Στους δρόμους της θεωρίας
με αφορμή ένα βιβλίο ή μια σκέψη
Του Γιώργου ΜΕΡΤΙΚΑ
Στις άχρονες στιγμές της εσώτερης ζωή μας, που με το πέρασμα του χρόνου όλο και περισσότερο μας διακατέχουν, τις αναζητούμε και μας αναζητούν, ανέρχεται απονήρευτα στο προσκήνιο η ανάμνηση εμπειριών, βαθύτατα προσωπικών, μια και ξεπερνούν κατά πολύ το σκέτο βίωμα. Εικόνες μορφών πάνω στην ώρα τους –το αρχέγονα ωραίο-, με όλη τη φρεσκάδα της πρώτης αποτύπωσης στο καλούπι της ψυχής, κατακλύζουν την επιφάνεια για να ξαναβυθιστούν στο σκοτάδι απ’ όπου ανασύρθηκαν• στιγμιαίες λάμψεις απηχούν αιμάσσουσες πληγές που ποτέ δεν θελήσαμε να τις περιθάλψουμε, μια και χωρίς αυτές η ζωή μας θα ‘χανε το βάρος της. Ο χρόνος ο παρών, ο χρόνος ο παρελθών μα κι ο μελλούμενος ανατρέπονται στην αλληλουχία τους, για να ξαναμπούν στη σειρά όπως επιτάσσουν οι απροσδόκητες προτιμήσεις της βούλησής μας. Τα σύμβολα -γνώση, γλώσσα και σκέψη μαζί- χάνουν την απρόσωπη δύναμη της αποξενωμένης ρουτίνας του καθημερινού, αποτέλεσμα προσπάθειας μυριάδων γενεών κοινωνικής και βιολογικής δημιουργίας, κι ανακτούν την απωθημένη από τον δυτικό εκπολιτισμό μας ισχύ.
Στ’ αλήθεια, σε τι κατάσταση βρισκόμαστε εκείνη τη στιγμή; Τάχατες ενεργούμε; Μήπως παθαίνουμε; Ή, όπως θα ‘θελε ο μυστικιστής της συμφιλίωσης, είμαστε στη μέση κατάσταση, εκεί όπου αναγεννιέται η ταυτότητα υποκειμένου κι αντικειμένου; Ζούμε τότε την άπειρη περατότητα, που χρησιμοποιεί σαν πρώτη ύλη το απόθεμα της ανθρωπότητας για να δημιουργήσει εκ του μηδενός -επειδή υπάρχει και μόνον- έναν κόσμο. Και τότε μας καταλαμβάνει η αγωνία. Τούτες τις κρατημένες εμπειρίες πώς θα μπορέσουμε, μες στην ανημπόρια μας, να τις μεταβιβάσουμε; Πόσο πενιχρά είναι τα μέσα που διαθέτουμε, ακόμη κι αν με μόχθο τα εκλεπτύναμε για να μας συνδράμουν σ’ αυτήν την προσπάθεια. Ο τεχνίτης θα μεταβιβάσει στο γιο του το απαύγασμα της μαστοριάς του• ο γεωργός θα δώσει στα παιδιά του την πείρα του είδους• ο καλαμαράς θα οδηγήσει το χέρι του μαθητή του• κι ασφαλώς ο γονιός θα σφραγίσει το χαρακτήρα των τέκνων του και η κοινωνία των δικών της. Τα σύμβολα, στην ιστορική αποκρυστάλλωσή τους, εδώ θα κάνουν τη δουλειά τους. Όμως η ευτέλεια της εμπειρίας μιας προσωπικής ιστορίας χρειάζεται κάτι παραπάνω για να μεταδοθεί: μια αφήγηση που ξεπερνά τη σκέτη πείρα και μια βαθύτατη πίστη πως αξίζει τον κόπο να ειπωθεί. Μα τούτη η πίστη όλο και περισσότερο χωλαίνει. Γιατί όταν ο κόσμος συρρικνώνεται και φτάνει μέσα στα όρια ενός διαμερίσματος και της σκευής του, τότε η ζωή φτωχαίνει και η εμπειρία στερείται το ζωτικό της χώρο, τον κοινό κόσμο που είναι απαραίτητος για να εκπτυχθεί.
Ο Τσέζαρε Παβέζε έγραψε ότι στην παραγωγή ενός καλλιτεχνικού έργου συμβάλλει κατά τρόπο αναμφισβήτητο το κοινό. Σ’ όλα τα μεγάλα έργα, ακόμη κι όταν το κοινό δεν βρισκόταν μπροστά στον δημιουργό, δεν έλειπε: εκείνος το είχε φανταστεί, το είχε δημιουργήσει. Γενικά, συνεχίζει, οι αρχαίοι, ίσαμε τον ρομαντισμό, διέθεταν έναν κύκλο χειροπιαστό• οι νεώτεροι έχουν ως διακριτικό γνώρισμα την απουσία του, και μάλιστα αποκαλύπτουν το μεγαλείο τους στην ικανότητα επιλογής και δημιουργίας των αναγνωστών τους. Η επιλογή αυτή δεν στερείται νοήματος, αρκεί να μην εκλάβουμε την προκατασκευασμένη δημιουργία κοινού, από κάποια συγκροτήματα, σαν το πραγματικό κοινό. Η αυταπάτη της σύγχρονης κουλτούρας, ότι κάτι γίνεται, ότι το κοινό αναγνωρίζει τη δημιουργική προσπάθεια, εκπηγάζει απ’ αυτήν ακριβώς την παρεξήγηση. Ό,τι ο κόσμος μας αναγνωρίζει ως μεταδόσιμο είναι η συνεχής ροή πληροφοριών, που δεν συνάπτονται με κάποια μορφή εμπειρίας αλλά με τη δυναμική του εκάστοτε μέσου πληροφόρησης. Η εικόνα δεν χάνει το συμβολικό νόημά της αλλά γεμίζει με τη διαρκώς νέα πληροφορία, που απευθύνεται στο δημιουργούμενο σε καθημερινή βάση εκ νέου κοινό. Μ’ άλλα λόγια, γίνεται εργαλείο προπαγάνδας.
Στις μέρες μας λοιπόν ο κανόνας είναι ότι η τέχνη, σ’ όλες τις εκφάνσεις της, αρνείται να μεταδώσει κάποια μεστή νοήματος εμπειρία. Γιατί στην καλλιτεχνική δημιουργία δεν γίνεται κάτι αλλά έχει ήδη γίνει, υπάρχει σαν εμπειρία, και ο δημιουργός πασχίζει να του δώσει μορφή. Μ’ αυτήν την έννοια, η τέχνη είναι πάντοτε ένα μετά.
Αναμφίβολα, η αλλαγή στη συνάφεια της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι αλλαγή ανθρώπινου παραδείγματος. Η αποξένωση από τον κόσμο της εμπειρίας είναι η ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου της κατασκευής –του μάστορα, του τεχνίτη- από τον άνθρωπο της τεχνολογίας. Και το ερώτημα, που απασχόλησε τη σύγχρονη τέχνη, είναι πώς θα αναπληρώσει την απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κοινό κόσμο της εμπειρίας. Η απάντηση που δόθηκε κινείται σ’ ένα τεντωμένο σχοινί πάνω απ’ το χάος. Η μια του άκρη είναι δεμένη στην παράδοση και η άλλη στην πρόοδο. Παράδοση εδώ είναι το νεκρό βάρος του παρελθόντος. Πρόοδος είναι το ανακάτωμα αυτού του παρελθόντος κατά το δοκούν, έτσι ώστε να μας συνταράξει για μία και μόνο στιγμή, που θα ‘ναι αυτόματα ένα προηγούμενο για την επόμενη, πιο νέα, και εξ ίσου συνταρακτική. Η τέχνη συνεχίζει να υφίσταται μέσα σ’ ένα μετά, διατηρεί δηλαδή τα προσχήματα, το κέλυφος της, έχοντας αποξενωθεί από την ουσία της: έχει γίνει διαδικασία. Δεν πρόκειται πλέον για τις άχρονες στιγμές μιας εσωτερικής ζωής, για την ακούσια ανάμνηση, αλλά για την ενσυνείδητη ροή πληροφόρησης απαλλαγμένης από την εμπειρία.
1. Με αφορμή το κείμενο του Βαγγέλη Μπιτσώρη, πριν από δυο Κυριακές, «Η Ανατολή και η Δύση της ελληνικότητας» (Αναγνώσεις τχ. 301, 28/9/2008)
Ο Γιώργος Μερτίκας είναι δοκιμιογράφος και μεταφραστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου