2/10/10

Βράδυ βαθύ να μπαίνεις στον Πειραιά...*


ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ

ΝΙΚΟΣ ΑΞΑΡΛΗΣ – ΒΑΣΙΑΣ ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΣ, Πειραιάς –ανθολόγιο αφηγήσεων, πρόλογος Εμμανουήλ Κριαράς, εκδόσεις Τσαμαντάκη, Πειραιάς, σελ. 239

Το βιβλίο συνιστά ένα ξεχωριστό ανθολόγιο. Δεν είναι αμιγώς λογοτεχνικό, oύτε τακτοποιημένο σε τιτλοφορημένες ενότητες, ούτε, κυρίως, απρόσωπο, ευπρόσωπο, εγκυκλοπαιδικό και εντέλει αδιάφορο, όπως συχνά συμβαίνει με παρόμοια εγχειρήματα. Φέρει έντονη τη σφραγίδα της ευαισθησίας των επιμελητών του και κατορθώνει να υπερβεί, ως σύνολο, το άθροισμα των μερών του, να γίνει μια νέα δημιουργία, συμπαγής και ερεθιστική.
Ο Νίκος Αξαρλής είναι γνωστός για την ενασχόλησή του με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (1) και ο Βάσιας Τσοκόπουλος για τις ιστορικές μελέτες του (2) αλλά και την ακαταπόνητη αφοσίωσή του στη δημοσίευση των πολύτομων Απάντων του Δημοσθένη Βουτυρά, αυτού του ιδιόμορφου Πειραιώτη πεζογράφου που γνωρίστηκε με τη «μαστοράντζα» στο χυτήριο του πατέρα του (3) και, περισσότερο από κάθε άλλον, αποτύπωσε στα αστικά διηγήματά του τις νέες κοινωνικές σχέσεις της βιομηχανικής πόλης του (4). Η μεγαλύτερη πρωτοτυπία των δυο ανθολόγων έγκειται στο ότι απέφυγαν τις στατικές, τοπιογραφικές περιγραφές και επέλεξαν κείμενα που να περιλαμβάνουν, όπως λένε στην εισαγωγή τους, την αφήγηση μιας ιστορίας, ενός περιστατικού, μιας ανάμνησης - κάτι που ισχύει ακόμη και για τα ποιήματα της ανθολογίας. Ένα αδιόρατο συγκινησιακό και διανοητικό νήμα διαπερνά τις πειραϊκές αυτές αφηγήσεις, έτσι όπως παρατίθενται εις πείσμα κάθε χρονολογικής, αλφαβητικής, ειδολογικής ή επιφανειακά θεματικής λογικής. Οι βαθύτερες συνάφειες που τα συνέχουν ωθούν τον αναγνώστη σε ποικίλους συσχετισμούς και τον κρατούν σε διαρκή εγρήγορση.
Οι ανθολόγοι, εξάλλου, στάθηκαν αυστηρά επιλεκτικοί στην επιλογή του υλικού τους. Απέκλεισαν όχι μόνο τα λιγότερο ποιοτικά κείμενα αλλά και όσα δεν αποφεύγουν τον κίνδυνο της εξιδανίκευσης, της νοσταλγίας και του τοπικισμού. Στόχος τους ήταν να αναδείξουν «το πραγματικό πρόσωπο του Πειραιά», ένα πρόσωπο επίπονα ευμετάβλητο στο πέρασμα του χρόνου, έτσι όπως οδηγήθηκε από τη βιομηχανική, ναυτιλιακή, εμπορική και πολιτισμική άνθηση του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα σε μια όλο και εντεινόμενη προλεταριοποίηση και παρακμή στη διάρκεια του 20ού. Μια παρακμή, ωστόσο, που δεν του στέρησε –κάθε άλλο- τη λαϊκή φρεσκάδα, την πολυχρωμία, τη δημιουργικότητα. Τα καλοδιαλεγμένα κείμενα της ανθολογίας, τόσο διαφορετικά στον τόνο, στη διάθεση, στην οπτική γωνία, σκιαγραφούν έναν Πειραιά που υπερβαίνει την τυποποιημένη εικόνα του μιας κλειστής κοινωνίας επαρχιακής πόλης που ζει στη σκιά της Αθήνας.
Με ανέκαθεν έντονο το λαϊκό στοιχείο, καθώς η ταξική διαίρεση ανάμεσα στη βιομηχανική αστική τάξη και το προλεταριάτο του λιμανιού και των εργοστασίων διαμορφώθηκε ήδη τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα (5), ο Πειραιάς είναι για τον Γιάννη Ψυχάρη του Ταξιδιού ο τόπος της γνήσιας ελληνικής γλώσσας και για τον Μιχαήλ Μητσάκη η εστία της αυθεντικής, ‘ανατολίτικου’ τύπου νυχτερινής διασκέδασης. Από την άλλη μεριά, η πόλη έχει στο γύρισμα του αιώνα ακμαία πνευματική ζωή, πτυχές της οποίας αποτυπώνονται στην ανθολογία με εντυπωσιακή φιλολογική ευσυνειδησία και γνώση. Από τον Πειραιά περιμένει ο Ψυχάρης την ανάδυση του νέου «Σαικσπήρου» και από αυτόν πιστεύει ο Γεράσιμος Βώκος –διευθυντής του σημαντικότερου λογοτεχνικού περιοδικού που έβγαλε ο Πειραιάς (Το Περιοδικόν μας, 1900-01)- τα «αριστουργήματα». Και μολονότι γρήγορα, ήδη από τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, οι διανοούμενοι της πόλης ακολουθούν την αστική τάξη στην αθηναϊκή έξοδό της, ο Πειραιάς έδωσε μια σειρά από ξεχωριστούς συγγραφείς και πνευματικούς ανθρώπους, όπως οι ανθολογούμενοι Λάμπρος Πορφύρας, Παύλος Νιρβάνας, Σπύρος Μελάς, Χρήστος Λεβάντας (την επανεκτίμηση του οποίου ζητούν οι ανθολόγοι στην εισαγωγή τους), Δημοσθένης Βουτυράς, Γιάννης Τσαρούχης, Δημήτρης Ροντήρης, ο ακατάβλητος Εμμανουήλ Κριαράς, που προλογίζει την ανθολογία, και τόσοι άλλοι.
Όλες σχεδόν τις όψεις του Πειραιά βρίσκει κανείς στο βιβλίο αυτό: τη ματιά των ξένων επισκεπτών και το κοσμοπολίτικο αέρα του στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τον λογοτεχνικό κύκλο της Φρεατίδας και γενικότερα των περιοδικών, των εφημερίδων και του θεάτρου του ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, τον Πειραιά των τεκέδων και των καφέ σαντάν, των ρεμπετών και του υπόκοσμου, των πορνών των Βούρλων (σκιαγραφημένων από την ολοζώντανη πένα της Λιλίκας Νάκου, της μοναδικής γυναίκας συγγραφέως του ανθολογίου), της πολυθόρυβης ζωής του λιμανιού και των εργοστασίων, τον Πειραιά της Κατοχής και των συμμαχικών βομβαρδισμών, της ταξικής ανισότητας και της άτεγκτης εργασιακής εκμετάλλευσης, των γειτονιών με τους πάσης φύσεως εσωτερικούς και, αργότερα, εξωτερικούς μετανάστες, τον Πειραιά του Ολυμπιακού (6), των καφενείων και των καραγκιοζοπαικτών, του ειδυλλιακού ηλιοβασιλέματος και του αθώου παιδικού βλέμματος, της ζωής και του θανάτου.
Λεζάντες αντλημένες από τα ανθολογούμενα κείμενα υπαινίσσονται έναν χωρισμό του πλούσιου αυτού υλικού σε θεματικές περιοχές, στις οποίες αποτυπώνονται ο αστικός και ο λαϊκός Πειραιάς, η πόλη ως απλός ενδιάμεσος για την επίσκεψη των ξένων επισκεπτών στην Αθήνα του Παρθενώνα, ο Πειραιάς στη δίνη των πολεμικών συρράξεων και γενικότερα της ιστορίας, αλλά και ο Πειραιάς ως τόπος επιστροφής, στον οποίο ο Ζαν Μορεάς (τέως Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος) και ο Γιάννης Τσαρούχης προσπαθούν χωρίς επιτυχία να βρουν τον παιδικό εαυτό τους, τον συνυφασμένο με μια πιο ακμαία εικόνα του γενέθλιου τόπου τους.
Εσωτερικά και εξωτερικά, πραγματικά και μυθοπλαστικά, ρεαλιστικά και συμβολικά τοπία εναλλάσσονται και βαθαίνουν την προοπτική του αναγνώστη. Έτσι, από τη μια μεριά έχουμε τα εργοστάσια των εξαθλιωμένων εργατών, από την άλλη το «ξωτικό εργοστάσιο» του πειραιώτικου νεκροταφείου, που ρουφάει την αμέριμνη πόλη και παράγει σωρούς από κόκαλα (7), αλλά και τα εργοστάσια που έγιναν μια μάζα μαζί με τους νεκρούς εργάτες τους στη διάρκεια των συμμαχικών βομβαρδισμών. Από τη μια το λιμάνι των ψαράδων, των εμπόρων, των καρβουνιάρηδων, και από την άλλη το λιμάνι της αγκαλιάς της πόρνης Αφρόδως, που πάνω στον ντόκο του σπάνε τα κύματα των διερχόμενων ναυτών (8).
Κείμενα ταξιδιωτικά, ημερολογιακά, αυτοβιογραφικά, απομνημονεύματα, φιλολογικά πορτραίτα, συνεντεύξεις, στίχοι ρεμπέτικων, διηγήματα, αποσπάσματα μυθιστορημάτων, ποιήματα, πεζοτράγουδα, ακόμη και η ανατριχιαστική, μέσα στην κλινική της ψυχρότητα, αφήγηση ενός από τους πιλότους που βομβάρδισαν τον Πειραιά τον Ιανουάριο του 1944, συγκροτούν τη «μοντέρνα πειραϊκή πατριδογνωσία» που οραματίστηκαν οι δύο ανθολόγοι, αλλά και κάτι περισσότερο: μια γεμάτη δυναμισμό, πολυφωνική και πολυσύνθετη αφήγηση, στην οποία ο Παύλος Νιρβάνας συναντά τον Μάρκο Βαμβακάρη, ο Μιχαήλ Μητσάκης τον Μαρσέλ Προυστ, ο Λάμπρος Πορφύρας τον Γιάννη Τσαρούχη, αναδεικνύοντας την ταυτότητα μιας ελληνικής πόλης που, δραματικότερα από κάθε άλλη, οδηγήθηκε από τον μοντερνισμό στην περιθωριοποίηση και αποτύπωσε τους πόνους και τα μεράκια του λαϊκού στοιχείου της.

Η Αθηνά Βογιατζόγλου διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων


* Τίτλος ποιήματος του Γιώργου Μαρκόπουλου, που περιλαμβάνεται στο ανθολόγιο.
(1) Βλ. τα έργα του Δημοτικό θέατρο Πειραιά –θέατρο και πολή, Οδός Πανός, Αθήνα 2001 και Ο Πειραιάς και το δημοτικό θέατρο. Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, που επιμελείται μαζί με την Κατερίνα Μπρεντάνου, εκδ. Τσαμαδάκη, Πειραιάς 2008.
(2) Βλ., ενδεικτικά, τα βιβλία του Πειραιάς, 1835-1870. Εισαγωγή στην ιστορία του ελληνικού Μάντσεστερ, Καστανιώτης, Αθήνα 1984 και Μεγάλα τεχνικά έργα στην Ελλάδα –τέλη 19ου-αρχές 20ού αιώνα, Καστανιώτης, Αθήνα 1999.
(3) Βλ. όσα λέει ο Χρήστος Λεβάντας στο κείμενό του για τον Βουτυρά, Ανθολόγιο, σ. 54.
(4) Για το θέμα αυτό και γενικότερα για μια παρουσίαση της αστικής ανάπτυξης και εκβιομηχάνισης του Πειραιά την περίοδο 1830-1940 βλ. Λήδα Παπαστεφανάκη, Εργασία, τεχνολογία και φύλο στην ελληνική βιομηχανία. Η κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά, 1870-1940, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009, σ. 39-74.
(5) Βλ. Τσοκόπουλος, «Τα στάδια της τοπικής συνείδησης. Ο Πειραιάς, 1835-1935», Πρακτικά Δεθνούς Συμποσίου Ιστορίας, Νεοελληνική πόλη-Οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό κράτος, ΕΜΝΕ, Αθήνα 1985, τόμ. Α΄, σ. 245-249.
(6) Ο Τσοκόπουλος, μάλιστα, μας έδωσε πρόσφατα το ενδιαφέρον βιβλίο Η ομάδα και η πόλη: ο Ολυμπιακός και ο Πειραιάς του Μεσοπολέμου μέσα από ιστορικά τεκμήρια, Πολύτροπον, Αθήνα 2008.
(7) Βλ. το διήγημα του Βουτυρά «Ξωτικό εργαστήρι», Ανθολόγιο, σ. 150-151.
(8) Βλ. το διήγημα «του Λεβάντα «Η Αφρόδω του λιμανιού», Ανθολόγιο, σ. 140-143.

Δεν υπάρχουν σχόλια: