2/4/10

Ο Αντρέας Παγουλάτος (1946-2010) των ταπεινών, των απόκληρων, των προγραμμένων

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΑ


(Mια τάβλα για τους απεργούς που δολοφόνησαν)

γαμώ το κερατό σας
δοσίλογοι σπιούνοι τζάκια εξουσίας
τοπία ολέθρου κι οι βόμβες να πουλιούνται
για να πέφτουν να φέρνουν ίδιο σ’ όλους θάνατο[...]
στο διάβολο αδικητές
διψάτε για αίμα βρυκόλακες
εμποδίζετε μ’ όλα τα μέσα το πέρασμα
μια διάφανη ώρα όταν ο χρόνος ξαπλώνεται
στον ξάστερο ουρανό...


Tο ποιητικό έργο του Aνδρέα Παγουλάτου, αλλά και ο άξονας των πολλαπλών δραστηριοτήτων του στα πολιτιστικά δρώμενα, δεν είναι άλλο από ένας διαρκής ύμνος στον άνθρωπο και μια κραυγή διαμαρτυρίας απέναντι σε ότι εμποδίζει (και εμπορεύεται) την ύπαρξή μας. Ένας ποιητικός ύμνος, μέσα από τη λυρικότητα των (κυρίως) ολιγοσύλλαβων, μονοσύλλαβων και πάντως ολιγόλεκτων στίχων του που αρθρώνονται αφαιρετικά (και ξεδιπλώνονται υπαινικτικά) με παύσεις, ροές, κύκλους, συγκοπές, ακόμη και μια μορφή βουστροφηδόν γραφής που συναντάται εντονότερα στο «Προς, Στοιχειώσεις, Πόροι» (Μαραθιάς 1996) και στο τελευταίο του «Πέραμα» (Μανδραγόρας 2006). Η εικονοποιΐα των ποιημάτων του αποκτά λειτουργική θέση/σχέση στο έργο, με τρόπο ώστε αυτή η αέναη κίνηση να θέτει αλλά και να αποκαθηλώνει, κάθε στιγμή, τους όρους και τα συμφωνημένα στην ποίηση, ταράζοντας με τον δυναμισμό της τα λιμνάζοντα. Ένας τόνος κοφτός, όπως οι φράσεις του Aντρέα Παγουλάτου σε όλα του τα έργα, διακτινωμένος στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, με κέντρο πάντα τα έμβια όντα και ακτίνα τους πόθους, τα όνειρα και τις ελπίδες μας. Eίναι αυτός ο συνεκτικός ποιητικός ιστός που ευδιάκριτα κατευθύνει (διευθύνει) λέξεις απελευθερωμένες από στολίδια εκζήτησης, περιττά γραμματολογικά τεχνάσματα, αχρείαστα σημεία στίξης· ένα είδος αρχέγονης γραφής που βρίσκει τη συνέχειά της στον αβίαστο προφορικό λόγο της λαϊκής μας ποίησης. Γιατί τελικά είναι αξιοσημείωτο (και αποκαλυπτικό της συνέχειας στη δημιουργία, δηλαδή στη ζωή) το ότι μέσα από τα κείμενα του Παγουλάτου ―με εμφανή την υπερρεαλιστική γλωσσοκεντρική ανάπτυξή τους― αυτή η πρωτοποριακή, διαπολιτισμικού χαρακτήρα αναζήτηση μορφών και έκφρασης, συνδέεται (και συνομιλεί) υπόγεια με τα αρχαϊκά και ολοζώντανα στοιχεία της μεσογειακής μας παράδοσης. Eκεί δηλαδή όπου οι λέξεις αποτυπώνονται καθαρές, ξάστερες, εμφανείς, δίχως υπονοούμενα και τερτίπια, διατηρώντας, γι’ αυτό, την αν αρχική δυναμική τους, γεγονός που τις καθιστά επικίνδυνες και ανατρεπτικές, όπως αρμόζει στο ύψιστο αυτό μέσον έκφρασης και επικοινωνίας των ανθρώπων, τη γλώσσα. Άλλωστε ο πρωτοποριακός συγγραφέας και θεωρητικός Jean-Pierre Faye σε κείμενό του στο περιοδικό Xνάρι(α) (τχ. 1-2, 1985), είχε σημειώσει τη στενή σχέση πρωτοπορίας και προφορικότητας κάνοντας λόγο για την απελευθέρωση του κειμένου από τα παραδοσιακά δεσμά του. Aυτή ακριβώς την επαναστατική λειτουργία της γλώσσας διεκδικεί η φόρμα του Παγουλάτου. Ένα ύφος αληθινό, διεισδυτικό, ασυμβίβαστο στη διαχρονικότητά του, κληρονομιά και παρακαταθήκη διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων, επώδυνων εμπειριών, αναμνήσεων και ιστορικών διαδρομών· πηγές που συνυπάρχουν μέσα μας αναγκαστικά και νομοτελειακά: στοιχεία, λέξεις και «τρόποι» από την αρχαία ελληνική γλώσσα-ποίηση, από το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, από το φόβο των κατακτημένων, από τον πόνο του ξεριζωμού, από τις διεκδικήσεις και τα αιτήματα των λαών, από τα ντέρτια και τα μεράκια του Σαββατόβραδου: στον αφιλόξενο αγεωμέτρητο καιόμενο στη λάβρα του τόπο/ πέρασμα σε μια περι κλειστη θάλασσα: την έγραφαν στο δέρμα τους/ την έκαναν μουσική/ την τραγουδούσαν νταλκαδιασμένα/ την ξεπερνούσαν στη σκοτεινή μεριά των ονείρων τους/ εκεί που αστράφτουν μαχαίρια/ πριν πέσουν και ο ο χαμένος άδικα καιρός/ σηκώνεται σύγκορμος («Πέραμα» II, σελ. 15).
Aποδιωγμένοι μετανάστες από τους τόπους της βίας όπου ματώνουνε τον πολέμιο έρωτα, άνεργοι που σάρωνε η μπόρα, έρωτες, θύματα κι αυτοί της ανεργίας δέσμιοι της μιζέριας, λειψές ώρες δουλειάς, λειψές ώρες αγάπης, τα χέρια δεν προλαβαίνουν τα χείλη δεν γεύονται, είναι μερικοί από τους στίχους του Aντρέα Παγουλάτου που αναπνέουν και ακούγονται στο μοιρολόι-τραγούδι-ποίημά του. Eίναι ο επόμενος σταθμός των αναφορών του: ο έρωτας.
Έρωτας τόσο άμεσος, καταλυτικός και απ εγνωσμένος που φθάνει να ταυτίζεται με τη ζωή και την ανάσσα μας· να εξαϋλώνεται αγγίζοντας τα όρια της καταστροφής, δηλαδή της απόλυτης δικαίωσης, άρα του αναγκαίου εξαγνισμού μας προκειμένου να δι ασφαλιστεί το πέρασμα στην υπέρτατη υπέρβαση: στην αχειροποίητη λύτρωση-αγάπη. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά από τη συλλογή «Όργια και εμπόδια» (σελ. 53):
Γαλήνιος
έρωτας δεν υπάρχει, υπάρχει ακόμα κάτι που σκοτώνει σαν έρωτας. O χρόνος σε μια ζωή τελειώνει και τα λόγια, που την ανέβαζαν, θολώνουν και χάνονται σαν πεθαμένα φεγγάρια και βόρειο σέλας... Eίναι κανίβαλος ο έρωτας που σε σπρώχνει κάποτε να φας τον άλλο, ωμό να τον γευτείς; Στον παροξυσμό του όλα γίνονται δυνατά, οι πιο απίθανες ιδέες, όπου τα δόντια, τα νύχια, τα χέρια σαν αρπάγια, η δύναμη της σπονδυλικής στήλης πρωτοστατούν. Mια πολύπλοκη τακτική τελετουργικού φόνου, που περνάει στις αισθήσεις των ανίδεων ―κι είμαστε όλοι μας, γιατί το να γνωρίζεις είναι δυσβάστακτο― για ερωτική έξαρση και εκστατική χαλάρωση των αρμών. Aυτοί, όμως, δουλεύουν στα σκοτεινά: ετοιμάζουν τις κινήσεις μιας ύπουλης πάλης, που υποτάζει ολότελα τον άλλο. Έρμαιό σου ο άλλος. Kι ύστερα η αφή, η γεύση πιο έντονες, η μυρουδιά του αίματος που κυλάει υπόγεια. Στιγμές, στιγμές, ολόκληρο το κορμί μετατρέπεται σε ηδονικό, φονικό όπλο. Πόσες φορές κομματιάζονται μπροστά σου οι άλλοι... Aποτρόπαιες, μυθικές πράξεις διαδραματίζονται με γοργότητα: κατασπαραγμοί μελών, βγαλσίματα ματιών, μαχαιρώματα, σφαγές, σχισμένα αιδοία, κομμένοι φαλλοί, τραυματισμένα βυζιά. H αθώα μας γλώσσα πόση παραφορά και βία βάζει στις νόμιμες, συμβολικές πράξεις. Πρόκειται, πάντως, για οφθαλμαπάτη... Eλάχιστοι φτάνουν στο έγκλημα, για να ξεφύγει ό,τι πράξαν τις νομοτέλειες και την κοινωνική συνοχή
.
Λέξεις ομόηχες, ομόριζες, ρητές, παρηχήσεις, στίχοι που κυριαρχούν οι πολλές μετοχές, οι σύνδεσμοι (δίχως να εισαγάγουν καμιά δευτερεύουσα πρόταση), τα ουσιαστικά και τα ρήματα, ενώ απουσιάζουν –εξ ου και η έντονη αίσθηση της λιτότητας και της αφαίρεσης– οι επιθετικοί προσδιορισμοί, είναι στοιχεία που συναντάμε στην ποίηση του Α.Π.: τα πρώτα πριν/ όντας όταν/ δέντρα προμελετημένα/ σβήνοντας/ μυθικά πετούμενα/ στο φόβο του άδειου/ αρμοί στρατοί καθαρμοί/ αίμα στον ωκεανό/ άσχημα οπλισμένα αν/ άρπαγες χωρίς χέρια/ -σκάψετε πετεινά/ φωτεινά ράμφη αν…(«Επίμαχα»). Ένας νέος λόγος (οι «λέξεις», ο «έρωτας») που ήρθε με παρρησία, φαντασία και αμεσότητα να καταστήσει ανενεργό τον ξεπερασμένο, άνευρο και αναντίστοιχο προς την πραγματικότητα ρομαντισμό, προκρίνοντας τον άνθρωπο έναντι της στατικής θεοκρατικής νατουραλιστικής αντίληψης μιας ωραιοποιημένης φύσης, (τόσο ξένης και αναληθούς μπροστά στην αποκρουστική όψη του σύγχρονου κόσμου). Mια γραφή που δε θέλησε απλώς να προσπεράσει την πραγματικότητα καταργώντας την, όπως έκανε η αφηρημένη τέχνη, αλλά αντίθετα επεδίωξε να την αποτυπώσει, ώστε να πετύχει τη ριζική αλλαγή της· στόχος, ο στίχος του Nίκου Γκάτσου: «Mη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON.
Eδώ διαβάζουμε την επόμενη παράμετρο της ποίησης του Παγουλάτου: την εφηβεία όπου συντελούνται οι καταλυτικές πρώτες συγκρούσεις, ορίζεται ο άγνωστος χώρος μιας καινούργιας δράσης, ενώ οριοθετείται το αίτημα της αυθύπαρκτης παρουσίας πέρα από τις επιβουλές πεπρωμένων σχημάτων και καταβολών: χέρια εφηβικά, έφηβος έρωτας, εφηβικά φιλιά, είναι μερικές από τις «φωνές-λέξεις», όχι ως τεχνάσματα μιας νεανικής φλόγας ή ενός οιδιπόδειου αινίγματος, αλλά ως παραδοχή μιας συνέχειας, που περνά από τη νεανική καταγραφή συναισθημάτων και ενστίκτων, στη σταδιακή αποκωδικοποίηση και γνώση μιας ιστορικής και κατ’ επέκταση κοινωνικής πραγματικότητας που μας αφορά επειδή ακριβώς μας εμπεριέχει.
Μέχρι σήμερα δε φάνηκε τα «παν οπλα ποιήματα» του Αντρέα Παγουλάτου να συν κινούν τους καθεστωτικούς ή τις μάζες: O γλωσσοκεντρικός ποιητής, δοκιμιογράφος και θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου Aντρέας Παγουλάτος (-Πέτσας) με δημοσιεύσεις και μεταφράσεις σε γνωστά γαλλικά περιοδικά («Change», «Perimètre», «N.R.S.», «Change International», «Les Temps Modernes»), εκδότης και συνεκδότης στα «Xνάρι», «Xνάρι(α)», «Συντέλεια», «Nέα Συντέλεια», με μελοποιήσεις ποιημάτων του –το Πέραμα κυκλοφόρησε σε cd με τον Ηλία Βαμβακούση και τους Πλάνητες εν πλω–, δεν πήρε κρατικό βραβείο, δεν έγινε μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, δεν τραγούδησε ποιήματά του ο Γιώργος Νταλάρας. Κι όμως τα καθεστώτα πρέπει επιτέλους να ανατραπούν: το έγραφε άλλωστε κι ο Πατρίκιος δια στόματος Aναγνωστάκη.

Ο Κώστας Κρεμμύδας είναι ποιητής και εκδότης του περιοδικού Μανδραγόρας

Δεν υπάρχουν σχόλια: