Τσαμαδού. Στέκι μεταναστών. Πέτρος σκοτάδι ασάλευτο στέκεται ώμους στο παράθυρο. Δεν βιάζεται σιωπή. Δεν σκέπτεται τη νύκτα άνθρωπος. Κάποτε μόνο τον ακολουθεί στήθος ανάσα κόψη το σκότος του ομοαίματου.
Μαίνεται Ακούς; Με δοκιμάζει.
Πλάσμα ή τι; –αν δεις– πάντα
κάτι λοφίο ψηλότερο από φράκτη.
Ξέρω: σύρει κραυγή ως να χαράξει
καύκαλο ο κήπος κι’ έντομα
στις κόγχες του θανάτου.
Μα δεν σπαράσσει Δεν πληροί
καν την κάτεργη ροπή του πνεύματος:
κείνο το δούλο φως
που καταυγάζει τρέλα σίδερο
μόλις τυφλώσει πλήθος τα μάτια ερπετό
στην πέτρα η εξουσία.
Παρανοώ Κύριέ μου; Κι όμως:
δουλεύω σκοτεινά
τρεις λόγους άρνηση
τον οίκτο Φθονώ το κίνημα
που νέμονται τα χέρια Του
καταπώς δεξιώνεται την Πόρνη
τον Τελώνη τον Ληστή.
Στοχάσου: αν απελπίζεται αίμα
τη δορά του αγριμιού ως την εκούσια θυσία;
– πιο φρικτά: αν γέρνει αγκάθι βλέφαρα
μέσα στον ύστερο πατέρα;
Ποιος υπομένει πως το κτήνος δοκιμάζει νύχια
σε ένα σχήμα ανθρώπινης διανοίας;
Σπλαχνίσου Κύριε: γκρεμίζεται
στέγη ο ουρανός επάνω μας
και πρέπει Εγώ να τον στερεώσω.
Μιχάλης Παπαντωνόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου