ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ
Ο μύθος ήθελε τον Δία μεταμορφωμένο σε πάλλευκο ταύρο να αρπάζει την Ευρώπη και, διασχίζοντας το πέλαγος, να την φέρνει στην Κρήτη. Εκεί, αφού την κάνει μητέρα του Μίνωα, του Ροδάμανθυ και του Σαρπηδόνα, την παντρεύει με τον βασιλιά της υπερδύναμης Κρήτης, Αστέριο. Ο μινώταυρος θα συνεχίσει να ζητά ανθρωποθυσίες, μέχρις ότου ο Θησέας, βασιλιάς της Αθήνας καταφέρει να τον σκοτώσει, με συνεργό τη νοήμονα Αριάδνη.
Η σύγχρονη ιστορία της ένταξής μας στην ευρωπαϊκή οικονομική ένωση θα μπορούσε να συμβολίζει την επιστροφή της μυθικής Ευρώπης στην γη απ’ όπου βίαια την απομάκρυνε ο Δίας. Οι κουκουλοφόροι που ρίχνουν φονικές μολότοφ, που σπάζουν και καίνε, προβάλλοντας σκηνές αναρχίας και χάους, θέλουν την Ευρώπη να ξαναφεύγει από τον μυθικό γενέθλιο τόπο της. Αυτή τη φορά, με τη θέλησή της.
Οι λόγοι που θα εξωθούσαν σ’ αυτή την απόφαση -άσχετοι, ασφαλώς, με την εξαφάνιση του ξένιου Δία, που άλλωστε ποτέ δεν μας έλειψε- φτιάχνουν ένα κουβάρι, που αντί να ξεμπλέκουμε τις κλωστές του, τις μπερδεύουμε περισσότερο με βεβιασμένες κινήσεις προσομοιωμένων εξεγέρσεων, που αφήνουν να διαφανεί ο κίνδυνος της απομόνωσης μας, σε μια φάση που η ιδιότητά μας ως χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής ένωσης είναι κρισιμότερη από ποτέ.
Και γίνεται ορατός ένας τέτοιος κίνδυνος, γιατί από την επομένη της υπογραφής του δανείου, ο μηχανισμός στήριξης και το σύμφωνο σταθερότητας που υπογράφηκε προκειμένου με δανεισμό να σωθούμε από την χρεοκοπία και την πτώχευση, μπλέχτηκε με τηλεοπτικά πλάνα αποσταθεροποίησης, θαρρείς και ο μόνος τρόπος στήριξης της χώρας είναι η διάλυσή της.
Αναμφίβολα, μισθολογικές περικοπές μικρότερης έκτασης θα προξενούσαν λιγότερη απελπισία και απόγνωση για το μέλλον, αν συνδυάζονταν με σκληρές περικοπές των δημοσιονομικών δαπανών και με την απόδοση ευθυνών σε πολιτικούς και πολίτες, για την κακοδιαχείριση, την διασπάθιση και την διαφυγή του δημοσίου χρήματος.
Γιατί κανένα δάνειο δεν μπορεί να μας σώσει, αν ο λαός δεν δει να τιμωρούνται όσοι οδήγησαν την χώρα στον γκρεμό με τις ανεύθυνες πολιτικές της ψηφοθηρίας, χάριν ιδίου και όχι του δημοσίου συμφέροντος. Και αν, βέβαια, ο λαός δεν αναλογισθεί και τις δικές του ευθύνες. Γιατί, στην Ελλάδα, το ερώτημα ποιός ευθύνεται, όταν σπανίως τίθεται, είτε δεν απαντιέται ή απαντιέται με στροφή της κεφαλής κάπου αλλού, όπου βρίσκονται κάποιοι άλλοι να χρεωθούν τις ευθύνες. Η άρνηση των πολιτικών να αναλάβουν τις ευθύνες των πράξεών τους εξαγριώνει ακόμη περισσότερο τους πολίτες-πελάτες τους, που ακολουθώντας (μήπως, στην πραγματικότητα, δίνοντας;) το παράδειγμα, αρνούνται κι αυτοί τις δικές τους ευθύνες.
Φωτιές και αίμα στους δρόμους της Αθήνας έχουν καταντήσει, έτσι, μέτρο στάθμισης των λαϊκών αντιδράσεων στις κυβερνητικές πρακτικές. Αυτά τα ξεσπάσματα οργής, που περιγράφουν λανθασμένα τους διαδηλωτές σαν εξαγριωμένο όχλο, υποδαυλίζονται ή δικαιολογούνται με λόγους που, ενώ εκφέρονται δημοσίως, δεν υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, αλλά την υπονόμευσή του, σαν να αγνοούν ότι οι διεθνείς χρηματαγορές κρατούν ομήρους όχι μόνον κυβερνήσεις αλλά και τους λαούς που τις ανέδειξαν. Και σα να ξεχνούν αυτό που επιμένει να παραβλέπει η παλαιά αριστερά∙ ότι δηλ. το μεγαλύτερο ποσοστό των άλλοτε προλεταρίων, που διεκδικούσαν την κρατική εξουσία, σήμερα αποτελείται από εργαζόμενους ή ανέργους που δεν την ακολουθούν.
Αυτό που λείπει είναι η ριζική διερώτηση για μιαν ουσιαστικότερη δημοκρατία, με βασικό γνώρισμά της την σταθερά μειούμενη ανισότητα.
Αυτή την διερώτηση καλείται να διασαφηνίσει μια μοντέρνα ριζοσπαστική αριστερά, ως θετική πολιτική δύναμη, βοηθώντας τους ψηφοφόρους να ξεκαθαρίσουν την θολή αυτο-εικόνα τους. Για να το καταφέρει, χρειάζεται πριν σπεύσει να κάνει αποτιμήσεις της στιγμής, να κατανοήσει από την ρίζα τους τις αντιφάσεις της κοινωνίας και τις δικές της. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι αναγκαίο. Γιατί τα ψέματα μιας μακράς περιόδου, όπου άλλα λέγαμε, άλλα είμαστε κι άλλα κάναμε, τελείωσαν.
Το 1910, ο ελληνικός λαός χρέωσε την πτώχευση της χώρας στους πολιτικούς του, αξιώνοντας να αποσυρθούν. Παρόλ’ αυτά, δεν αποφύγαμε την επανάληψη για πολλοστή φορά των ίδιων λαθών. Γιατί οι πολιτικοί, και τότε και τώρα, είναι μέλη της ελληνικής κοινωνίας που τους αναθέτει να την εκπροσωπήσουν στην Βουλή των Ελλήνων.
Αυτό σημαίνει ότι η ιστορική αποτυχία, που μας οδήγησε για άλλη μια φορά στο χείλος της χρεοκοπίας και στην επιτήρηση, βαρύνει εμάς τους ίδιους κι όχι άλλους. Είναι, επομένως, καιρός της συναίσθησης, ώστε ο δίκαιος θυμός που δοκιμάζουν, όσοι δεν φοροδιαφεύγουν και όσοι είναι ή έμειναν άνεργοι, να οδηγεί στην επίγνωση ότι ελευθερία και υπευθυνότητα δεν μπορούν πλέον να διαχωρίζονται.
Μόνον τότε θα έρθουμε αναγκαστικά αντιμέτωποι με την βαθειά ριζωμένη πλέον αντίφαση, να είμαστε παρατεταγμένοι πελάτες των κομμάτων που πιέζουμε τους πολιτικούς εκπροσώπους μας να μας βολέψουν ή να μας προστατέψουν στα ιδιωτικά μας μελήματα, και, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, να γινόμαστε τιμητές του κυνισμού, τον οποίο εμείς σπείραμε, κάνοντας το νεοπλουτισμό σκοπό ζωής.
Φυσικά, η διαφθορά και η εκνομία δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Αν, ωστόσο, πήρε σ’ εμάς εκρηκτικές διαστάσεις είναι γιατί στην χώρα μας ο νόμος δεν γίνεται σεβαστός και οι αποφάσεις για κυρώσεις, αποζημιώσεις, παραδειγματική τιμωρία, δεν εκτελούνται.
Από το 2008 που ξέσπασε η δομική κρίση του καπιταλισμού στις ΗΠΑ, και καθώς εξαπλώνεται και στην Ευρώπη, γίνεται ολοένα σαφέστερο ότι καμιά χώρα από μόνη της δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει, στις συνθήκες παγκοσμιοποίησης της οικονομίας της αγοράς και των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών στις οποίες το κοσμο-σύστημα ανέθεσε την υπερσυσσώρευση κεφαλαίων.
Κανείς δεν αγνοεί ότι η οικονομία της αγοράς, μέχρι και την ύστατη στιγμή, την υπερσυσσώρευση κεφαλαίων θα αξιώνει και ότι μόλις η υπερσυσσώρευση πάψει να αποτελεί το πρώτιστο μέλημά της, ένα νέο ιστορικό–κοινωνικό σύστημα θα αρχίσει να αναδύεται μέσα από τον κλονισμό της δομής του παλιού.
Στις παρούσες συνθήκες, το ξέσπασμα του οργίλου ατομικισμού κάποιων εναντίον άλλων τους οποίους στοχοποιούν ως πρωταγωνιστές της διαφθοράς ή της τεμπελιάς φαίνεται να λειτουργεί καταστροφικά, αφού η εξαπλούμενη κρίση πλήττει όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και ο μόνος τρόπος να αντιμετωπισθεί, στις συνθήκες παγκοσμιοποίησης και πολυπλοκότητας, είναι μια συντονισμένη και αλληλέγγυα πολιτική των λαών που τις υφίστανται, ώστε να ισχύσουν τρόποι ελέγχου των διεθνών χρηματαγορών και τρόποι απελευθέρωσης από τις πιέσεις τους.
Οι κρίσεις είτε είναι οικονομικές, πολιτικές ή προσωπικές, είναι φάσεις σκληρής δοκιμασίας, υπερευαισθησίας, αλλά και αυξημένων δυνατοτήτων. Σε τέτοιες φάσεις, καλό είναι η χώρα μας να κρατηθεί στην Ευρώπη, παραμένοντας αλληλέγγυα με τους λαούς της, που έχουν δοκιμαστεί, στην μακρόχρονη νεώτερη και σύγχρονη ιστορία τους, ώστε να έχουν την απαιτούμενη ιστορική και κοινωνική αυτοσυνειδησία, τη μόνη αληθινή βάση για να προχωρήσουμε, τώρα και στο μέλλον.
Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη διδάσκει Φιλοσοφία στο ΑΠΘ και είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου