30/10/10

Με τη ματιά των ζωγράφων και του Εμμανουήλ Ροΐδη

Εικόνες της Αθήνας
Αφιέρωμα

ΤΗΣ ΛΗΔΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ξεφυλλίζω παλιούς καταλόγους εκθέσεων για την Αθήνα. Με τις εικόνες που έγραψαν άλλοι γι’ αυτήν, από την ανακήρυξή της σε πρωτεύουσα τού νεοελληνικού κράτους μέχρι τις μέρες μας. Αφήνοντας τις δικές μου εικόνες κατά μέρος.
Αντικρίζω ένα πρόσωπο της πόλης, εν τοις πολλοίς, εξωραϊσμένο, που, παραδόξως, αντέχει στη διάρκεια των αιώνων και στις αλλαγές των καιρών και των τεχνοτροπιών.
Διατρέχω τα ηθογραφικά έργα του κατ’ εξοχήν εκπροσώπου τής σχολής του Μονάχου Νικηφόρου Λύτρα, που σφράγισε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα με τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό του, και εκείνα του καθιερωμένου ως «ζωγράφου των παιδιών» Γεώργιο Ιακωβίδη. Παρουσιάζουν τη ζωή των κατοίκων της πόλης ως μια «όαση» της κυρίαρχης αστικής τάξης.
Θυμάμαι τους «Περιπάτους εις τας Αθήνας» τού Εμμανουήλ Ροΐδη, που δημοσιεύτηκαν στην «Εστία» το 1896. Ανατρέχω στην, σχεδόν επίκαιρη με ελάχιστες αποκλίσεις, περιγραφή της «οδού Βουλής»:
«Κατά την διασταύρωσιν της οδού ‘Μητροπόλεως’ εξακολουθεί να χαίνη λάκκος πλήρης ακαθάρτου υγρού, το οποίον ουδέποτε κατώρθωσαν αι ηλιακαί ακτίνες να απορροφήσουν εντελώς... Ευθύς μετά την υπέρβασιν του τέλματος αναγκάζεται ο διαβάτης, όχι μόνον να καταβή του πεζοδρομίου, αλλά και να προχωρήση προς ανεύρεσιν στενής διόδου εις το μέσον ακριβώς του δρόμου, δια τον λόγον ότι ο λαχανοπώλης, υπό την πρόφασιν ότι το πεζοδρόμιον είναι στενόν, έκρινε πρέπον να καταλάβη και ικανόν μέρος του πλάτους της οδού με στάμνας, κοφίνια απορριμμάτων, σκαμνία και προπάντων με τραπέζιον, επί του οποίου έχει τα κατάστιχά του».
Που εμπλουτίζεται με την παρότρυνση: «Εις τον κύριον Λύτραν, τον απαράμιλλον τούτον εικονιστήν λαϊκών σκηνών, συνιστώμεν να μεταβή εκεί προς αντιγραφήν εκ του φυσικού ζωντανής εικόνος πρωτυποτέρας ίσως και των ‘Καλάνδων’ και του ‘Ξεπουλήματος’».
Ακολουθώ τις κατοπινές εικόνες της Αθήνας του 19ου αιώνα, του αντιακαδημαϊκού Γεωργίου Ροϊλού, που παρά τη ρευστή τους ιμπρεσσιονιστική μορφή δεν παύουν να παραμένουν γραφικές. Όπως άλλωστε και τα έργα του μεταγενέστερου Σπύρου Βασιλείου. Θυμίζουν περισσότερο ειδυλλιακά σκηνικά, φτιαγμένα με χρωμάτινους όγκους. Είτε πρόκειται για απόψεις της «Οδού Πατησίων» και των «Εξαρχείων» της δεκαετίας του ’30. Είτε έχουμε να κάνουμε με την «Αθήνα που αλλάζει», με την είσοδο του τσιμέντου και «Με την σκαλωσιά που χάλασε τη θέα».
Είναι εντυπωσιακή η κυριαρχία των κτηρίων του «ευκλεούς» παρελθόντος της αρχαιότητας ή του νεοκλασικού απόηχού της. Στις γεωμετρικές φόρμες της «Κλασσικής Αθήνας» της δεκαετίας του ‘60 του μοντερνιστή Γιάννη Μόραλη. Στα «Σπίτια της Παλιάς Αθήνας» της ιδίας περιόδου του εκφραστή ενός εξπρεσιονιστικού ιδιώματος Παναγιώτη Τέτση.
Η ακρόπολη προβάλλει ως φόντο ακόμα και στα ριζοσπαστικά έργα του καθιερωμένου ως εκπρόσωπου του σουρεαλισμού στην Ελλάδα, Νίκου Εγγονόπουλου.
Αναζητώ το σύγχρονο, πολύσημο και αντιφατικό πρόσωπο της πόλης. Αυτό που συναντώ καθημερινά στις κρυμμένες, πίσω από τους κατασκευασμένους χώρους της ομογενοποιημένης απόσβεσης της μνήμης, τις σφραγισμένες από τη μακραίωνη πολιτική και εμπορική εκμετάλλευσή της. Στις τραυματισμένες από τον εμφύλιο, την προσφυγιά, την έωλη μεταπολεμική και μεταπολιτευτική συσσώρευση του πλούτου, γωνιές, και τις γειτονιές των καθημερινών περιπάτων μου.
Ανακαλύπτω μια του πλευρά στην «Πατριδογνωσία» (1964-2004) του εκπροσώπου των Νέων Ελλήνων Ρεαλιστών Γιάννη Ψυχοπαίδη. Εκεί όπου η αισθητική φιγούρα του Παρθενώνα φαντάζει ως μια θλιβερή ή και μια ειρωνική υπόμνηση στη σύγχρονη βαρβαρότητα των επεξεργασμένων εικαστικά φωτογραφιών της χούντας των συνταγματαρχών.
Ξαναγυρίζω στον Ροΐδη και στην τόσο επίκαιρη ομολογία του. «ήρχισα να φοβούμαι μη κατηγορηθώ ως εκ κακής πίστεως εκλέξας προς περιγραφήν την ‘οδόν Βουλής’, όπου φυσικό και επόμενον είναι να επικρατή πολύ περισσότερον παρά εις πάσαν άλλην η βουλευτική επιρροή, η κατάλυσις δηλ. πάσης αστυνομικής διατάξεως, η ρυπαρότης, το ρουσφέτι, η δυσωδία και η ακοσμία. Η μομφή όμως θα ήτο άδικος. Ήρχισα από την ‘οδόν Βουλής’, όχι εκ κακοβουλίας, αλλά μόνον διότι με κατεδίκασεν η κακή μου τύχη να κατοικώ εκεί πλησίον».
Η περιγραφή θα μπορούσε να αφορά χιλιάδες δρόμους της σύγχρονης Αθήνας. Αυτούς που οι εικαστικοί καλλιτέχνες, στην πλειοψηφία τους, σβήνουν μέσα σε μια μεταρσίωση των μορφοπλαστικών τους αναζητήσεων. Σβήνοντας έτσι την καλλιτεχνική και την πραγματική αλήθεια.

Η Λήδα Καζαντζάκη είναι ιστορικός τέχνης και υποψήφια δημοτική σύμβουλος με την Ανοιχτή Πόλη

Δεν υπάρχουν σχόλια: