20/7/25

Αποχαιρετισμός

Του Κώστα Βούλγαρη
 
Είκοσι τρία συναπτά έτη είναι πολλά, πάρα πολλά. Κανείς, ούτε κι εγώ, περίμενε ότι οι «Αναγνώσεις» θα διαρκέσουν για τόσο μεγάλο διάστημα.
Και όμως συνέβη, γιατί η αρχική παραδοχή με την οποία φτιάχτηκαν ήταν ισχυρή: η αριστερή διανόηση κάθε απόχρωσης, στο εναρκτήριο 2002 και μέχρι πρόσφατα, είχε μια τεράστια, αναξιοποίητη δυναμική, ενώ οι σελίδες μας ήσαν ανοιχτές και σε άλλα πρόσωπα του δημόσιου χώρου με ενδιαφέρουσες απόψεις. Στις σελίδες μας έγραψαν έως και 1000 άνθρωποι των επιστημών και των τεχνών.
Ας αναφέρω μόνο μερικούς απ’ τους πιο στενούς συνεργάτες που εν τω μεταξύ μας άφησαν: Ηλίας Λάγιος, Μάρθα Πύλια, Γιάννης Δάλλας, Τζίνα Πολίτη, Γιώργος Μερτίκας, Γιώργος Μπλάνας... Και, ενδεικτικά, μερικούς ακόμη που τίμησαν τις σελίδες μας με κείμενά τους: Σπύρος Ασδραχάς, Λουτσιάνο Κάνφορα, Γιάννης Βαλαβανίδης, Τέρρυ Ήγκλετον, Στέφανος Ροζάνης, Αλέξης Ζήρας, Κ. Γ. Παπαγεωργίου, Μάριο Βίττι, Παναγιώτης Νούτσος, Σάββας Μιχαήλ, Γιώργος Τζιρτζιλάκης, και τόσοι άλλοι.
Αυτό το βάρος των προσώπων, καθώς και το επιπλέον ειδικό πολιτικό βάρος κάποιων μελών της σύνταξης των «Αναγνώσεων» (Κώστας Γαβρόγλου, Άλκης Ρήγος), αλλά και η γνώση και αξιολόγηση του παροιμιώδους σχετικού ιστορικού της αριστεράς από το κομματικό σώμα, ήταν οι λόγοι που στα είκοσι τρία αυτά χρόνια δεν υπήρξε, ποτέ, καμιά κομματική παρέμβαση, ούτε καν παρέμβαση από την εκάστοτε διεύθυνση της εφημερίδας. Ναι, ούτε μία παρέμβαση! Διεκδικούμε λοιπόν μια μοναδικότητα, για ένθετο ή περιοδικό που ήταν ενταγμένο στον κορμό της αριστεράς. «Μία μεστή και ωραία δημοκρατία των ιδεών», όπως το είπε ο Διονύσιος Σολωμός.
Δυσφορία υπήρχε σε κάποιους κύκλους, αλλά ακόμα κι αυτοί μας ανέχονταν. Γιατί οι «Αναγνώσεις», όπως και τα «Ενθέματα», ήταν η μοναδική, και ισχυρή διαδικασία απεύθυνσης της αριστεράς στις λόγιες κοινωνικές κατηγορίες – απ’ αυτές άλλωστε τροφοδοτούνταν οι σελίδες μας, για αυτά τα ένθετα διάβαζαν το κυριακάτικο φύλο της εφημερίδας.

Ακόμη ένας αποχαιρετισμός

Του Άλκη Ρήγου
 
Ο αποχαιρετισμός είναι δύσκολος. Πολύ περισσότερο όταν αφορά ένα χώρο κίνησης ιδεών και βιβλιοκριτικής, που μια παρέα, η οποία στην πορεία εμπλουτίζονταν με νέα μέλη, εδώ και 23 χρόνια, έβγαζε κάθε Κυριακή αυτό το ένθετο, χωρίς τριβές μεταξύ μας, χωρίς καμμιά αμοιβή, με ακάματο  συντονιστή ανάμεσά μας τον Κώστα Βούλγαρη. Χωρίς παρεμβάσεις τρίτων, εκτός από τις πολύτιμες παρατηρήσεις, επισημάνσεις φίλων και συντρόφων για τα δημοσιεύματα μας .
Και γίνεται ακόμη πιο δύσκολος ο αποχαιρετισμός, αν αναλογιστούμε ότι έρχεται μετά το σταμάτημα των «Ενθεμάτων», λίγο παλιότερα του «Παιδεία και Κοινωνία», της μόνης περιοδικής μηνιαίας έκδοσης της εφημερίδας, αλλά και το σταμάτημα της καθημερινής έντυπης «Αυγής», της μόνης από το 1953 εφημερίδας στη δημοτική γλώσσα.
Όλη αυτή η ευρύτερη παρέμβαση του χώρου ιδεών της Ανανεωτικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς μένει χωρίς έντυπο βήμα έκφρασης. Το κενό είναι μεγάλο, υπερβαίνει τις κομματικές μορφοποιήσεις του πολυδιασπασμένου του χώρου. Κι όμως, το ρεύμα αυτών των ιδεών υπάρχει, στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Το συναντάμε σε μια σειρά συλλογικότητες, κυρίως σε αυτοδιοικητικό  επίπεδο, σε κάθε κίνηση πολιτισμικής ευαισθησίας και προστασίας δικαιωμάτων, σε άρθρα στο διαδίκτυο, στις εναπομείνασες σελίδες της Αυγής, στην Έποχή, στην Εφημερίδα των Συντακτών. Ο σπόρος που έσπειρε δεν ξεραίνεται, αναζητά όμως και κεντρική πολιτική και πολιτισμική έκφραση − ανθρώπινο δυναμικό υπάρχει.

Τα χρόνια των μεταμορφώσεων

Του Κώστα Γαβρόγλου
           
Όπως και να τα μετρήσει κανείς, 23 χρόνια είναι πολλά, ειδικά δε για ένα έντυπο που συνέχισε να εκδίδεται ανελλιπώς στη διάρκεια μιας περιόδου οβιδιακών μεταμορφώσεων της ανανεωτικής αριστεράς. Οι επιτυχίες των εντύπων έχουν σχεδόν πάντοτε ονοματεπώνυμο. Σε εμάς είναι ο Κώστας Βούλγαρης, ο οποίος κατάφερε να προστατέψει τις «Αναγνώσεις», από τις μεταμορφώσεις της αριστεράς, και να δημιουργήσει έναν χώρο όπου υπήρχε θέση για όλες και όλους, με κριτήριο πάντα την εμμονή του, με σχεδόν μεταφυσικούς όρους, στην “ποιότητα”. Εμπιστεύτηκε ανθρώπους με τους οποίους διαφωνούσε πολιτικά και ιδεολογικά, κατάφερε να μην εκνευρίζει τους “δικούς του” με τις κριτικές του παρατηρήσεις, επέμενε να μας θυμίζει την σημασία των κλασσικών, και μας προέτρεψε να ξαναδιαβάζουμε εκείνους τους λίγους που η διακριτική και μη θορυβώδης παρουσία τους σχεδόν σίγουρα θα οδηγούσε στη λήθη των έργων τους.   
Τα 23 αυτά χρόνια ζήσαμε και κάτι άλλο: Η πορεία των «Αναγνώσεων», συμπίπτει ουσιαστικά με την πορεία του πιο ριζικού μετασχηματισμού του έντυπου λόγου. Νομίζω δεν είμαστε ακόμη σε θέση να συνειδητοποιήσουμε τις συνέπειες του μετασχηματισμού της υλικότητας του βιβλίου και την “αντικατάσταση” του από μια άλλη υλικότητα, αυτήν της οθόνης. Αυτός ο μετασχηματισμός άλλαξε τους χρόνους ανάγνωσης και προσοχής που απαιτεί κάθε κείμενο, μεγάλωσε το χάσμα ανάμεσα στις συνήθειες ανάγνωσης λογοτεχνικών κειμένων και άλλων ειδών, διαμόρφωσε νέες δυνατότητες προσέγγισης του “βιβλίου”.
Πολλοί αναπολούν τους παλιούς καλούς καιρούς, όταν κρατούσαν ένα βιβλίο στο χέρι, το χάιδευαν, το περιεργαζόταν και μετά άρχιζαν την ανάγνωση. Προσπαθούν, φοβάμαι, να παρατείνουν έναν τρόπο ζωής που έχει πια κλείσει ανεπιστρεπτί. Δεν τα γράφω αυτά ούτε ως θιασώτης της νέας τεχνολογίας, ούτε ως υμνητής της νέας επιστημονικής επανάστασης. Όμως, το τζίνι έχει βγει από το μπουκάλι. Για αυτό και το ζητούμενο είναι η κατανόηση της νέας κατάστασης − της ψηφιακής συνθήκης και των πολλαπλών συνεπειών της. Και για την κατανόησή της δεν έχουμε ακόμη διαμορφώσει ούτε τις νέες έννοιες, ούτε τους νέους τρόπους πραγμάτευσης.

Για τις άλλοτε «πιθανότητες»

Του Κώστα Χριστόπουλου
 
Ανατρέχω στο πρώτο κείμενό μου σε αυτές εδώ τις σελίδες, κάτι λιγότερο από είκοσι χρόνια πριν. Αντικείμενό του ήταν ένα βιβλίο που περιλάμβανε δεκατέσσερεις συνομιλίες ενός επιμελητή εκθέσεων και ιστορικού τέχνης, του Χριστόφορου Μαρίνου, με ισάριθμους συνομήλικούς του καλλιτέχνες, λίγο μικρότερους ή λίγο μεγαλύτερους και από εμένα. Επιλέγω να διαβάσω στο κείμενο εκείνο κάποια εισαγωγικά ερωτήματα που, όπως σε μία επιστημονική ή πτυχιακή εργασία, οφείλουν να απαντηθούν στα συμπεράσματα ή στον επίλογό της, η ώρα του οποίου έφτασε.
Σε κάποιες «πιθανότητες» αναφερόταν το βιβλίο. Μια αβεβαιότητα για την ύπαρξη ενός «νέου κύματος εικαστικών καλλιτεχνών» κατέγραφα από τη μεριά μου. Όχι απαραίτητα την ασυμφωνία μου, μια αντίδραση ή μια αντίθεση. Για ανοιχτά ενδεχόμενα επρόκειτο άλλωστε, για ξεχωριστές δυναμικές, για ανεξάρτητες τελικά καλλιτεχνικές πορείες, που όπως φάνηκε εκ των υστέρων δύσκολα θα μπορούσαν να συγκροτήσουν έναν κοινό κανόνα, τέτοιον που θα καθιστούσε το εν λόγω «κύμα» τόσο διακριτό και μοναδικό, με τα δικά του ειδοποιά χαρακτηριστικά, μαζί και αυτά μιας εποχής. Κι αναρωτιόμουν σε τι συνίσταται αυτό το «νέο», τι κομίζει με την ιδιότητά του αυτή.
Οι περισσότερες από τις παραπάνω «πιθανότητες» παρουσιάστηκαν στις «Αναγνώσεις» όλα αυτά τα χρόνια, ιδίως από το 2013 και ύστερα, όταν βρέθηκα στη συντακτική τους ομάδα. Άλλοτε έστω και μόνο από φωτογραφικές αναπαραγωγές των έργων τους, σε ορισμένες περιπτώσεις και μέσα από την αρθρογραφία τους. Παρακάμπτοντας συχνά τις όποιες ιδεολογικές ή πολιτικές δεσμεύσεις και λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις αισθητικές ή τις ευρύτερες τοποθετήσεις τους στα πράγματα, εικαστικά ή μη. Με σεβασμό στην ανθρωπογεωγραφία του καλλιτεχνικού «πεδίου», την πολυφωνία του, αλλά και μέριμνα για την «οικολογία» του, την ευρυθμία της λειτουργίας του.
Με επιμονή περιηγηθήκαμε στη βιβλιογραφία για την τέχνη, όπως επίσης σε αρκετές εικαστικές εκθέσεις, θεσμικές ή μη. Προσπαθήσαμε, με αναστοχαστική διάθεση, κι εδώ επικαλούμαι και άλλους κατά καιρούς συνεργάτες, να φέρουμε στις λέξεις, στις σκέψεις και στα επιχειρήματα, πολλά από όσα λανθάνουν στις καλλιτεχνικές μορφές, υπερασπίζοντας ταυτόχρονα την αυτονομία τους και το άρρητο ή το μη αλλιώς αναπαραστάσιμο των περιεχομένων τους.

Για ένα κοινό εγχείρημα

Του Σπύρου Κακουριώτη
 
Το κλείσιμο ενός κύκλου είναι πάντοτε μια στιγμή απολογισμού∙ πεπραγμένων αλλά και πρακτέων που δεν εγκατέλειψαν ποτέ τη σφαίρα του δέοντος. Για μένα είναι ένας κύκλος σχεδόν οκτώ χρόνων, ένας κύκλος που συμπίπτει με την ανάταση που σηματοδότησε, για το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς, η Συμφωνία των Πρεσπών και, στη συνέχεια, με την ήττα του 2019 και, κυρίως, την καταστροφική διαχείρισή της, που επέτρεψε στο νεοφιλελεύθερο μπλοκ να ηγεμονεύσει και να εξαπολύσει τη λαίλαπα που συνεχίζουμε να ζούμε μέχρι και σήμερα.
Σε μια μεταβατική φάση, όπως αυτή που ξεκίνησε μετά το 2018, αναφύεται η ανάγκη διαχείρισης μιας εξίσου μεταβατικής φάσης στον χώρο της ιστορικής κοινότητας και, ευρύτερα, της κοινότητας των κοινωνικών επιστημόνων, για πολλά μέλη της οποίας οι «Αναγνώσεις» υπήρξαν ανέκαθεν ένα πρόσφορο και φιλόξενο βήμα. Με τη συμμετοχή τους στις σελίδες αυτές, ιστορικοί της προηγούμενης γενιάς συσσώρευσαν έναν κειμενικό πλούτο που εντυπωσιάζει και συνεχίζει να αποτελεί, σήμερα ακόμη, πολύτιμη παρακαταθήκη: αρκεί κανείς να ξεφυλλίσει τα ετήσια αφιερώματα «1821:Διαδρομές εθνικού προσδιορισμού», που για χρόνια επιμελούνταν, κάτω αλλά εν προόδω και σε απόσταση από το «άστρο» του Σπύρου Ασδραχά, η ιστορικός Μάρθα Πύλια − δύο άνθρωποι που η απώλειά τους σημάδεψε, με διαφορετικό τρόπο, τις «Αναγνώσεις».
Για λόγους πολιτικούς, επαγγελματικούς και άλλους, οι ιστορικοί αυτής της γενιάς άρχισαν σταδιακά να αποσύρονται από τις σελίδες αυτές, άλλοι ελαχιστοποιώντας και άλλοι αναστέλλοντας την προσφορά τους, μια προσφορά η οποία μετέτρεπε τις «Αναγνώσεις», τρόπον τινά, σε ένα κοινό εγχείρημα. Το «στοίχημα», όπως το αντιμετώπισα προσωπικά, από το 2018 μέχρι σήμερα, ήταν η ανανέωση αυτού του κοινού εγχειρήματος, με τη συμμετοχή ιστορικών μιας νεότερης, ακόμη και νεότατης, γενιάς, που θα δοκίμαζαν να καταθέσουν τον προβληματισμό, τα ερωτήματα και τις αναλύσεις τους σε ένα ευρύτερο κοινό.    
Νέοι ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες, με κείμενα και παρεμβάσεις τους, κατέθεσαν συχνά τη συνεισφορά τους στις σελίδες αυτές· η συμμετοχή υπήρξε ικανοποιητική, δεν μετέφερε όμως πια την αίσθηση ενός κοινού εγχειρήματος· το «στοίχημα» της μετάβασης δεν κερδήθηκε. Ίσως γιατί δύσκολα μπαίνει το νέο κρασί σε παλιά μπουκάλια· ίσως πάλι γιατί ποταμώ ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ. Τα θαύματα, στη ζωή, σπάνια επαναλαμβάνονται· κι αν επαναληφθούν μοιάζουν με σκιά του παλιού τους εαυτού.
Σε όσους και όσες βαδίσαμε μαζί σε αυτή τη δύσκολη μα και συναρπαστική μετάβαση οφείλονται ευχαριστίες: σε όλους κι όλες και στον καθένα και στην καθεμιά προσωπικά. Χωρίς την προσφορά τους, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί. Η εμπειρία της συνεργασίας μας υπήρξε πολύτιμη, ακόμη κι αν δεν κατάφερε να αποδειχθεί κοινό εγχείρημα.

Απλά, ήσυχα, στοχαστικά

Της Μαρίας Μοίρα
 
Στο πολυσυλλεκτικό και πολυδιάστατο εγχείρημα των «Αναγνώσεων» ίσως αρμόζει να τελειώσει  απλά, ήσυχα, στοχαστικά. Σαν μια χαρμόσυνη έμπνευση, που εκπλήρωσε τον στόχο και τον προορισμό της και αποχωρεί από το προσκήνιο, με ήθος και σεμνότητα. Με μια βαθιά λυτρωτική ανάσα για όσα μικρά ή μεγάλα συντελέστηκαν τόσα χρόνια παρουσίας στο χώρο και ένα καθαρό έντιμο βλέμμα που τολμά να ατενίζει με αισιοδοξία το αύριο και όσα θα φέρει. Γιατί οι  «Αναγνώσεις» δεν ήταν ένα ακόμα βιβλιοφιλικό ένθετο, ένα άθροισμα στηλών που παρακολουθούσαν την εκδοτική επικαιρότητα, αλλά ένα βήμα διαλόγου ανάμεσα σε συνεργάτες και αναγνώστες για τα μείζονα αισθητικά, πολιτικά, ανθρωπολογικά, επιστημονικά, περιβαλλοντικά, πολιτιστικά και κοινωνικά ζητήματα των καιρών μας.
Πάντα η λογοτεχνία ήταν συστατικό στοιχείο της καθημερινότητάς μου, ένα υπαρξιακό ανάχωμα, ο τρόπος με τον οποίο από παιδί αποκωδικοποιούσα τη ζωή και τον κόσμο. Μια διδακτορική διατριβή στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ που διερευνούσε τη σχέση της πόλης του Ηρακλείου Κρήτης και της λογοτεχνίας μέσα από τις μυθοπλαστικές διαδρομές των ηρώων στον χώρο και στον χρόνο, παγίωσε την  διασύνδεση του επαγγελματικού μου πεδίου (αρχιτεκτονική και ακαδημαϊκή διδασκαλία) με τον κόσμο των αφηγήσεων και των λέξεων. Των μαγικών εκείνων λέξεων που δεν αντικατοπτρίζουν, αλλά φανερώνουν με μια απρόσμενη λάμψη και μια κρυστάλλινη διαύγεια, το βάθος και την ουσία των πραγμάτων. Όμως η συμμετοχή μου στις «Αναγνώσεις», που έγινε ομολογώ ανεπαισθήτως και χωρίς καλά-καλά να καταλάβω τι αποτολμώ, άλλαξε ριζικά την συνήθη ενασχόλησή μου με τα βιβλία. Τον τρόπο πρόσληψης, ανάλυσης και ερμηνευτικής διαχείρισης των διηγηματικών συλλογών και των μυθιστορημάτων, κυρίως της ελληνικής πεζογραφίας, αλλά και των θεωρητικών συγγραμμάτων που αφορούσαν στην λογοτεχνία, στην αρχιτεκτονική, στην πόλη και στον σχεδιασμό του χώρου.
Δεν είμαι φιλόλογος, επομένως τα κριτικά κείμενα που δημοσίευσε η Αυγή με την δική μου υπογραφή, δεν ήταν η αυτονόητη προέκταση μιας επιστημονικής εποπτείας και θεώρησης του λογοτεχνικού γίγνεσθαι, αλλά η βαθιά και ανυπόκριτη αγάπη για την αποκαλυπτική δύναμη της γλώσσας, την διάσχιση των ορίων, την περιπέτεια των νοημάτων και την μαγική λειτουργία των αναπαραστάσεων. Για όσα φανερά και μυστικά καταθέτει ο συγγραφέας, για την πολιτική, την κοινωνία, τους τόπους και τους τρόπους των ανθρώπων. Και η αποδοχή από σημαντικούς συγγραφείς, με κύρος και εμπειρία, μου έδωσε θάρρος και πίστη να συνεχίσω την προσπάθεια.

«Αναγνώσεις», τελευταίο

Του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη
 
Η αερσίλοφος χώρα βρίσκεται πια πίσω μας. Την αποχαιρετούσαμε για καιρό, ώσπου απομακρύνθηκε και χάθηκε, κι εμείς μαζί της. Δεκαεννιά χρόνια. Τόσο κράτησε για μένα, ένας χρόνος πέραν της ενηλικίωσης. Με απαρχή την Κολοκοτρώνη, γιατί πάντα ενσκήπτει μια λεπτή ειρωνεία, ή μια προοικονομία. Κι έναν, κάποιο, τελευταίο σταθμό, στην Θεμιστοκλέους. Καμιά σημασία δεν έχει, ούτε  το ταξίδι,  ούτε ο προορισμός. Σημασία έχουν αυτά τα λίγα που κατάφερα να συγκρατήσω, να ακούσω, να διαισθανθώ. Άγνωστους τρόπους και ονόματα, μακριά από τις συνάφειες των πολλών, κι από τα εύηχα διαφημιστικά αξιοθέατα της σκέψης. Τα οφείλω στον Κώστα και την Μάρθα, στους πιο γόνιμους και φιλεπιστήμονες καβγάδες από γενέσεως κόσμου, πλάι σε ψάρια, πατάτες (απαγορευμένες στον Μερτίκα), και πολλές κοκακόλες (απαγορευμένες σε μένα). 
Καταλαβαίνω ότι ανακαλώ το ιδιωτικό στο δημόσιο, πως όλα αυτά, ούτε νόημα βγάζουν για τον αναγνώστη, ούτε κι έχουν πολύ σημασία. Πράγματι, θα μπορούσα να ξαναρχίσω την ιστορία, παραθέτοντας δεδομένα, αριθμούς, ονόματα και καλολογικά στοιχεία. Θα μπορούσα να μιλήσω για μια ευτυχή σύμπτωση (η Ρένα Δούρου να με καλεί στο Bartessera, χωρίς να ξέρω το γιατί).  Προσθέτοντας ότι   εμπιστεύθηκαν έναν άγνωστο τριαντάχρονο, με το καλημέρα. Άλλοι θα το ονόμαζαν δοκιμασία − αλλά και πάλι το ίδιο είναι. Και κάπως έτσι, θα είχαμε μια βατή, στρωτή και ευκόλως εννοούμενη αρχή δεκαεννιά χρόνων παρουσίας (με τεράστια διαστήματα απουσιών), στις «Αναγνώσεις».
Μια τέτοια αφήγηση θα ταίριαζε, σίγουρα, σε όσους κι όσες θεωρούν ότι η επιστήμη είναι παρουσίαση δεδομένων, ή η λογοτεχνία σκιαγράφηση χαρακτήρων μετά πλοκής. Θα ήταν σύμφωνη με τον χαρακτήρα ενός άρθρου εφημερίδας, ή με έναν πανηγυρικό απευθυνόμενο σε βουβά πλήθη. Όχι όμως με την ουσία του εγχειρήματος αυτού εδώ του Ένθετου που σήμερα μας αποχαιρετά. Που δεν του έλαχε λογοκρισία, που δεν εξαναγκάστηκε σε παραχωρήσεις καμιάς μορφής, που προσπάθησε (ίσως και να πέτυχε, σίγουρα πέτυχε), να παραμείνει εντός μιας εκ των λίγων παραδόσεων που έχουν σημασία. Αυτή της αριστερής ελεύθερης σκέψης. Μιας σκέψης που αμφιβάλλει για τα πάντα, ακόμα και για την ίδια της την εγκυρότητα. Που ασκεί κριτική στα πάντα, χωρίς αγάλματα, είδωλα, ανέγγιχτα πρόσωπα. Μιας σκέψης που μπορεί και να είναι ασαφής, κακοτράχαλη, δύσβατη, γιατί περπατά συχνά χωρίς πυξίδες, στηρίγματα, βεβαιότητες. Ψηλαφιστά, καμιά φορά τρεκλίζοντας, ή και πέφτοντας, προς το άγνωστο. Ανακαλώντας νεκρούς που είναι πιο ζωντανοί από πολλούς ζωντανούς. Μιλώντας ακόμα και γλώσσες θεωρούμενες νεκρές, ξορκίζοντας την παγκόσμια ντοπιολαλιά της «επικοινωνίας».