10/9/10

Η οθωμανική δύναμη στα Βαλκάνια

Η οθωμανική διείσδυση στη σημερινή Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο κλπ., ανάμεσα στα 1350 περίπου και στη δεκαετία του 1440, έχει υποτιμηθεί από την παραδοσιακή βιβλιογραφία, ως προς την ιστορική της λειτουργία

ΤΟΥ ALESSANDRO TADDEI

HΕΑΤΗ W. Lowry, The Shaping of the Ottoman Balkans 1350-1550, Bahçeşehir University Publications, Istanbul 2008

Αυτή η διείσδυση, περισσότερο από ένα απλό «πρώτο βήμα» προς την κατάκτηση της ΝΑ Ευρώπης, κατέληξε σε ένα είδος «μορφοποιητικής εμπειρίας» για την τότε νέα Οθωμανική δύναμη. Προσαρμόζοντας τη διοικητική της πρακτική στις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές δομές των πρόσφατα κατακτηθέντων εδαφών στα νότια Βαλκάνια, και ενσωματώνοντας τοπικές ελίτ –κατασκευάζοντας επίσης ένα μοντέρνο για την εποχή δίκτυο αστικών υποδομών–, η οθωμανική δυναστεία στα τέλη του 14ου αι., με τους στρατηλάτες (Uç Beyler) και τους νέους μουσουλμάνους γαιοκτήμονες, κατάφερε να βάλει τα θεμέλια τού αυτοκρατορικού ελέγχου της στη Ρούμελη.
Αρχίζοντας από κριτικές απόψεις, εν μέρει βασισμένες στην προσέγγιση τού H. Ιnalcιk για την πρώιμη Οθωμανική ιστορία, το βιβλίο του Λόουρυ εστιάζει «στην κατάκτηση, την εγκατάσταση και την ανάπτυξη των υποδομών της Βόρειας Ελλάδας» στην πρώτη οθωμανική περίοδο. Ο τόμος δεν προβάλλεται ως εγχειρίδιο για τον εξοθωμανισμό της Ελλάδας. Τροφοδοτεί, μάλλον, μια συζήτηση με άξονα επτά διαφορετικά θέματα, σχετικά με την οθωμανική πολιτισμική κληρονομιά στη Βόρεια Ελλάδα.
Ανάμεσα στις σύγχρονες γραπτές πηγές, που αναφέρονται στη δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη των κατακτημένων αστικών περιοχών, ο συγγραφέας δίνει προτεραιότητα σε μια κατατοπιστική ανάλυση καταστίχων –tahrir defter– του 1455 και 1478, που φυλάσσονται στο Πρωθυπουργικό Οθωμανικό Αρχείο (Başbakanlιk Osmanlι Arşivi) στην Κωνσταντινούπολη, αποφεύγοντας, έτσι, τον κίνδυνο του αναχρονισμού που καιροφυλακτεί στη χρήση μεταγενέστερων πηγών. Ταυτόχρονα, μια προσεκτική ανάγνωση του «Ελληνικού Τμήματος» του seyahatnâme (=οδοιπορικό) του 17ου  αι., του Εvliyâ Çelebi, επιτρέπει στο συγγραφέα να κατηγοριοποιήσει τα αρχιτεκτονικά και αρχαιολογικά κατάλοιπα (τζαμιά, ιμαρέτ, τουρμπέδες (=μαυσωλεία), λουτρά, χάνια, γέφυρες, βρύσες κ.ά.), ανασυνθέτοντας την προέλευσή τους και –όπου είναι εφικτό– τους πάτρονές τους.
Το Α΄ δοκίμιο-κεφάλαιο εξηγεί στον αναγνώστη την πορεία της τουρκικής κατάκτησης τής Θράκης και της Μακεδονίας και τού συστήνει τον επικεφαλής αυτής της επιχείρησης, δηλαδή τον Εβρενός μπέη (-1417), έναν ισχυρό ηγέτη ιππέων τοξοτών (ancι). Η επιρροή της προσωπικότητάς του υπερβαίνει κατά πολύ την περίοδό μας: είναι εμφανής και πολύ αργότερα, όπως καταδεικνύει το γεγονός, ότι στους εγκαταστημένους στη Δυτική Μακεδονία απογόνους του (οι Evrenosoğullarι) είχαν ανατεθεί διοικητικά καθήκοντα για λογαριασμό τής Οθωμανικής κυβέρνησης μέχρι και τις αρχές του 20ού  αιώνα. Η βιογραφία του Εβρενός είναι εν μέρει μόνο γνωστή: Έτσι, ο συγγραφέας φωτίζει πολεμικές και πολιτικές του δραστηριότητες, καθώς και τα κτήρια που έχτισε (κυρίως ιμαρέτ) και τις υποδομές που εδραίωσε στις νεοκατακτηθείσες περιοχές, αρχίζοντας με την κατάκτηση της θρακικής πόλης Φέρρες (Φερετζίκ) ως το Vardar Yenicesi  (σημ. Γιαννιτσά). Αυτή η πόλη, την οποία ίδρυσε ο Εβρενός γύρω στα 1400, διατηρεί ακόμα τον τάφο του, ένα κτήριο μετα-χαμιδικού στυλ που υψώθηκε το 1910 και πρόσφατα ανασκάφηκε και αποκαταστάθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού (2006). Ο Λόουρυ μάς δίνει ακριβή περιγραφή των αρχαιολογικών ευρημάτων, ανάμεσα στα οποία ένας ενταφιασμένος σκελετός, που εξακριβώθηκε ότι είναι το λείψανο τού ιδρυτή της.
Το Β΄ κεφ. αφιερώνεται στην ευρεία ανάπτυξη ιερών ιδρυμάτων στις κατακτημένες περιοχές, όπως και στις πολιτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές δραστηριότητες των δερβίσικων ταγμάτων που συνόδευαν την πορεία των στρατηλατών. Ακολουθώντας τα οθωμανικά στρατεύματα, χάρη στην «ετερόδοξη» συμπεριφορά τους και τις συγκρητιστικές πρακτικές τους κατάφεραν, ως ένα βαθμό, να κερδίσουν το σεβασμό τού ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού. Ως προς τη γεωγραφική επέκταση των ιμαρέτ στη βόρεια Ελλάδα, το δοκίμιο τού Λόουρυ κριτικάρει ανακρίβειες στο πρόσφατο κείμενο της Amy Singer, «Mapping Imarets», στο συλλογικό τόμο που εξέδωσαν οι Εrgin Ν., Νeumann C. & Singer A., Feeding People, Feeding Power: Imarets in the Ottoman Empire (=Τρέφοντας κόσμο, εκτρέφοντας εξουσία. Τα Ιμαρέτ στην Οθωμανική αυτοκρατορία), Eren, Istanbul 2007, σελ. 44-55, και προτείνει ένα πολύ πιο εξαντλητικό και καλά τεκμηριωμένο κατάλογο των ιμαρέτ στη σημερινή Ελλάδα.
Το Γ΄ κεφ. ασχολείται με τις οθωμανικές φάσεις του Επταπυργίου/Yedikule, το βυζαντινό κάστρο στη ΒΑ γωνία της ακρόπολης της Θεσσαλονίκης. Είναι αξιομνημόνευτο ότι για πρώτη φορά ο Λόουρυ προσφέρει –παραπάνω από έναν αιώνα μετά την πρώτη έκδοση το 1893– μια ορθή και πλήρη μετάφραση της οθωμανικής επιγραφής, πάνω από την κεντρική είσοδο του φρουρίου, που μνημονεύει το σουλτάνο Μουράτ Β΄(1421-51). Σε ό,τι αφορά το έτος κατασκευής των πέντε «εσωτερικών» πύργων του κάστρου τα συμπεράσματα τού Λόουρυ βασίζονται κυρίως σε δενδροχρονολογικές αναλύσεις, που αποκαλύπτουν ότι η ορατή σήμερα κατασκευή κατά βάση χρονολογείται στην περίοδο του Μουράτ Β΄. Εντούτοις, σύμφωνα με τη δική μου γνώμη, αυτό το γεγονός δεν αποκλείει την πιθανότητα και μιας βυζαντινής αρχικής φάσης των πέντε πύργων. Πιστεύω ότι το δίλημμα «οθωμανικό ή βυζαντινό» θα πρέπει να τεθεί μόνο μετά από μια σχολαστική έρευνα των αρχαιολογικών ευρημάτων στο Επταπύργιο.
Ένα πιο περίπλοκο κεφάλαιο, το Δ΄, είναι αφιερωμένο στις Σέρρες, πόλη που κατακτήθηκε από τον Çardarlι Halil μπέη το 1383 και που φαίνεται, από κάποιες όψεις, να είναι από τα πιο εξοθωμανισμένα κέντρα στη σημερινή ελληνική Μακεδονία. Η μελέτη αρχίζει με μία επισκόπηση των διασωθέντων μνημείων της τουρκικής περιόδου. Ακολουθεί ένας κατάλογος των διαθέσιμων πηγών των ερειπίων από κτήρια κτισμένα απ’ τον ίδιο. Ο Λόουρυ προσδιορίζει την πατρότητα τριών τζαμιών, προτείνοντας μία νέα και πιθανότερη χρονολόγησή τους. Από αυτή την άποψη, η δουλειά του είναι αξιέπαινη, επειδή έκανε μια πιο προσεκτική έρευνα στις λίγες διαθέσιμες γραπτές πηγές, διευκρινίζοντας έτσι κάποιες αντιφάσεις και παρεξηγήσεις της βιβλιογραφίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι ενσωματώνει ορθά τo βασικό έργο της Ευ. Μπαλτά, Les Vakιfs de Serrès et de sa region (XVe et XVIe s.) (=Τα βακούφια των Σερρών και της περιοχής της, 15ος-16ος αι., Αθήνα 1995), συντάσσοντας έναν λεπτομερή κατάλογο κοινωνικών, οικονομικών και αστικών δραστηριοτήτων στην οθωμανική περίοδο.
Το κεφ. Ε΄ είναι μια έρευνα πεδίου, σχεδόν εξ ολοκλήρου βασισμένη στην ανάλυση γραπτών πηγών. Πράγματι, καμία έρευνα ως τώρα δεν αφιερώθηκε στην τοπογραφία και στα μνημεία της Ζίχνας, μιας μικρής βυζαντινής πόλης που κατακτήθηκε από τον Εβρενός το 1374.
Η ιστορία της Καβάλας είναι ένα θέμα που, ίσως, θα χρειαζόταν πολύ περισσότερο χώρο. Όμως στο κεφ. Στ΄ ο Λόουρυ επιλέγει να εστιάσει κυρίως στην οικονομική και δημογραφική άνοδο από το 1478 ως το 17ο αιώνα, χρησιμοποιώντας τις ίδιες πηγές με εκείνες που χρησιμοποίησε για τη Ζίχνα. Επίσης, προσφέρει μια επισκόπηση των μνημείων που συνδέονται άμεσα με το σουλτάνο Σουλεϊμάν Β΄, π.χ. το τζαμί (περίπου 1525, σήμερα ναός αγίου Νικολάου). Και σ’ αυτή την περίπτωση, το χωροταξικό σχέδιο τού «ανακατασκευαστή» τής Καβάλας φαίνεται να σχετίζεται στενά με τις υποδομές που υλοποίησε, κατά προσέγγιση από το 1525 ως 1530, ανάμεσά τους και το εντυπωσιακό υδραγωγείο.
Στο Ζ΄ τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας προτιμά να μην πραγματευτεί το μεγάλο θέμα τής εξάπλωσης των χαμάμ στην οθωμανική Ελλάδα και να εστιάσει σε δύο σχεδόν άγνωστα λουτρά της πρώιμης οθωμανικής περιόδου στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, το κτίσμα του 15ου αι. κοντά στη λίμνη της Απολλωνίας/Yeni Pazar και τα λουτρά της ίδιας εποχής κοντά στο χωριό Λαγκαδάς.
Στα επτά, διαφορετικής θεματικής δοκίμια στόχος είναι να ανιχνευτεί η οθωμανική κληρονομιά στη Βόρεια Ελλάδα – οι μνημειακές εκφράσεις και οι επιρροές της στη σημερινή κουλτούρα. Η δομή τού βιβλίου αναπόφευκτα φανερώνει μια έλλειψη ενότητας, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας ομολογεί στον επίλογο, καθώς και μερικές επαναλήψεις και επικαλύψεις. Παρόλα αυτά, αποτελεί ένα βήμα –σημαντικό μάλιστα– από τις πρωτοποριακές μελέτες προς μια πιο οργανική επιστημονική προσέγγιση. Ο Λόουρυ έχει μια εμφανή πρόθεση να χρησιμοποιεί μια εύληπτη γλώσσα και ένα «ανάλαφρο» ύφος. Συνδυάζει επιστημονική ερμηνεία των δεδομένων με ταξιδιωτικές καταγραφές και προσωπικές αναμνήσεις, για να επινοήσει μια «ομαλή» προσέγγιση σε ένα ελιτίστικο πεδίο έρευνας.

Μετάφραση από τα αγγλικά Χρήστος Νούτσος

Ο Alessandro Taddei διδάσκει στο πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης

Δεν υπάρχουν σχόλια: