31/7/10

Η Ύδρα και ο κόσμος της

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΟΜΗ

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΟΛΗΣ, Ιστορική δημογραφία του Ελλαδικού Χώρου. Το παράδειγμα της Ύδρας [18ος-19ος αιώνας], εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 110

Η θέση του βιβλίου συνοψίζεται ως εξής: στο βαρύ κλίμα των ημερών, ένα προτεινόμενο αντιστάθμισμα δυνατόν να περικλείει δοκιμασμένες παλαιόθεν αντιστάσεις, όπως η μελέτη της ιστορίας (και εν προκειμένω της Ιστορικής δημογραφίας), η θετική αναμέτρηση με τις κοινωνικές επιστήμες στο σύνολό τους και γενικότερα η επιστημονική προσέγγιση και σκέψη γύρω από το πραγματικό, πέραν από οποιαδήποτε μεταμοντέρνα εκδοχή.
Το βιβλίο χαρακτηρίζεται από δύο κυρίως παραμέτρους:
1) από τον τρόπο προσέγγισης του θέματος, όπου δεσπόζει η αμφίπλευρη σχέση οικονομικής-κοινωνικής ιστορίας και ιστορικής δημογραφίας &
2) από τον κύριο στόχο που είναι η ανάδειξη και αξιοποίηση μιας λησμονημένης από την επιστημονική έρευνα, αναλυτικής κατά ενορία και νοικοκυριό απογραφής του 1828, προερχομένης από το Αρχείο Ύδρας και δημοσιευμένης εδώ και κάποιες δεκαετίες.
Επιπλέον, ως προς το τελευταίο, παρά το γεγονός ότι η όλη εργασία επικεντρώνεται στην Ύδρα, παράλληλα επεκτείνεται συγκριτικά και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου, στοχεύοντας στην άντληση γενικών διαπιστώσεων, τόσο ως προς το συνολικό δημογραφικό κεφάλαιο όσο και ως προς τους επιμέρους δείκτες.
Αναλυτικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο («Ο χώρος και οι άνθρωποι», σ. 17-36) επιχειρείται μία σύντομη αλλά εις βάθος ανάλυση της οικονομικής και δημογραφικής πορείας του νησιού, από τα μέσα του 17ου αιώνα έως το 1828, στο πλαίσιο αφενός της οικονομικής ιστορίας και αφετέρου της ιστορικής γεωγραφίας και δημογραφίας. Εδώ αξιοποιούνται τα διαθέσιμα ποσοτικά στοιχεία, για την πρωτογενή παραγωγή και το δημογραφικό κεφάλαιο.
Στο δεύτερο κεφάλαιο (σ. 37-44) επιχειρείται μια γενική προσέγγιση της απογραφής του 1828, αναλύοντας τα συνολικά μεγέθη των 55 ενοριών της πρωτεύουσας, που αποτελεί και τον μοναδικό οικισμό του νησιού. Η διερεύνηση τελείται κατά ιδιαίτερη πληθυσμιακή κατηγορία, κατά φύλο και καταγωγή, δηλαδή κατά αυτόχθονες και ετερόχθονες, «πάροικοι» κατά την πηγή. Αξίζει ιδιαίτερης μνείας ότι ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας τρεις διαφορετικές πηγές, υπολογίζει τα συγκεντρωτικά μεγέθη της 23ης ενορίας, για την οποία λανθάνει το απογραφικό δελτίο.
Στο επόμενο κεφάλαιο (σ. 45-63) εξετάζονται τα επιμέρους δημογραφικά χαρακτηριστικά, με κύρια βάση το περιεχόμενο της ίδιας απογραφής. Εν πρώτοις, αξιοποιώντας τα πατριδωνυμικά οικογενειακά ονόματα της πηγής, ο συγγραφέας καταλήγει σε στέρεα συμπεράσματα, σχετικά με τις περιοχές που τροφοδότησαν δημογραφικά την Ύδρα (είτε με πρόσφυγες είτε με μετανάστες) στη μακρά, παρελθούσα, διάρκεια έως το 1828. Δηλαδή το ανωτέρω εγχείρημα συμπληρώνει και αποσαφηνίζει τον πίνακα 1 του βιβλίου, όπου απεικονίζεται η πορεία του συνολικού πληθυσμού και η σταδιακή (έστω με μερικές αποκλίσεις) αύξησή του. Ακολούθως, διερευνάται η σύνθεση του πληθυσμού κατά φύλο και το μέσο μέγεθος νοικοκυριών, στις δύο βασικές πληθυσμιακές ομάδες (αυτόχθονες – ετερόχθονες ή πάροικοι). Ειδικώς όμως για τον πρώτο δείκτη, η διερεύνηση περιλαμβάνει και τις μεικτές οικιακές ομάδες, αποτελούμενες τόσο από αυτόχθονες όσο και από παροίκους. Εδώ, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι επιμέρους αποκλίσεις των δεδομένων, καθώς και οι ερμηνείες που δίνονται από τον συγγραφέα. Στην ίδια θέση, και πάλι ως προς τα νοικοκυριά, ο συγγραφέας, αντλώντας συμπληρωματικές πληροφορίες από ένα άλλο τεκμήριο προερχόμενο επίσης από το Αρχείο Ύδρας, μελετά το ενδεχόμενο σχέσης οικονομικής επιφάνειας - δημογραφικού μεγέθους (αριθμού ψυχών). Τελικώς, συμπεραίνεται η «ύπαρξη θετικής σχέσης», οφειλόμενης είτε σε «διαφοροποιημένη γεννητικότητα» είτε στον παράγοντα του υπηρετικού προσωπικού, ενδεχομένως, δε, και σε αμφότερες τις παραμέτρους. Τέλος, στο ίδιο κεφάλαιο προστίθενται και κάποιες χρήσιμες και διεισδυτικές παρατηρήσεις για τα επαγγέλματα του νησιού, αν και περιορισμένες, δεδομένου ότι οι πληροφορίες της απογραφής επί του θέματος είναι ολιγάριθμες. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, οι διαπιστώσεις ως προς τον πληθυσμό της Ύδρας και τους δημογραφικούς δείκτες, διασταυρώνονται και συγκρίνονται με αντίστοιχα στοιχεία προερχόμενα από άλλα πληθυσμιακά παραδείγματα του ελλαδικού χώρου.
Ακολουθεί ένα κεφάλαιο (σ. 65-70) στο οποίο αναλύονται δύο ιδιαίτερες πληθυσμιακές ομάδες: οι πάροικοι και τα «νοικοκυριά διοικούμενα από γυναίκες» (στην πλειοψηφία τους χήρες). Κατ’ αρχάς, στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, ανιχνεύεται ο τόπος καταγωγής των παροίκων, για τις περιπτώσεις όπου αυτό προκύπτει από την πηγή. Στη δε άλλη περίπτωση, προκαλεί το ενδιαφέρον η διαπίστωση ότι τα νοικοκυριά χηρών ήσαν μικρότερα των υπολοίπων κατά μία περίπου μονάδα, κάτι που ισοδυναμεί με την απώλεια του επικεφαλής ανδρός.
Στην κατακλείδα (σ. 71-73), ο συγγραφέας δεν περιορίζεται να συνοψίσει εν τάχει τα προηγούμενα κεφάλαια αλλά προχωρεί και στις επόμενες εξελίξεις κατά μήκος του 19ου αιώνα αλλά και του 20ού, όπως η οικονομική κρίση και η συνακόλουθη μαζική μετανάστευση, προς την Ερμούπολη, τον Πειραιά και αλλαχού. Αυτό περιγράφει ενδεχομένως και κάποια μελλοντικά σχέδια έρευνας, δεδομένου ότι, καθώς ο ίδιος σημειώνει, τα εν λόγω ζητήματα κατέστη «αδύνατον να μελετηθούν στο πλαίσιο του συγκεκριμένου πονήματος».
Οδεύοντας προς το τέλος αυτού του σημειώματος, ας επισημανθεί ακόμη ότι στο βιβλίο περιέχεται Παράρτημα (σ. 75-94) στο οποίο περικλείονται εννέα αναλυτικοί δημογραφικοί και ανθρωπωνυμικοί πίνακες. Ακόμη, εντός του κυρίως κειμένου παρεμβάλλονται δεκατρείς συνοπτικοί πίνακες (προερχόμενοι από το Παράρτημα) και οκτώ χάρτες και εικόνες. Τέλος, προστίθεται εκτενής βιβλιογραφία, γενική και ειδική (σ. 97-110). Εν τέλει και εν συνόλω, πρόκειται πράγματι για ένα ωραίο παράδειγμα ιστορικής δημογραφίας.

Ο Κώστας Κόμης διδάσκει Ιστορική Δημογραφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: