24/9/10

Ο Θεόφιλος και ο μύθος του

Ανοιχτά ερωτήματα, με αφορμή την έκθεση της συλλογής της Εμπορικής Τράπεζας στο Μουσείο Μπενάκη (Κουμπάρη 1, 15 Σεπτεμβρίου μέχρι 31 Οκτωβρίου)

ΤΗΣ ΛΗΔΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ο γνωστός μας Θεόφιλος, έχει καθιερωθεί ως ο κατ’ εξοχήν ζωγράφος της «ελληνικότητας», Από τη λεγόμενη «γενιά του ’30», που τον εναγκαλίστηκε με ιδιαίτερη θέρμη.
Σε αυτό συνέβαλε κυρίως η θεματική των έργων του, που αντλούσε από την αρχαία ελληνική μυθολογία, την ιστορία της επανάστασης του ’21, τη νεοελληνική παράδοση αλλά και την καθημερινότητα της ζωής τής υπαίθρου. Συνέβαλε το, εκ πρώτης όψεως, λαϊκότροπο ύφος του, η ιδιόρρυθμη, γραφική παρουσία του, με φουστανέλα και τσαρούχια. Οι εμφανίσεις του σε σκηνές του θεάτρου όπου μεταμφιεζόταν στον Μεγαλέξανδρο ή σε ήρωες της ελληνικής επανάστασης.
Ο Θεόφιλος ήταν εύκολο να αποτελέσει, μέσα στο ιδεοληπτικό και ελληνοκεντρικό περιβάλλον τού μεσοπολέμου, την προσωποποίηση της αρχαιόπληκτης, ισοπεδωτικής και εύπεπτης εικόνας της αδιάρρηκτης ιστορίας του έθνους, της μεταρσιωμένης, στην «καλλιεργημένη ομαδική ψυχή του λαού μας» κατά τον ποιητή Γεώργιο Σεφέρη. Να προβληθεί ως «η ζωντανή παύλα που μας ενώνει με την πιο αυθεντική πλευρά του αγνοημένου εαυτού μας», όπως έχει γράψει ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ο γνωστός μας Θεόφιλος, έχει, επιπλέον, καθιερωθεί, στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης ως ένας από τους σημαίνοντες ναΐφ εκπροσώπους της. Πράγματι, τα στοιχεία που μας οδηγούν στον ενστερνισμό της θέσης αυτής είναι πολλά:
Υπήρξε αυτοδίδακτος και διαδόθηκε ότι διατηρούσε κακές σχέσεις με τον αγιογράφο παππού του.
Η τεχνοτροπία του γειτνιάζει με τις πλαστικές και πλούσιες χρωματικές αξίες της λαϊκής τέχνης και παρεκκλίνει των οιωνδήποτε ακαδημαϊκών σχολών.
Η τοποθέτηση των φιγούρων του μέσα στο χώρο υπερβαίνει τα όρια του χρόνου, μέσα στα οποία αυτές κινούνται.
Όμως, οι είκοσι πίνακες της συλλογής της Εμπορικής Τράπεζας των έργων του Θεόφιλου, που εκθέτει το Μουσείο Μπενάκη, αποτελούν ένα μικρό αλλά και συνάμα προκλητικό δείγμα της δημιουργίας του.
Οι συμπαγείς, στιβαρές, απροσδιορίστου φύλου, φιγούρες του αποτυπώνονται μετωπικά ή σε προφίλ, με εξπρεσιονιστικές χειρονομίες. Συνδέουν τη μεσαιωνική γοτθική τέχνη της Δύσης με τη βυζαντινή τέχνη. Και ανατρέπουν την καθιερωμένη μονόπλευρη ερμηνεία τους.
Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα του εμφανίζονται σαν ηθοποιοί του θεάτρου. Η δράση τους αναδεικνύεται μέσα από τις εξεζητημένες κινήσεις τους. Μπροστά σε έναν διάκοσμο που φαντάζει εσκεμμένα ψεύτικος με τα, σαν από πλαστικό κατασκευασμένα, λουλούδια και τη λεπτή ανεμόσκαλα με το λυγισμένο σχοινένιο σκαλοπάτι που εμφανώς δεν μπορεί να αντέξει το βάρος του άνδρα που το αγγίζει με τη μύτη του παπουτσιού του.
Ενώ τα αισθαντικά, μικρά, βυζαντινότροπα στόματά τους εκφράζουν μιαν υποδόρια ειρωνεία απέναντι στο ρομαντισμό των υποδυόμενων τους εραστές. Των οποίων όμως τα βλέμματα δεν συναντώνται. Μια και ο Ερωτόκριτος ατενίζει το κενό.
Ανάλογα αντιμετωπίζονται από τον Θεόφιλο οι συντελεστές στο «Εν Σμύρνη τουρκικόν πεταλοποιείον». Οι οποίοι αποτυπώνουν ο καθένας τον ιδιαιτερότητά του την ιδιαίτερη, στιγμιαία και ακινητοποιημένη στάση του. Που μοιάζει έτσι σαν να την έχει απαθανατίσει ένας φωτογράφος. Τοποθετημένοι μέσα στον χώρο κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να δίνουν την αίσθηση του βάθους.
Στο «Ακρογιάλι», η αναγνωριζόμενη, από την ενδυμασία της και το ομπρελίνο της, ως αστή γυναικεία μορφή διακρίνεται μέσα από την αδεξιότητα του βηματισμού της, σε αντίθεση με τη λεπτή φιγούρα του στεκόμενου βαρκάρη που τη βοηθά ν’ ανέβει στο πλεούμενό του. Η επίσης ανδροπρεπώς απεικονιζόμενη θεά Δήμητρα επιδεικνύει τη σοδειά της με μιαν απαθή έπαρση.
Είναι σαν καλλιτέχνης να κλείνει το μάτι στο θεατή, για να του υποδηλώσει την αλήθεια που κρύβεται μέσα στις συμβάσεις των κοινωνικών δρώμενων. Προβάλλοντας τα πάνω σε μια σκηνή και αναδεικνύοντας μέσα από την «άτεχνη» παραμόρφωση των συντελεστών τους τις «ατεχνίες» του πραγματικού ή του φανταστικού.
Οι είκοσι πίνακες της συλλογής της Εμπορικής Τράπεζας καταρρίπτουν το μύθο του «αφελή ζωγράφου» που θέλησε να πλάσει μια μερίδα διανοουμένων και λογοτεχνών.
Δημιουργούν κενά και ερωτηματικά. Που θα είχε ενδιαφέρον να τα ανιχνεύσουμε. Όπως το έπραξε η θεωρητικός της τέχνης Ντενίζ-Χλόη Αλεβίζου για τον επίσης παραγνωρισμένο Π. Δοξαρά.
Κενά και ερωτηματικά που έχουν να κάνουν με τις μορφοπλαστικές του αναζητήσεις και τις επιρροές του καθώς και το εσωτερικό περιεχόμενο των έργων του.
Ο Θεόφιλος πράγματι «καθάρισε το βλέμμα μας» με το έργο του, καθώς έγραψε ο Σεφέρης, ο οποίος, δεν είναι τυχαίο ότι συνέκρινε τον μανιερισμό του Θεοτοκόπουλου με τον μανιερισμό του Θεόφιλου.
Είναι πια καιρός να αντικρίσουμε και να κρίνουμε το έργο του με ένα βλέμμα καθαρό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: