα και τα συνοπτικότερα, είναι δυνάμει συνθέσεις. Και το λέω αυτό χωρίς να θέλω να χαριστώ στη μνήμη του. Παρ’ ότι ήταν φιλόλογος, και μάλιστα με γερή αρματωσιά, δεν θα έλεγα ότι οι μελέτες του είναι υπόδειγμα φιλολογικών αναλύσεων, τουλάχιστον με τη γνωστή κειμενοκεντρική και εν πολλοίς αφυδατωμένη (αλλά πάντως χρήσιμη) σκόπευση. Θα μπορούσα να πω ότι κυρίως τον ενδιέφερε η διασταυρούμενη ανάγνωση, η πολυεστιακή ας πούμε, δηλαδή η ανάγνωση που δεν έχει ένα και μοναδικό αντικείμενο αλλά πολλά, ξεπερνώντας πολλές φορές στις αναζητήσεις της τα ίδια τα όρια του κρινόμενου ή προσεγγιζόμενου κειμένου, με συσχετισμούς, συγκρίσεις και συνδυασμούς που σκοπό έχουν να διευρύνουν απεριόριστα τη δυναμική της ανάγνωσης, αλλά και της γνώσης.
Το ότι ο Μπελεζίνης άργησε να κάνει το βήμα προς τη σύνθεση είναι αμέσως αντιληπτό από το ότι η πρώτη του σχετική μελέτη, Η «Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη» του Νίκου Καρούζου. Μια ανάγνωση, δημοσιεύτηκε το 1987, όταν ήταν πενήντα οκτώ ετών, ενώ είχαν προηγηθεί πολλές συντομότερες σπουδές του πάνω στη σύγχρονη ελληνική ποίηση − το προνομιακό πεδίο του κριτικού του ενδιαφέροντος. Στα εικοσιτέσσερα χρόνια που ακολούθησαν, εκτός από μία ακόμα συνθετική μελέτη για τα ποιήματα του Όψιμου Ελύτη (1999), όλα τα άλλα βιβλία του Ανδρέα Μπελεζίνη ήταν συναγωγές άρθρων, παρουσιάσεων και βιβλιοκρισιών: Εύσημοι και άσημοι λόγοι (1988), Κριτικό τρίπτυχο (1991), Παρουσιάσεις ποιητών (2004), Για τον Νίκο Εγγονόπουλο (2007). Πάλι καλά, γιατί όπως όλοι γνωρίζουμε τα ασυγκέντρωτα μελετήματα τα περιμένει η μοίρα των ανενεργών κειμένων, σκορπισμένων και θαμμένων σε διάφορα βραχύβια ως επί το πλείστον έντυπα. Ας επανέλθω όμως στο ζήτημα που άφησα ξεκρέμαστο, όταν ξεκίνησα να μιλήσω για την πολλαπλή σκόπευση των σύντομων κριτικών άρθρων του Μπελεζίνη. Θέλω, τώρα που μας άφησε χρόνους, να επισημάνω πόσο δαιμόνιος ήταν στην ανάδειξη και στη χρησιμοποίηση των διασταυρώσεων ανάμεσα σε έργα και ποιητές που ήταν μεταξύ τους συγγενείς. Ελύτη, Εγγονόπουλο, Εμπειρίκο, Γκάτσο, Καρούζο, κ.ά. Τους κατά τεκμήριο πιο ρηξικέλευθους στην παράδοση του μεσοπολεμικού και μεταπολεμικού ελληνικού μοντερνισμού.
Μπορεί να μην έκανε ενδελεχές ψάξιμο στα ιστοριογραφικά των ποιητών και των ποιημάτων, έκανε όμως πολύτιμες παρατηρήσεις για τα περικείμενα στοιχεία τους, ακόμα και για τις διακειμενικές τους συμφύσεις. Λόγου χάριν, για τον Νίκο Εγγονόπουλο λέω, χωρίς να πιστεύω πως υπερβάλλω, ότι ο Μπελεζίνης δούλεψε «ψιλοβελονιά» με αφορμή τις «συναντήσεις» ή τις «προσλήψεις» του ποιητή. Και να μην ξεχνάμε καθόλου, το όχι λιγότερο σημαντικό και απολύτως χαρακτηριστικό για τον κριτικό νου και τον κριτικό λόγο του, το ότι ο λόγος του, από τα πρώτα του ακόμα γραπτά, διαπνεόταν από μια ευφορία, από τη χαρά και την ψυχική ευδία ενός αναγνώστη που ενθουσιαζόταν συνομιλώντας με την υψηλή και καρπερή ποίηση. Μια ευφορία που δεν ήταν ασύνδετη με τον άκρως παρορμητικό και εκρηκτικό του χαρακτήρα και που, όχι σπάνια, τον παρέσυρε σε παρεκβάσεις απέραντες. Όχι όμως για να κάνει μέσα από αυτές επίδειξη γνώσεων, αλλά για να μεταφέρει σ’ αυτόν που θα τύχαινε να τον διαβάσει την έκσταση των ανακαλύψεών του, ενδοκειμενικών ή περικειμενικών, καθώς στα κριτικά του η μία διαδέχεται την άλλη σε μια ατέλειωτη σειρά!  Είναι παρών βέβαια εδώ ο φιλόλογος που αναζητά στην αρχή ένα σταθερό έδαφος για να θέσει τα τεκμήρια του έργου που τον ενδιαφέρει. Αλλά στη συνέχεια  ξεπροβάλλει και εκδιπλώνεται ο ερευνητής που χαίρεται και απολαμβάνει, με τον ενθουσιασμό και το αμίμητο, σπινθηροβόλο χιούμορ του, ακόμα και τις ελαχιστότατες συνδυαστικές του αποκαλύψεις.

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτκός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: