Άποψη της έκθεσης Μυθιστορίες ΙΙ στην γκαλερί Citronne (έργα των Νίκου Ποδιά και Πέτρου Μώρη). Φωτ. Αλεξάνδρα Μασμανίδη |
Της Μαρίας Μοίρα
ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ, Δικά μας παιδιά, Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 346
Ένα μωσαϊκό προσώπων, σχέσεων, καταστάσεων και τόπων, με τις ψηφίδες του διασκορπισμένες και χαμένες στο χώρο και στο χρόνο και την εικόνα του ασαφή και μπερδεμένη, μπαίνει σιγά-σιγά σε τάξη και οργανώνεται, αποκαλύπτοντας σταδιακά τους δυσδιάκριτους σε πρώτη ανάγνωση αρμούς του. Η αφηγηματική τακτική της Σοφίας Νικολαΐδου δένει έντεχνα με πυκνά νήματα τα γεγονότα και υποδεικνύει τις σκοτεινές διαδρομές και τους παράδοξους δεσμούς των ηρώων της. Μελών μιας κοινωνίας απαθούς, απογοητευμένης και απορυθμισμένης, που αδρανεί, εθελοτυφλεί και υποτάσσεται παρορμητικά στα κελεύσματα του καταναλωτισμού και της προσωπικής επιτυχίας, αναζητώντας μάταια την δικαίωση και την ευτυχία.
Από τη μια μεριά τα παιδιά, τα δικά της παιδιά, με τις αγωνίες και τις ανασφάλειες, τους φόβους και τα όνειρά τους και από την άλλη μεριά οι γονείς τους. Γυναίκες όλων των κατηγοριών, πλούσιες και φτωχές, μετανάστριες χωρίς στον ήλιο μοίρα, αστές ευκατάστατες και μορφωμένες, σε μια συνθήκη ασταθή και δύσκολη, παλεύουν νυχθημερόν και αγωνίζονται κουρασμένες και αβοήθητες να δώσουν στους γιούς και στις κόρες τους μια ευοίωνη προοπτική, ένα στέρεο μέλλον όπως αυτές το αντιλαμβάνονται και το ποθούν ενώ κάποιες το βάζουν στα πόδια αποτινάσσοντας από πάνω τους τις ευθύνες. Άντρες, συνετοί οικογενειάρχες, επιτυχημένοι επιστήμονες και επαγγελματίες ή απόβλητοι φτωχοδιάβολοι και δολοπλόκοι, κινούνται οι περισσότεροι στο περιθώριο του οικογενειακού βίου, παραμένοντας εσαεί στο απυρόβλητο, ουσιαστικά απόντες, αμήχανοι και αόρατοι. Πατεράδες που διαχειρίζονται τα προσωπικά τους τραύματα και αδιέξοδα και κάνουν την υπέρβαση και μανάδες εξαντλημένες που επωμίζονται και τους δύο ρόλους για να τα βγάλουν πέρα με τα οικονομικά αδιέξοδα και τις συναισθηματικές περιπλοκές. Να αφουγκράζονται τα ανείπωτα βάσανα και τις ανεπούλωτες πληγές των παιδιών τους πίσω από κλειστές πόρτες δωματίων και ερμητικά σφραγισμένα χείλη.
Στο παρασκήνιο η Θεσσαλονίκη, αντιφατική, μαγική και απόκοσμη και η παρακμιακή αδιέξοδη πολιτικοκοινωνική κατάσταση και στο προσκήνιο η συγκλονιστική δολοφονία ενός ανυπεράσπιστου παιδιού σε μια τυφλή βίαιη επίθεση οργανωμένων οπαδών. Με το αθώο αίμα να βοά και να πυροδοτεί τις εξελίξεις στους μικροκόσμους του μυθιστορήματοςμα, ξεσκεπάζοντας τα νοσηρά πολιτιστικά φαινόμενα και την εδραιωμένη διαφθορά των ανθρώπων της εξουσίας, των ποδοσφαιρικών συλλόγων και των παραγόντων τους.
Τρεις φίλοι, τρία νεαρά παιδιά που φοιτούν στο ίδιο σχολείο, ο Κωστής, η Τζίνα και ο Μάκης, ταξιδιώτες σ’ έναν κόσμο χωρίς αξίες και ιδανικά, κυνικό, σκληρό και ακατανόητο ψάχνουν την δική τους Ατλαντίδα. Φτιάχνουν έναν αρραγή κύκλο αγάπης και εκτίμησης, αντίστασης και άμυνας σε όλα όσα τους πληγώνουν. Ο Κωστής, στωικός, σιωπηλός και απόμακρος γράφει μπάρες (λόγια τραγουδιών) στο τετράδιό του, που εκφέρονται καταιγιστικά σαν ξαφνικές ριπές ανέμου. Η Τζίνα αναζητά στον υπολογιστή της ρυθμικούς παλμούς και ηχητικά σινιάλα, δουλεύοντας με έμπνευση και πάθος για να απογειώσει την ατμόσφαιρα και να συνδαυλίσει τη φλόγα των στίχων του. Για να μετουσιώσει τα τραγούδια σε ορμητική κίνηση και λυτρωτική σωματική έκφραση. Και ο Μάκης, ο τρίτος της παρέας, ο πιο ήπιος και συναινετικός, θα λειτουργήσει σαν συγκολλητική ουσία, σαν σταθεροποιητικός παράγοντας για τη φιλία τους και το μουσικό γκρουπ που θα φτιάξουν.
Και αυτά τα παιδιά που δεν έχουν το λαμπερό αισιόδοξο χαμόγελο της επιτυχίας και της εμπιστοσύνης στο λαμπρό μέλλον που τα περιμένει των διαφημίσεων και των εγχειριδίων αυτοβελτίωσης, αλλά βασανίζονται από το σαράκι της δημιουργικής αγωνίας και το μαράζι της ατέρμονης υπαρξιακής αναζήτησης. Σιωπηλά, οργισμένα και απόμακρα φτιάχνουν τα πολιτικά τραγούδια του καιρού τους, με μια ποίηση σκληρή, επιθετική και ταυτόχρονα τρυφερή, που καταγγέλλει τα αδιέξοδα και τα κακώς κείμενα, παλινδρομώντας από την άρνηση και την απόγνωση στην κατάφαση και τον λυρισμό. Αυτά τα διαφορετικά παιδιά με τα μαύρα ρούχα θα αφυπνίσουν τους γονείς τους από την νάρκη της ρουτίνας και της παραίτησης, το τέλμα της αποτυχίας και την πικρία των αδιάκοπων ματαιώσεων και απογοητεύσεων. Με τη μουσική τους θα γεφυρώσουν τις αντιθέσεις, θα λειάνουν τις συγκρούσεις και θα επουλώσουν τις πληγές μανάδων και πατεράδων, δικαιώνοντας την άοκνη προσπάθεια τους να σταθούν, έστω και περιδεείς και αβέβαιοι, στο πλάι τους.
Και ενώ όλα παίρνουν μαγικά το δρόμο τους και το μέλλον αχνοφέγγει γι’ αυτά τα παιδιά, τα δικά μας παιδιά, η συγγραφέας με έμμεσα διδακτικό τρόπο, εξοβελίζει στην σκοτεινή μεριά του φεγγαριού μόνο αυτούς που στο μυθοπλαστικό της σύμπαν εκπροσωπούν τον κυνισμό, τη διαφθορά και την αλαζονεία της εξουσίας. Αυτήν την αχαλίνωτη και ακόρεστη επιθυμία για δύναμη με κάθε τίμημα και συσσώρευση πλούτου με κάθε μέσο, που δολοφονεί το όνειρο και την ελπίδα!
ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ, Δικά μας παιδιά, Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 346
Ένα μωσαϊκό προσώπων, σχέσεων, καταστάσεων και τόπων, με τις ψηφίδες του διασκορπισμένες και χαμένες στο χώρο και στο χρόνο και την εικόνα του ασαφή και μπερδεμένη, μπαίνει σιγά-σιγά σε τάξη και οργανώνεται, αποκαλύπτοντας σταδιακά τους δυσδιάκριτους σε πρώτη ανάγνωση αρμούς του. Η αφηγηματική τακτική της Σοφίας Νικολαΐδου δένει έντεχνα με πυκνά νήματα τα γεγονότα και υποδεικνύει τις σκοτεινές διαδρομές και τους παράδοξους δεσμούς των ηρώων της. Μελών μιας κοινωνίας απαθούς, απογοητευμένης και απορυθμισμένης, που αδρανεί, εθελοτυφλεί και υποτάσσεται παρορμητικά στα κελεύσματα του καταναλωτισμού και της προσωπικής επιτυχίας, αναζητώντας μάταια την δικαίωση και την ευτυχία.
Από τη μια μεριά τα παιδιά, τα δικά της παιδιά, με τις αγωνίες και τις ανασφάλειες, τους φόβους και τα όνειρά τους και από την άλλη μεριά οι γονείς τους. Γυναίκες όλων των κατηγοριών, πλούσιες και φτωχές, μετανάστριες χωρίς στον ήλιο μοίρα, αστές ευκατάστατες και μορφωμένες, σε μια συνθήκη ασταθή και δύσκολη, παλεύουν νυχθημερόν και αγωνίζονται κουρασμένες και αβοήθητες να δώσουν στους γιούς και στις κόρες τους μια ευοίωνη προοπτική, ένα στέρεο μέλλον όπως αυτές το αντιλαμβάνονται και το ποθούν ενώ κάποιες το βάζουν στα πόδια αποτινάσσοντας από πάνω τους τις ευθύνες. Άντρες, συνετοί οικογενειάρχες, επιτυχημένοι επιστήμονες και επαγγελματίες ή απόβλητοι φτωχοδιάβολοι και δολοπλόκοι, κινούνται οι περισσότεροι στο περιθώριο του οικογενειακού βίου, παραμένοντας εσαεί στο απυρόβλητο, ουσιαστικά απόντες, αμήχανοι και αόρατοι. Πατεράδες που διαχειρίζονται τα προσωπικά τους τραύματα και αδιέξοδα και κάνουν την υπέρβαση και μανάδες εξαντλημένες που επωμίζονται και τους δύο ρόλους για να τα βγάλουν πέρα με τα οικονομικά αδιέξοδα και τις συναισθηματικές περιπλοκές. Να αφουγκράζονται τα ανείπωτα βάσανα και τις ανεπούλωτες πληγές των παιδιών τους πίσω από κλειστές πόρτες δωματίων και ερμητικά σφραγισμένα χείλη.
Στο παρασκήνιο η Θεσσαλονίκη, αντιφατική, μαγική και απόκοσμη και η παρακμιακή αδιέξοδη πολιτικοκοινωνική κατάσταση και στο προσκήνιο η συγκλονιστική δολοφονία ενός ανυπεράσπιστου παιδιού σε μια τυφλή βίαιη επίθεση οργανωμένων οπαδών. Με το αθώο αίμα να βοά και να πυροδοτεί τις εξελίξεις στους μικροκόσμους του μυθιστορήματοςμα, ξεσκεπάζοντας τα νοσηρά πολιτιστικά φαινόμενα και την εδραιωμένη διαφθορά των ανθρώπων της εξουσίας, των ποδοσφαιρικών συλλόγων και των παραγόντων τους.
Τρεις φίλοι, τρία νεαρά παιδιά που φοιτούν στο ίδιο σχολείο, ο Κωστής, η Τζίνα και ο Μάκης, ταξιδιώτες σ’ έναν κόσμο χωρίς αξίες και ιδανικά, κυνικό, σκληρό και ακατανόητο ψάχνουν την δική τους Ατλαντίδα. Φτιάχνουν έναν αρραγή κύκλο αγάπης και εκτίμησης, αντίστασης και άμυνας σε όλα όσα τους πληγώνουν. Ο Κωστής, στωικός, σιωπηλός και απόμακρος γράφει μπάρες (λόγια τραγουδιών) στο τετράδιό του, που εκφέρονται καταιγιστικά σαν ξαφνικές ριπές ανέμου. Η Τζίνα αναζητά στον υπολογιστή της ρυθμικούς παλμούς και ηχητικά σινιάλα, δουλεύοντας με έμπνευση και πάθος για να απογειώσει την ατμόσφαιρα και να συνδαυλίσει τη φλόγα των στίχων του. Για να μετουσιώσει τα τραγούδια σε ορμητική κίνηση και λυτρωτική σωματική έκφραση. Και ο Μάκης, ο τρίτος της παρέας, ο πιο ήπιος και συναινετικός, θα λειτουργήσει σαν συγκολλητική ουσία, σαν σταθεροποιητικός παράγοντας για τη φιλία τους και το μουσικό γκρουπ που θα φτιάξουν.
Και αυτά τα παιδιά που δεν έχουν το λαμπερό αισιόδοξο χαμόγελο της επιτυχίας και της εμπιστοσύνης στο λαμπρό μέλλον που τα περιμένει των διαφημίσεων και των εγχειριδίων αυτοβελτίωσης, αλλά βασανίζονται από το σαράκι της δημιουργικής αγωνίας και το μαράζι της ατέρμονης υπαρξιακής αναζήτησης. Σιωπηλά, οργισμένα και απόμακρα φτιάχνουν τα πολιτικά τραγούδια του καιρού τους, με μια ποίηση σκληρή, επιθετική και ταυτόχρονα τρυφερή, που καταγγέλλει τα αδιέξοδα και τα κακώς κείμενα, παλινδρομώντας από την άρνηση και την απόγνωση στην κατάφαση και τον λυρισμό. Αυτά τα διαφορετικά παιδιά με τα μαύρα ρούχα θα αφυπνίσουν τους γονείς τους από την νάρκη της ρουτίνας και της παραίτησης, το τέλμα της αποτυχίας και την πικρία των αδιάκοπων ματαιώσεων και απογοητεύσεων. Με τη μουσική τους θα γεφυρώσουν τις αντιθέσεις, θα λειάνουν τις συγκρούσεις και θα επουλώσουν τις πληγές μανάδων και πατεράδων, δικαιώνοντας την άοκνη προσπάθεια τους να σταθούν, έστω και περιδεείς και αβέβαιοι, στο πλάι τους.
Και ενώ όλα παίρνουν μαγικά το δρόμο τους και το μέλλον αχνοφέγγει γι’ αυτά τα παιδιά, τα δικά μας παιδιά, η συγγραφέας με έμμεσα διδακτικό τρόπο, εξοβελίζει στην σκοτεινή μεριά του φεγγαριού μόνο αυτούς που στο μυθοπλαστικό της σύμπαν εκπροσωπούν τον κυνισμό, τη διαφθορά και την αλαζονεία της εξουσίας. Αυτήν την αχαλίνωτη και ακόρεστη επιθυμία για δύναμη με κάθε τίμημα και συσσώρευση πλούτου με κάθε μέσο, που δολοφονεί το όνειρο και την ελπίδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου