10/9/10

Ένα ποιητικό παράδειγμα


ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ



ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ, Ενοχικόν, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 72



Από μιαν άποψη ξένη προς οποιονδήποτε συμμερίζεται τη μικροαστική ανία τής αείμνηστης κυρίας Marianne Moore για την ποίηση -πρωτίστως τη δική της- το ίδιο το ποίημα, από την πρώτη κιόλας λέξη του, καθιστά την εν δυνάμει ύπαρξή του θέμα ενός μυθικού επεισοδίου, του οποίου την περιπετειώδη διεκπεραίωση αναλαμβάνει ο ποιητής, ακολουθώντας το κάλεσμα της γλώσσας· ή μάλλον, τα καλέσματα, αφού αυτός ο λαβύρινθος κρύβει πολλούς Μινώταυρους, που ξέρουν να κάνουν τη σιωπή να ακούγεται σαν δελεαστικός ψίθυρος.


Ο μύθος της διάπραξης του ποιητικού συμβάντος, ένας μύθος που μας δίνεται καθώς ανοιγόμαστε ασυναίσθητα στην απουσία ενός άλλου τόπου και χρόνου, μιας υπερβατικότητας εν πολλοίς εχθρικής προς τον κόσμο της καθημερινότητάς μας, καλύπτεται πάντα από το σκοτάδι της προφάνειας του «ποιήματος»: ένα κείμενο προικισμένο με τις ιδιότητες της αισθητικότητας και της απλότητας στη διατύπωση των σκέψεων και των συναισθημάτων, μια καλαίσθητη και έξυπνη κίνηση στο αέναο παιχνίδι της γλώσσας. Τι πιο διαυγές από αυτό; Πραγματικά, πολύ διαυγές· τόσο, που το φως του Είναι, περνώντας από μέσα του, συναντά το βλέμμα μας με κείνη την ένταση που σκοτεινιάζει τα πάντα όταν κοιτάμε τον ήλιο.

Πράγματι, δεν υπάρχει τίποτα πιο καταστροφικό για την πνευματική όρασή μας, από τα προϊόντα εκείνου του προγραμματικού «μουσσολινισμού» -θα μπορούσαμε να πούμε- ο οποίος ταυτίζει την ποίηση με τη συναισθηματική διαύγεια και τη γλωσσική απλότητα. Το μόνο απλό πράγμα που υπάρχει στο ποίημα είναι η λιτή, κοφτερή, διχασμένη ανάμεσα στον σατανικό σαδισμό και στην αγγελική τρυφερότητα, σιωπή του. Τα υπόλοιπα αποτελούν μια τουλάχιστον μήτρα «ν» εκφωνήσεων και «μ» αποσιωπήσεων, ένα matrix ακατάλληλο για τις ασθενικές ιδιοσυγκρασίες ή για τα φοβισμένα υποκείμενα. Ο τρόμος και η ισχύς του ποιήματος έγκειται στο πλάτος και το βάθος του χάους που χωρίζει την ύπαρξη από την ανυπαρξία του, ένα χάος που γεφυρώνεται μόνο με την απάντηση στο ερώτημα: Πώς μπορούμε να σκεφτούμε το ποίημα;

Το Ενοχικόν του Σταύρου Ζαφειρίου συνέβη επειδή ένα ποιητικό κείμενο δεν κατάφερε να αναλάβει στο ακέραιο τις συμβαντικές συνέπειες ενός ποιήματος. Όχι πως είναι δυνατόν να γίνει ποτέ τέτοιο πράγμα. Μόνο ένα σώμα κειμένου μπορεί να εγγράψει κάθε ποιητικό συμβάν στο υπάρχον. Οτιδήποτε ακέραιο ανήκει από καταγωγής στο μη ποιητικό. Το Ενοχικόν θα μπορούσε να περιγραφεί ως ποιητικό κείμενο που -θεματοποιώντας τη συγγραφή ενός ποιήματος- πραγματοποιεί έναν παραδειγματικό ελιγμό, σύμφωνα με τον οποίον το ποιητικό κείμενο δεν αφηγείται καν το ανεπίτευκτο του ποιήματος -όπως θα περιμέναμε από την εφαρμογή ενός μάλλον συνηθισμένου ρητορικού τεχνάσματος, με αρκετά λογοτεχνικά στιγμιότυπα στο ενεργητικό του- αλλά διερευνά κριτικά τις προϋποθέσεις της δημιουργίας του.

Ανοίγοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά στις σκηνοθετικές οδηγίες ενός δράματος, του οποίου τα στοιχεία πρέπει να επιλέξει ο ίδιος. Ο δραματουργός θέτει μόνο τη ριζική συνθήκη των δυνατών συνδυασμών. «Αυτό που διαβάζετε είναι ένα χαμένο χειρόγραφο», προειδοποιεί (σ. 11). Ο βιαστικός ή ακόμα-ακόμα προκατειλημμένος αναγνώστης, ίσως αντιμετωπίσει αυτήν την πρόταση σαν ένα γλωσσικό παιχνίδι. Τότε μπορεί να κλείσει το βιβλίο και ν’ ασχοληθεί με τη διαχείριση του υπάρχοντος. Αν όμως συνεχίσει την ανάγνωση, πρέπει να αποδεχθεί τη σκληρότητα του ερωτήματος που θέτει η απουσία ερωτηματικού σ’ αυτήν την πρόταση: αν το χειρόγραφο είναι χαμένο, πώς προσδιορίζεται χρονικά ο συντάκτης του; Σε ποιο σημείο της ύπαρξής του βρίσκεται, όταν εκφέρει αυτήν την πρόταση; Το κατηγόρημα «χαμένο» προσδιορίζει το χειρόγραφο ενώπιον του συντάκτη ή του αναγνώστη; Πρόκειται για μιαν ακόμα σκηνοθετική οδηγία ή για την αρχή του δράματος; Όποια απάντηση κι αν δοθεί, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνεχείς αλλαγές προσωπείων. Λεπτές διερευνήσεις ψυχικών καταστάσεων εναλλάσσονται με στίχους που ακροβατούν ανάμεσα στον ποιητικό μονόλογο, την ημερολογιακή σημείωση και τη φιλοσοφική διερεύνηση της γραφής. Το υπάρχον εκτίθεται ως ποινή μιας ενοχής. Η ενοχή: η προσπάθεια του υποκειμένου να ισχυριστεί την ταυτότητά του -την ιστορική αθωότητά του, δηλαδή- διατυπώνοντας την εμπειρία της σκοτεινότητάς του. Το υποκείμενο μπορεί να είναι ένα κείμενο, αλλά κάθε ανάγνωσή του δείχνει πως είναι συντεταγμένο σε μιαν άλλη γλώσσα. Σε ποια γλώσσα έχει γραφτεί το κείμενο του υποκειμένου˙ αν υπάρχει άλλη γλώσσα, οποιαδήποτε άλλη γλώσσα; Το σίγουρο είναι -όπως λέει ο Ζαφειρίου- ότι «καμιά λέξη δεν μπορεί να σπρώξει ως την κορυφή της την ανάγκη» (σ. 67).





Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: