29/5/08

1821 [Β]

επιμέλεια Μάρθα Πύλια, Λήδα Καζαντζάκη

τχ. 170, 25/3

Γράφουν: Βασίλης Κρεμμυδάς, Αλεξάνδρα Σφοίνη, Μανόλης Βουρλιώτης, Μάρθα Πύλια, Αγγελική Κωνσταντακοπούλου, Migjien Kelmendi, Shkelzen Maliqi, Edi Myka, Βάσια Καρκαγιάννη-Καραμπελιά, Μαριλένα Κασιμάτη, Λήδα Καζαντζάκη. Συνεντεύξεις: Ρέα Γαλανάκη, Μάρω Δούκα, Κώστας Ακρίβος, Θωμάς Σκάσσης, Κώστας Βούλγαρης



Οικονομικές προϋποθέσεις της επανάστασης

Βασίλης Κρεμμυδάς
συνέντευξη στην Γιάννα ΚΑΤΣΙΑΜΠΟΥΡΑ


\* Κύριε Κρεμμυδά, είστε από τους κύριους εκπροσώπους της ελληνικής ιστοριογραφίας που τα τελευταία χρόνια σηματοδότησαν αυτό που θα λέγαμε την αλλαγή της, θέτοντας ως επίκεντρο του ερευνητικού τους έργου τις οικονομικές και κοινωνικές συνιστώσες της Επανάστασης του 1821. 
Σε αυτό το ζήτημα θα θέλαμε να επικεντρωθούμε. \ 


Υπάρχουν αυτή τη στιγμή, για μένα τουλάχιστον, δύο καινούργια ζητήματα που έχουν να κάνουν με το '21. Το ένα είναι η οικονομική κρίση, δηλαδή οι οικονομικές προϋποθέσεις με τις οποίες φτάνουμε στην Επανάσταση. Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος αυτών των προϋποθέσεων-πραγματικοτήτων και για το ξεκίνημα της Επανάστασης και για το συσχετισμό των δυνάμεων έτσι όπως φτάνουν στην Επανάσταση και όπως μεταλλάσσονται μέσα σ' αυτήν. 
Και το δεύτερο είναι κάτι που δεν το 'χουμε σκεφτεί παρά ελάχιστα, είναι ο ρόλος που έπαιξαν οι πρόσοδοι μέσα στην Επανάσταση. Για να αρχίσω από το δεύτερο, βλέπω μέσα από τη διαχείριση των προσόδων τη διαμόρφωση νέων κοινωνικών σχέσεων όσον αφορά μια μεγάλη ομάδα του πληθυσμού. Και δεν εννοώ τις προσόδους-φορολογία. 

\* Νέες σχέσεις που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Ποιες είναι αυτές;\ 

Η πώληση, η διάθεση ή η ενοικίαση των προσόδων άρχισε το 1822 κιόλας. Μία ομάδα ήταν οι διαχειριστές, ενοικιαστές, πωλητές των προσόδων, που είναι εντολοδόχοι της κεντρικής εξουσίας, της επαναστατικής κυβέρνησης. Και υπάρχει μία δεύτερη ομάδα, με κλιμακώσεις, που αγοράζει, ενοικιάζει τις προσόδους και εν πάση περιπτώσει επωφελείται από τη διαχείρισή τους. Τη διαχείριση των οθωμανικών περιουσιών που άφησαν οι Τούρκοι καθώς έφευγαν, ενώ η Επανάσταση απελευθέρωνε μεγάλες περιοχές. Μετά την πτώση της Τριπολιτσάς, στην Πελοπόννησο ουσιαστικά δεν απέμειναν οθωμανικές περιουσίες. Οι λίγοι Τούρκοι που απέμειναν ήταν όλοι μέσα στα κάστρα, και δεν ήταν σε θέση να διαχειριστούν τις περιουσίες τους. Έτσι τουλάχιστον ολόκληρη η Πελοπόννησος -γιατί υπήρχαν ελεύθερα εδάφη και στην ανατολική και στη δυτική Στερεά- ήταν στη διάθεση της επαναστατικής κυβέρνησης. Εδώ λοιπόν διαμορφώθηκε μια πραγματικότητα νέων οικονομικών σχέσεων και φυσικά και κοινωνικών σχέσεων: μεγάλες κοινωνικές ομάδες άλλαξαν κοινωνική υπόσταση, κοινωνικό status, μέσα από την εκμετάλλευση, την ενοικίαση ή την αγορά εθνικών κτημάτων. Εννοείται, και κτισμάτων. 

\* Αναφέρατε μέσα στα υπόλοιπα και πώληση. Υπήρξε άμεση πώληση μέρους των εγκαταλειμμένων από τους Οθωμανούς περιουσιακών στοιχείων από την επαναστατική κυβέρνηση και σε ποιους; \ 

Υπήρξε. Πώληση κυρίως οικημάτων. Πολύ λιγότερο γης, και πολύ αργότερα. Αυτό λοιπόν ήταν ένας μεγάλος εθνικός πλούτος που τη σημασία του για τα οικονομικά της επανάστασης δεν την έχουμε μελετήσει. Γιατί συνήθως όταν ακούμε προσόδους ο νους μας πάει στη φορολογία, η δεκάτη που απόμεινε από τους Τούρκους κ.λπ. Δεν πρόκειται γι' αυτό, όμως. Άλλωστε όταν οι Άγγλοι έδωσαν τα δάνεια, μιλάω για το πρώτο, που είναι και αρκετά νωρίς, το 1823, είχαν στο νου τους αυτή την περιουσία, ως εχέγγυο. 
Λοιπόν αυτό είναι ένα ζήτημα που έχει πολύ δρόμο για έρευνα και μελέτη και για το οποίο βέβαια υπάρχει πολύ αρχειακό υλικό. 

\* Έγινε λοιπόν ανακατανομή του πλούτου με την αποχώρηση των Οθωμανών.\ 

Επωφελήθηκαν πάρα πολλοί. Απ' αυτά που έχω δει έως τώρα, γιατί θέλει ακόμη πολύ ψάξιμο, επωφελήθηκαν πολλοί μεσαίοι οπλαρχηγοί και άνθρωποι που διέθεταν ήδη ένα κεφάλαιο, κατά κανόνα από εμπορικές επιχειρήσεις, ακόμη και τοπικού χαρακτήρα. Κυρίως οι εκπρόσωποι αυτών των δύο κατηγοριών επωφελήθηκαν, οι μεσαίοι οπλαρχηγοί γιατί τους χρωστούσε χρήματα η Eπανάσταση για τις εκδουλεύσεις τους, οι άλλοι γιατί είχαν διαθέσιμα κεφάλαια. Ας πούμε ότι αυτό είναι το ένα ενδιαφέρον ζήτημα που τίθεται. 

\* Να γυρίσουμε στον πρώτο άξονα που θέσατε, την οικονομική κρίση πριν από την Επανάσταση. Τους οικονομικούς όρους λοιπόν με τους οποίους φτάσαμε στην Επανάσταση, και τους κοινωνικούς κατ' επέκταση.\ 

Η οικονομική κρίση ήταν πολύ βαθύτερη απ' όσο μπορεί να νομίζει κανείς. Τι ήταν η κρίση, με δυο λόγια: ήταν περίπου διακοπή των δραστηριοτήτων ή εργασίες με ελάχιστα ή ανύπαρκτα κέρδη ή και ζημιές στην εμπορική ναυτιλία και στο εμπόριο που αυτή ασκούσε. 

\* Ποια ήταν τα αίτια γι' αυτή την εξέλιξη;\ 

Η εμπορική ναυτιλία είχε αναπτυχθεί ουσιαστικά λόγω της ευρωπαϊκής πολιτικής συγκυρίας. Οι πόλεμοι του Ναπολέοντα, οι αποκλεισμοί, οι κουρσάροι που γέμισαν τη Μεσόγειο είχαν συντελέσει στη σχεδόν πλήρη διακοπή του εμπορίου των Άγγλων και των Γάλλων στη Μεσόγειο. Εκεί λοιπόν βρέθηκε η ελληνική ναυτιλία περίπου έτοιμη να καλύψει το κενό. Αν αυτό το συμπληρώσουμε με τις πολύ μεγαλύτερες ανάγκες των ευρωπαϊκών αγορών και των εμπολέμων για τρόφιμα, θα καταλάβουμε πώς το εμπόριο των σιτηρών που έκαναν τα ελληνικά πλοία έφερνε πολλά κέρδη. Δεν είναι μόνο οι 200 ή 500 εφοπλιστές που πλούτισαν. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων για να υπηρετήσουν αυτές τις νέες πραγματικότητες μετακινήθηκαν στο λιμάνι ή στο ναυπηγείο από εκεί που βρίσκονταν, έπαψαν να είναι αγρότες. Άλλαξαν οικονομική και κοινωνική κατάσταση. 
Εκτός δε από αυτή τη μετακίνηση, που ήταν μετακίνηση πραγματική, φυσική -σκεφτείτε ότι η Ύδρα έφτασε να έχει 20.000-25.000 κατοίκους- έχουμε και επαγγελματική μετακίνηση, χωρίς φυσική μετακίνηση των ανθρώπων, μετακίνηση των εργασιών. Αυτός ο κόσμος, όμως, μέσα από αυτή τη διαδικασία είχε πάψει να είναι αγρότης ή μόνον αγρότης και έμπαινε σε ένα σύστημα αγοράς, δηλαδή σε ένα σύστημα σκέψης διαφορετικό σχετικά με τις λειτουργίες της οικονομίας και της κοινωνίας. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με την αρχή, έστω με την αρχή, διαμόρφωσης ενός νέου τύπου ανθρώπου. 

\* Πώς εκδηλώνεται λοιπόν η κρίση και οι κοινωνικές πτυχές της;\ 

Με την κρίση, σταματούν τα καράβια να έχουν δουλειές και να ταξιδεύουν, γιατί επανέρχονται, όπως είπαμε, οι ευρωπαϊκοί στόλοι. Τι σημαίνει τώρα αυτό. Διακοπή των εργασιών, ανεργία, ανεργία στους ναυτικούς κι όχι μόνο σ' αυτούς. Ένας ολόκληρος κόσμος, έμποροι, τεχνίτες κ.λπ., πέφτει σε μία κρίση. 
Άρα έχουμε οικονομική και κοινωνική κρίση σε ευρύτατη κλίμακα. Αν κοιτάξουμε την πορεία που ακολούθησε η μύηση μελών στη Φιλική Εταιρεία. Θα βρούμε ότι όταν η οικονομική κρίση βρέθηκε στο βαθύτερο σημείο της, τότε έχουμε μια τεράστια αύξηση των μυήσεων στη Φιλική Εταιρεία. Κυρίως το διάστημα 1817-18, το 1817 έχουμε μια εξόρμηση από την ηγεσία, το 1818 είναι που μυήθηκαν πάρα πολλά μέλη. 

\* Ποια είναι η σχέση της οικονομικής κρίσης με την Επανάσταση;\ 

Πιστεύω πως δεν έγινε γι' αυτό η Επανάσταση, όχι. Όπως εξίσου πιστεύω ότι δεν έγινε επειδή οι Έλληνες επιθυμούσαν να είναι ελεύθεροι. Γιατί με αυτό τον τρόπο τους προσβάλλουμε. Γιατί δεν επιθυμούσαν εκατό χρόνια πριν; Τους άρεσε; 
Τι έγινε όμως. Πιστεύω δύο πράγματα. Πρώτον, ότι τα πράγματα επισπεύσθηκαν. Και επισπεύσθηκαν κυρίως από τα ηγετικά στρώματα της κοινωνίας, γιατί η κοινωνική αναταραχή, είτε είχε εκδηλωθεί, όπως στα νησιά, είτε διαφαινόταν. Και γι' αυτό από κει και πέρα έχουμε προσχώρηση στη Φιλική Εταιρεία πολλών από το χώρο των εξουσιών, και από τον εμπορικό χώρο και από τον ναυτικό και από τον αγροτικό. Αυτό όμως που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία είναι ότι ο ελληνισμός δεν πήγε στην Επανάσταση με όρους του 1810. Δεν πήγε με όρους οικονομικής άνθησης. Οικονομική άνθηση σήμαινε μια ανθηρή αστική τάξη, όχι εμπορευματική, όπως λένε, σκέτα αστική, γιατί δεν ξέρω καμιά χώρα τότε στην Ευρώπη να είχε βιομηχανική αστική τάξη. Έχουμε μια αστική τάξη που πηγαίνει στην Επανάσταση μέσα από μια κρίση. Νομίζω ότι έτσι από κει και πέρα μπορούμε να ερμηνεύσουμε και γεγονότα και συσχετισμούς δυνάμεων μέσα στην Επανάσταση. 

\* Οι οποίοι πώς εκδηλώνονται;\ 

Ας πούμε, στις δύο παρατάξεις που σχηματίστηκαν αρχικά στον Εμφύλιο. Έχουμε από τη μια μεριά τις παλιές ελίτ, τις περισσότερες προυχοντικές οικογένειες της Πελοποννήσου, και από την άλλη τον εφοπλιστικό κόσμο, τους διανοούμενους, τους Φαναριώτες, τη Ρούμελη, με επικεφαλής τον Κωλέτη, ο οποίος πηγαίνει όμως εξουσιοδοτημένος, και τις μεγάλες οικογένειες της βόρειας Πελοποννήσου, της περιοχής Πάτρας και Αιγιαλείας και της Κορινθίας που ήταν πιο αστικοποιημένες, Ζαΐμηδες, Λόντους, Νοταράδες κ.λπ. 
Εκεί βλέπω ότι έχουμε μια επιχείρηση να ξαναπάρει στα χέρια της την ηγεσία της Επανάστασης η αστική τάξη. Ίσως όχι ακριβώς η Φιλική Εταιρεία, γιατί η Φιλική Εταιρεία ηττήθηκε πολύ γρήγορα, αλλά η αστική τάξη. 
Αυτά λοιπόν τα ζητήματα, για τα οποία μιλήσαμε από την αρχή, την προεπαναστατική οικονομική κρίση και το εύρος της αλλά και τις προσόδους, πρέπει να τα δούμε πολύ περισσότερο, δηλαδή οι νέοι ερευνητές να τα δουν, αν θέλουμε να μάθουμε περισσότερα για την Επανάσταση και για την πορεία της κοινωνίας προς αυτήν.






Έθνος, πατρίδα, ελευθερία στους νεώτερους χρόνους

Αλεξάνδρα ΣΦΟΙΝΗ


Θεωρούμε ότι μια έννοια διαμορφώνεται, κατά κανόνα, όταν το αντίστοιχο λεξιλόγιο έχει σχηματισθεί. Οι λέξεις ασφαλώς προϋπάρχουν από την εποχή που πιστεύουμε ότι διαμορφώνεται η νεωτερική έννοια του έθνους. Eκείνο που μεταβάλλεται είναι ο βαθμός χρήσης των λέξεων και τα κατηγορήματά τους, οι σημασιολογικές αποχρώσεις τους. Η λεξιλογική δυναμική της έννοιας του έθνους στον ευρωπαϊκό χώρο πηγάζει από την αρχαιότητα, από τα λατινικά και τα ελληνικά: περισσότερο από δάνειο πρόκειται για ένα κοινό απόθεμα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο καθένας. Η λέξη |έθνος| (natio) σημαίνει τη γέννηση, την κοινότητα, ένα σύνολο ανθρώπων, μια ομάδα, τη φυλή. Με τον Χριστιανισμό κατέληξε να σημαίνει τους ειδωλολάτρες, τους μη χριστιανούς, τα |έθνη| της αγίας Γραφής, σημασία την οποία διατήρησε και στους νεώτερους χρόνους. Π.χ. σημειώνει το 1760 ο Ευγένιος Βούλγαρης στον λόγο του |Κατά την ημέραν του αγίου Ανδρέου: "Πόσα έθνη! Αλανοί, Αβασγοί, Ζεκχοί, Βοσπορινοί, Χερσονησίται... Τις δύναται προς ακρίβειαν να τα αριθμήση; Όλα έθνη ετερόδοξα εις τας θρησκείας, διαστώτα κατά τους νόμους, αλλόκοτα εις τα φρονήματα, διαφορετικά εις τα ήθη, ανόμοια εις τας γλώσσας· πλην όλα έθνη σύμφωνα εις το μίσος του ονόματος του Χριστού, όμοια εις την λύσσαν, ίσα εις την απανθρωπίαν και αγριότητα"|. Παράλληλα, για την ορθόδοξη Eκκλησία |Έλληνες και ελληνίζοντες| είναι οι ειδωλολάτρες, όπως π.χ. εννοεί γύρω στο 1540 ο Παχώμιος Ρουσάνος στο λόγο του |Προς τους ελληνίζοντας και τα θεία μυστήρια βεβηλούντας| (γραμμένο σε αττικίζουσα γλώσσα κατά το βυζαντινό λόγιο πρότυπο). 
Aντί του έθνους, συχνότερα χρησιμοποιείται η λέξη |γένος| (genus). Στην καθημερινή χρήση, όπως φαίνεται στα βραχέα χρονικά, δηλώνει τη γενιά (|το γένος Τράμπα όντος|), τη φυλή ή την εθνότητα (|το ξανθόν γένος, το γένος των Ρωμαίων|). Tο |δυστυχές γένος| παραπέμπει στην αιχμαλωσία των ορθόδοξων χριστιανών λόγω των αμαρτιών τους, δηλαδή στους πιστούς της ανατολικής Eκκλησίας που αναγνωρίζουν ως κεφαλή τους το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στα συμφραζόμενα αυτά χρησιμοποιείται συχνά η αντίθεση |πιστοί χριστιανοί / άπιστοι μουσουλμάνοι|. Παράλληλα χρησιμοποιούνται και άλλες λέξεις, στο ευρύτερο σημασιολογικό πεδίο. |Λαός| είναι ο στρατός, πλήθος ανθρώπων, οι λαϊκοί σε αντίθεση με τους εκκλησιαστικούς, οι πιστοί, αλλά και οι υπήκοοι του μονάρχη, οι φτωχοί της υπαίθρου και των πόλεων, που υποφέρουν παθητικά, π.χ. σε περίοδο πολέμου. |Πατρίδα| (patria) είναι η γενέθλια γη, η γενέτειρα, ο τόπος διαμονής ή καταγωγής. Η πολιτική διάσταση συνήθως αποδίδεται στο |κράτος| (δύναμη, κυβέρνηση, εξουσία, κυριαρχία), και μάλιστα χρησιμοποιείται ως αποστροφή στους ισχυρούς (|το κράτος του|). Η |βασιλεία|, που συνοδεύεται συχνά από τα επίθετα |μεγίστη, κραταιά, διαιωνίζουσα|, δηλώνει την εδαφικότητα. 
Από την άλλη πλευρά, σε γραπτά λογίων της Ιταλίας, και των βενετικών κτήσεων κυρίως, που ζουν στο κλίμα του ουμανισμού και της αναγέννησης, η αναφορά είναι συχνή στο |δεδοξασμένο γένος των Ελλήνων| με την αίσθηση της καταγωγής αλλά και της πολιτισμικής υποβάθμισης. Τις εκφράσεις αυτές βρίσκουμε πολύ συχνά στα γραπτά των βυζαντινών λογίων φυγάδων, μάλιστα στις εκκλήσεις τους προς τους δυτικούς ηγεμόνες για απελευθέρωση. Αλλά και στις επόμενες γενιές, που δεν υπηρετούν πλέον σε ηγεμονικές αυλές μεταφράζοντας ελληνικά συγγράμματα για τους δυτικούς ουμανιστές. Π.χ. το 1554 ο βενετοκρητικός σπουδαστής Θωμάς Τριβιζάνος εκφράζει ένα είδος τοπικιστικού πατριωτισμού ("|Κρήτη μοι, Κρήτη, κυδιάνειρα πατρίς|") απέναντι στη μητρόπολη Βενετία, μεταφράζοντας Οβίδιο σε αρχαΐζουσα γλώσσα: Την ίδια εποχή, ο κερκυραίος λόγιος Νικόλαος Σοφιανός μεταγλωττίζει Πλούταρχο στα νέα ελληνικά, στοχεύοντας στην καλλιέργεια της κοινής γλώσσας και σε ένα ευρύτερο κοινό ("|να αναπτερυγιάση από την τόσην απαιδευσίαν το ελεεινόν γένος|"). Στα τέλη του 17ου αιώνα, κατά τους βενετοτουρκικούς πολέμους, ο αθηναίος έμπορος Ιωάννης Μάκολας, που έχει επαφές με τη Bενετία, μεταφράζει τις |Μεταμορφώσεις| του Οβίδιου στην κοινή γλώσσα "|επειδή και το δεδοξασμένον και πεφημισμένον γένος των Eλλήνων την σήμερον ευρίσκεται εις μεγάλην ένδειαν από τοιαύτα βιβλία ωφέλιμα|". Oι σποραδικές αυτές, ουμανιστικές κατά βάση πνευματικές αναζητήσεις, |προς όφελος του γένους|, θα πυκνώσουν και θα ανασηματοδοτηθούν στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα. 
Στο πλαίσιο των ανώτερων στρωμάτων των κατακτημένων, θα αναπτυχθεί το 1783 από τον Φαναριώτη Δημήτριο Kαταρτζή, ο οποίος βασίζεται στη γαλλική |Εγκυκλοπαίδεια|, μια θεωρία για το έθνος ως πολιτισμικό σύνολο αλλά και ως οργανωμένη πολιτική κοινωνία. Οι |Ρωμηοί χριστιανοί|, παρ' ότι υπόδουλοι, αποτελούν ένα έθνος που συμμετέχει στη διοίκηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας (|"όθεν και συνιστούμ' ένα έθνος που εν ταυτώ μας δένουν οι εκκλησιαστικοί μας άρχοντες με τη διοίκησι την ανώτατη κι αναμεταξύ μας|"), έχει εδαφική ενότητα και ενότητα ιδεών ("|ώντας λοιπόν κ' εμείς οπωσούν ένα έθνος, κ' έχωντας πατρίδα φίλον έδαφος, πρέπει να έχουμε οικείαις ιδέαις που μας τεριάζουν|"), και οι πολίτες του δεν υστερούν σε πατριωτισμό σε σχέση με άλλα αυτόνομα έθνη ("|πρέπει| [ο πολίτης] |ν' αγαπά το έθνος του παραπάν' απτή φαμελιά του, και τη φαμελιά του παραπάν' απτόν εαυτό του, καθώς και στ' αυτοκέφαλα έθνη ο τέτοιος|"). Μιλώντας για το |έθνος των Pωμηών χριστιανών| ο Καταρτζής (|το έθνος, όλο το έθνος, το έθνος μας|), χρησιμοποιεί ένα διευρυμένο λεξιλόγιο με εκφράσεις όπως |η πρόοδος, η ευτυχία, η δόξα, η κοινή παιδεία, το πνεύμα, οι νόμοι, οι ιδέες, τα έθιμα του έθνους|, διακρίνει ανάμεσα σε |αιχμάλωτα, υπάλληλα, αυτόνομα, αυτοκέφαλα, πολιτισμένα έθνη|. Χωρίς να αφίσταται από τη μακραίωνη οικουμενική παράδοση των κατακτημένων, εισάγει έναν λόγο διαφωτισμένο για να περιγράψει αφενός μια πραγματικότητα αφετέρου ένα ιδανικό. 
Στα τέλη του 18ου αιώνα, στο λόγο των ελλήνων διαφωτιστών θα συνδεθεί το έθνος και η πατρίδα με την ελευθερία. Το 1797 ο Ρήγας, μεταφράζοντας το γαλλικό ορεινό Σύνταγμα του 1792 δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη λέξη |πατρίδα|, η οποία γίνεται πολύσημη: σημαίνει τον τόπο καταγωγής και την παραδοσιακή κοινότητα, το έθνος των Pωμιών χριστιανών, την ελληνική δημοκρατία που μέλλει να ιδρυθεί στο πρότυπο της γαλλικής, καθώς και μια παγκόσμια πολιτισμική κοινότητα, στην οποία ανήκουν όλοι όσοι υποστηρίζουν την |Eλλάδα|, πράγμα που οδηγεί στην ταύτιση του |φιλοπατριώτη| και του |φιλέλληνα| που μάχονται για την |ελευθερία|. Η λέξη |πατρίδα|, που ταυτίζεται με την |Eλλάδα|, έρχεται πρώτη σε συχνότητα στην |Ελληνική Νομαρχία| (1806), μαζί με τη λέξη |ελευθερία|. Ο Κοραής, μιλώντας στο |Υπόμνημα| του 1803 που εκφώνησε ενώπιον των Γάλλων για "|έναν λαό που εξέρχεται από τη βαρβαρότητα... και ετοιμάζεται να γίνη έθνος|", δίνει έμφαση στην πολιτισμική διάσταση ενός ελεύθερου έθνους και προκρίνει το όνομα Έλληνες αντί Pωμιοί, επειδή το τελευταίο παραπέμπει στη μακραίωνη δουλεία: |"ονομάζου φίλε μου Έλλην αλλά μη δια τους οικτιρμούς του Θεού Pωμαίος"|. 
Στα πρώτα ελληνικά Συντάγματα, η διαμόρφωση της έννοιας του ελληνικού έθνους-κράτους ακολούθησε σε γενικές γραμμές το γαλλικό μοντέλο. Στις διακηρύξεις, η διατύπωση "|Έτος ΙΙ της Ανεξαρτησίας|" δείχνει τη συνέχεια της παράδοσης του 1789. Kεντρικός όρος είναι το έθνος -όπως άλλωστε και στα γαλλικά Συντάγματα (εκτός του 1792)-, ενώ το επίθετο |εθνικός| προσδιορίζει πλήθος ουσιαστικά (|σύνταγμα, κυβέρνηση, συνέλευση, ταμείο, δαπάνες, νόμοι, δίκαια...|) και δημιουργεί νεολογισμούς (|εθνικοϊδιόκτητα|). Eπομένως, κατά την πρώτη περίοδο του ελληνικού κράτους ο όρος |έθνος| επιβάλλεται ως πολιτικός-νομικός όρος, αντί του κράτους. (O όρος |κράτος| χρησιμοποιείται σπανιότερα, για να δηλώσει την οθωμανική αυτοκρατορία και την τυραννία του δεσποτισμού). Ωστόσο, το έθνος παραμένει μια ιστορική και πολιτισμική οντότητα, με διάσταση ευρύτερη και εμφατικότερη από αυτήν του κράτους στο συλλογικό φαντασιακό και συγκροτεί έναν συγκρουσιακό τόπο ιδεολογικών και συναισθηματικών φορτίσεων. 

|Η Αλεξάνδρα Σφοίνη είναι ιστορικός, ερευνήτρια στο ΕΙΕ/ΚΝΕ|




Η μαρτυρία ενός αφανούς αγωνιστή

Του Μανόλη Βουρλιώτη


Ο Ανδρέας Τρούκας ή Λυκούργος υπήρξε ένας απλός αγωνιστής που ζούσε στην Ύδρα μετά το τέλος της Επανάστασης και τον Σεπτέμβριο του 1828 έστειλε στον κυβερνήτη Καποδίστρια μια επιστολή. Εκείνο που την κάνει ξεχωριστή, ανάμεσα σε χιλιάδες ανάλογες που βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, είναι η βίωση της επανάστασης με όρους που βρίσκονται πολύ κοντά στις πραγματικότητες της εποχής, χωρίς ωραιοποιήσεις και αποσιωπήσεις. 
Η πολιτισμική διάχυση που παρατηρούμε στη σκέψη αυτού του Υδραίου συναντάται και σε άλλους αγωνιστές. Από τη γαλλική επανάσταση, για την οποία μάλλον έχει ακούσει, παίρνει το σχήμα των τριών τάξεων (κλάσεων) και το εφαρμόζει διατηρώντας κατά το γαλλικό πρότυπο την τρίτη, ενώ για τον κλήρο δεν αναφέρει τίποτε, ούτε βέβαια για την αριστοκρατία που ούτως ή άλλως δεν υπήρχε στην Ελλάδα, και δεν αναγνωριζόταν από τα ελληνικά συντάγματα. Πάντως, με τον ελλειπτικό τρόπο της γραφής του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το 1821 ταυτίζει τους αριστοκράτες με τους Έλληνες κοτζαμπάσηδες. Η παρατήρησή του ότι αυτοί προσχώρησαν στην Επανάσταση για να γλιτώσουν από το χρέος τους προς τους Τούρκους -κάτι που επιβεβαιώνουν και οι σύγχρονες έρευνες- αποτελεί την πιο πιθανή εξήγηση της συμμετοχής τους σε μια επανάσταση που αναιρούσε τις παραδοσιακές τους εξουσίες. 
Ήδη στα 1824 ο Ανδρέας Λυκούργος καταγράφει πέντε τάξεις, όχι πια νομοκατεστημένες ελίτ αλλά ομάδες συμφερόντων, στις οποίες προσάπτει απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς: Τους πολιτικούς, οι οποίοι κατά την αντίληψή του έκαναν φατρίες και άρπαζαν δάνεια, τους γραμματικούς που παίνευαν τους ισχυρούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς, τους εμπόρους οι οποίοι εφοδίαζαν τους Τούρκους και, τέλος, τους πειρατές που εκείνη την εποχή, και μέχρι να τούς εξαφανίσει ο Καποδίστριας, λήστευαν αδιάκριτα Έλληνες και Ευρωπαίους. 
Η μόνη τάξη στην οποία ο ίδιος δεν προσάπτει κατηγορία είναι η δική του, η τρίτη "κλάσις". Ο ίδιος διοικούσε μια χιλιαρχία, αλλά καθώς δεν υπήρχαν χρήματα για να πληρώνει τους μισθούς των στρατιωτών, τούς ξεγελούσε με μικροποσά. Αναγκάστηκε να δανειστεί, δεν μπόρεσε να πληρώσει τους οφειλέτες του καθώς ήταν άνεργος, και παρακαλεί τον Κυβερνήτη για μια θέση. 
Ο Ανδρέας Τρούκας-Λυκούργος ζει, όπως δηλώνει και το δεύτερο, αρχαιοπρεπές, επίκτητο επίθετό του, ανάμεσα σε δυο πολιτισμούς: έναν νεοτερικό, από τον οποίο μεταπλάθει δάνεια, και ταυτόχρονα έναν παραδοσιακό. Η σκέψη του διακατέχεται από την προνοιακή αντίληψη της εξουσίας, πιστεύει δηλαδή ότι οι τοπικοί αρχηγοί έφεραν διχόνοια, ότι ήταν ανίκανοι να διοικήσουν το έθνος, και ότι ο θεός, η θεία πρόνοια, έστειλαν τον Κυβερνήτη για να διοικήσει την Ελλάδα. 
Στην προσωπική του αξιολογία τρία πράγματα θεωρεί σημαντικά: Τη ζωή, την υπόληψη και τα χρήματα. Δεδομένου ότι ξόδεψε όλα του τα χρήματα στον αγώνα και συνακόλουθα έχασε την υπόληψή του, του απομένει μόνο η ζωή, αλλά και αυτή την θεωρεί άθλια από την αδικία που γίνεται, ώστε, φραστικά, τουλάχιστον την περιφρονεί. Διαμαρτύρεται ενώπιον του θεού για την κατάστασή του, αλλά επειδή δεν έχει κάποιον επίγειο θεό (χαμοθεόν) για να ζητήσει προστασία, προστρέχει στο πρότυπο του αρχηγού-προστάτη που, κατ' αυτόν, αντιπροσωπεύει ο Καποδίστριας. 
Η επανάσταση πυροδοτήθηκε με τις ηθικές επιταγές "υπέρ πίστεως και πατρίδος", αλλά στην πορεία οι νέες σχέσεις εξουσίας που δημιουργήθηκαν, οι εμφύλιοι πόλεμοι που ακολούθησαν και ο αγώνας για επιβίωση των επαναστατών, έφεραν άλλες προτεραιότητες. Μερικοί, και ανάμεσά τους ο Ανδρέας Λυκούργος, όσο κι αν προέβαλαν αναγκαστικά τον προσωπικό τους ρόλο, είχαν επίγνωση της πραγματικότητας που τους περιστοίχιζε. Μετά από λίγες δεκαετίες, όταν άρχισαν να εκδίδονται απομνημονεύματα και ιστορίες, η κυρίαρχη εθνική λογική καταδίκασε στη λήθη κάθε τι που ξέφευγε από την εξιδανίκευση της εθνεγερσίας. 

|Ο Μανόλης Βουρλιώτης είναι ιστορικός| 


Εξοχότατε! 

Συμπάθησόν με εις όσα γράφω~ η ανάγκη με κάμνει να παραπονούμαι, και να σας γράψω από αρχή της επαναστάσεως: 
Τον πρώτον χρόνον οπού αποστατήσαμεν, η τρίτη κλάσις επολεμούσε διά την πίστην και διά την ελευθερίαν της Πατρίδος. Οι γκοτζαπασάδες διά να γλυτώσουν το πόρτζι [χρέος] οπού χρεωστούσαν εις τους Τούρκους από τρεις τέσσαρες χιλιάδες πουγγία κάθε Επαρχία. Τον πρώτον χρόνον επήγαινε το έθνος καλά. Τον δεύτερον επέσαμε εις τα λάφυρα, όποιος ν' αρπάξη περισσότερα. Άναψεν η διχόνια και εμάλωναν όποιος να εγίνετο βασιλεύς εις την επαρχίαν του. Τον τρίτον εμοιράσθησαν οι έλληνες εις πέντε κλάσεις. Η πρώτη κλάσις όποιος να προεδρεύση, και να κάμη περισσότερον ταράφι [φατρία], διά ν' άρπαζε δάνεια. Η δευτέρα κλάσις, ήγουν οι καλαμαράδες όποιος να έγραφε περισσότερες νούλες, και να επαίνευγεν ο κάθε ένας τον γκοτζαπάσι του, και να εσυμβούλευαν τους στρατηγούς χιλιάρχους και φροντιστάς με τι τρόπον να κλέψουν περισσότερους λουφέδες [μισθούς]. Εξοχότατε! εγώ χιλίαρχος ήμην και επαρχίαν δεν είχα. Οι στρατιώτες πώς με ακολουθούσαν χωρίς λουφέ; Πάρεξ με πολλά ολίγα εξ ιδίων μου έξοδα με ακολουθούσαν. Σας παρακαλώ κοιτάξετε το κατάστιχον του Έθνους είναι και το όνομά μου. Η τρίτη κλάσις εβαστούσαν τον πόλεμον πεινασμένοι, διψασμένοι, από ντιρβένι εις ντιρβένι, βουνόν εις βουνόν, διά την αγάπην της Πατρίδος. Η τετάρτη κλάσις έπεσεν εις το εμπόριον, εις τα κάλπιγκα φλωρία. Εφοδίαζον τα φρούρια των Τουρκών. Η πέμπτη κλάσις, ήγουν οι πειράται, έγδυναν Έλληνας και Έυρωπαίους. Η τρίτη κλάσις βλέποντας την ακαταστασίαν της Πατρίδος, εστοχάσθησαν ότι ηθέλαμεν να χαθούμεν, και αρχινήσαμεν να ειπή ο ένας τον άλλον: αδελφοί χαήρι από μας δεν είναι, εχαθήκαμε. Διά να διοικήσωμεν έθνος ικανοί δεν είμεθα. Η Ελλάς έχει έναν άνδρα προκομένον τον Καποδίστρια. 
Εξοχότατε! αν έσφαλα εις αυτά οπού γράφω συμπαθησόν με. Διότι η ανάγκη και το παράπονον με κάμνει να σου τα γράψω. Διότι βλέπω εις τα υπουργήματα να είναι εμπορίους και πειράτας. Το θέλει ο θεός να πολεμήσω ξηράς και θαλάσσης βουλοντιέρος επτά χρόνους εξ ιδίων μου, και τώρα να κάθωμαι άνεργος, και να υστερούμαι τον επιούσιον άρτον; Και τούρκος να ήμουν ένα ταϊνι [πιάτο φαϊ] ήθελαν οι νόμοι να μου τον δώσουν. 
Εξοχότατε! Ποίος άλλος νησιώτης έκαμε τόσαις εκστρατείες εξ ιδίων του, πότε με εκατόν τριάντα στρατιώτας, πότε με εκατόν, κατά τα αποδεικτικά οπού μου εδόθησαν από την Διοίκησιν και τους στρατηγούς. Βέβαια δεν επλέρωνα λουφέδες, όμως αλλουνού έδιδα δέκα, αλουνού είκοσι, αλουνού αγόραζον τουφέκι, αγόραζον παρούτι, πέτρες, μπάλες και τους εγελούσα. Μ' ακολουθούσαν από βουνό εις βουνό, ντιρβένι εις ντιρβένι, και τώρα είμαι αποκλεισμένος μέσα εις το σπίτι μου να υστερούμαι τον επιούσιον άρτον. 
Διότι έχω συκώση δανεικά, οπού επλήρωσα τους λουφέδες εις την Άνδρον, και με τραβούν οι χρεωφειλέται, ή και να μου δώσητε κανένα υπούργημα της θαλάσσης πολεμικό, και τα άλλα τα κάμνω χαλάγι, κόπους κινδύνους της ζωής μου οπού ετράβηξα. Ειδέ μη, διαμαρτύρομαι ενώπιον του θεού. Εγώ χαμοθεόν δεν έχω οπού να ειπή κανέναν λόγον και για μένα. 
Εξοχότατε! Εις τον Άνθρωπον τρία πράγματα είναι. Η ζωή, η υπόληψις, τα γρόσια. Εγώ τα γρόσια τα εξόδευσα εις αυτό οπού τα εξόδευσα, αυτό μου έρριψε και την υπόληψίν μου κάτω. Μία ζωή με απόμεινεν. Ας πάγη και αυτή με εκείνους οπού εθυσιάσθησαν διά την αγάπην της πατρίδος. 
Τη 11 7βρίου 1828 εν Ύδρα 
Ανδρέας Λυκούργος 

[Το πρωτότυπο βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Κεντρική Υπηρεσία]





Η πολιορκία της Ακρόπολης

Της Μάρθας ΠΥΛΙΑ


Μετά την πτώση του Μεσολογγίου στις 11 Απριλίου του 1826, η άμυνα της επαναστατημένης Ρούμελης μετατοπίστηκε στην Αττική. Ο Κιουταχής, συνεπικουρούμενος από τον πασά του "Ευρίπου" (Εύβοια) Ομέρ, εισέβαλε στην Αττική, ενώ ο Ιμπραήμ επέστρεψε στον Μοριά, για να αποτελειώσει την εξέγερση που ήδη μάστιζε ο εμφύλιος πόλεμος. 
Στις 3 Ιουλίου ο στρατός του Κιουταχή στρατοπέδευσε στα Πατήσια και στις 2 Αυγούστου κατέλαβε την πόλη της Αθήνας, αναγκάζοντας έτσι τους επαναστατημένους να κλειστούν στην Ακρόπολη. Η πολιορκία βάστηξε περίπου 10 μήνες. Η παράδοση της Ακρόπολης στις 24 Μαϊου 1827, βύθισε στην υποταγή ολόκληρη την Στερεά. 
Στην μεταφρασμένη επιστολή που ακολουθεί, ο Κιουταχής απευθύνεται στον υπεύθυνο πρωτοκόλλου του αυτοκρατορικού συμβουλίου, τον λεγόμενο νισαντζή, για να τον ενημερώσει για τις συνθήκες και τις δυσκολίες της πολιορκίας. Σε μια άλλη επιστολή που απευθύνει στον Αλή Αγά, εξηγεί τη στρατηγική αναγκαιότητα υποταγής της Ρούμελης για την καταστολή της επανάστασης στον Μοριά. Και στις δύο περιπτώσεις ο Μεχμέτ Ρεσήτ πασάς Κιουταχής, διοικητής του σαντζακίου των Τρικάλων, μας δίνει, αδιαμεσολάβητη και χωρίς ακρότητες, την οθωμανική οπτική απέναντι στην επανάσταση. Τελικά το αυτοκρατορικό συμβούλιο δεν ενέκρινε την αντικατάστασή του από τον πασά της Εύβοιας, και έτσι δεν ευδοκίμησε η φιλόδοξη υπόσχεσή του "να εξουσιάση τον Μοριά εις διάστημα δύο μηνών." 
Στις υπηρεσιακές αυτές επιστολές ο Κιουταχής τοποθετεί τη θέση του "κάστρου των Αθηνών" στον οθωμανικό διοικητικό χάρτη και προσδιορίζει την απόσταση με τον χρόνο: "στην άκρη του βιλαετίου" της Ρούμελης, κοντά στο βιλαέτι "των νησιών" "απέχει εξ ώρας από τα Δερβένια της Πελοποννήσου". Συνεχίζει επισημαίνοντας τη συμβολική του σπουδαιότητα για τον χριστιανικό κόσμο, και τέλος αναφέρει, ως καίρια προβλήματα του οθωμανικού στρατού, την κατασκευή εκρηκτικών υπονόμων (λαγούμια) και τη δυσκολία ανεφοδιασμού (ζαηρέδων) που είχε προκαλέσει η καταστροφή των μύλων της Αθήνας από τον εξεγερμένο πληθυσμό. 
Τα λαγούμια ήταν απαραίτητα τόσο στους πολιορκητές όσο και στους πολιορκημένους. Οι πρώτοι με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν να διεισδύσουν πίσω από τις θέσεις των Ελλήνων, ενώ οι Έλληνες επιχειρούσαν με τις υπόγειες εκρήξεις να επιφέρουν σοβαρά πλήγματα στον οθωμανικό στρατό και να εξισορροπήσουν με αυτή την τεχνική την λειψανδρία του δικού τους στρατεύματος. 
Ο Μακρυγιάννης, που έλαβε μέρος στις μάχες, περιγράφει στα |Απομνημονεύματά| του, επανειλημμένα, την κατασκευή και την αναγκαιότητα των υπονόμων: 
Αρχιμάστορας και ακαταπόνητος πολεμιστής ο Κώστας Λαγουμιτζής "είχε κάνει θάματα στο Μισολόγγι και παντού." "Και δουλεύομεν κι' εμείς να φκιάσωμεν τα λαγούμια γύρα τον Σερπετζέ και σε όλες τις πόρτες του κάστρου κι' ούθεν κάνει ανάγκη, ότι θέλουν πολλή δουλειά. Και συγχρόνως γράφομεν και εις την Κυβέρνησιν να μας στείλει νέα φρουρά. Αν έρθουν νέοι άνθρωποι τα λαγούμια δεν μας χρειάζονται~ ειδέ και δεν μας έρθουν, θα μείνουμε πολλά ολίγοι. Κι' όταν έρθουν οι Τούρκοι και δεν μπορούμεν ν' ανθέξωμεν, βάνομεν φωτιά και τον Σερπετζέ στέλνομεν εις τον αγέρα και τους Τούρκους όπου θα νάναι εκεί. Και με αυτόν τον τρόπον πηγαίνομεν πολεμώντας ως μέσα εις τον ναόν~ και εκεί κάνομεν γενικόν λαγούμι και πάμεν εις τον αγέρα κι' εμείς και οι Τούρκοι και ο ναός." 
Ένα μήνα μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, η Ακρόπολη παραδόθηκε. "Αφού εφύγαμεν από τον Πειραιά -εξηγεί ο Μακρυγιάννης, εννοώντας την υποχώρηση του στρατεύματος- απολπίστηκαν οι πολιορκημένοι, κάμαν συνθήκες με τον Κιτάγια και τους έβγαλε κατά τον λόγον της τιμής του, οπού τους έδωσε, με τ' άρματά τους, μ' όλα τους τα πράματα~ τους μπαρκάρισε -και τον λόγο του τον βάσταξε ως τίμιος άνθρωπος. Και ήρθαν κι' αυτήνοι εις Κούλουρην". 
Οι επιστολές του Κιουταχή, χρονολογημένες στις 28 Αυγούστου 1826, έπεσαν στα χέρια των ελλήνων μαχητών, μεταφράστηκαν και διανεμήθηκαν για να εμψυχώσουν τους πολιορκημένους και να μεταστρέψουν τους προσκυνημένους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς. Λίγο αργότερα ο Κιουταχής συνέλαβε έλληνες αγγελιοφόρους. Ο πόλεμος συνεχιζόταν με όλα τα μέσα. 
Παραλλαγή των επιστολών του Κιουταχή έχει δημοσιευθεί από τον Δ. Σουρμελή, στην |Ιστορία των Αθηνών|, Αίγινα 1834, σελ. 155-159. Τα αποσπάσματα που παρουσιάζουμε εδώ είναι από τα ΓΑΚ, Αρχείο Μαυροκορδάτου, φακ. 12Β, έγ. 3442, 3443. 



Επιστολή Κιουταχή προς τον βεζύρην της βούλας 

Το κάστρον των Αθηνών καθώς σας είναι γνωστόν είναι παλαιόθεν οικοδομημένον εις μιαν πέτραν υψηλήν δυσκολοδιάβατην, ούτε λαγούμιν επιδέχεται, ούτε εις έφοδον έρχεται. Απέχει εξ ώρας από τα Δερβένια της Πελοποννήσου, και πλησιάζει εις τα νησιά, ευρίσκεται εις την άκρην των λοιπών βιλαετίων, και προ πάντων τούτο το φρούριον, με το να είναι ένας τόπος πολλά παλαιός, και παλαιόθεν ευγήκαν από αυτόν τον τόπον πολλοί περιβόητοι φιλόσοφοι και τα έργα τα τεχνικά οπού έχει της αρχαιότητος προξενούν θαυμασμόν και δια τούτο όλοι οι Ευρωπαίοι και τα λοιπά έθνη των απίστων, φρονούν τούτο το φρούριον ως το σπίτιον ιδικόν τους, και επειδή το νομίζουν ότι είναι προσκυνητήριον, τόσον οι Ευρωπαίοι, καθώς και όλα τα έθνη των απίστων των ονομαζομένων χριστιανών, το υπερασπίζονται και προσπαθούν να μην εύγη από τας χείρας των απίστων αποστατών. Και εσυμφώνησαν και υπεσχέθησαν γενικώς την βοήθειά τους και δια ξηράς και δια θαλάσσης. 
Οι ρηθέντες αποστάται επειδή είναι πολυάριθμοι, ο δούλος σας άφησα τον ύπνον και ησυχίαν καταγινόμενος εις το να καταδαμάσω τους αποστάτας. Αν ίσως οι άπιστοι Ρωμαίοι συμφωνήσαντες μαζί των προς βοήθειαν των Αθηνών, θελήσουν να εφορμήσουν καθ' ημών, ελπίζομεν εις τον Θεόν να τους στρέψωμεν εις φυγήν και να διαλύσωμεν τα καταραμένα των κινήματα με την υπερτάτην θείαν βοήθειαν και με τας θαυματουργάς ευχάς του διαδόχου της επιφανείας της γης, του Βασιλέως μας. 
Κατά τας τωρινάς περιστάσεις είναι αναγκαιότατον να παρευρίσκεται εις την πολιορκίαν των Αθηνών πάντοτε ένας βεζύρης τολμηρός και έμπειρος και επειδή [εγώ] ο δούλος σας από τας πολλάς ενοχλήσεις δεν έχω ευκαιρίαν και δια να μην παρέρχεται ο καιρός ματαίως, είναι αναγκαιότατον να διορισθή το ογληγορότερον εις αυτό το μέρος ο Πασάς της Ευρίπου, ο Ομέρ Πασάς. 
Κατά την δουλικήν πίστην μου αφ' ής ημέρας έφθασα εις Αθήνας, ημέραν και νύκτα αδιακόπως καταγινόμενος με όλην την ψυχήν, τόσον τα μοναστήρια ωσάν και τα οσπίτια τα οποία είχον εις την εξουσίαν των οι άπιστοι Ρωμαίοι ελευθερώνοντας από τας χείρας των με χιλίας δυσκολίας, και όσον και αν επιμελήθην δια να βάλλω λαγούμι, από εν μέρος οι απεσταλμένοι από την Πόλιν λαγουμιτζήδες διόλου δεν ωφέλησαν. Μερικοί ιδεάτοι με ειδοποίησαν ότι εάν είχα εδώ τους μαντεμτζίδες οι οποίοι είναι εις την Σκόπιαν, ηθέλαμεν τρυπήσει πέρα πέρα το κάστρον των Αθηνών με λαγούμι, δια τούτο και έστειλα επίτηδες πεζόν, οπού να φέρη δέκα από αυτούς και αφού κατορθωθή το λαγούμι κατ' αυτόν τον τρόπον θέλει λάβει τέλος η υπόθεσις τού φρουρίου, επειδή και έχει μέσα άνδρας πολεμιστάς. 
Αι δυσκολίαι τας οποίας δοκιμάζω δια τας τροφάς τας αναγκαίας εις το στρατόπεδον είναι απερίγραπτον. Προς τούτοις ανανέωσα έως δέκα μύλους οπού ευρίσκονται εις τα πέριξ των Αθηνών, και οι οποίοι καθημερινώς αλέθουν έως πέντε χιλιάδες [οκάδες] αλεύρι, το οποίον επροσδιόρισα δια να δίδεται εις μόνον το στράτευμα το διορισμένον εις την φύλαξιν των Αθηνών. 
Δια να φυλάττωμεν εναντίον των εχθρών τους μύλους οπού ανανεώσαμεν, είμεθα αναγκασμένοι να βάλωμεν εις κάθε μύλον δια προφύλαξιν από 80 έως 100 στρατιώτας. Μ' όλον οπού ετοίμασα έως εξ επτά χιλιάδας εκλεκτόν στράτευμα δια να το στείλω εις τα Δερβένια του Μορέως, με το να μην ημπορέσω όμως να προμηθεύσω δια τούτο το στράτευμα τριών έως πέντε ημερών ζαηρέ, διά τούτον και δεν εστάλθη. Αν έμεναν όλαι αι ελπίδες μου εις τον ζαηρέ οπού επροσμέναμεν από Λάρισαν, προ πολλού το στράτευμα όλον απέθνησκεν από πείναν. Ο ζαηρές οπού έρχεται από εκεί εις διάστημα ενός μηνός, μόλις πέντε ημέρες αρκεί εις το στράτευμα. Τώρα ούτε ένα σπυρί ζαηρές δεν μας έμεινε ώστε όπου εκατήντησα εις μεγάλην αμηχανίαν. 
Την προμήθειαν να φροντίσω ή να φροντίσω δια τας άλλας πολεμικάς υποθέσεις; Δια να με ελευθερώσετε από αυτήν την φροντίδα διατάζετε να μας στέλλωνται εις αλεύρι και όχι εις σιτάρι. Αν είχαμεν εδώ όσους μύλους χρειαζόμεθα, εις την Εύριπον ευρίσκεται στάρι και ημπορούσαμεν να εξοικονομηθώμεν. 

*** 

Ιδιόχειρος επιστολή του Κιουταχή προς τον Αλή Αγά 

Ανάγκη πάσα να προφθάση ο ζητηθείς βεζύρης μιαν ώρα αρχύτερα δια [να] φθάσω να πιάσω την θέσιν των Δερβενιών, τώρα οπού το αξιώτατον ασκέρι της Ρούμελης ευρίσκεται εις τον Μωρέα δια τον μεταξύ του εμφύλιον πόλεμον. Ότι αν αυτό το ασκέρι εύγη έξω και ενωθή με τους τακτικούς, εχάσαμεν όχι μόνον τους κόπους μας, παρά και όλα τα στρατεύματά μας και πλέον ραγιά δεν έχομεν, διατί έχοντες την Ρούμελην, τον Μωρέα όποτε θέλωμεν τον έχομεν εις το χέρι. Και τούτο το υπόσχομαι: όταν έχομεν την Ρούμελην, εις διάστημα δύο μηνών να εξουσιάσω τον Μορέα με το ιζίνι του Θεού και με την ευχήν του Αυτοκράτορά μας. Τούτο στέκει εις την δραστήριον και ογλήγορον ενέργειαν, αν δε εξ εναντίας, εχάσαμεν όλον το παν.








"Bαλκάνιοι φιλέλληνες" στην επανάσταση του 21

Της Αγγελικής ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ


"-Πώς ονομάζεσαι;
-Σάββας Βούλγαρης.
-Ποία η πατρίς σου;
-Από την Βουλγαρίαν.
-Έχεις πολύν καιρόν εις την Ελλάδα;
-Από την αρχήν της Επαναστάσεως.
-Τι δουλειά έκαμνες;
-Στρατιώτης.
-Εις ποία μέρη;
-Εις διάφορα. ...Εις την Σκιάθον...
-Υπό τίνος οδηγίαν ήσουν;
-Υπό τον Καρατάσσον...".
Από πολυάριθμα ντοκουμέντα, που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια, φαίνεται ότι παρόμοια στιχομυθία θα μπορούσε να επαναληφθεί πολλές φορές αν "εξετάζονταν" κι άλλοι βαλκάνιοι αγωνιστές στον επαναστατημένο ελληνικό και γενικότερα βαλκανικό χώρo. O Σάββας από τη Βουλγαρία, μ' άλλα λόγια, αποτελεί τυπική περίπτωση μισθοφόρου: Πιθανόν, πριν να στρατολογηθεί, μαζί με συντρόφους του ή ως επικεφαλής τους, στα επαναστατημένα σώματα στη Μακεδονία και τελικά στην Πελοπόννησο, να ήταν χαϊντούκος κάπου στη Ροδόπη ή στον Αίμο, αργότερα να συμμετείχε στη Σερβική επανάσταση (1804), να στρατολογήθηκε στο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1806-12) ή ακόμα στη Βλαχία το 1821 από τον Αλ. Υψηλάντη και τον Τ. Βλαδιμηρέσκου. Είναι βέβαια γνωστό ότι ο πληθυσμός της ορεινής ενδοχώρας (π.χ. "Βουλγαριά", "Αρβανιτιά") προσφερόταν για στρατολόγηση, γεγονός που αποτυπώθηκε και σε δημώδη άσματα: 
|"Εβγήκε ο Νάνος 'ς τα βουνά ψηλά 'ς τα κορφοβούνια 
Και παλληκάργια μάζωνε Γουργάρους κι' Αρβανίτες".| 
Κι ακόμα: 
|"Νίκο μου, τι ζουρλάθηκες, πήρε Θεός το νου σου, ... 
και περπατείς αρματωλός και περπατείς και κλέφτης; 
-Εσείς καλά το ξέρετε και Τούρκοι και Ρωμαίοι, 
περσύ ήμουνα 'ς τη Βουλγαριά μάζωνα παλληκάρια 
και φέτο μπήκα 'ς το γιαλό και πάω τα καράβια".| 
Το θέμα "Βαλκάνιοι φιλέλληνες", στο οποίο δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση μεταπολεμικά, ήρθε να συμπληρώσει, κατά κάποιο τρόπο, το φαινόμενο του δυτικοευρωπαϊκού "φιλελληνισμού" και να αναδείξει παλαιούς διαβαλκανικούς δεσμούς, που είχαν πέσει στη λήθη μέσα από τις προηγούμενες προτεραιότητες των εθνικιστικών ιστοριογραφιών και την πολιτική αντιπαλότητα που τις εξέθρεφε. Έτσι, δεν είναι παράδοξο που στη συγκυρία της αρχόμενης δεκαετίας του '60, όταν εγκαινιάστηκε μεταπολεμικά η διαβαλκανική συνεργασία και στο πεδίο της ιστοριογραφίας, οι κοινοί δεσμοί των βαλκάνιων μελετήθηκαν για μια ακόμα φορά μετά τη δεκαετία του '30. Τα σχετικά δημοσιεύματα έρχονταν να καλύψουν ένα σημαντικό ιστοριογραφικό κενό, γύρω από τη συμμετοχή των βαλκάνιων στην Ελληνική επανάσταση. Έτσι, από τη μια, το διπολικό ψυχροπολεμικό κλίμα δεν εμπόδισε τον ενδιάμεσο χώρο της Βαλκανικής να γνωρίσει περίοδο διακρατικής σύγκλισης και συνεργασίας. Ταυτόχρονα, ωστόσο, σφράγισε τη συγκεκριμένη ιστοριογραφική προσπάθεια με αμφίσημο περιεχόμενο, εθνικό και διαβαλκανικό. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, το θέμα, ειδικότερα, της συμμετοχής βαλκάνιων στην Επανάσταση του '21, πρόσφερε στην επιχειρούμενη τότε βαλκανική σύγκλιση, όχι εντελώς αυθαίρετα, ένα εύληπτο ιστορικό προηγούμενο. Η έμφαση στο βαλκανικό φιλελληνισμό μπορούσε επίσης να συμβάλει στην εξιδανίκευση της συνδρομής των "ομόδοξων" βαλκάνιων στον εθνικό αγώνα των ελλήνων και σε μια κατηγοριοποίησή τους σε εθνικές ομάδες -ο ετεροχρονισμός ήταν ήδη ευδιάκριτος σ' αυτό το εγχείρημα-, αφού η εθνική συνείδηση των περισσότερων από αυτούς τους φιλέλληνες παρέμενε ακόμα αδιαμόρφωτη. 
Ήταν λοιπόν επόμενο, με βάση αυτή την προβληματική, το πλούσιο ιστορικό υλικό, που είδε το φως της δημοσιότητας στις αξιόλογες κατά τα άλλα μεταπολεμικές μελέτες, να μη χρησιμοποιηθεί για να απαντήσει σε ερωτήματα γύρω από την έξοδο πολυάριθμων ομάδων από τις παραδοσιακές κοινωνίες της Χερσονήσου, τους μηχανισμούς στρατολόγησής τους και τελικά γύρω από την ίδια την επαναστατική διαδικασία του αρχόμενου 19ου αιώνα, στο πλαίσιο των στρατιωτικών συγκρούσεων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με διάφορες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Από την ίδια οπτική γωνία θα μπορούσε να διερευνηθεί με ποιο τρόπο οι εθνικές επαναστάσεις, ως βαθιές ιστορικές τομές, λειτούργησαν πάνω στα άτομα που τις βίωσαν από μέσα, μετατρέποντας την κοινωνική τους θέση και τις συνειδήσεις τους από θρησκευτικές/παραδοσιακές σε πολιτικές/νεοτερικές. 
Όπως φάνηκε κιόλας, θα προσπεράσουμε το ζήτημα της συμμετοχής των βαλκάνιων στη Φιλική Εταιρεία και θα περιοριστούμε στη δράση τους στην Ελληνική επανάσταση. Αυτή η επιλογή επιβάλλεται, όχι μόνο γιατί ακολουθούμε την τομή της προγενέστερης ιστοριογραφίας αλλά και γιατί πρόκειται για διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα με διαφοροποιημένο βαθμό συνείδησης ως προς το νεοτερικό και ανατρεπτικό χαρακτήρα μιας εθνικής επανάστασης: Οι σλάβοι Φιλικοί προέρχονταν συνήθως από τον χώρο των πόλεων και ήταν επαγγελματίες, συχνά γνώριζαν την ελληνική γλώσσα, αν δεν ήταν κιόλας "γραικομάνοι". Αντίθετα, όσοι στρατολογήθηκαν προέρχονταν κατά κανόνα από τον αγροτικό ορεινό χώρο ή από μεγάλες πόλεις, όπου περιφέρονταν φτωχοί και άπραγοι. Η συστράτευσή τους με τους έλληνες δεν ήταν πάντα αυτονόητη. Στον ευρύ χώρο της Βαλκανικής, όπου οι στρατιωτικές συμπλοκές αποτελούσαν σταθερή κατάσταση για δεκαετίες, οι παραπάνω ομάδες εντάσσονταν χωρίς δισταγμό στον οθωμανικό ή τον ελληνικό στρατό, εξ επαγγέλματος ή από ανάγκη. Γνωρίζουμε π.χ. ότι πάμπολλοι βούλγαροι, που στρατολογήθηκαν στη Βλαχία από τον Υψηλάντη, προέρχονταν από τα φτωχά στρώματα της Οδησσού και της Βεσσαραβίας, όπου είχαν καταφύγει μετά το ρωσο-τουρκικό πόλεμο, κι ακόμα πως στην Τριπολιτσά, εκτός από τους αρβανίτες, πολλοί βούλγαροι βρέθηκαν, στο μακελειό που ακολούθησε την άλωσή της, να υπηρετούν ως ιπποκόμοι (σεϊζήδες) τους οθωμανούς. Συνεπώς, μπορεί πιο εύκολα κανείς να αντιληφθεί στην πρώτη περίπτωση το βαθμό οργάνωσης που μπορούσε να έχει "ο συρφετός των απείθαρχων", και στη δεύτερη την αιτία που ανάγκαζε χριστιανούς, ενταγμένους στα οθωμανικά στρατεύματα, να αυτομολούν και να εντάσσονται στα ελληνικά, ως έσχατη λύση σωτηρίας. 
Χωρίς λοιπόν να αποκλείονται ως στάση των "βαλκάνιων φιλελλήνων" το "ομόδοξο" και το αντι-οθωμανικό μένος, φαίνεται πως αυτά ως ενιαία και καθολικά κίνητρα υπερτονίστηκαν στη βιβλιογραφία. Η ενδημική φτώχεια, που σταθερά χαρακτήριζε κυρίως τον ορεινό χώρο, κι ακόμα η κοινωνική δομή της ευρείας οικογένειας, μέσα στην οποία τα άρρενα μέλη ασχολούνταν αποκλειστικά με τη ληστεία και τον πόλεμο, με το έθιμο της "εκδίκησης" να τα εξωθεί συχνά στη βία και στη φυγοδικία. Πρόκειται για πραγματικότητες που δεν πρέπει να μας διαφεύγουν. Από αυτή την άποψη, δεν είναι τυχαίο ότι από το Μαυροβούνιο, που από γεωφυσική και κοινωνική άποψη είναι ένας παρόμοιος χώρος, προέρχονται γνωστοί στρατιωτικοί "φιλέλληνες". Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε τη συμμετοχή στον πόλεμο ως τη συνηθέστερη διέξοδο, γιατί εξασφάλιζε τα αναγκαία, μέσα από τη μισθοδοσία (λουφέδες) και το πλιάτσικο (διαγούμισμα) και συνεπώς ως το κυριότερο κίνητρο, για όσους πήραν το δρόμο προς τα νότια ή άλλαξαν στρατόπεδο. Έτσι, εξάλλου, μπορεί να ερμηνευθούν οι περιπτώσεις αγωνιστών -ο Βάσος Μαυροβουνιώτης και ο Χατζή Χρήστος είναι οι πιο χαρακτηριστικές-, οι οποίοι αρχικά πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στους οθωμανούς και στη συνέχεια στους έλληνες. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ένα δίστιχο από την περίοδο, προφανώς, που ο τελευταίος, αιχμάλωτος των οθωμανών (1825-1828), δεχόταν προτάσεις να παραμείνει στο στρατόπεδό τους: 
|"Ρε Χατζη-Χρήστο Βούργαρη, μην πας με τους ραγιάδες 
έλα κ' εδώ προσκύνησε να πας με τους αγάδες"|. 
Η υποτιθέμενη απάντηση του Χατζή Χρήστου προφανώς προστέθηκε εκ των υστέρων: 
|"Εγώ δεν είμαι νιόνυφη να 'ρθω να προσκυνήσω 
μον' μ' έστειλε το έθνος μου για να σας πολεμήσω"|. 
Με βάση λοιπόν τους παραπάνω ιστορικούς όρους θα μπορούσαμε να επανεξετάσουμε τη συμμετοχή των ετοιμοπόλεμων ή των φτωχών στρωμάτων που στρατολογούνταν, ώστε να κατανοήσουμε πληρέστερα τον τρόπο και τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες οι εξεγέρσεις ενάντια στις τοπικές εξουσίες μετατρέπονται σε νεοτερικά κινήματα με πολιτικούς στόχους. Ο συνδυασμός της πολιτικο-στρατιωτικής ευρωπαϊκής ιστορίας με την κοινωνική, και την ιστορία της διάχυσης των ιδεών της Γαλλικής επανάστασης -τομείς που μελετήθηκαν ικανοποιητικά αλλά δεν τονίστηκαν πάντα οι διαπλοκές τους- θα υποδείκνυε μια περιοδολόγηση του επαναστατικού φαινομένου στη Βαλκανική, πέρα από το γνωστό σχήμα των σταδίων (φεουδαρχία-καπιταλισμός-σοσιαλισμός). Έτσι θα γίνονταν πιο ευδιάκριτες και θα μπορούσαν να ερμηνευτούν η ασάφεια των νεοτερικών στοχεύσεων, η αποτυχία συγχρονισμού των επαναστατικών εξεγέρσεων, και γενικότερα τα δομικά χαρακτηριστικά στην οργάνωση των βαλκάνιων, τα οποία συνέβαλαν, στις δοσμένες ευρωπαϊκές ισορροπίες, στη χάραξη του συγκεκριμένου χάρτη. 
Από τα παραπάνω φάνηκε κιόλας ότι οι βαλκάνιοι "φιλέλληνες" διαφέρουν ως προς τα κίνητρα, τη δράση και την αντίληψη για τον πόλεμο, όχι μόνο από τους δυτικοευρωπαίους φιλέλληνες αλλά και από τους βαλκάνιους Φιλικούς, οι οποίοι δρούσαν για την εφαρμογή του πολιτικού σχεδίου της "Ευρώπης των εθνικοτήτων". Η απουσία, δηλαδή, ενός παρόμοιου συνειδητού στόχου από τη μεριά των περισσότερων σλάβων "φιλελλήνων", δείχνει ότι ελάχιστη σχέση είχαν με το πολιτικό σχέδιο που συνεπάγεται το εθνικό πρόγραμμα. Από αυτή την άποψη, η προσπάθεια της μεταπολεμικής ιστοριογραφίας να τους κατατάξει σε επιμέρους εθνικές ομάδες είναι μάλλον αναχρονιστική. Πολύ περισσότερο, που το σχετικό ιστορικό υλικό συνηγορεί ακριβώς για το αντίθετο, ότι δηλαδή οι σλάβοι, τουλάχιστον όσοι δεν είχαν ακόμη εμπλακεί σε επαναστατικές διαδικασίες στη γενέτειρά τους, όπως τα φτωχά στρώματα που προσφέρονταν για στρατολόγηση σ' όλη την έκταση της Χερσονήσου, είχαν ακόμα μια αδιαφοροποίητη αντίληψη για το γεωγραφικό χώρο και για την ομάδα στην οποία ανήκαν, αν και αυτή η αντίληψη άλλαζε με όλο και ταχύτερο ρυθμό. Η ίδια αναπαράσταση ανιχνεύεται και σε ελληνικές αναφορές στους σλάβους της Βαλκανικής. Τα σύνθετα εθνωνύμια και γεωγραφικά ονόματα, που συναντάμε πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα σε πολλά ελληνικά κείμενα, απεικονίζουν ακριβώς τις ασαφείς ακόμη διαφοροποιήσεις του σλαβικού πληθυσμού και των υπολοίπων μιγμάτων (σερβοβούλγαροι/ Σερβοβουλγαρία, Γουργαροσερβία, θρακοσλάβοι, θρακομακεδόνες, αλβανοέλληνες). Αξιοσημείωτο είναι ακόμα ότι ορισμένα εθνωνύμια σήμαιναν επαγγέλματα, όπως έλληνας=έμπορος, αρναούτης=στρατιώτης, και τέλος πως ο χαρακτηρισμός βούλγαροι (βούργαροι, γούργαροι) αποδιδόταν γενικά στους σλάβους της Βαλκανικής, όπως ρητά αναφέρει ο Π.Ι.Σπορίδης, βιογράφος του Χατζή Χρήστου (1855). Έτσι μπορούμε εξάλλου να εξηγήσουμε γιατί ο τελευταίος υπέγραφε ως "Βούλγαρης", ενώ καταγόταν από τη δυτική Βαλκανική, όπως αποκαλύπτει το επίθετο "Τάγγοβιτζ" σε ένα μοναδικό έγγραφό του. Η αδυναμία συνεπώς των ελλήνων να τους διακρίνουν σε μικρότερες εθνικές ομάδες, δεν ήταν άσχετη με το βαθμό αυτοσυνείδησης αυτών των πληθυσμών. Φανέρωνε δηλαδή τις αδιαμόρφωτες πραγματικότητες ευρύτατων στρωμάτων της Βαλκανικής, οι οποίες μόλις τότε άρχιζαν να μεταβάλλονται. 
Παρόλη ωστόσο την απουσία συνείδησης και στόχευσης στο νεοτερικό ευρωπαϊκό πρόταγμα, οι βαλκάνιοι "φιλέλληνες", αφότου έφτασαν στον ελληνικό χώρο και συμμετείχαν στην επαναστατική διαδικασία, δεν παρέμειναν απαράλλαχτοι. Αρχικά μισθοφόροι εξ επαγγέλματος ή από ανάγκη, και υπήκοοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατέληξαν επαναστάτες και τελικά, στο πλαίσιο του νεοϊδρυμένου ελληνικού κράτους, "πατριώτες" και "ευπειθείς πολίτες", αν και πολλοί πάμφτωχοι και απογοητευμένοι. Δεν είναι υπερβολή να θεωρήσουμε πως η "μεταβολή" που βίωσαν ατομικά και συλλογικά συμπυκνώνει τη μετατροπή της "Ευρώπης των συμμαχιών" σε "Ευρώπη των εθνικοτήτων", με τις ριζικές αλλαγές και τις ανατροπές τις οποίες αυτά τα πολιτικά προγράμματα συνεπάγονται σε κοινωνικό και ατομικό πεδίο. Η διαφορά έγκειται στην εθνική συνείδηση που ορισμένοι από αυτούς απέκτησαν, για πρώτη φορά τότε, συμμετέχοντας στον αγώνα και στην πολιτική ζωή. Και εδώ η περίπτωση του "ετερόγλωσσου" Χατζή Χρήστου "με τ' ανάποδά του τα Ελληνικά", "ίσως Βούλγαρου, ίσως Σέρβου", "από πατρίδα άγνωστη, ίσως Μποσνάκου", που εκπροσωπούσε στην Εθνοσυνέλευση τους Σερβοβουλγάρους (ή Θρακομακεδόνες), είναι αποκαλυπτική: Ακόμα κι αν δεν εξέφρασε ακριβώς όσα αναφέρει ο Δ. Σουρμελής, θα μπορούσαν κάλλιστα οι επόμενες αντιλήψεις να θεωρηθούν δικές του όπως και πολλών άλλων συναγωνιστών του, ντόπιων και "μεταναστών": 
"|Εν τη ζωή μου|, φέρεται να δήλωσε, |δεν απήντησα θαυμασιώτερον παρά την μεταβολήν εμού του ιδίου αυτού~ οσάκις διαλογίζωμαι τον προ της επαναστάσεως βίον μου, και είτα την θέσιν και την κατάστασιν, εις ην ήδη ευρίσκομαι, μένω εκστατικός εις τρόπον ώστε δυσπιστώ αν εγώ αυτός είμαι εκείνος ο προ της Επαναστάσεως|". 
Αυτές, όπως και ανάλογες περιπτώσεις, δείχνουν ότι δεν επρόκειτο πλέον για "βαλκάνιους φιλέλληνες" αλλά για "πολίτες έλληνες", οι οποίοι μάλιστα διεκδικούσαν την εγκατάστασή τους σε "συνοικισμούς", μέσα από τους οποίους θα συμμετείχαν στην πολιτική ζωή. Η ιδιότητά τους και μόνο του "πολίτη" αρκούσε για να διεκδικούν τα δικαιώματά τους, χωρίς ταυτόχρονα να διστάζουν να προβάλλουν τη διαφορετική τους θρησκεία και καταγωγή. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του αγωνιστή Παϊράμη Λιάπη, ο οποίος, απευθυνόμενος στον Κυβερνήτη της Ελλάδος, αυτοπαρουσιάζεται ως: 
|"Τούρκος την θρησκείαν, το γένος Αλβανός, αλλά πολίτης Έλλην, (διότι ηγωνίσθην εις όλον το διάστημα του Ελληνικού υπέρ ελευθερίας αγώνος~ και ηγωνίσθην όχι κατ' ανάγκην, αλλά κατά προαίρεσιν μισών την τυραννίαν, και λαβών συμπάθειαν διά την τυραννουμένην ανθρωπότητα)...|" (1828). 
Μ' άλλα λόγια, η συμμετοχή των "μεταναστών" στον απελευθερωτικό αγώνα αρκούσε για να νομιμοποιηθούν με τον "ορισμόν του πολίτου Έλληνος". Ο "εθνισμός" τους, από τον οποίο αντλούνταν και νομιμοποιούνταν τα "πολιτικά δκαιώματά" τους, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Βρισκόμαστε στην πρώτη φάση της μεγάλης "μεταβολής", στο πεδίο της θεσμοθέτησης της δημοκρατίας στην άσκηση της εξουσίας του κράτους. Οι αλλαγές που θα βιώσουν στη συνέχεια οι "μετανάστες" αγωνιστές έχουν λιγότερη σχέση με την προέλευσή τους και περισσότερη με τις πολιτικές ισορροπίες, εξωτερικές και εσωτερικές, που διαμορφώνονται ραγδαία στο ελληνικό κράτος. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι το βαλκανικό τους παρελθόν παρέμενε χωρίς σημασία στο παρόν τους κι ούτε βέβαια στο δικό μας. 

|Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων|





Ρήγας, Κοραής, Ελλάς

Της Βάσιας ΚΑΡΚΑΓΙΑΝΝΗ-ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ


Το ιστορικό υπόβαθρο

Όταν στα 1806 ο ανώνυμος συγγραφέας του βιβλίου |Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας| (βιβλίο επαναστατικό δια του οποίου στηλιτεύεται η πολιτική του ανώτερου κλήρου και των φιλότουρκων προεστών), ανέθετε "ως δώρον" το σύγγραμμά του στον Ρήγα Βελεστινλή, έγραφε: "Εις τον τίμβον του μεγάλου και αειμνήστου Έλληνος Ρίγα τω υπέρ της σωτηρίας της Ελλάδος εσφαγιασθέντος χάριν ευγνωμοσύνης(...)". Στο κείμενο-αφιέρωση που ακολουθούσε, όπου ο Ρήγας απεκαλείτο "αξιάγαστος Ήρως", "Πρόδρομος μιάς ταχέως ελευθερώσεως της κοινής Πατρίδος μας Ελλάδος" για την αγάπη της οποίας "εθυσίασε και την ζωήν του", ο ανώνυμος συγγραφέας τελείωνε με τα εξής λόγια: "δέξαι το λοιπόν, με το συνηθισμένο σου ελληνικόν ιλαρόν και καταδεκτικόν σου βλέμμα (...) ως αρραβώνα εκδικήσεως του λαμπρού αίματός σου κατά των τυράννων της Ελλάδος. Η δε Ελλάς άπασα θέλει δοξάσει δια παντός το όνομά σου (...) 
Το βέβαιο είναι ότι ήταν πράγματι φοβερός ο κρότος που η φήμη της επιχείρησης του Ρήγα ανέπεμψε στις ακοές των Ελλήνων όπου κι αν αυτοί βρίσκονταν. Στη γενέτειρά του Θεσσαλία, πρώτα απ' όλα: ιδιαίτερα στο Βελεστίνο, όπου η οικογένειά του υπέστη δεινά~ αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, και στην Ευρώπη: όταν ο Αδαμάντιος Κοραής, το 1798, εκδίδει την |Αδελφική Διδασκαλία| του, πρώτο από τα επαναστατικά φυλλάδια που δημοσίευσε, στα χρόνια που η προώθηση των δημοκρατικών Γάλλων στην Ανατολή είχε δημιουργήσει ελπίδες ελευθερίας, γνωρίζει, στο Παρίσι, ότι ο Ρήγας με τους συντρόφους του έχει παραδοθεί στους Τούρκους, αλλά δεν έχει ακόμα μάθει για την εκτέλεσή τους σαν γράφει τα εξής: "Παρίστανται ίσως ταύτην την ώρα δέσμιοι, έμπροσθεν του τυράννου, οι γενναίοι ούτοι της ελευθερίας μάρτυρες. Ίσως, ταύτην την ώραν, κατεβαίνει εις τας ιεράς κεφαλάς των η μάχαιρα του δημίου, εκχέεται το γενναίον ελληνικόν αίμα από τας φλέβας των, και ίπταται η μακαρία ψύχην των δια να υπάγη να συγκατοικήσει με όλων των υπέρ ελευθερίας αποθανόντων τας αοιδίμους ψυχάς. Αλλά του αθώου αίματος η έκχυσις αυτή αντί του να καταπλήξει τους Γραικούς θέλει μάλλον τους παροξύνει εις εκδίκησιν". Αυτή είναι η πρώτη δημόσια ελληνική αντίδραση για το χαμό του Ρήγα, σ' ένα σύγγραμμα που αποτελεί φλογερό κήρυγμα εξέγερσης εναντίον των Τούρκων, αλλά και απελευθέρωσης από την "εσωτερική δυνάστευση του ιεραρχίου και των αρχόντων" που, όπως γράφει ο Κοραής, "αρπάζωσι ανηλεώς από των πεινόντων χριστιανών τα στόματα τον ολίγον εκείνον άρτον τον οποίον και αυτή των Τούρκων η απληστία εντρέπεται να αρπάση". 
Στις σελίδες της |Αδελφικής Διδασκαλίας| "εκδηλώνεται για πρώτη φορά δημόσια και με σαφήνεια το όραμα της διπλής απελευθέρωσης που θα αποτελέσει τον άξονα της δραστηριότητας του Κοραή σε όλη τη διάρκεια της μακράς του ζωής" (βλ. Φ. Ηλιού, |Προσθήκες στην Ελληνική βιβλιογραφία, Α, Τα βιβλιογραφικά κατάλοιπά του (1515-1797)|, Νεοελληνικές Έρευνες, Διογένης, Αθήνα 1973, σ. 269). 
Πρέπει να προσθέσουμε εδώ, ότι η |Αδελφική Διδασκαλία| ερχόταν να απαντήσει στην |Πατρική Διδασκαλία| που είχε εκδοθεί στην Κωνσταντινούπολη -από τον Διονύσιο Πλαταμώνος μάλλον (και που ο Κοραής ξανατυπώνει στο πρώτο μέρος του φυλλαδίου του)- ανήκει δε στην ομάδα των φυλλαδίων που δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια "της μεγάλης ιδεολογικής κρίσης και σύγκρουσης των ετών 1793 - 1805, όταν το Πατριαρχείο προσπαθούσε, και με βίαια μέσα, να αναχαιτίσει τη διάδοση των νέων ιδεών και να καταπολεμήσει τα επαναστατικά-απελευθερωτικά κινήματα που συνδέονταν με την ανάπτυξη της δημοκρατικής ιδεολογίας" και την προώθηση των γαλλικών στρατευμάτων στην Ανατολή. Είναι εξίσου ενδιαφέρον, για να μπούμε λίγο περισσότερο στο κλίμα των καιρών εκείνων, να αναφερθούμε σ' ένα άλλο κείμενο που είχε αποδοθεί στον Αθανάσιο Πάριο, ο οποίος πρωτοστατεί στην Πατριαρχική εξόρμηση εναντίον των "λιμπερτίνων" και άλλων "ιλουμινάτων χοίρων" της εποχής, και που βγαίνει για ν' αντικρούσει την |Αδελφική Διδασκαλία| του Κοραή (1805). Τιτλοφορείται δε |Νέος Ραψάκης ήτοι έλεγχος της αντιχρίστου, κατά των θείων γραφών συκοφαντίας, προς ερεθισμόν των απλουστέρων, εν είδη αντιρρήσεως μεθοδευθείσης, παράτινος των νέων λιμπερτίνων κατά της πατρικής διδασκαλίας, και χάριν ασφαλείας προεκδοθείσης των χριστονύμων λαών|. Σημειωτέον ότι η έκδοση της |Πατρικής Διδασκαλίας| (από το Πατριαρχείο) είχε σαν άμεση αφορμή την κυκλοφορία του |Ροπάλου του Ηρακλέους| -δηλ. του επαναστατικού φυλλάδιου που είχε ετοιμάσει ο Ρήγας- το οποίο περιείχε την επαναστατική προκήρυξη, την |Νέα Πολιτική Διοίκηση|, και το |Θούριο|: "Κάποιοι από τους δικούς μας ομογενείς", μπορούμε να διαβάσουμε στην Πατρική Διδασκαλία, "κινούμενοι υπέρ της ελευθερίας και του γένους (...) βιβλιάριον εξέδωκαν, |Ρόπαλον του Ηρακλέους| αυτό ονομάσαντες, οι Ελληνόφρονες~ βιβλίον δηλαδή διεγερτικόν, ερεθιστικόν, παρακινητικόν (...). Η θεία πρόνοια ελέησε το γένος των χριστιανών, και προ τού να διαδοθούν εις τον κόσμον εκείνα τα κακέμφατα ρόπαλα, έκαμε και εφανερώθη η αντίθετος αυτή σκευωρία και παρεδόθησαν εις το πυρ~ και οι κατά των ιδίων δεσποτών την κοινήν και καινήν ευτρεπίσαντες μαχαίραν, εύρον μισθόν του παραλόγου ζήλου αυτών (...)." Ο άξιος "μισθός" είναι η δολοφονία του Ρήγα και των συντρόφων του. Το όνομα του Ρήγα δεν αναφέρεται βέβαια πουθενά. Ο συγγραφέας τοποθετείται σε γενικότερο επίπεδο και προσπαθεί, με επιχειρήματα που παίρνει από τις Γραφές, να καταπολεμήσει "το νυν θρυλούμενον σύστημα της ελευθερίας" που είναι το "δέλεαρ του διαβόλου" (βλ. Φ. Ηλιού, ο.π., σ. 272). 
Κείμενα πάντως σαν αυτό του Α. Κοραή που αναφέραμε, βρίσκονται στη βάση ανάπτυξης μιας μεγάλης εικονογραφικής σειράς η οποία, από τις αρχές του 19ου αιώνα και ως τον εικοστό, θα παρουσιάζει σε εγχάρακτες εικόνες, λιθογραφίες ή και φορητούς πίνακες που έπαιξαν τεράστιο ρόλο για τη διάδοση του φιλελληνισμού, τον Ρήγα και τον Κοραή να βοηθούν αντάμα την πληγωμένη και "πενιχράν χλαμύδα" φέρουσα Ελλάδα, ώστε ν' ανορθωθεί και ν' αποτινάξει τα δεσμά της Οθωμανικής κατοχής. 



Μια εικόνα του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ 

Ιδού μία παραλλαγή του θέματος αυτού, όπως μας την παραδίδει σε φορητό πίνακα ο ζωγράφος Θεόφιλος. Το έργο εκτελέστηκε στην περιοχή του Βόλου, στα 1911. Τίποτε άλλο δεν γνωρίζουμε για τις συνθήκες δημιουργίας του. Βρίσκεται στη συλλογή του εκλιπόντος Αλεξάνδρου Ξύδη, ο οποίος και μας το παραχώρησε άλλοτε. 
Παρουσιάζεται εδώ ο Ρήγας, στο κέντρο περίπου της εικόνας, έτσι όπως τον ξέρουμε κι από άλλες παραστάσεις της εποχής, εύσωμος, στρογγυλοπρόσωπος, με σκούρα ημίμακρα σγουρά μαλλιά που πέφτουν ελαφρά στο μέτωπο, μαύρα καμπυλωτά φρύδια και μαύρο στριφτό μουστάκι, στρογγυλό πηγούνι, μαύρα, ορθάνοιχτα μάτια, να κρατά, από αριστερά, το γυμνό καταπληγωμένο χέρι μιας ρακένδυτης γυναίκας με πονεμένη έκφραση, που σ' αυτήν αναγνωρίζουμε την Ελλάδα: οι στίχοι που αναγράφονται στο κάτω μέρος της εικόνας μας βοηθούν στην αναγνώριση. Τη γυναίκα βαστά από αριστερά, στην αγκαλιά του σχεδόν, βοηθώντας την στην προσπάθεια ανέγερσης, ένας άνδρας ντυμένος με "ευρωπαϊκά" ρούχα, ο Κοραής. Η Ελλάδα ανασύρεται από σωρό ερειπίων αρχαίων: σπασμένες κολώνες, κιονόκρανα. Τρεις όρθιες κολώνες, στο πίσω μέρος, τονίζουν την τάση ανόρθωσης. Στα δεξιά της εικόνας, πάνω σε βάθρο, αναγνωρίζουμε το άγαλμα της θεάς Αθηνάς, με το δόρυ, την ασπίδα, την περικεφαλαία, σαφή αναφορά στην αρχαία, κλασική φιλοσοφική κι επιστημονική παράδοση των Ελλήνων, για την αναγέννηση της οποίας εργάζονται όλοι οι προοδευτικοί έλληνες λόγιοι της εποχής, ιερωμένοι όσο και "λαϊκοί". Για τους οπαδούς του διαφωτισμού, πάντως, εχθρούς της "Δεισιδαιμονίας και της αδελφής της τής Αμάθειας" καθώς και όλων των συντηρητικών τάσεων, η παρουσία της θεάς Αθηνάς συμβολίζει εκείνη τη δύναμη που διώχνει από τα μάτια των ανθρώπων το σκοτάδι (το θάμπωμα) και τους επιτρέπει να διακρίνουν το φως, την αλήθεια, οδηγώντας τους αναπότρεπτα στις οδούς της αρετής, της ευδαιμονίας, της ευνομίας, της ελευθερίας. Σε γράμμα, παραδείγματος χάριν, του υπογράφοντος με τα αρχικά Σ.Π. προς τον Κωνσταντίνο Νικολόπουλο (οπαδό του Κοραή) στο Παρίσι, τον Σεπτέμβρη ή Οκτώβρη του 1820, και που προέρχεται από το αρχείο του Θεόκλητου Φαρμακίδη, παραθέτει ο αποστολέας τον εξής Ομηρικό στίχο, αναφερόμενο στην Αθηνά, |Αχλύν δ' αύτοι απ' οφθαλμών έλον, ή πριν επήεν, Όφρ' ευ γινώσκεις ημέν θεόν, ηδέ και άνδρα| (Έβγαλαν το θάμπωμα που υπήρχε πριν στα μάτια, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να καταλάβει αν έχει μπροστά του θεό ή άνθρωπο) σαν ενίσχυση της δριμείας επίθεσής του ενάντια σ' εκείνους που θέλουν να είναι οι "οπαδοί του Χριστού" "τυφλοί, δια να μην διακρίνουν την αλήθειαν από το ψεύδος, και την αρετήν από την κακίαν". Στόχος στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο "Σιναΐτης Ιλαρίων", που είχε διορισθεί από το Πατριαρχείο "θεωρός της τυπογραφίας" -λογοκριτής δηλαδή- στην Κωνσταντινούπολη, και είχε τόσο εκμανεί από κάποια διαφωτιστικά δημοσιεύματα ώστε "έδωκεν γνώμην να παιδευτούν με ποινήν θανάτου πέντε εξ από τους θέλοντας να ενσπείρουν επανάστασιν δια να σωφρονισθούν οι άλλοι", έχοντας δει μάλιστα σε ποίημα του Ν. Πίκκολου (φίλου και συνεργάτη του Κοραή) "την λέξιν ελευθερίαν, εμάνη και είπεν ότι θέλει να φέρει τον Κοραήν σιδηροδέσμιον" στην Πόλη... 
Όταν ο Θεόφιλος ζωγραφίζει αυτόν τον πίνακα βάσει χαλκογραφικού προτύπου, δεν έχει πιστεύω γνώση όλων των συμβολικών φορτίσεων του θέματός του αλλ' ασφαλώς μερικών: δεν είναι ως γνωστόν η μόνη φορά που ζωγραφίζει τον Ρήγα ή την Αθηνά, η δε παιδεία του είναι σ' αυτά τα ιστορικά και μυθολογικά θέματα αρκετά μεγάλη. Εκείνο που σίγουρα αγνοεί, όπως πιθανότατα και ο παραγγελιοδόχος του, μα που γνώριζαν όλοι σχεδόν οι "φωτισμένοι" έλληνες λόγιοι των τελών του 18ου αιώνα, είναι ότι αυτή η παράσταση της Αθηνάς δίπλα στον Ρήγα, την εποχή κατά την οποία διαμορφώνεται ο συγκεκριμένος εικονογραφικός τύπος, σήμαινε και μερικά άλλα πράγματα: η Παλλάς Αθηνά ήταν το έμβλημα της |Εφημερίδος| των αδελφών Μαρκίδων Πουλίου, η οποία εκδόθηκε το 1790 και είχε μέχρι και το 1797 ευρύτατη κυκλοφορία. Το άκρως φιλελεύθερο, διαφωτιστικό πνεύμα της εφημερίδας έγινε φανερός φορέας των γαλλικών επαναστατικών ιδεών μετά τη λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της Οθωμανικής Πύλης που ζήτησε την παύση της. 
Όμως, η παύση έρχεται τελικά βίαιη μετά τη σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του: κατηγορούμενοι σαν "συνένοχοι ή συνεργοί εις τα υπό τινων αγυρτικών πνευμάτων οργανωθέντα σχέδια εναντίον της Ανατολής", οι αδελφοί Πούλιου συνελήφθησαν, το δε τυπογραφείο έκλεισε. Η παρουσία της Παλλάδος μ' άλλα λόγια στην εικονογραφική σύνθεση, έρχεται ίσως να θυμίσει επίσης, εδώ, τη συμβολή της ελεύθερης τυπογραφίας στη διάδοση των "φώτων" αλλά και των δημοκρατικών ιδεών. Αξίζει ν' αναφέρουμε ακόμη, ότι η ένωση των "Αληθοφίλων" που ιδρύθηκε το 1739 στη Γερμανία από τον κόμητα Christophe Manteuffel (αποκαλούμενο, όπως κι οι έλληνες διαφωτιστές από τους κατηγόρους τους, "διάβολο") είχε επίσης σαν σύμβολο τη θεά Αθηνά καθιστή, με περικεφαλαία, ακόντιο, ασπίδα απιθωμένη, κάτω αριστερά την κουκουβάγια κι ολόγυρα τη φράση "sapere aude", την οποία θα χρησιμοποιήσει το 1784 ο Καντ ως έμβλημα στο μαχητικό του δοκίμιο |Τι είναι διαφωτισμός|. Θα ήταν ενδιαφέρον λοιπόν να ερευνηθούν ενδεχόμενες σχέσεις των αδελφών Πούλιου καθώς και άλλων περί τον Ρήγα διαφωτιστών με την ένωση των "Αληθοφίλων". Πολύ περισσότερο που στο εσώφυλλο της |Ελληνικής Νομαρχίας| έχουμε τη μετάφραση ή μάλλον απόδοση του "Sapere aude" υπό την μορφή "Στοχάσου, και αρκεί". 
Πάνω από την Ελλάδα, "την πάλαι βασιλεύουσαν, δούλην δε νυν μητέρα", ένας φοίνικας ή μονοκέφαλος αετός, που φαίνεται να ξεπετιέται από τη φλεγόμενη φωλιά του, δηλαδή ν' αναγεννάται από τις στάχτες του, συνοδεύεται από την εξής λεζάντα: "Μέγα το πεπρωμένον ανίσταμαι και εκ του ολισθήματος ισχυροτέρα", σύμβολο της αναγέννησης και αθανασίας του ελληνικού γένους ή έθνους, ή πάλι του Βυζαντινού στη "δυτική" του μόνο υπόσταση, ή ακόμα αναφορά στη μυστική εταιρεία Φοίνιξ της Βιέννης την οποία, λέγεται, είχε οργανώσει ο Ρήγας κατά τα μασονικά-πατριωτικά πρότυπα της εποχής του. Για τη "μυστική εταιρεία" του Ρήγα, βέβαια, έχουμε μόνο μαρτυρίες, αλλ' όχι στοιχεία, πράγμα φυσικό: Ο Νικόλαος Υψηλάντης στα |Απομνημονεύματά| του (που δημοσίευσε ο Καμπούρογλου), ο Καποδίστριας στην |Αυτοβιογραφία |του, μερικά κομμάτια από τα ίδια τα τραγούδια του Ρήγα, μοιάζουν να μαρτυρούν προς αυτή την κατεύθυνση. Η Φιλική Εταιρεία, πάντως, θα υιοθετήσει τον φοίνικα στη σφραγίδα της, καθώς και το μασονικό τρίγωνο με τον οφθαλμό. Αξίζει ν' αναφέρουμε επίσης ότι στην έκδοση του δράματος |Ολύμπια| του Μεταστάσιου (Εν Βιέννη, παρά Μαρκίδων Πούλιου) μεταφρασθέντος "εις την ημετέραν απλήν διάλεκτον" από τον Ρήγα, παρουσιάζεται σε medaillon ο Δίας, γεννητής της "κόρης χωρίς μητέρα", θεάς της σοφίας, να κρατά κεραυνό ενώ μπροστά, σε πρώτο πλάνο, εικονίζεται φοίνικας]. 
Όλα αυτά τα σύμβολα μπορούν πράγματι να συνυπάρχουν. Χρειάζεται ωστόσο να ερευνηθεί περισσότερο το θέμα, διότι είναι κίνδυνος, δύο αιώνες μετά, να παρανοήσουμε τους κώδικες της εποχής, που για τους συγχρόνους των γεγονότων, και αυτούς που έγραφαν ή σχεδίαζαν, και αυτούς που διάβαζαν ή έβλεπαν, ήταν διαυγείς. Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ο φοίνικας, ή μονοκέφαλος αετός, συναντάται επίσης σε βινιέτες της πρώτης έκδοσης του |Αγαθάγγελου| που προσγράφεται στον Ρήγα και εμφανίζεται υπό την ίδια μορφή στην |Εφημερίδα| των αδελφών Πούλιου των ετών 1791 και 1797. Στο 1ο τεύχος ακριβώς της |Εφημερίδος|, της Τρίτης 31 Δεκ. 1790, και στην εμβληματική παράσταση στην οποία ήδη αναφέρθηκα (με τη θεά Αθηνά), έχουμε την απεικόνιση στο πίσω δεξί μέρος μιας κυψέλης, με τις |μέλισσες| να πετούν γύρω της και να ρέει το μέλι: Υπό την ίδια ακριβώς μορφή τη βρίσκουμε να εικονίζεται πάνω σε "ποδιές" κι άλλα αντικείμενα, στην εικονογραφία γενικά που αφορά τον ελεύθερο τεκτονισμό, από τα τέλη του 18ου αιώνα και τη Γαλλική επανάσταση μέχρι και σήμερα, με διαφορετικές, κατά πάσαν πιθανότητα, φορτίσεις, ανάλογα με την ιστορική περίοδο. Η κυψέλη πάντως με το σμήνος των μελισσών, είναι για όλο τον 18ο και τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, σύμβολο συλλογικής εργασίας και χρησιμοποιείται συχνά στους κύκλους των ελευθέρων τεκτόνων. Ίσως μάλιστα και το περιοδικό |Μέλισσα| που εκδόθηκε στο Παρίσι (1819 ως 1821) από οπαδούς του Κοραή, να χρωστά την ονομασία του σε παρόμοιους συμβολισμούς. 
Η σκηνή φωτίζεται από τις ακτίνες ενός υπερμεγέθους, παράδοξου ήλιου ή φωστήρα, που στο κέντρο του, μέσα σε τρίγωνο, είναι ζωγραφισμένος οφθαλμός. Πολλαπλά σύμβολα μπορεί κι εδώ να συνυπάρχουν: η Αγία Τριάς~ ο οφθαλμός της δικαιοσύνης~ η φρανμασονική έκφραση του φαεινού υπερτάτου όντος έτσι όπως εμφανίζεται σε πολυάριθμα - γαλλικά κυρίως αλλά και αυστριακά επαναστατικά έντυπα των τελών του 18ου αιώνα, και σ' αυτή την περίπτωση παραπομπή, ακόμα μια φορά στη πατριωτική, φρανμασωνικού τύπου "μυστική εταιρεία", που κατά τον Νικ. Υψηλάντη είχε ιδρύσει ο Ρήγας προς "εξέγερσιν συμπάσης της Ελλάδος (...) και απαλλαγήν των δυστυχών συμπατριωτών του εκ του επαχθούς ζυγού των βαρβάρων". Το βέβαιο είναι ότι σ' αυτό το φως παραπέμπουν επίσης πολλές στροφές του (αδέξιου) ποιήματος που υπάρχει κάτω από τον πίνακα του Θεόφιλου σε 4 κολώνες υπό τον τίτλο "Αναγεννηθήσα Ελλάς" και που εν μέρει μόνον αντιγράφουν τους στίχους του χαλκογραφικού προτύπου: "Ελλάς λαμπρά σεπτή και μακαρία / του νοερού φωτός πηγή κυρία (...) Κλέος της οικουμένης / πάσας της φωτισμένης (...) Πηγή φωτός και ρίζα της σοφίας (...) Αστήρ λαμπρέ, λαμπάς νοός πυρφόρος / και του παντός ο μόνος Εωσφόρος / Κόσμου φωτός δοχείον / Σοφίας το ταμείον" (...) και πιο κάτω: "Πάλιν φωτός ακτίνας ανατέλλει". 
Οι αναφορές σε κοινούς τόπους του ελληνικού διαφωτισμού είναι εδώ σαφείς. Εκείνο που είναι επίσης, νομίζω, σαφές, είναι η έντονη συναισθηματική φόρτιση του θέματος, το οποίο διασχίζει τον 19ο αιώνα μεταλλασσόμενο υπό την επίδραση των νέων πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών στην απελευθερωμένη πλέον Ελλάδα, συνεχίζοντας να μεταδίδει εθνεγερτικά μηνύματα. 

|Η Βάσια Καρκαγιάννη-Καραμπελιά είναι ιστορικός τέχνης|




Μορφές του 21

Ο ΒΑΥΑΡΟΣ ΛΟΧΑΓΟΣ KARL KRAZEISEN ΖΩΓΡΑΦΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ '21

Tης Μαριλένας Ζ. ΚΑΣΙΜΑΤΗ

Ο βαυαρός αξιωματικός του πεζικού και αυτοδίδακτος ζωγράφος Καρλ Κράτσαϊζεν, από το Παλατινάτο της Βαυαρίας (1794-1878), είναι πια αναγνωρίσιμος και γνωστός στην ελληνική γραμματεία των τεχνών. Είναι ο ζωγράφος ο οποίος, μέσα από ένα σχεδόν αφελές σχεδιαστικό ρομαντικό ιδίωμα, απέδωσε, σχεδιάζοντας με μολύβι εκ του φυσικού, τις προσωπογραφίες των ελλήνων αγωνιστών και ευρωπαίων συναγωνιστών του, από το 1826 ως το 1827. Για την "αλήθεια" της εκ του φυσικού απεικόνισης, κάτω από κάθε σχέδιο υπάρχει και η υπογραφή του καθενός "μοντέλου", κάτι που προσδίδει ένα έντονο στοιχείο ανθρώπινης καθημερινότητας, στοιχείο που μας οδηγεί σε μια αντίληψη ρήξης με την παραδοσιακή συναισθηματική ταύτιση με τον "ήρωα", άτομο εξωπραγματικό, στο επέκεινα της καθημερινότητας. 
Ο Κράτσαϊζεν ήταν αυτός που δρώντας και ως "πολεμικός ανταποκριτής" στο Ναύπλιο, τον Πόρο, την Αίγινα, την Σαλαμίνα και την Αθήνα, ανέδειξε τις προσωπογραφίες των οπλαρχηγών, πυρπολητών, πολιτικών, προεστών και λογίων, στο εγκυρότερο νεοελληνικό "Πάνθεον Αθανάτων", το οποίο διαμόρφωσε τη συνείδηση πολλών γενεών πατριωτών μέχρι σήμερα. Η ιστορία δεν ειρωνεύεται σπάνια στον τόπο μας: Αυτός, ένας Βαυαρός, εμείς, με έντονη ακόμα αντι-βαυαρική διάθεση, ως προς τις εκτιμήσεις μας σχετικά με τη συγκρότηση του Κράτους και την ιστορική μας πορεία ως Έθνους, μας πρόσφερε ένα εικαστικό υλικό, τόσο φορτισμένο από την ίδια την παρουσία και το ήθος των θνητών ηρώων, ώστε να το ενσωματώσουμε αναντίρρητα στην εθνική μας συνείδηση, αποσιωπώντας όμως ενδεχόμενες "ταπεινωτικές" για τις επιλογές μας λεπτομέρειες. Μια από αυτές θα ήταν ότι το χέρι που έδωσε σάρκα και οστά στο "Εθνικόν Ηρώον του 1821" ήταν βαυαρικό ανήκε μάλιστα σε έναν υπολοχαγό του βαυαρικού πεζικού! 
Ο Κράτσαϊζεν έφθασε στην Ελλάδα μαζί με το φιλελληνικό εκστρατευτικό σώμα που απέστειλε ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α' σε μια δύσκολη για την Επανάσταση περίοδο κατά την οποία το Μεσολόγγι είχε πέσει, ο Ιμπραήμ ήταν κυρίαρχος στην Πελοπόννησο και οι Έλληνες οπλαρχηγοί σπαράσσονταν από εμφύλιες έριδες. Τα γεγονότα αυτά στάθηκαν προφανώς επαρκή, για να τον ωθήσουν στην περιπέτεια της καθόδου στην Ελλάδα. Γνωρίζουμε τη φυσιογνωμία του, από τον πρώτο ιστορικό πίνακα της νεοελληνικής τέχνης: Στο έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη, του 1855, "Το εν Πειραιεί ευρισκόμενον στρατόπεδον του Καραϊσκάκη το έτος 1827", αναγνωρίζεται ανάμεσα στους φουστανελοφόρους αγωνιστές, με τη στολή του βαυαρικού πεζικού, να συμμετέχει στην προετοιμασία της μάχης. Είναι σημαντική η πληροφορία ότι ο Κράτσαϊζεν είχε συμμετάσχει στην ιστορική πολιορκία της Αθήνας, στις 6 Μαρτίου, και της Ακρόπολης στις 22 Απριλίου, το 1827, υπό το πρόσταγμα του γάλλου στρατηγού Fabvier, του Καραϊσκάκη και των Φιλελλήνων, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης. Ιδιαίτερα συγκινητικό είναι το γεγονός ότι την τελευταία στιγμή σχεδίασε το κεφάλι του Καραϊσκάκη, το οποίο μοιραία έμεινε ημιτελές και ανυπόγραφο, καθώς, στη διάρκεια της τελειοποίησης, άφησε την τελευταία του πνοή στον Ανάλατο. 
Η διαδρομή του Κράτσαϊζεν από το Μόναχο στην Αττική (Ανκόνα, 7 Σεπτεμβρίου 1826 - Πόρος, 28 Αυγούστου 1827) μέσω Ιταλίας (Ανκόνα), Κέρκυρας, Ζακύνθου, Ναυπλίου, με ενδιάμεσους σταθμούς τον Πόρο, την Αίγινα και τη Σαλαμίνα, αποκαλύπτεται με εκπληκτική ακρίβεια, μέσα από τα χρονολογημένα σχέδια, τοπία και προσωπογραφίες, που δημιουργούσε ακατάπαυστα με έντονους ρυθμούς. Τα μικρά αυτά, αλλά ανεκτίμητης αξίας έργα που καταθέτει, ενέχουν τη θέση ημερολογίου της σύντομης αλλά εικαστικά τόσο καρποφόρας παραμονής του στην Ελλάδα. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί, ότι τα σχέδια του Κράτσαϊζεν αποκτήθηκαν από την Εθνική Πινακοθήκη το 1926, ύστερα από θετική παρέμβαση στον Τύπο του Ζαχαρία Παπαντωνίου, τότε Διευθυντή του Μουσείου . 
Λογοτέχνες μελετητές, όπως ο Παντελής Πρεβελάκης, μιλούν για την "απαράμιλλη αξιοπιστία των σχεδίων των προσωπογραφιών, γιατί η στρατιωτική αγωγή του Κράτσαϊζεν και το ρομαντικό πνεύμα τον είχαν προετοιμάσει να θαυμάζει ήρωες". "Πέρα από την καλλιτεχνική του δεξιότητα", συνεχίζει ο Πρεβελάκης, "ενώ οι ‘ήρωες’ εκφράζουν την ατομικότητά τους, όλοι μαζί διαφυλάττουν το ήθος μιας εποχής, μια ψυχική συνοχή, σαν οι άνδρες αυτοί να είχαν μαζευτεί γύρω από το καθημαγμένο σώμα της πατρίδας". 
Ερμηνεύοντας την εικαστική του προσέγγιση, θα λέγαμε ότι όντως ο Κράτσαϊζεν δεν είδε τους άνδρες ως ήρωες. Η εντύπωση που αποκομίζει ο σημερινός θεατής, είναι η επιμελημένη αφέλεια, με την οποία προσεγγίζει τους ανθρώπους του. Δεν είναι τόσο η μαεστρία του "υπεράνθρωπου" αλλά η σιωπηρή αθωότητα του χρονικογράφου, που οξύνει καθημερινά τη γραφίδα του με το πνεύμα του περιοδεύοντα χρονικογράφου και αντιλαμβάνεται ότι, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, βιώνει την ιστορία ενός ανερχόμενου έθνους. Ίσως για το λόγο αυτό, φαίνεται οι άνδρες αυτοί να μοιάζουν μεταξύ τους, τουλάχιστον δείχνουν να έχουν όλοι το ίδιο θλιμμένο βλέμμα. 
Όταν ο Κράτσαϊζεν επέστρεψε στο Μόναχο, διαισθάνθηκε δίχως άλλο την ιστορική αξία των έργων του. Ύστερα μάλιστα από το ενδιαφέρον που θα έδειξαν οι σύγχρονοί του, έσπευσε το 1828 σε λιθογραφείο του Μονάχου και υπό την εποπτεία του εκδόθηκε, σε επτά τεύχη, με τέσσερις λιθογραφίες το καθένα, το γνωστό σε όλους μας λεύκωμα με τις 24 λιθογραφίες. Ο τίτλος του, μεταφρασμένος στα ελληνικά, είναι: "Προσωπογραφίες των διασημοτέρων Ελλήνων και Φιλελλήνων, μαζί με μερικές απόψεις και ενδυμασίες, σχεδιασμένες εκ του φυσικού και δημοσιευμένες από τον Καρλ Κράτσαϊζεν". Όπως ήταν αναμενόμενο, αποτέλεσε το εικονογραφικό πρότυπο για όλους εκείνους τους ζωγράφους που δεν είχαν επισκεφτεί την Ελλάδα πριν την άφιξη του Όθωνα το 1832. 
Δεν θα ήταν άστοχο να ειπωθεί στο σημείο αυτό, ότι η έκδοση των λιθογραφιών και η διαδικασία των πολλαπλών αντιτύπων, έκανε να περιπέσουν σε αφάνεια τα αρχικά σχέδια. Σήμερα πια, ύστερα από τις δημοσιεύσεις των σχεδίων, είναι δυνατή η σύγκριση και αντιπαραβολή με τις λιθογραφίες, που αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Και μόνο η προσπάθεια μεγέθυνσης του αρχικού φύλλου με το σχέδιο, που ήταν 16,5 x 12,1 εκ., σε διατάσεις λευκώματος 51,5 x 39, 5 εκ., δηλαδή στο τριπλάσιο του αρχικού, θα δημιουργούσε ως προς την εκτέλεση ανυπέρβλητα τεχνικά προβλήματα, που μόνο ιδιαίτερα εξειδικευμένοι λιθογράφοι θα μπορούσαν να επιλύσουν. Αυτοί όμως δεν θα μπορούσαν να αποδώσουν την αρχική ατμόσφαιρα που επέβαλε η πρώτη εντύπωση και, όπως ορθά παρατηρεί ο Πρεβελάκης, "...οι λιθογραφίες του Μονάχου έχουν ψιμυθιώσει τα αρχικά σχεδιάσματα". Τον "ηρωικό" χαρακτήρα τον απέκτησαν όμως οι προσωπογραφίες, με τις λιθογραφίες αυτές και τις γραφιστικές υπερβολές που ζητά η χαρακτική και οι προδιαγραφές του μεγάλου σχήματος. Έτσι αποξενώθηκαν από τον τρυφερό αισθησιασμό και την αμεσότητα του “alla prima” ρομαντικού σχεδίου και απέκτησαν "την σημαντική υπερβολή που δεν είχαν στο πρωτότυπο... Με τας πολλάς φωτοσκιάσεις... με την πολλήν χρήσιν των τόνων, με το ατμώδες, και το κάπως φαντασμαγορικόν... η λιθογραφία μας έδωσε τους ήρωας μέσα εις την ελαφράν εκείνην ομίχλην εις την οποίαν τους έβλεπε η κοινή φαντασία (στην Ευρώπη)", σημειώνει ο Ζαχ. Παπαντωνίου . 
Είναι σημαντικό να ειπωθεί, εν τέλει, ότι μέσα από τις λιθογραφίες διαιωνίστηκε -ανέλπιστα- και ο ίδιος ο βαυαρός υπολοχαγός Κράτσαϊζεν στην Ελλάδα και αυτό όχι μόνο χάρη στους φιλέλληνες απογόνους του, ή ακόμα στο "μολυβδοκόνδυλον και την πυξίδα" του, αλλά κυρίως χάρη στη σύμφωνη με τις σημερινές απόψεις για τη γρήγορη διάδοση της εικόνας αντίληψη, που το 1828 δεν ήταν άλλη από το μέσον της λιθογραφίας και, μαζί με αυτήν, η πολλαπλή χρήση κάθε νέου μηνύματος, που έκανε τις εικόνες του αθάνατες. Η επιστροφή όμως στα σχέδια είναι αυτή που θα τον καθιερώσει, ως τον καλλιτέχνη που επεδίωξε την τοποθέτηση των αγωνιστών στην ανθρώπινή τους κατάσταση. 

|Η Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη είναι επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης|





Το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στην Πλατεία Άρεως, ως επικάλυμμα της ιστορίας της Τρίπολης

Της Λήδας ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ


Το ιδεολόγημα |"Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών"| δεν υπήρξε μια ακόμα επινόηση της χούντας των συνταγματαρχών. 
Το ιδεολόγημα είναι, τολμώ να ισχυριστώ κι ας μην είμαι επαΐων, πολύ παλαιότερο, αναπόσπαστα δεμένο με τη ρομαντική, εσκεμμένα |εκλεκτική| ερμηνεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του '21, από τη σύσταση του έθνους-κράτους μέχρι τις μέρες μας. Μπορούμε, νομίζω, να το ανακαλύψουμε στην επίσημα καταγεγραμμένη και καθιερωμένη ιστοριογραφία του Παπαρρηγόπουλου και στην επική, ηθικοπλαστική αναπαράστασή του στην κυρίαρχη τέχνη του λόγου. Μπορούμε επίσης να το αναγνωρίσουμε στη μνημειακή αποτύπωση των πολεμάρχων του αγώνα που επικράτησε στις εικαστικές τέχνες. Που όφειλαν να αισθητικοποιήσουν την κυρίαρχη ιδεολογία. Να σκιάσουν τις πολιτικές και κοινωνικές πτυχές της εξέγερσης, καθώς και την πολυφωνία του ανθρώπινου δυναμικού της. Να αναδείξουν ως μοναδικό και αναντίρρητο ιδεώδες το κατασκεύασμα του |πολιτισμού των Ελλήνων Χριστιανών| ως αντίπαλο δέος στη |βαρβαρότητα των αλλόθρησκων Τούρκων|. Έτσι εντυπώθηκαν στη μνήμη οι στερεότυπα μεταρσιωμένες μορφές των πολεμικών αρχηγών της εξέγερσης. Επικαλύπτοντας, π.χ., την αρβανίτικη καταγωγή του Μάρκου Μπότσαρη ή του Οδυσσέα Ανδρούτσου. 
Οι σειρές των εικόνων που παρήγγειλε ο Μακρυγιάννης για την εικονογράφηση του Αγώνα, οι οποίες προσγράφονται στον Παναγιώτη Ζωγράφο, αλλά κυρίως στον γιο του Δημήτριο, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ιδεοληπτικής αναπαράστασής του. Ο Μακρυγιάννης δίνει σαφείς οδηγίες για την οριοθετημένη εξ αρχής της θεματική τους, την επιλογή συγκεκριμένων, αποκλειστικά πολεμικών γεγονότων του Αγώνα και των συντελεστών τους Ώστε να προβληθεί η δική του -αναρωτιέμαι πραγματικά αθώα ή κατ' επίφασιν αθώα;- εκδοχή της Ελλάδας των μαχητών, απογόνων των αρχαίων Ελλήνων, που ανασταίνεται με τη βοήθεια της |θρησκείας του Χριστού|. 
Και "|καθώς στις εικονογραφίες|" όπως γράφει ο ιστορικός Σπύρος Ασδραχάς στην οξυδερκή του ανάλυση, "|η έκφραση δε συντελείται αποκλειστικά με ζωγραφικά μέσα, ο λόγος με τη μορφή επεξηγηματικών υπομνημάτων έρχεται να καλύψει τις απαιτήσεις της πρόθεσης(...) Για το Μακρυγιάννη η εικόνα είναι η απόδοση του υπομνήματος|"^1^. 
Γι' αυτό, επεξηγεί λίγο πιο κάτω ο Ασδραχάς, |"Αν στα| Απομνημονεύματα |οι πολιτικοί γίνονται στόχος πολεμικής, κι ακόμα περισσότερο αν θεωρούνται ως υπεύθυνοι για όλες τις αρνητικές όψεις της Επανάστασης, στους πίνακες, που θέλουν να είναι μια απαθέστερη εξιστόρηση του| Αγώνα, |εξαφανίζονται ολότελα, και μαζί μ' αυτούς μια από τις κοινωνικές όψεις της Επανάστασης, τα πρώτα Συντάγματα|"^2^. 
Υπό αυτό το πρίσμα ιδωμένο το \άγαλμα του Κολοκοτρώνη στην Πλατεία Άρεως της Τρίπολης\ αποτελεί μια ιδιαίτερα ενδεικτική και αποκαλυπτική μαρτυρία της τέχνης, για τη συνέχεια της διάπλασης αυτής της ακρωτηριασμένης εικόνας της Επανάστασης του '21, που βεβιασμένα καλύπτει τις αντιφάσεις της μέχρι το πρόσφατο παρόν. 
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι το άγαλμα αυτό στήθηκε εκεί, στη δεκαετία του '70, μέσα στα χρόνια της δικτατορίας, παρουσία του ίδιου του Πατακού. 
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο γλύπτης του Φάνης Σακελαρίου (1916-2001), μαθητής του καθηγητή της γλυπτικής, με τις ξενίζουσες το πανελλήνιο πρωτοποριακές ιδέες, Θωμά Θωμόπουλου, και του μοντερνιστή, πλην όμως ελληνοκεντρικού, ζωγράφου Κωνσταντίνου Παρθένη, προσέδωσε στο άγαλμά του ένα ασύγχρονο και ασύμβατο με τα διεθνή προτάγματα της τέχνης πάθος. Προτάγματα τα οποία δεν μπορεί να ήταν άγνωστα στον πολυταξιδεμένο στην Ευρώπη Σακελαρίου. Ο οποίος έχει στο ιστορικό του έργα, νεώτερα μεν αλλά σφραγισμένα από τα κινήματα του μοντερνισμού, όπως το ιμπρεσσιονιστικό "Ο Παν, Προστάτης του περιβάλλοντος", που το 1995 εγκαταστάθηκε σε πάρκο στο Παρίσι, ή τις διαπνεόμενες από μια αφαιρετική λιτότητα "Έμπιστες", που εκτέθηκαν επίσης στο Παρίσι στο "Salon Automne" το 1993. 
Συντριπτική όμως αποβαίνει, κατά τη γνώμη μου, η σύγκριση του |αγάλματος της Τριπόλεως| με τους κατά πολύ παλαιότερους και πανομοιότυπους ανδριάντες του Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο και στην Αθήνα, φτιαγμένους πάνω στο πρόπλασμα που δημιούργησε στα τέλη του 19ου αι. ο γλύπτης Λάζαρος Σώχος. Παρά το νεοκλασικό τους ύφος, οι ανδριάντες αυτοί αποπνέουν μια νηφαλιότητα, αρμόζουσα στο σκεπτικισμό που εξέφρασε ο δημιουργός του προτύπου σε επιστολή του, για το αν ο Κολοκοτρώνης είναι σωστό να φέρει την περίφημη περικεφαλαία με την οποία ταυτίστηκε. Ενώ σε άλλο γράμμα χαρακτηρίζει μάλιστα τη χρήση της περικεφαλαίας "κακόγουστο αναχρονισμό"(!)^3^. 
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπήρξε μια μορφή που, θα έλεγα, |ενσάρκωνε| τις εμφύλιες συγκρούσεις για την ανάληψη της εξουσίας, κατά τη διάρκεια της επανάστασης αλλά και στο νεαρό έθνος-κράτος. Γι' αυτό και φυλακίστηκε και στις δυο περιόδους. Γι΄ αυτό και καταδικάστηκε σε θάνατο επί αντιβασιλείας του Όθωνα, κι ας μην εκτελέστηκε η καταδίκη του. Όμως ο Κολοκοτρώνης υπήρξε εκείνος που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Ήταν επίσης εκείνος που στάθηκε, ως στρατιωτικός, στο πλευρό πολιτικών όπως ο Δημήτριος Υψηλάντης και ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, και δολοφονηθείς το 1831 στο Ναύπλιο, Ιωάννης Καποδίστριας. 
Ο ρομαντικός αναχρονισμός που διαποτίζει το άγαλμα του Σακελαρίου είναι, πιστεύω, ηθελημένος. Έπρεπε να λειάνει την εικόνα του Κολοκοτρώνη σε εικόνα του "απελευθερωτή της Ελλάδας", όπως αποκαλέστηκε το μνημείο. Και αυτό δεν είναι δυνατόν να το ανατρέψει ο ρεαλισμός, στην απόδοση ούτε του αλόγου ούτε των αδρών χαρακτηριστικών του ίδιου του |εθνικού λαϊκού ήρωα|. 
Το μνημείο όφειλε, πολύ πιθανόν, να εκπληρώσει έναν ακόμη βασικό στόχο της λεγόμενης |παλιγγενεσίας| των Ελλήνων, είτε βγαίνει μέσα από τις φλόγες του φοίνικα είτε όχι. Να καλύψει, με το απέραντο τσιμέντο πάνω στο οποίο στήθηκε, τα ερείπια από το περίφημο σεράι του πασά που περιγράφουν με τα πιο γλαφυρά χρώματα ξένοι περιηγητές του 19ου αι. Να αναιρέσει την πολυπολιτισμική σύσταση της πόλης, από τούρκους, αρβανίτες και ρωμιούς, που οι ίδιοι περιηγητές για την εποχή εκείνη αναφέρουν. Με τον ίδιο τρόπο που εξαλείφθηκαν τα τζαμιά της Τριπόλεως. 
Επί πλέον, το μνημείο, τοποθετημένο απέναντι από το Δικαστικό Μέγαρο, στα υπόγεια του οποίου στα χρόνια της κατοχής των ναζί στεγάζονταν τα κρατητήρια και επί εμφυλίου το στρατοδικείο, όφειλε να λειτουργήσει και ως προκάλυμμα ή μάλλον επικάλυμμα των ανοιχτών αυτών πληγών της σύγχρονης ιστορίας. Μόνον οι μορφές των δικαστών που αντιτάχτηκαν στη θανατική ποινή του Κολοκοτρώνη, του Αναστάσιου Πολυζωίδη και του Γεώργιου Τερτσέτη, ορθώνονται μπροστά του. 
Η εικόνα του Κολοκοτρώνη μοιάζει έτσι να συμμορφώνεται με την επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες εικόνα του ιδεολογήματος της |"Ελλάδος των ελλήνων χριστιανών"|, που ανακόπτουν με το σπαθί τους και ποδοπατούν με τις οπλές του αλόγου τους τις οποιεσδήποτε ενστάσεις. Και ίσως θα μπορούσε να πει κανείς ότι προβάλλεται έτσι σχεδόν ως μια |φάρσα της ιστορίας|. 

1. Σπύρος Ι. Ασδραχάς, |Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ιη' και ιθ' αιώνες,| Ερμής 1982,σελ.316 
2. Σπύρος Ασδραχάς, ό.π., σελ. 327 
3. Κωνσταντίνα Βλάχου, |Το άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Ιστορικό της κατασκευής του. Προβλήματα και ανάγκες συντήρησής του,| στο περιοδικό |Απόπειρα λόγου και τέχνης,| φθινόπωρο '92, Ναύπλιο, σελ. 36




Μια νέα γενιά καλλιτεχνών στα Βαλκάνια

Της Λήδας ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ


Μέσα από τα συντρίμμια της πρώην Γιουγκοσλαβίας αναδύθηκε τη δεκαετία του '90 μια, σχεδόν ή εντελώς άγνωστη στην Ελλάδα, γενιά καλλιτεχνών που θέλησαν με το έργο τους κατ' αρχήν να έρθουν σε ρήξη με τη θεσμοποιημένη τεχνοτροπία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, τους εθνικούς ήρωες και τα ιδεολογικά σύμβολά τους. Προσπάθησαν επιπλέον να αποστασιοποιηθούν από τις παραδόσεις τους παρωδώντας ήθη και έθιμα. Σε μια προσπάθεια να διαπλάσουν με τα μέσα της τέχνης μια ταυτότητα, που ναι μεν δεν περιορίζεται στα όρια της εθνικής καταγωγής αλλά και δεν αποδέχεται τις δυτικές προκαταλήψεις για τη "βαρβαρότητα των Βαλκανίων". Να ενστερνιστούν με δυο λόγια τα μοντέρνα προτάγματα της τέχνης, χωρίς να αφομοιωθούν από αυτά και χωρίς να χάσουν την ιδιαιτερότητα των χαρακτηριστικών της ιστορίας τους. 
Το Κόσοβο αποτέλεσε μια από τις κύριες εστίες ανάφλεξης του νέου εθνικισμού στα Βαλκάνια. Και ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που εξελίχτηκε σε κέντρο διαμόρφωσης του νέου προσώπου αυτού που τολμούμε να αποκαλέσουμε σύγχρονη τέχνη των Βαλκανίων. 
Γι' αυτό και εστιάσαμε τη ματιά μας εδώ, σε δυο αλβανούς κοσοβάρους εικαστικούς καλλιτέχνες που θεωρούνται διεθνώς σημαίνοντες εκφραστές της: Τον \Sokol Beqiri\ και τον \Erzen Shkololli\. Αμφότεροι γεννημένοι στην πόλη Peja του Κοσόβου, κοντά στα αλβανικά σύνορα, αναμειγνύονται δυναμικά στα δρώμενα, δηλώνοντας το παρόν στο προσκήνιο της τέχνης, από το Βερολίνο και το Λονδίνο μέχρι το Τελ Αβίβ. Μεταξύ άλλων, διευθύνουν το πρόγραμμα "missing identity", "χαμένη ταυτότητα". Ένα πρόγραμμα που έχει ως κέντρο του μια εναλλακτική Ακαδημία τεχνών, την Contemporary Art Institute EXIT στην πόλη Prishtina και την γκαλερί EXIT στην πόλη Peja. Διοργανώνει, για καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο, σεμινάρια και εκθέσεις, και εκδίδει με τη συμμετοχή των φοιτητών του το 16σέλιδο καλλιτεχνικό περιοδικό ένθετο ARTA που διανέμεται κι ως ένθετο της εβδομαδιαίας εφημερίδας JAVA. Δεδηλωμένος στόχος του είναι να φτιάξει μια καλλιτεχνική πραγματικότητα με κύριο συστατικό της αυτό που σήμερα βιώνεται ως απόν στο Κόσοβο, την καλλιτεχνική, γλωσσική και εθνική πολυμορφία. 
Ο \Sokol Beqiri\ (1964) θεωρείται εκείνος ο καλλιτέχνης που στα μέσα της δεκαετίας του '90 σηματοδότησε την αλλαγή στο χώρο των εικαστικών τεχνών της περιοχής. Χρησιμοποιεί μια γλώσσα ειρωνική και αποστασιοποιημένη, για να αποκαθηλώσει, με φωτογραφίες και βίντεο κυρίως, τα μνημεία των παλαιών και νέων εθνικών ηρώων του Κοσόβου. Να αμφισβητήσει ανοιχτά τη λατρεία των "εθνικών εικόνων", στο παρελθόν και στο παρόν. Και να αποκαλύψει ταυτόχρονα το πλέγμα των προκαταλήψεων των δυτικοευρωπαίων, απέναντι στους πολίτες των πρώην κομμουνιστικών χωρών.  
Στο έργο του μας εισάγει ο Κοσοβάρος φιλόσοφος και δημοσιολόγος Shkelzen Maliqi. 
Ο \Erzen Shkololli\ (1976)συγκαταλέγεται στους πλέον ελπιδοφόρους νέους εκφραστές της σύγχρονης τέχνης του Κοσόβου. Είναι κυρίως οι κατασκευές του που τον έχουν κάνει γνωστό, με τις οποίες προσπαθεί να αποτυπώσει τους κλυδωνισμούς της κοινωνίας των αλβανών κοσοβάρων, σε μια ανοιχτή αντιπαράθεσή του με τα ήθη και τα έθιμά τους. Το τολμηρό εγχείρημά του προσεγγίζεται σε ένα κείμενο που συνυπογράφουν ο κριτικός της τέχνης και επιμελητής εκθέσεων από τα Τίρανα Edi Muka, ο εκδότης δυο λογοτεχνικών περιοδικών Migjen Kelmendi και ο ήδη αναφερθείς Shkelzen Maliqi. 


\"Το μαγαζί της αγάπης" του Sokol Beqiri\ 
του Shkelzen MALIQI 

Στην καλλιτεχνική σκηνή του Κοσόβου πρόβαλε τη δεκαετία του '90 μια νέα γενιά καλλιτεχνών, 
που αμφισβήτησαν τον ακαδημαϊσμό των προηγούμενων χρόνων, τον εθνικό ρομαντισμό και τον επαρχιακό μοντερνισμό. Η ψυχή της επανάστασης αυτής ήταν ο Sokol Beqiri. Η τέχνη του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εννοιολογική, (αυτο-)στοχαστική και ριζοσπαστική. Από τα πρώτα του έργα, στα μέσα της δεκαετίας του '90, ο Μπεκίρι διαπραγματεύεται άμεσα και ανοιχτά τη σκοτεινή και δαιμονική φύση του ανθρώπου. Δεν τρομάζει ούτε στο να παρουσιάσει ειρωνικά τον ίδιο τον εαυτό του, να τον συμπεριλάβει σε βίαια αντικείμενα, να εγκαταστήσει εικόνες-κλώνους του ή αποξενωμένα τμήματα του σώματός του (μαλλιά, νύχια...). 
Μετά τον πόλεμο [της Γιουγκοσλαβίας] ο Sokol Beqiri διαπραγματεύεται ακόμα πιο ανοιχτά το σκάνδαλο του κακού στην πραγματικότητα και στην τέχνη. Ανακαλεί το περίφημο ερώτημα του Τέοντορ Αντόρνο, σχετικά με την ανικανότητα της τέχνης της ποίησης μετά το Άουσβιτς. Και αναπτύσσει μέσα από τη σκοτεινή περιοχή της ιδέας και του προϋπάρχοντος παραδείγματος αυτό που με την ορολογία της πλατωνικής φιλοσοφίας θα μπορούσε να αποκαλεστεί |μίμησις του κακού|. Με παραστάσεις που γίνονται στα καμένα ερείπια της |"Παλαιάς Κάτω Πόλης"| στην Peja, και στην έκθεση |"Ο Γολγοθάς του Κοσόβου"| (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1999), με την εγκατάσταση |"Think Pink"| (2001), |"Hallo Christo! Greetings from Peja",| τα βίντεο |"Milka"| (2000) και |"New York, New York"| (2001), την εγκατάσταση |"When Angels are late"| (2001). Τα έργα αυτά είναι μόνον οπτικές αναμνήσεις ή καλλιτεχνικές αντιδράσεις στη θηριωδία του πολέμου. Θέτουν το ζήτημα της συνενοχής στο κακό, από την οποία δεν εξαιρείται ούτε η τέχνη. 
Στα πρόσφατα έργα του |"Fuck you"| (στην έκθεση "Οι όμορφοι ξένοι", γκαλερί IFA του Βερολίνου, 2001), |"Beqiri's Love Shop"| και |"Building the Walls"| (Πρόγραμμα για την Κινητικότητα και τον Νομαδισμό στην πολυπολιτισμική Ευρώπη, Στρασβούργο 2001) ο καλλιτέχνης εγκαταλείπει την εμμονή του με το έγκλημα και τη βιαιότητα και ξεκινά μια καινούρια σειρά που φέρει τον κοινό υπέρτιτλο "Love signs" ("Η αγάπη υπογράφει"). 
Συγκρίνοντάς την με το αίμα και την βιαιότητα της προηγούμενής του σειράς, τα νέα έργα μοιάζουν να αναδίνουν συναισθήματα συγκίνησης και ευτυχίας. Παρ' όλ' αυτά, τα ερωτήματα που θέτει στον εαυτό του και σε μας, μέσω των έργων αυτών, είναι εξίσου ριζοσπαστικά και βλάσφημα με εκείνα που έθετε μέσω της προηγούμενής του δουλειάς. Μια και η πρόθεσή του είναι να αποκαλύψει την υποκρισία άλλων πτυχών κοινωνικής βίας. 
Στα βίντεο |"Milka"| και |"New York, New York"| ο Beqiri εξαίρει με μια ειρωνική ματιά τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει αλλά και ενώνει τον κόσμο του κακού και της βίας, με τον κόσμο της πολυτέλειας και της αφθονίας. Θα μπορούσαν να εκληφθούν ως απάντηση στην απέχθεια της Δύσης απέναντι στη λεγόμενη "Βαρβαρότητα των Βαλκανίων". Εν τούτοις, ο καλλιτέχνης προβάλλει την άποψη ότι και η Δύση είναι, σε μια πιο εκλεπτυσμένη και τροποποιημένη μορφή, εξίσου βίαια και αιμοδιψής. Τα θεμέλια του πολιτισμού χτίζονται πάνω στην καθημερινή βία και στη σφαγή εκατομμυρίων ανθρώπων με τις ζωές των οποίων και εκεί και εδώ, "στις βάρβαρες χώρες" τροφοδοτούμαστε. Ο κόσμος συνδέεται υπό μίαν έννοιαν μέσω της βίας και του κακού. "Είμαστε η οπισθία όψις, η άλλη πλευρά του νομίσματος". Αυτό είναι το κατάδηλο μήνυμα του Beqiri στην αλαζονεία των δυτικών. Αλλά το μήνυμα αυτό μπορεί να διαβαστεί και ανάποδα, αναφορικά με εμάς. Αυτή η άγια και πλούσια Δύση που προβάλλουν ως υπέρτατο ιδεώδες οι διαφημίσεις, είναι ακριβώς μια εξωραϊσμένη και εξιδανικευμένη εικόνα του ιδίου κακού, της ίδιας απόγνωσης και των ίδιων περιττωμάτων όπου ζούμε. 
Στο πρόγραμμα "Η κινητικότητα και ο νομαδισμός των καλλιτεχνών στην πολυπολιτισμική Ευρώπη", ο Beqiri επιδεικνύει την ίδια βαθιά ειρωνική στάση δυο ανθρώπων προερχόμενων από τον ίδιο κόσμο. Εάν εκφράζουμε με όμοια σημαίνοντα το μίσος, τη βία και την καταστροφή, με τη μόνη διαφορά ότι εσείς είστε πιο πλούσιοι και ξέρετε καλύτερα να αντιμετωπίζετε τις αποτυχίες σας και το φόβο σας και αξίζετε περισσότερο, τότε είμαστε όμοιοι και όταν εκφράζουμε με σύμβολα την αγάπη μας, αλλά με μια κατά κάποιον τρόπο |αντίστροφη εντολή| στην εκδήλωση του δυναμικού αυτού. Μια και μέσα στη φτώχεια μας δεν έχουμε τι να κρύψουμε και είμαστε προδιατεθειμένοι να προβούμε σε μια εκποίηση. Δίνουμε τους εαυτούς μας και πουλάμε. 
Την σκέψη αυτή ο Beqiri την αναπτύσσει με ακόμα μεγαλύτερη οξυδέρκεια. Φωτογραφίζει πόρνες στους δρόμους ενός από τα κέντρα της Ευρώπης, του Στρασβούργου, καθώς κουνάνε τις σημαίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχουν πιο κινητικά πλάσματα από τις πόρνες; Και επιπλέον αυτές είναι γυναίκες του δρόμου που έχουν έρθει από την Ανατολική Ευρώπη στην Ευρώπη των ονείρων και των ιδανικών. 
Θα μπορούσαμε να θέσουμε το εξής ουσιώδες ερώτημα: Ποιος γαμά ποιόν μέσα σ' αυτήν την κινητικότητα και την πολυπολιτισμικότητα της διαιρεμένης και επανενωμένης Ευρώπης; 
Κατά μια συμβολική έννοια, εμείς οι ανατολικοί γαμάμε εσάς τους Δυτικούς. Γιατί εσείς είστε το ιδεώδες μας, οι πρίγκιπες του παραμυθιού μας. Ακόμα και αν σκεφτόσαστε το αντίθετο, επειδή εσείς έχετε τη δυνατότητα να πληρώσετε και να τακτοποιήσετε τους λογαριασμούς μας. 
Τίποτε άλλο δεν είναι διεστραμμένο σε αυτό το πρόγραμμα, εκτός από το φυσικό κιτς της πορνείας. Και το κιτς είναι μια άλλη συνεχής εμμονή του καλλιτέχνη, από την αρχή της εμφάνισής του. Εν τούτοις, η αποκορύφωση του κιτς εκφράζεται σε αυτές τις εικόνες, κυρίως με τις μπλε σημαίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αυτόν τον χρυσό κύκλο από αστεράκια που μοιάζει με μια εδαφισμένη και νομαδική σύνθεση που ενώνει την Ευρώπη μέσα στο ψέμα. 
Η νομαδική επιδρομή στην Ευρώπη, όπου οι Ανατολικοί πουλάνε ως επί το πλείστον το σώμα τους, μας επαναφέρει στο λάιτ μοτίβ της τέχνης του, που είναι η συνήθως απελπισμένη υποκρισία και η διαστροφή του ανθρώπινου πολιτισμού. 



\Ο Erzen Shkololli\ 
των Εdi Muka, Shkelzen Maliqi, Migjen Kelmendi 

Ο Erzen Shkololli, ένας από τους πιο νέους και πλέον ενδιαφέροντες καλλιτέχνες που δημιουργούν στο Κόσοβο, επεξεργάζεται στη δουλειά του τη λαϊκή παράδοση. Τα έργα του φτιάχνονται από κομμάτια τοπικών ενδυμασιών και σημαιών, σε κολλάζ και εγκαταστάσεις. 
Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι o Shkololli δρα όπως ένας, ωθούμενος από τα ένστικτά του και τις προκαταλήψεις του, ανθρωπολόγος: Επαναφέρει σε ισχύ παλαιές τελετουργίες, παρεισάγοντας μέσα σ' αυτές σύγχρονα σύμβολα και σύγχρονες απομυθοποιήσεις τους. 
Είναι η αναποφασιστικότητα μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, που αναγάγει το έργο αυτού του καλλιτέχνη σε χαρακτηριστικό έργο της σύγχρονης τέχνης των Βαλκανίων: Υποφέρουμε από μια τραγική μορφή ιδεολογικού στραβισμού και είμαστε χαμένοι μεταξύ της παράδοσης και της νεωτερικότητας, της μνήμης και της ελπίδας, της ελευθερίας και του θανάτου. 
Το 1998 είχε αρχίσει ήδη ο πόλεμος στο Κόσοβο. Ο φυλετικός διαχωρισμός της σερβικής κυβέρνησης ήταν προκαθορισμένο να τελειώσει με μια σύγκρουση, με μια ήδη προαναγγελθείσα καταστροφή. Ήταν ο καιρός που ο θάνατος ήταν πιο κοντά μας από οτιδήποτε άλλο. Ο Έρτσεν το ένιωσε αυτό. Το πουκάμισο του θανάτου. Ίσως εδώ να βρίσκονται οι ρίζες της ιδέας του να φτιάξει ένα κατάστημα όπου μπορείς να βρεις όμορφα πουκάμισα θανάτου. Όπου μετατρέπεσαι σε κάτι που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα όμορφο πτώμα. Όπου ακόμα και το πτώμα αυτό έχει έναν καθρέφτη. Ο θάνατος ήταν πανταχού παρών και έπρεπε να είναι κανείς έτοιμος να πηδήξει και να διαφύγει από αυτόν, όπως από ένα τρελό αυτοκίνητο. Ο Έρτσεν είναι πεπεισμένος ότι ο θάνατος ή η σκιά του εξευγενίζει τον άνθρωπο. Ακόμα και παθητικά. 
Τίποτε άλλο δεν θυμίζει περισσότερο τη φράση του Μπόρχες: "Η ζωή δεν είναι τίποτε παραπάνω από έναν θάνατο που χαϊδεύεται και περιαυτολογεί"! Ο Έρτσεν βλέπει και βιώνει τη ζωή έτσι, ως έναν τρελό θάνατο, έναν θάνατο που τρελαίνεται, ακόμα κι όταν είναι σπουδαίος και χαϊδεμένος. Πέραν αυτού, υπάρχει η φαντασμαγορία. Ένα λεπτό μέχρι το θάνατο. Παρότι έχει κανείς την αίσθηση ότι ο καλλιτέχνης αυτός έχει συνάψει μια συμφωνία με τον θάνατο που παίζει βρώμικα παιγνίδια με τους ανθρώπους. 
Ο Shkololli κατέχει μια ολόκληρη σειρά από έργα που συντίθενται με διαφορετικά συμβολικά μοτίβα, σχεδιασμένα πάνω σε διαφορετικά είδη υφασμάτων -μαλλί, βελούδο, κομμάτια από τοπικές ενδυμασίες- που λαμβάνουν ποικίλες μορφές και τα κολλά σε ένα ανομοιογενές όλον. 
Εκκινώντας από τη μελέτη της αλβανικής λαϊκής παράδοσης, των εθίμων και της τέχνης της, μεταφέρει τα σύμβολα από τους οικείους συνειρμούς στα σύγχρονα συμφραζόμενα. Στη κατασκευή του "Το κρεβάτι", το νεκρικό κρεβάτι, η εμμονή του με το θάνατο κορυφώνεται. 
Όπως και στα προηγούμενα έργα του, έχει δώσει έμφαση στα έθιμα που αφορούν το θάνατο, πότε ειρωνευόμενος τις συνήθειες αυτές και πότε μεταφέροντας τα έθιμα αυτά στο Κόσοβο του '99. 
Στο άλλο του έργο, "Η νύφη", ασχολείται με το θέμα του γάμου. Χρησιμοποιεί το παραδοσιακό άσπρο νυφικό και το πέπλο που καλύπτει το πρόσωπο της νύφης, όπως και το διάδημα πάνω από το πέπλο. Η "στέψη" της μυστηριώδους νύφης με τη μεταπολεμική πραγματικότητα του Κοσόβου προξενεί μια ιδιάζουσα σουρεαλιστική εντύπωση. Καθώς η νύφη εμφανίζεται μόνη της και καθώς επί τούτου γίνεται ορατή ως ουράνια παρουσία στους τόπους του εγκλήματος, αλλά και μέσα σε άλλο περιβάλλον, αποστέλλει αμφιλεγόμενα μηνύματα: Πρώτον, αυτό της αθωότητας, και δεύτερον, αυτό της α-πιθανότητας μιας συνεννόησης μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Μια και ο "εκλεκτός της", όπως και το "πεπρωμένο" της, λείπουν από την εικόνα... 
Η "Αλβανική Σημαία στο Φεγγάρι" δείχνει τέλος την καυστική ειρωνεία του καλλιτέχνη πάνω σε μια άλλου είδους ιδεοληψία. Η επισφαλής και ακαθόριστη θέση της πατρίδας του, του Κοσόβου, που βρέθηκε εγκλωβισμένο μεταξύ των διεκδικήσεων των εθνικιστών και της διεθνούς αμηχανίας, ώθησε τον καλλιτέχνη στο να συνθέσει ένα πολύ αστείο έργο, σχεδόν παράλογο, τοποθετώντας την αλβανική σημαία πάνω στο φεγγάρι. Με μια απλή επεξεργασία των φωτογραφιών, ο Shkololli ενίσταται σε δυο εξ ολοκλήρου εσφαλμένες αντιλήψεις του προβλήματος των αλβανών Κοσοβάρων για το ζήτημα της ταυτότητας. Πράγματι, τι το καλύτερο από ένα είδος Εξωγήινου, που κατακτώντας το φεγγάρι θα μπορούσε να διεκδικήσει τέτοιες ερμητικά κλειστές απόψεις, παγιδευμένος σε αυτό που μοιάζει να είναι ένα ιστορικό παράδοξο.






Ιστορία και Λογοτεχνία: αποστάσεις και προσεγγίσεις
Το ιστορικό μυθιστόρημα, η σχετικά πρόσφατη λογοτεχνία-ντοκουμέντο, η λογοτεχνία ως πηγή της ιστορίας και η ιστορία ως αφήγηση, είναι μόνο μερικοί από τους όρους που σχηματοποιούν μια σταθερή σχέση μακράς διάρκειας, τη σχέση λογοτεχνίας και ιστορίας. 
Παρ' όλα αυτά, οι απολύτως διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης του επιστημονικού αντικειμένου από την μια, και κατασκευής της λογοτεχνικής αφήγησης από την άλλη, οι διαφορετικού τύπου πειθαρχίες, εν τέλει οι διαφορετικές στοχεύσεις των δύο χώρων, περιορίζουν συχνά την επικοινωνία σε μεθοριακές προσεγγίσεις ή και σε αψιμαχίες που υπερασπίζονται στερεότυπα. Δεν λείπουν και οι ακραίες απλουστεύσεις, που ταυτίζουν ακόμη την δουλειά του ιστορικού με τον στεγνό δάσκαλο των μαχών και των γεγονότων, και τον λογοτέχνη με τον αιθεροβάμονα που δεν υποτάσσεται στους κανόνες της πραγματικότητας. 
Καθώς οι ελάχιστες απευθύνσεις, εκατέρωθεν, συχνά εξελίσσονται επιθετικά, με την ευκαιρία της εθνικής επετείου αποφασίσαμε να μειώσουμε τις αποστάσεις και να απευθύνουμε ένα ερωτηματολόγιο για τους κοινούς τόπους και τις αποκλίσεις, σε λογοτέχνες που έχουν ήδη ενσωματώσει στα έργα τους αφηγηματικές τεχνικές που υποδύονται ή και συγκροτούνται από ιστορικά ντοκουμέντα, ή αφηγήσεις που αναπτύσσουν κοινωνικές και προσωπικές διαδρομές στους χρόνους της εθνικής αφύπνισης. Οι απαντήσεις, ντοκουμέντα και οι ίδιες, ιστορούν με προσωπικό τόνο την πρόσληψη της ιστορίας και τις σχέσεις της με τη λογοτεχνία. 
Με δεδομένο ότι λογοτεχνία και ιστορία τροφοδοτούν προνομιακά την παραγωγή και την αναπαραγωγή ιδεολογίας, προκαλεί κοινή, ρητή ή υπόρρητη ανησυχία, το γεγονός ότι οι πολιτικές προθέσεις του καλλιτέχνη, καθώς διοχετεύονται με ταχύτητα στο ευρύ κοινό, συμβαίνει να ενισχύουν προϋπάρχοντες μύθους που χρειάζονται χρόνια πολλά για να αποκαθηλωθούν. Εκτός ερωτηματολογίου, αλλά επίσης κεφαλαιώδης, η αντίστοιχη ανησυχία για την επιστημονική εντιμότητα του ιστορικού, κάθε φορά που υποτάσσει το κύρος των απόψεών του στις επιταγές πολιτικών, συνηθέστερα "εθνικών" αναγκαιοτήτων, ή προταγμάτων άλλων εξουσιών, όπως τα ΜΜΕ.  

Μάρθα Πύλια


Ρέα Γαλανάκη

\* Πώς ενσωματώνετε το ιστορικό ντοκουμέντο στον κορμό μιας αφηγηματικής και αισθητικής πρότασης; \ 

Πρώτα πρέπει να πω ότι σέβομαι κάθε αποτύπωμα της ανθρώπινης ιστορίας, των ανθρώπινων αισθημάτων. Καθρεφτίζομαι μέσα του, έστω σ' αυτά που έχω επιλέξει επειδή με απασχολούν, και με αφορούν ως συγγραφέα. Κοπιάζω πολύ για να τα εντοπίσω στις βιβλιοθήκες, να τα μελετήσω, να τα εντάξω στο κείμενό μου. Με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι διαφορές ανάμεσα στις πηγές μου, η δυσκολία, και η διάψευση της πρώτης ερευνητικής μου υπόθεσης. Αυτές οι λεπτές αποχρώσεις είναι που συγκροτούν τη συλλογική μνήμη/ταυτότητα, αυτές και με προκαλούν. Δεν θέλω να επαναλαμβάνω στα έργα μου τους κοινούς τόπους της συλλογικής μνήμης/ταυτότητας, όσο να φωτίσω αποσιωπήσεις και αινίγματα, κι έτσι τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα, κι εγώ πιο απαιτητική από τον εαυτό μου. Λίγο-πολύ το εκάστοτε λογοτεχνικό μου θέμα, όσο βέβαια και οι εκάστοτε συγγραφικές επιλογές μου, διαμορφώνουν τον τρόπο λογοτεχνικής ενσωμάτωσης των δοκουμέντων. Άλλοτε το δοκουμέντο ενσωματώνεται στην λογοτεχνική μου διαχείριση, στη μυθοπλασία, στην αισθητική του κειμένου, όπως για παράδειγμα στα πρώτα μου μυθιστορήματα. Άλλοτε το δοκουμέντο κρατά την ταυτότητά του, παρατάσσεται με ανόθευτη μορφή, με τις δικές του λέξεις στη δική μου αφήγηση, όπως στα δυο πιο σύνθετα τελευταία βιβλία μου, πιο πολύ στο πρόσφατο μυθιστορηματικό μου χρονικό (No fiction novel-μυθιστόρημα χωρίς μυθοπλασία). Ο τρόπος όμως ποικίλει, και σε καμιά από τις δυο περιπτώσεις ο τρόπος δεν είναι απόλυτος ή απαγορευτικός. Μ' αρέσει αυτή η "αυστηρή ελευθερία" της λογοτεχνικής γραφής. 

\* Σε ποιες περιπτώσεις θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στο ιστορικό μυθιστόρημα, ή και στο λογοτεχνικό δοκίμιο, ιδεολογικές χρήσεις της ιστορίας;\ 

Ας το πω αλλιώς, το ιστορικό μυθιστόρημα και το λογοτεχνικό-ιστορικό δοκίμιο εκφράζουν πάντα την αντίληψη για την ιστορία που έχει ο συγγραφέας, εκφράζουν πάντα και τις πολιτικές του απόψεις (μόνο άτομα με πολιτικό, και γενικότερα κοινωνικό προβληματισμό καταπιάνονται με το ιστορικό μυθιστόρημα και το αντίστοιχο δοκίμιο). Όσο καλά κι αν κρύβεται ο συγγραφέας πίσω από τις περσόνες του, πίσω από το σκηνικό εποχής, πίσω από τον διαφορετικό χρόνο, η αντίληψή του για την τέχνη της γραφής και της ιστορίας, η φιλοσοφία του για τη ζωή, αποτυπώνονται ανεξίτηλα στο έργο του. Θα έλεγα ότι γι' αυτό τον λόγο το ιστορικό μυθιστόρημα ενδιαφέρει βαθιά την εποχή κατά την οποία γράφεται, επειδή δηλαδή εκφράζει την δική της προβληματική -έστω και με πιο σύνθετο τρόπο, μέσα από τον διάλογο των ιδεών με μιαν άλλη, "κρίσιμη" γι' αυτές τις ιδέες, χρονική στιγμή. Η λογοτεχνική όμως διαχείριση οφείλει να είναι άρτια, για να μην πω εξαιρετική, για να διασώσει το ιστορικό γεγονός. 
Από την άλλη, ωστόσο, αν ένας συγγραφέας θέλει να "χρησιμοποιήσει" το ιστορικό δοκουμέντο για να παραχαράξει αυτό που αποκαλούμε ιστορία, σίγουρα μπορεί να το κάνει. Θα έλεγα ότι αυτό είναι ζήτημα συγγραφικής εντιμότητας, φανατισμού ή τυφλής στράτευσης του συγγραφέα. Τα παραδείγματα είναι μάλλον πολλά. 

\* Η ιστορία αποτελεί μια ερμηνευτική αφήγηση. Πως θα οριοθετούσατε τους κοινούς τόπους της λογοτεχνίας και της ιστορίας;\ 

Και το ιστορικό μυθιστόρημα, και η ιστορία είναι αφηγήσεις. Θα οριοθετήσω τους κοινούς τόπους περιγράφοντας μερικές βασικές αναμεταξύ τους διαφορές. Σε αντίθεση με τον ιστορικό, ο συγγραφέας ενός ιστορικού μυθιστορήματος έχει, νομίζω, το προνόμιο να φανταστεί, να επινοήσει γεγονότα και πρόσωπα, που θα υποστηρίξουν τη σκηνοθεσία του. Διαλέγει είτε να ενσωματώσει υφολογικά, είτε να παραθέσει τα δοκουμέντα του στο δικό του λογοτεχνικό κείμενο, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιήσει τη βιβλιογραφία και τον απέραντο ερευνητικό του μόχθο. Χρησιμοποιεί κλασικές λογοτεχνικές τεχνικές, όπως είναι το όνειρο, η παραίσθηση, το προαίσθημα κ.λπ., όχι μόνο για να εμβαθύνει σε μια προσωπικότητα υπαρκτή ή επινοημένη, αλλά και για να χτίσει το ίδιο το αφηγηματικό του οικοδόμημα. Επικαλείται, στηρίζεται και παρεμβαίνει στην μακρά λογοτεχνική παράδοση όχι μόνο των ειδών, αλλά και της ίδιας της μητρικής γλώσσας του, αφού η ίδια η γλώσσα είναι το πεδίο του. Απευθύνεται όχι τόσο στη λογική, όσο και στο θυμικό των αναγνωστών του, γεγονός που δίνει στην λογοτεχνία πολύ περισσότερους αναγνώστες, επομένως μεγαλύτερη δύναμη για τη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης/ταυτότητας. Αν κάπου κάνει ένα μικρό λάθος, του συγχωρείται ευκολότερα απ' ό,τι στον ιστορικό, μείζονα όμως λάθη του απαγορεύονται. 
Το πιο σημαντικό κι απλό είναι ότι ο συγγραφέας οφείλει να μεταποιήσει την πρώτη του ύλη, την ιστορική δηλαδή πληροφορία, σε κάτι διαφορετικό. Να μετατρέψει δηλαδή την ιστορία σε λογοτεχνία, υποτάσσοντας την στους κανόνες και στους τρόπους που ορίζουν ανά εποχή τι είναι η λογοτεχνία. Κατά τη γνώμη μου, και τελειώνω με τούτο, το τι ανά εποχή θεωρείται λογοτεχνία, και το τι ανά εποχή θεωρείται ιστορία, δεν διαφέρουν ουσιαστικά.

Ο Μακρυγιάννης, ένας προκλασσικός

Ο Μακρυγιάννης δεν είναι κλασσικός, είναι προκλασσικός. Αυτή την έννοια είχε η αναδρομή μας στα ψυχικοπνευματικά του στοιχεία, όταν επισημάναμε την πρωτογονική διάθεση, τη δραματική υφή και τη μυθοπλασία του έργου του, στοιχεία κατ' εξοχήν προκλασσικά. κλασσικός, λέγει ο T.S. Eliot, δεν είναι εκείνος που δείχνει πως είναι ιδιοφυία στη χρήση της γλώσσας ενός λαού, αλλά εκείνος που πραγματώνει σοφά την ιδιοφυία της γλώσσας ενός λαού, της γλώσσας φυσικά σαν ζωντανού φορέα πολιτισμού. Ο κλασσικός, συνεχίζει, ακμάζει στην εμπέδωση μιας μακραίωνης κοινωνικής και πολιτιστικής ευημερίας, όταν η γλώσσα και η λογοτεχνία είναι ώριμες, και ακόμη πρέπει να είναι προϊόν μιας ώριμης διάνοιας. Η ωριμότητα μιας λογοτεχνίας είναι λοιπόν αντανάκλαση της ωριμότητας της κοινωνίας, που μέσα της δημιουργήθηκε. Προϋποθέτει, δηλαδή, ωριμότητα πνεύματος, τρόπων, γλώσσας, και τελειοποίηση κοινού στυλ. Μα τότε μονάχα μιλάμε για κοινότητα στυλ, όταν ο δημιουργός έχει πλήρη κριτική αίσθηση της γλωσσικής αγωγής του παρελθόντος, αποβλέπει με εμπιστοσύνη στο παρόν και αφαιρεί κάθε ελπίδα ξαναεκμετάλλευσης αυτής της γλώσσας στο προσεχές μέλλον. 
O μελλοντικός κλασσικός θα πρέπει να τον εξαντλήσει πολύπλευρα, ώσπου να τον αχρηστέψει, αλλιώς η κλασικότητά του θα 'ναι μονόπλευρη, σαν εκείνη του Ρακίνα και του Μολιέρου στη Γαλλία, που αγνόησε την ένταση του γαλατικού στοιχείου που υπόφωσκε στο Chanson de Roland, στoν Ραμπελαί και στις βάρβαρες μπαλάντες του Βιγιόν. 
Ο Σολωμός πάλι εδώ στη χώρα μας βάδιζε κι εκείνος προς μια μονόπλευρη κλασσική ακμή, στραμμένος ολοκληρωτικά προς τη Δύση, δηλαδή προς τη σκέψη και τη μουσική, και μόνον με τη |Γυναίκα της Ζάκυθος| θυμήθηκε τον Μακρυγιάννη, θυμήθηκε δηλαδή ό,τι ογκώδες έσερνε εκείνος πίσω του. Κι ο Μακρυγιάννης έσερνε πίσω του τούς ακριτικούς κύκλους και τα χρονικά, τις διαθήκες και τα προικοσύμφωνα, τις παραδόσεις και τους θρύλους γενεών. Ο Παπαδιαμάντης απεναντίας κράτησε την άλλη όψη στο νόμισμα, αφομοίωσε δηλαδή με τη μαγεία του ύφους του τα ενθύμια και τα συναξάρια και τα μαρτυρολόγια, όλη την τρυφερή και τελετουργική πλευρά του |ενδόξου μας βυζαντινισμού.| Ο μελλοντικός κλασσικός θα πρέπει λοιπόν ν' αχρηστέψει και τη μια πλευρά και την άλλη. Και κάτι ακόμη. Ο Μακρυγιάννης, αν κριθεί με τα μέτρα των κοινών σπουδαγμένων και σοφών, βέβαια θα του καταλογιστεί ή έλλειψη οργανικής σύνθεσης και πλούσιας θεωρητικής εμπειρίας. Αλλ' αν τον δούμε μέσα απ' τη νομοτέλεια την ίδια πού βάζει η ιστορία του, η σύνθεση του κατά πολύ υπερβάλλει τις δυνατότητες του, και η γνωσιολογία κι η γνωστική του κρίση καταπλήσσει. Χωρίς ποτέ να υποψιαστεί ότι κάνει λογοτέχνημα, όπως κι ο Ηρόδοτος δεν υποψιάστηκε, οργάνωσε την ύλη μιας ολόκληρης τριακονταετίας κι αυτός ο ασπούδαχτος δεν δυσκολεύεται μακροσκελέστατα να κρίνει και να κατακρίνει ιστορικά συγγράμματα για την επανάσταση, όπως του Αλεξ. Σούτσου, του Διον. Σουρμελή, του Κάρπου Παπαδόπουλου, του Αμβρόσιου Φραντζή, του Χριστόφ. Περραιβού. Μα ακόμη κι αν του λείπει η προπαιδεία κι η βιβλιακή σοφία, ο ίδιος είναι ανεξάντλητος καταρράχτης ομαδικής σοφίας. Λειτούργησε κι εδώ η οικονομία του αισθητικού του ενστίκτου. Η σύνθεση άλλωστε ξέφυγε και σε δημιουργούς κατά πολύ δόκιμους, όπως είναι ο Σολωμός, ακόμη κι ο Κάλβος. Στου Σολωμού την περίπτωση ειδική αιτία είναι ή ακάθεκτη τροπή του προς τη μεταφυσική και την καλλιτεχνική αρτίωση. Στου Κάλβου, η εγκεφαλική και ψυχρή προσκόλληση στα ιδανικά του φωσκολικού κλασσικισμού. Αλλ' υπάρχει κι ο γενικός λόγος της εποχής. Είναι μια εποχή ανόδου, και στις εποχές ανόδου ή ουσία υπερτερεί της μορφής, σφύζει επαναστατικά και δεν δέχεται καμμιά υπόταξη σε καλούπια σφαιρικά και κλασσικόμορφα. 

|1949

Γιάννης Δάλλας|

Κώστας Ακρίβος

\* Το '21 και η εθνογένεση συχνά παρουσιάζονται στη σύγχρονη λογοτεχνία. Πόσο όμως αυτή έχει αξιοποιήσει τα κεκτημένα των σύγχρονων ιστορικών νεοελληνικών σπουδών;\ 

Σαν μαθητής του Δημοτικού η γιορτή της 25ης Μαρτίου ήταν αυτή που μου γεννούσε το μεγαλύτερο άγχος: ντυμένος τσολιαδάκι απάγγελλα τον "Γερο-Δήμο" και ύστερα άλλαζα γρήγορα αμφίεση για να υποδυθώ στο επόμενο σκετς τον άγγελο που θα 'πρεπε να προσφέρει τον κρίνο του Ευαγγελισμού. Η κατάσταση αυτή κράτησε τέσσερα ή πέντε χρόνια. Ο τραγέλαφος όμως γύρω από το '21 διήρκεσε (και διαρκεί;) πολλές δεκαετίες τώρα. Να αμφισβητήσουμε το Κρυφό Σχολειό ή μιλήσουμε έξω απ' τα δόντια για τη στάση του Πατριαρχείου απέναντι στον Υψηλάντη; Να πει κανείς λόγο κακό για τους Φαναριώτες ή ότι ο Κολοκοτρώνης είχε κάνει μπέσα με τους Αλβανούς της πολιορκημένης Τριπολιτσάς; Να ομολογήσουμε πως ο πολυτραγουδισμένος Μάρκος Μπότσαρης ήταν Αρβανίτης στην καταγωγή ή ότι ο Γκούρας ξερίζωσε με τανάλια τα νύχια του Ανδρούτσου προτού τον "αυτοκτονήσει" απ' την Ακρόπολη; Να αναφέρουμε τι διπλό παιχνίδι έπαιζαν οι περισσότεροι απ' το "γουναρικό", δηλαδή τους δημογέροντες; Ότι η δομή και τα σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας ήταν των τεκτόνων; Ή για τις λοβιτούρες στα δάνεια, την "πράξη της υποτέλειας" και πως η λέξη λεβέντης είναι τούρκικη; Σχεδόν αδιανόητο. Τώρα που σιγά σιγά -χωρίς, βέβαια, να λησμονούμε τον Σκαρίμπα και τον Κορδάτο- σκάει μύτη η ιστορική αλήθεια, ξεθαρρεύει και η λογοτεχνία (αν και θα 'θελα να έχει προηγηθεί). Χαίρομαι με τις κατά καιρούς πεζογραφικές καταθέσεις που στηρίζονται στο "φρέσκο" υλικό, στην καθαρή αλήθεια. Ή με τις καινούργιες αφηγηματικές φόρμες που υποδέχονται ειπωμένες πραγματικότητες. Για το μέλλον περιμένω λογοτεχνήματα που θα φέρουν στο φως όλες τις παρεξηγήσεις και τις στρεβλώσεις αυτής της ιστορικής περιόδου. Όπως ελπίζω και σε μια λογοτεχνική ανάδυση της φωνής του άλλου, του ηττημένου. Ένα μυθιστόρημα, λόγου χάρη, με ήρωα κάποιον Τούρκο του '21 που είδε με συντριβή να ξεριζώνεται από τη μέχρι τότε πατρίδα "του"... 

\* Η ιστορία αποτελεί μια ερμηνευτική αφήγηση. Πώς θα οριοθετούσατε τους κοινούς τόπους της λογοτεχνίας και της ιστορίας;\ 

Όσο κι να προσπαθήσει η ιστορία να αναδιφήσει τα συμβάντα ή να καταγράψει τα γεγονότα και στη συνέχεια όλο αυτό το υλικό να το περάσει μέσ' από την κρησάρα του επιστημονικού λόγου για να το διηγηθεί, όλο και κάτι τις θα ξεφεύγει πάντοτε. Εσκεμμένα ή όχι. Και εδώ έρχεται η λογοτεχνία. Όχι με τα ίδια όπλα ή τα ίδια εργαλεία, ούτε βέβαια με μεθόδους που ταιριάζουν στον ορθό λόγο. Η λογοτεχνία σκύβει πάνω από το μισοφωτισμένο, το αγνοημένο, το υπόρρητο, πάνω από τους κάθε λογής Ελπήνορες, και με τον δικό της τρόπο ντύνει με σάρκα και οστά ώς και τους καταχανάδες των δημοτικών τραγουδιών. Το παρελθόν ενώνει ιστορία και λογοτεχνία, το παρελθόν τις χωρίζει. Η πρώτη φοράει τα καλά της και σουλατσάρει στα σαλόνια των Συνθηκών, στις εποποιίες και στις χρονολογήσεις, ενώ η άλλη, η λογοτεχνία, σηκώνει μπαϊράκι και ανηφορίζει στα λημέρια όπου φυσάει αεράκι λευτεριάς ή τρυπώνει μες στους μπαρουτόμυλους. Τις χρειαζόμαστε όμως και τις δυο: διπλή δεξαμενή για να πίνουμε καθαρό νερό, κυρ Διονύσιε Σολωμέ. Και κάτι τελευταίο. Είναι πια καιρός να πάψουμε να ντυνόμαστε άγγελοι Κυρίου γι' αυτή τη "μεγάλη διπλή γιορτή". Γιατί μονάχα έτσι θα βγούμε κερδισμένοι όλοι -πολιτεία, εκκλησία, εκπαίδευση...- και στο βόλι και στο λιθάρι.

Μάρω Δούκα

\* Μέχρι ποιου σημείου μπορεί να επεκταθεί η λογοτεχνική ελευθερία, δηλαδή πόσο και γιατί μπορεί να αγνοεί ή και να παραποιεί ένα καθεαυτό γεγονός;\ 

Ο λογοτέχνης δεν μπορεί ούτε να αγνοήσει ούτε να παραποιήσει ένα γεγονός. Επιβάλλεται όμως από την ίδια τη φύση της δουλειάς του να το αποφλοιώσει. Να αναζητήσει δηλαδή τις δυσδιάκριτες πτυχές του, τις παράπλευρες, αθέατες, και συχνά αμελητέες από ιστορική άποψη, παραμέτρους του. Να το πω κι αλλιώς: ο λογοτέχνης "υποκειμενοποιεί" το γεγονός, το ενσωματώνει στον ψυχισμό των επινοημένων χαρακτήρων του, το αισθητικοποιεί με τον τρόπο του, το αποτυπώνει, εν τέλει, μέσα από τη δική του οπτική. Μια οπτική που οφείλει να υπερβαίνει, ακόμη και να παρακάμπτει, όταν χρειάζεται, την οπτική του ιστορικού-ερευνητή. Σε ό,τι με αφορά, από τα πρώτα μου βήματα στο γράψιμο, γνώριζα ενστικτωδώς ότι η ανάπλαση ενός γεγονότος στη λογοτεχνία οφείλει να δοκιμάζεται από την αγωνία της προσωπικής μαρτυρίας και αναζήτησης. 

\* Το '21 και η εθνογένεση συχνά παρουσιάζονται στη σύγχρονη λογοτεχνία. Πόσο όμως αυτή έχει αξιοποιήσει τα κεκτημένα των σύγχρονων νεοελληνικών σπουδών;\ 

Δεν θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι γνωρίζω επαρκώς τα κεκτημένα των σύγχρονων νεοελληνικών σπουδών. Ούτε και γνωρίζω πολλούς σύγχρονους πεζογράφους που να επικεντρώνουν επί της ουσίας στο '21, με εξαίρεση τον Κώστα Βούλγαρη (στο πολλαπλώς φιλόδοξο βιβλίο του |Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη|) και τον Θωμά Σκάσση (στο εξαιρετικό μυθιστόρημά του |Το ρολόι της σκιάς|), όπου, και οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο του και με τη δική του δυναμική, ανιχνεύουν τα αποσιωπημένα και τα παραλειπόμενα, για να τα παραβάλουν αισθητικά με το πριν και με το μετά μιας επανάστασης, που κατ' εμέ ακροβατεί και καρκινοβατεί, εδώ και 185 χρόνια, επάνω στους επιθετικούς προσδιορισμούς της. Τι ήταν τελικά το εθνικοαπελευθερωτικό '21; Και ποιοι ήταν οι "καλοί" Ποιοι οι κατέχοντες; Ποιοι οι εχθροί; Ποιοι οι φίλοι; Ποιοι οι "αστοί" Ποιοι οι "ξυπόλυτοι" Ποιοι οι "προοδευτικοί" Ποιοι οι "αντιδραστικοί" Και ποιοι οι εξ Εσπερίας; Ποιοι οι λόγιοι και ποιοι οι αναλφάβητοι; Και ποιο το βαθύτερο νόημα, αν υπάρχει, αυτών των προσδιορισμών; Ωστόσο, μακρύς ο δρόμος, πιστεύω, όσο να προσεγγίσουμε δημιουργικά το '21, αξιολογώντας προς όφελος της αυτογνωσίας μας τα "αμφιλεγόμενα" αλλά ιστορικώς "επιβεβλημένα" στερεότυπα με τα οποία μας έχει διαποτίσει, έτσι ή αλλιώς, η επί δεκαετίες είτε "προοδευτική" είτε "αντιδραστική" γραμμή πλεύσης της εθνογένεσής μας. 

\* Η ιστορία αποτελεί μια ερμηνευτική αφήγηση. Πώς θα οριοθετούσατε τους κοινούς τόπους της λογοτεχνίας και της ιστορίας;\ 

Κοινός τόπος της λογοτεχνίας και της ιστορίας είναι, ας πούμε, η πολυπρισματική ανάγνωση των γεγονότων σε σχέση με τους εξωγενείς παράγοντες και με τις συγκυρίες που καθορίζουν την πορεία του ανθρώπου μέσω της ενεργητικής ή παθητικής συμμετοχής του στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ενώ η αφήγηση της ιστορίας, όμως, είναι ευθυγραμμισμένη με την ερμηνευτική επιλογή του ιστορικού-ερευνητή, η αφήγηση της λογοτεχνίας οφείλει να "κατανοεί" και πολλές άλλες ερμηνείες, συχνά αντιφατικές μεταξύ τους, υπηρετώντας όχι τόσο το γεγονός καθεαυτό όσο τον αισθητικό εξανθρωπισμό του. Και ας μην το λησμονούμε. Η λογοτεχνία αντλεί από την ιστορία, αλλά δεν είναι θεραπαινίδα της, ακόμη και όταν υιοθετεί μορφολογικά τους τρόπους της. Εφόσον άλλο το γεγονός καθεαυτό και άλλο η αντανάκλασή του στον καθρέφτη του καθενός μας!

Θωμάς Σκάσσης

\* Με δεδομένο ότι η ιστορική μνήμη τροφοδοτεί την ιδεολογία και την πολιτική συνείδηση (και συγχρόνως επαναπροσδιορίζεται από αυτές), μήπως η πρόσφατη λογοτεχνική στροφή στην ιστορία είναι ένας δρόμος για να οριοθετήσουμε εκ νέου τις πολιτικές μας ταυτότητες; \ 

Κάθε ιστορική αναφορά, είτε βρίσκεται στο φόντο είτε στο πρώτο επίπεδο του λογοτεχνήματος, ανασκαλεύει μεν την πολιτική συνείδηση του ευαίσθητου αναγνώστη, αλλά θεωρώ ότι για να φτάσει να επηρεάσει την πολιτική ταυτότητά του θα πρέπει και τα αιτήματα της εποχής να είναι πρόδηλα και αδρά. Νομίζω πως η στροφή μερίδας συγγραφέων προς την ιστορία θέλει να επισημάνει τόσο ότι η απόσυρσή της από το προσκήνιο είναι φαινομενική, όσο και η άγνοιά της επικίνδυνη. 

\* Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι η ενσωμάτωση στη μυθοπλασία κυρίαρχων, παλαιωμένων, και γιατί όχι και εθνικιστικών απόψεων για το ιστορικό μας παρελθόν, προσφέρει στον αναγνώστη οικειότητες και ευκολίες, τέτοιες που δελεάζουν κάποιους από τους συγγραφείς;\ 

Ακόμα και η ενσωμάτωση εθνικιστικών απόψεων μπορεί να αποβεί επωφελής, αρκεί η ματιά του συγγραφέα, που διατυπώνεται μέσω των ηρώων του, να είναι κριτική. Τα πάντα εξαρτώνται από τη γενική οπτική και τους στόχους του λογοτεχνήματος και όχι μόνο από τις επιμέρους απόψεις. Το ζήτημα λοιπόν είναι πώς λειτουργούν αυτές στο έργο: δελεαστικά, αποκοιμιστικά ή παιδευτικά. Έτσι κι αλλιώς, η ανατροπή στερεοτύπων απαιτεί πάντοτε πολλή δουλειά. 

\* Το '21 και η εθνογένεση συχνά παρουσιάζονται στη σύγχρονη λογοτεχνία. Πόσο όμως αυτή έχει αξιοποιήσει τα κεκτημένα των σύγχρονων ιστορικών νεοελληνικών σπουδών;\ 

Το λογοτεχνικό είδος έχει τους δικούς του κανόνες και νόμους. Ευτυχώς δεν είναι τόσο άτεγκτοι ώστε να μη χωρούν πολλά περισσότερα απ' όσα θεωρεί επιτρεπτά η κλασική αφηγηματική θεωρία. Ορισμένες φορές μάλιστα η παράβαση αυτών των κανόνων δίνει εξαιρετικά αποτελέσματα. Ενώ όμως η αξιοποίηση σύγχρονων κεκτημένων άλλων επιστημών (βιολογίας, μαθηματικών, φυσικής, ψυχιατρικής) τείνει να δημιουργήσει παράδοση, παραδόξως οι κατακτήσεις της ιστοριογραφίας φαίνεται προς το παρόν να προκαλούν αμηχανία στους δημιουργούς. Νομίζω ότι τούτο οφείλεται στο ότι οι συγγραφείς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αντιμετωπίζουν την Ιστορία κυρίως ως καμβά και λιγότερο ως εργαλείο ερμηνείας των ανθρώπινων πραγμάτων. 

\* Η ιστορία αποτελεί μια ερμηνευτική αφήγηση. Πως θα οριοθετούσατε τους κοινούς τόπους της λογοτεχνίας και της ιστορίας;\ 

Είναι προφανές ότι στο βαθμό που και οι δύο αφορούν την ανθρώπινη συνθήκη, έχουν ως κοινό ορίζοντα την ερμηνεία της δράσης. Η οπτική της Ιστορίας είναι ευρύτερη στο χώρο και το χρόνο, ενώ της λογοτεχνίας κερδίζει σε βάθος ό,τι χάνει σε πλάτος. Το μυθιστόρημα, πάντως, ακόμα κι όταν διώχνει την Ιστορία από την πόρτα, έχει ανάγκη το αεράκι της που μπαίνει από το παράθυρο. Ίσως ένα στοίχημα των καιρών μας να είναι το μπόλιασμα της λογοτεχνικής αφήγησης με στοιχεία της φιλοσοφίας της Ιστορίας, έτσι ώστε η ενίοτε καταδυναστευτική παρουσία του "ήρωα" να αποκτήσει το εύρος μιας "ιστορικής οπτικής". Το αποτέλεσμα ωστόσο πρέπει πάντοτε να είναι αξιανάγνωστο. Κι εδώ η αμφιβολία, η ειρωνεία και η ψυχολογία είναι πολύτιμοι σύμμαχοι και αναγκαία συνθήκη για την ουσιαστική λειτουργία της λογοτεχνίας.

Κώστας Βούλγαρης

\* Το '21 και η εθνογένεση συχνά παρουσιάζονται στη σύγχρονη λογοτεχνία. Πόσο όμως αυτή έχει αξιοποιήσει τα κεκτημένα των σύγχρονων ιστορικών νεοελληνικών σπουδών;\ 

Η αντίληψη πως η επιστήμη της ιστορίας επεξεργάζεται και παρουσιάζει τα δεδομένα, και μετά η λογοτεχνία τα αξιοποιεί, με μικρότερη ή μεγαλύτερη πιστότητα και πειθαρχία, δεν αντιστοιχεί στην ιστορική διαμόρφωση της νεοελληνικής κουλτούρας -και όχι μόνο αυτής βέβαια. Τις περισσότερες φορές, η λογοτεχνία προηγήθηκε χρονικά και η επιστήμη της ιστορίας ακολούθησε, αρχής γενομένης από τον "Ύμνο στην Ελευθερία" του Διονυσίου Σολωμού, όπου η σφαγή της Τριπολιτσάς παρουσιάζεται, αναλύεται, στηλιτεύεται, τοποθετείται. Το ίδιο έγινε με την Μικρασιατική εκστρατεία, τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, και άλλα, μικρά ή μεγάλα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας, το ίδιο έγινε με πλευρές της κοινωνικής ζωής. 
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, όπου για τη λογοτεχνία η επανάσταση του '21 και η εθνογένεση αποτελεί μία από τις θεματικές της, κάποτε μάλιστα επιχειρείται να προχωρήσει η συζήτηση για ζητήματα που σχετίζονται με το έθνος και βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη του δημόσιου λόγου, διαμορφώνοντας κρίσιμους ιδεολογικούς αρμούς και συσσωματώσεις, που η σημασία τους ξεπερνά τη συγκυρία. 

\* Η ιστορία αποτελεί μια ερμηνευτική αφήγηση. Πώς θα οριοθετούσατε τους κοινούς τόπους της λογοτεχνίας και της ιστορίας;\ 

Βεβαίως η λογοτεχνία δεν μπορεί να υποκαταστήσει ούτε να συμπληρώσει την επιστήμη της ιστορίας, αν και συχνά καταθέτει απόψεις και επισημαίνει θέματα, τα οποία μετά γίνονται αντικείμενο συστηματικής επεξεργασίας. Όμως ο ρόλος της λογοτεχνίας δεν είναι αυτός, δηλαδή ούτως ειπείν χρηστικός, και συγκεκριμένα ιχνηλατικός. Άλλωστε, επίσης συχνά η λογοτεχνία, κυρίως το αναλώσιμο τμήμα της λογοτεχνίας "εποχής", έπεται ή μάλλον υπολείπεται από τα διακυβεύματα, τις επεξεργασίες και την αισθητική της συγχρονίας της. Σε κάθε περίπτωση όμως, η λογοτεχνία συνιστά ένα διακριτό πεδίο, όπου η "αλήθεια" και η "πλάνη" ορίζονται με τελείως διαφορετικούς όρους, απ' ότι στην επιστήμη της ιστορίας. 
Θα πρότεινα λοιπόν λιγότερη καχυποψία εκατέρωθεν, περισσότερο σεβασμό στο ρόλο, στο έργο αλλά και στους ρυθμούς της άλλης πλευράς, δηλαδή στη σχέση της με το χρόνο, περισσότερη γνώση των όρων με τους οποίους συγκροτείται το άλλο πεδίο. 
Καθ' όσον αφορά την υφή της λογοτεχνίας, θα ζητούσα περισσότερη προσοχή στο εξής: Ο "Ύμνος στην Ελευθερία" αποτελεί μια στιγμή της ιστορίας της νεοελληνικής ποίησης, όπως και η "Ιστορία του ελληνικού έθνους" του Παπαρρηγόπουλου μια στιγμή της νεοελληνικής ιστορικής επιστήμης. Σήμερα, και τα δύο αυτά κείμενα αποτελούν αντικείμενο μελέτης, όχι τόσο για να "μάθουμε" τι έγινε, αλλά κυρίως για το πώς σκέφτονταν και πώς δούλευαν ένας ποιητής κι ένας ιστορικός προς τα μέσα του 19ου αιώνα, υπό το βάρος της σκιάς του ρομαντισμού. 
Όμως, επιπλέον, ο "Ύμνος" και άλλα κείμενα του Σολωμού διατηρούν ακμαία την καλλιτεχνική τους αξία, διαβάζονται σήμερα, λειτουργούν, με αμείωτη ένταση, ως πηγές αισθητικής απόλαυσης, π.χ. η "Γυναίκα της Ζάκυθος", κατά τη γνώμη μου το κορυφαίο κείμενο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, δεν έχει "παλιώσει" ή "ξεπεραστεί", ούτε στο ελάχιστο, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με την "Ιστορία" του Παπαρρηγόπουλου. Είναι μια διαφορά σημαντική, που λίγη σχέση έχει με την πιστότητα ή όχι, στην απόδοση των γεγονότων. 
Εν κατακλείδι, όταν η λογοτεχνία αισθητικά συγκροτεί ένα ισχυρό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, δηλαδή προσφέρει νέους τρόπους βίωσης, θέασης, ανάγνωσης, ανασύνθεσης της πραγματικότητας, τότε, και μόνο τότε, έχει επιπλέον τη δυνατότητα να προσφέρει, ακόμα και να υποδεικνύει, δρόμους και σκέψεις προς τους άλλους χώρους. 
Αναρωτιέμαι μήπως κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την ιστορία, όταν δηλαδή διευρύνεται, αλλάζει, προωθείται ο τρόπος που η επιστήμη αυτή πραγματεύεται το υλικό της, π.χ. η περίπτωση Μπρωντέλ. Δεν είμαι αρμόδιος να απαντήσω, όμως ξέρω ότι τέτοιες αλλαγές στο πεδίο αναφοράς και στη μέθοδο προσελκύουν το ενδιαφέρον λογοτεχνών και καλλιτεχνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: