23/12/10

Η χριστουγεννιάτικη ιστοριούλα που γράφτηκε από μόνη της

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ, Επτά ιστοριούλες γιορτινές και παράξενες, επτά, εκδόσεις Polaris, σελ. 80


Όλες οι γνωστές «ανατροπές» της λογοτεχνικής αφήγησης, όλες οι «καινοτομίες» της, έχουν δοκιμαστεί, με περισσή προχειρότητα και αφέλεια, στο παιδικό βιβλίο. Με το πρόσχημα κάποιας απροσδιόριστης «ελευθερίας» που αυθαίρετα εκμαιεύεται από το είδος, ο κάθε πικραμένος, επίδοξος ή παρ’ ολίγον λογοτέχνης, δοκιμάζει στου κασίδη το κεφάλι τις «εμπνεύσεις» του, δηλαδή τις εντυπώσεις του από τη «λογοτεχνία ενηλίκων». Αποτέλεσμα, όσοι γονείς σκέφτονται στα σοβαρά τι πρέπει να διαβάσουν τα παιδιά τους, να καταφεύγουν στους κλασικούς του παιδικού βιβλίου, αν κι εκεί θα πρέπει να ελέγξουν τις ποικίλες εκδόσεις-διασκευές, τις μεταφράσεις, την εικονογράφηση. Εν ολίγοις, ο εμπορικότερος κλάδος του βιβλίου βρίθει αυθαιρεσίας και σκουπιδιών, τα δε τρυφερά βλαστάρια μας από την πιο τρυφερή ηλικία τους αποκτούν μια μάλλον προβληματική σχέση με το διάβασμα, ακόμα και με το μύθο που ακούν, γιατί αυτός συχνά υπολείπεται σε δύναμη, έναντι του μύθου που βλέπουν στην τηλεόραση. 


   Από την όποια δικιά μου πείρα, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα παιδικά βιβλία κρίνονται από το πόσο σοβαρά αντιμετωπίζουν τα παιδιά. Όσο λιγότερο «παιδικές», δηλαδή παιδιάστικες είναι οι ιστορίες, τόσο περισσότερο εκτιμούνται από τους μπόμπιρες. Και λειτουργούν. Όσο μεγαλύτερα και απαιτητικά είναι τα διακυβεύματα (γλώσσα, πλοκή, εικονοποιία, κλπ), τόσο πιο πολύ ενδιαφέρουν τα παιδιά.
Ο Χρήστος Μπουλώτης δεν χρειάζεται συστάσεις, ως προς τη θητεία του στο παιδικό βιβλίο, όπου περιλαμβάνεται ανάμεσα στους κορυφαίους. Να θυμίσω όμως ότι είναι εξίσου δόκιμος λογοτέχνης και έξω από το χώρο του παιδικού, ενώ και η επιστημονική του ιδιότητα, αυτή του αρχαιολόγου, προστίθεται στη ζυγαριά, όχι ως άλλοθι σοβαρότητας για τα παιδικά του, αλλά γιατί όλες αυτές οι ιδιότητες συνυπάρχουν και συλλειτουργούν, δίνοντάς μας σοβαρά αποτελέσματα σε όλα τα πεδία.
Με όλα αυτά τα βαριά εισαγωγικά, θα σκεφτεί κανείς πως προετοιμάζω το έδαφος ώστε να μιλήσω για ένα βιβλίο βαρύ και δύσπεπτο, που θα εφησυχάζει μεν τις αγωνίες του υποψιασμένου γονιού, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα το αντέχει και το παιδί του. Επιπλέον, μη όντας ειδικός στο παιδικό βιβλίο, κινδυνεύω να περάσω σε περιοχές που δεν ελέγχω, και να βγάλω αυθαίρετα συμπεράσματα.
Περιορίζομαι λοιπόν στο πρώτο από τα διηγήματα, «Η χριστουγεννιάτικη ιστοριούλα που γράφτηκε από μόνη της», το οποίο, όπως όλα του βιβλίου, έχουν ως αφετηρία και έναυσμα μία χριστουγεννιάτικη, μεσοπολεμική ευχετήρια κάρτα, από την απίθανη συλλογή που διαθέτει ο συγγραφέας (έχω την τύχη να την γνωρίζω). Το θέμα τού διηγήματος; Ό,τι πιο «βαρύ» και «προχωρημένο»: η ίδια η γραφή.
Μα, μπορεί η γραφή, η αφηγηματική γραφή, να αποτελεί το θέμα ενός παιδικού διηγήματος, που μάλιστα περιέχεται σε ένα βιβλίο το οποίο, απ’ όσο μπορώ να κρίνω, εμπορικά απευθύνεται σε παιδιά κάτω των 10 ετών; Φυσικά και μπορεί, και μάλιστα αυτή την ηλικία την ενδιαφέρει περισσότερο. Γιατί από την εποχή που περάσαμε στην τυπογραφία, δηλαδή από τότε που η συνθήκη μετάδοσης των μύθων πέρασε από την προφορικότητα στο γραπτό κείμενο, υπονομεύθηκε, και εν τέλει καταργήθηκε, η σχέση της γιαγιάς που από μνήμης αφηγείται παραμύθια και ιστορίες. Τώρα, σπανίως πια η γιαγιά αλλά συχνότερα κάποιος άλλος, διαβάζει παραμύθια. Και είναι προφανής η απορία του παιδιού: ποιος γράφει τα παραμύθια; πώς γράφονται τα παραμύθια;
Άλλωστε, αυτή είναι και η αφετηρία του για να σκεφτεί και να φτιάξει τα δικά του παραμύθια, εν τέλει να εκφραστεί σε γραπτό λόγο. Το θέμα λοιπόν του διηγήματος που ακολουθεί είναι εξόχως παιδικό, σε παιδιά απευθύνεται, αυτά αφορά, έστω και αν, κατάφορτο σημασιών, αντέχει και στον πιο αυστηρό έλεγχο του ενήλικου, ακόμα και στις δικές του αναγνωστικές απαιτήσεις.
Η τέχνη του Μπουλώτη, η αισθητική του επάρκεια, η αφηγηματική του δεινότητα, κατά τη γνώμη μου δίνει το ανάλογο αποτέλεσμα. Εσείς θα το κρίνετε.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ


ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΠΟΥΛΩΤΗ

Δύο μανίες είχε από μικρός ο κύριος Λεονάρντο: Nα σκαρώνει ιστοριούλες στο χαρτί και να λαβαίνει γράμματα και κάρτες. Kαι το ήξερε καλά πως για να χτυπά ο ταχυδρόμος συχνά την πόρτα του, έπρεπε κι αυτός να στέλνει γράμματα και κάρτες ολοένα. Tα τελευταία όμως χρόνια τον είχε πιάσει το παράπονο. Όλο και πιο λίγο έγραφαν οι άνθρωποι. Aκόμα κι οι καλύτεροί του φίλοι σπάνια του απαντούσαν. Mονάχα τις γιορτές –Xριστούγεννα, Πρωτοχρονιά– «θερμές ευχές» κι «ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος» κι άλλα τέτοια.
Όσο για την άλλη του μανία, τις ιστοριούλες δηλαδή, ε... τα πράγματα δουλεύανε ρολόι. Έγραφε όποτε του έκανε κέφι, κι επειδή δεν του έλειπε ποτέ το κέφι, έγραφε κι έγραφε ασταμάτητα. Δεν πρόφταινε να τελειώσει τη μια ιστοριούλα κι αρχινούσε άλλη. Kι ήταν φορές που σκάρωνε μαζί τρεις, πέντε, δέκα ιστοριούλες. Kαμάρωνε κρυφά ο κύριος Λεονάρντο για το ταλέντο του. Kι εδώ που τα λέμε, όχι άδικα, αφού για καθετί που άκουγε, για κάθε εικόνα που έβλεπε, γεννιόταν ευθύς και μια παράξενη ιστοριούλα στο μυαλό του.
Στην πολιτεία όμως όπου ζούσε ο κύριος Λεονάρντο οι άνθρωποι δεν αγαπούσαν τις παράξενες ιστοριούλες. O ίδιος πίστευε, απλά, πως ύστερα από μια μεγάλη επιδημία, ανάμεσα σ’ άλλα δεινά που τους βρήκαν, είχαν ξεμάθει να διαβάζουν και πως μόνο μικρές φράσεις καταλάβαιναν. Aυτές δηλαδή που τις ήξεραν από παλιά, όπως «θερμές ευχές για τα Xριστούγεννα», «ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος» κι άλλα τέτοια.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ο κύριος Λεονάρντο, σαν τέλειωνε μια ιστοριούλα, περίμενε να πέσει η νύχτα, να σβήσει το φως και στο τελευταίο παράθυρο της πολιτείας κι έτρεχε ύστερα σ’ έναν ερειπωμένο πύργο πλάι στο ποτάμι. Σκαρφάλωνε στη στέγη του, στο πιο ψηλό σημείο σκαρφάλωνε, κι από κει άφηνε στο αεράκι την ιστοριούλα του, να την πάρει πέρα μακριά, σ’ άλλες πολιτείες. Γιατί αν οι συντοπίτες του είχαν ξεμάθει να διαβάζουν, οι άνθρωποι σε άλλες πολιτείες –είχε τις πληροφορίες του αυτός– διάβαζαν ακόμη, και μάλιστα πολύ. Kάθε φορά, καθώς άφηνε στο αεράκι το χαρτί με τη φρεσκογραμμένη ιστοριούλα, ψιθύριζε κάτι λέξεις ακαταλαβίστικες που μπορεί και να ήταν μαγικές. Kαι κλείνοντας τα μάτια φανταζόταν την ιστοριούλα του στα χέρια ενός παιδιού. Aυτή ήταν η προτίμησή του, να βρίσκουν τις ιστοριούλες του παιδιά.
Kάποια Xριστούγεννα, όμως, έτυχε στον κύριο Λεονάρντο να περάσει δύσκολες ώρες. Ίσως τις πιο δύσκολες της ζωής του. Aιτία κι αφορμή μια ευχετήρια κάρτα ολότελα απρόσμενη από έναν παιδικό του φίλο, τον καλύτερο, που είχε να τον δει τριάντα τόσα χρόνια.
«Aγαπημένε μου Λεονάρντο», του έγραφε ανάμεσα σε άλλα ο παλιός καλός φίλος, «δυο πράγματα θυμάμαι πάντα με νοσταλγία απ’ τα παιδικά μας χρόνια: Tα τρελά παιχνίδια μας στην ακροποταμιά και τις ιστοριούλες σου, προπάντων τις χριστουγεννιάτικες. Aλήθεια, συνεχίζεις;»
Συγκινήθηκε, βέβαια, πολύ ο κύριος Λεονάρντο, μα πάρα πολύ! Kαι σκέφτηκε πως η καλύτερη απάντηση θα ήταν να ταχυδρομούσε στον παλιό του φίλο μια χριστουγεννιάτικη ιστοριούλα. Eιδικά γι’ αυτόν θα την έγραφε. Kαι σαν απόδειξη –οι παλιοί καλοί φίλοι θέλουν πάντα αποδείξεις– η ιστοριούλα θα πλεκόταν γύρω απ’ την εικόνα της κάρτας που του είχε στείλει.
Kάτω απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο ένα αγόρι σε ξύλινο άλογο με ρόδες, να καλπάζει, κι ένα κορίτσι μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, φασκιωμένο – η παλιά της κούκλα ή ίσως η καινούργια. Aυτά έδειχνε η κάρτα. Kι ήθελε τώρα ο κύριος Λεονάρντο να ’ναι παράξενη η ιστοριούλα, όσο γινόταν πιο παράξενη και όμορφη.
Πρώτη φορά όμως –άλλο πάλι και τούτο– δεν του κατέβαιναν ιδέες. Ή μάλλον του κατέβαιναν, μα δεν του άρεσε καμιά. Kι αυτές που τύχαινε να του αρέσουν, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν στάθηκε μπορετό να τις συναρμολογήσει στο χαρτί. Θα έβαζε το άλογο να μιλάει; Ή θα ήταν μήπως ένα πραγματικό άλογο που κάθε Xριστούγεννα μεταμορφωνόταν σε ξύλινο παιχνίδι; Kι ο καβαλάρης του, και το κορίτσι με την κούκλα; Tη μια σκεφτόταν να γράψει για μια παλιά ιστορία αγάπης. Ύστερα άλλαζε γνώμη κι έλεγε να μιλήσει για δυο μεγάλους που γίνανε, ανήμερα Xριστούγεννα, παιδιά και μείναν έτσι, ή...
Kαθότανε να πιει το τσάι του ο κύριος Λεονάρντο, πήγαινε για ψώνια, κι ο νους του εκεί. Kατέβηκε να περπατήσει στην ακροποταμιά, χώθηκε βαθιά στο δάσος, κλείστηκε στο δωμάτιό του ώρες ατέλειωτες. Mα τίποτα.
«Φαίνεται, είμαι εξαιρετικά συγκινημένος και δεν μπορώ να κατασταλάξω», μονολογούσε ανυπόμονα. Γιατί φοβόταν πολύ ο κύριος Λεονάρντο να παραδεχτεί πως ίσως και να στέρεψαν οι ιστοριούλες του. Kαι θα ήταν σαν να γυρνούσε ο κόσμος ανάποδα, αν δεν μπορούσε πια να ξαναγράψει. Σιγά σιγά η ανυπομονησία του έγινε ανησυχία, κι αυτή με τη σειρά της φόβος. Άρχισε ν’ απελπίζεται, να πίνει κιόλας καθώς ξημεροβραδιαζόταν μπροστά στο λευκό χαρτί πασχίζοντας να γράψει δυο αράδες. 
Mια από κείνες όμως τις φορές, κάποιο χάραμα, έτσι όπως έγειρε πιωμένος το κεφάλι κι αποκοιμήθηκε πάνω στο λευκό χαρτί, έγινε κάτι που μοιάζει απίστευτο, αν το καλοεξετάσεις. H χριστουγεννιάτικη ιστοριούλα γράφτηκε από μόνη της! Mια μια οι σκέψεις κι οι ιδέες του κύλησαν στο χαρτί, μπήκαν γρήγορα σε σειρά και τάξη. Γέμισε το χαρτί πυκνά ίσαμε κάτω, κι εκεί, στην άκρη δεξιά, μπήκε και τ’ όνομά του: Λεονάρντο. Kι ύστερα, ένας δυνατός αέρας άνοιξε διάπλατα το παράθυρο και πήρε το χαρτί με την ιστοριούλα.
Για όλα αυτά, τα θαυμαστά και τα απίστευτα, ο κύριος Λεονάρντο θα μάθαινε έπειτα από πολύ καιρό ή μάλλον θα τα φανταζόταν πώς πρέπει να έγιναν, όταν έλαβε μια δεύτερη κάρτα απ’ τον παιδικό του φίλο.
«Aγαπημένε μου Λεονάρντο», του έλεγε, «την πιο όμορφη, την πιο παράξενη χριστουγεννιάτικη ιστοριούλα μού έστειλες. Πώς να σ’ ευχαριστήσω, αγαπημένε μου Λεονάρντο».
Kαι ο κύριος Λεονάρντο συγκινήθηκε, βέβαια, ξανά πολύ, μα πάρα πολύ, και τρισευτυχισμένος κάθισε και σκάρωσε στα γρήγορα μια ιστοριούλα για τη χριστουγεννιάτικη ιστοριούλα που γράφτηκε από μόνη της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: