4/5/24

 Γιώργος Βελουδής

(1935-2014)

Δέκα χρόνια από το θάνατό του

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Ένας (εξ)αιρετικός, «αναγεννησιακός» νεοελληνιστής

Του Θεόδωρου Βάσση*
 
1. Σύντομο βιογραφικό του Γιώργου Βελουδή
 
Ο Γιώργος Βελουδής σπουδάζει (ελληνική) Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1953-1957). Η φιλομάθεια, η απαράμιλλη εργατικότητα και η λατρεία του για τα Γράμματα τον χαρακτηρίζουν από τα εφηβικά του χρόνια. Ως φοιτητής επιδίδεται με ζήλο στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, πλάι στον Γεώργιο Ζώρα (1908-1982).  Ο Γιώργος Βελουδής ξέρει γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά και «λίγα ρωσικούλια». Μετά τη θητεία του στον στρατό, διορίζεται φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, όπου υπηρετεί για πολύ λίγο. Στα 1961-1962 εργάζεται στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του (τότε) Βασιλικού Ιδρύματος Ερευνών, δίπλα στον Κ. Θ. Δημαρά (1904-1992), κατόπιν συστάσεως του Γεωργίου Ζώρα. Μελετά το Νεοελληνικό Διαφωτισμό.
Με υποτροφία βρίσκεται, το 1962, στη Γερμανία (Μόναχο, Λουδοβίκειο Μαξιμιλιάνειο Πανεπιστήμιο), σ’ ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα μελέτης Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, μεταπτυχιακός φοιτητής και υποψήφιος διδάκτορας του κορυφαίου Γερμανού Βυζαντινολόγου Hans-Georg Beck (1910-1999). Στο Μόναχο είναι ενταγμένος πολιτικά στα (σοσιαλιστικά) SDS. Ύστερα, βρίσκεται στο Παρίσι (1965-1967), όπου σπουδάζει Φιλοσοφία, Ιστορία, Κοινωνιολογία και Θεωρία της Λογοτεχνίας. Παρακολουθεί με ζήλο τα μαθήματα του μαρξιστή Φιλοσόφου, Θεωρητικού της Λογοτεχνίας (εισηγητή του Γενετικού Δομισμού) Lucien Goldmann (1913-1970). Έπειτα, συνεργάζεται (μαζί με άλλους) με τον Κ.Θ. Δημαρά στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόννης.
Το 1968, στο Μόναχο, δημοσιεύεται η διδακτορική διατριβή του για την (κειμενικώς πολύτροπη: πεζά, ποιήματα/τραγούδια, θρύλοι, θέατρο σκιών) επιβίωση του μύθου τού Μ. Αλεξάνδρου στη νεοελληνική πολιτισμική συνείδηση: «Der neugriechische Alexander. Tradition in Bewahrung und Wandel» (= «Ο νεοελληνικός Αλέξανδρος. Η παράδοση σε διατήρηση και μεταβολή»). Γύρω στα 1969/1970 έως το 1985, διδάσκει στο Μόναχο, ως λέκτορας, Νεοελληνική Γλώσσα και Γραμματεία. Ας σημειωθεί ότι φοιτητής του υπήρξε ο κορυφαίος Αυστριακός (αλλά και Έλληνας) ιστορικός του Νεοελληνικού Θεάτρου/ θεατρολόγος Walter Puchner/ Βάλτερ Πούχνερ (γ. 1947).
Ως καθηγητής Νεοελληνικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων από το 1985 έως τη συνταξιοδότησή του (2004). Αρχικά, διαμένει στα Ιωάννινα κι έπειτα στην Αθήνα (Εξάρχεια, Αραχώβης 28).
 
2. Η σπάνια (επιστημονική) αξία του έργου του
 
Το συγγραφικό (επιστημονικό) έργο του είναι αξιοζήλευτο, ποιοτικά και ποσοτικά. Και αυτό ακριβώς το υψηλού διανοητικού/επιστημονικού επιπέδου έργο του (παρ’ όλους τους δογματισμούς του σε επί μέρους σημεία) είναι που τον καθιστά, δικαίως, έναν από τους κορυφαίους (σε εθνικό και διεθνές επίπεδο). Μελετάει λεπτομερώς, με επιτόπια έρευνα (αρχειακή), στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Ολλανδία) το αντικείμενο της μελέτης του. Εφαρμόζει υποδειγματικά τις κατάλληλες μεθόδους στη μελέτη και την ερμηνεία του γραμματειακού/ λογοτεχνικού αντικειμένου του, σε συνδυασμό με τις πιο προωθημένες −και αποτελεσματικές− θεωρίες, αντλημένες από το (επιστημονικό) πεδίο της Κοινωνιολογίας του Βιβλίου/ της Λογοτεχνίας, της Ιστορίας των Ιδεών/ της Κουλτούρας. Αξιοποιεί τα πιο κριτικά, ανοιχτόμυαλα θεωρητικά (και μεθοδολογικά) εργαλεία, διηθημένα, προφανώς, υπό το πρίσμα της κοσμοθεωρίας/ ιδεολογίας του (=Ιστορικοδιαλεκτικός Υλισμός). Συνδυάζει, μέσα από έναν αριστοκρατικό εκλεκτικισμό, εξωκαλλιτεχνικά/ εξωλογοτεχνικά και ενδοκαλλιτεχνικά/ ενδολογοτεχνικά κριτήρια, ως προς τη μελέτη του (γνωστικού) αντικειμένου του.

Οφειλή

Παραλαμβάνοντας το Κρατικό βραβείο δοκιμίου από τη Μελίνα Μερκούρη (1984)

(μια απονενοημένη επανάκαμψη)
 
Του Σπύρου Κομιανού*
 
Θα εξακολουθήσω ν’ αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις εναντίον της αμάθειας και της ημιμάθειας, του οππορτουνισμού και του αρριβισμού, του γλειψίματος και της αλλαξοκωλιάς, ιδίως στους κύκλους των λεγόμενων  “πνευματικών ανθρώπων”, στην Ελλάδα  και αλλού.
 (Από το υστερόγραφο της επιστολής του Γ. Βελουδή στον Διευθυντή του περιοδικού Αντί, Ιωάννινα, 14.5.1998)
 
Αποδέχτηκα με χαρά την τιμητική πρόσκληση των ιστορικών «Αναγνώσεων» της Αυγής να συνεισφέρω στο αφιέρωμα με αφορμή την συμπλήρωση 10 χρόνων από το θάνατο του, αναμφίβολα σπουδαίου νεοελληνιστή/συγκριτολόγου Γ. Βελουδή, με τον οποίο η τύχη το έφερε να συνδεθώ στενά σε προσωπικό  επίπεδο σχεδόν από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησα ως φοιτητής  στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Η χαρά αυτή είναι στην πραγματικότητα  και μια ευκαιρία να ξεπληρώσω με κάποιον τρόπο, έστω και καθυστερημένα, ένα προσωπικό χρέος προς τον άνθρωπο που  μου άλλαξε την ζωή  και στάθηκε  δεύτερος πατέρας μου, όχι μόνο πνευματικά, αλλά και κυριολεκτικά, αφού  πέρα από το μόνιμο ενδιαφέρον του για την ζωή, τις σπουδές, την υγεία μου –ακόμα και την διατροφή μου!– συχνά ανέλαβε οικειοθελώς, και με εκπληκτική γενναιοδωρία, και πολλές από τις υλικές υποχρεώσεις ενός βιολογικού πατέρα.
Φυσικά, λόγω των στενών χωρικών και χρονικών περιθωρίων που επιβάλλει η δημοσιογραφική πραγματικότητα και η προσωπική μου καθημερινότητα, δεν διανοούμαι να προσεγγίσω παρά μόνο ακροθιγώς το πλούσιο και πολυσχιδές έργο αυτού του ακούραστου και πολυγραφότατου εργάτη της γραμματολογίας. Γι αυτό θα περιοριστώ αρχικά σε ορισμένες βιωματικού/προσωπικού χαρακτήρα παρατηρήσεις, ελπίζοντας και προσδοκώντας να αναδείξω ορισμένες πλευρές της προσωπικότητας και του (παρεξηγημένου μερικές φορές) χαρακτήρα του, άγνωστες σε όσους δεν τον γνώριζαν ιδιωτικά, αλλά και σε μερικούς με τους οποίους  διασταυρώθηκαν η ζωή και τα «ξίφη» τους. Έπειτα, θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω ορισμένες πλευρές του πλούσιου και πολυσύνθετου επιστημονικού έργου του.   
Γνώρισα τον προερχόμενο από το Νεοελληνικό Ινστιτούτο στο Μόναχο Βελουδή σχεδόν με την άφιξή του στα Γιάννενα στο, απομακρυσμένο, πια, χρονικά καλοκαιρινό εξάμηνο του 1985, αρχικά μέσα από τις παραδόσεις του, ενώ το όνομα του είχε ήδη περιβληθεί με πολλές προσδοκίες μεταξύ των παλαιότερων φοιτητών.  
Η πρώτη εντύπωσή του, την οποία σχολίαζε συχνά με το γνωστό απερίφραστο πότε ειρωνικό/σαρκαστικό και πότε αθυρόστομο και βωμολοχικό ύφος του, που ενδεχομένως θα του προξενούσε προβλήματα στην εποχή του αμερικανοφερμένου ολοκληρωτισμού της λεγόμενης «πολιτικής ορθότητας», ηταν σοκαριστική. Τον αποσβόλωνε η ακαταστασία, τον εξόργιζε η ελλιπής οργάνωση, τον αποθάρρυναν οι προβληματικές κτηριακές υποδομές και τον εξέπλητταν οι βρόμικες αίθουσες με πολιτικά συνθήματα και κάθε είδους σλόγκαν αναγραμμένα σε θρανία, τοίχους και πόρτες, ενώ ο  διαρκής αφισοπόλεμος των φοιτητικών παρατάξεων, στον οποίο δεν ήμουν αμέτοχος και ο οποίος έπληττε ανελέητα κάθε σπιθαμή και κάθε διαθέσιμη επιφάνεια του αύλειου χώρου αλλά και του εσωτερικού τού εγκαταλελειμμένου και ερειπωμένου πια ιστορικού κτηρίου στην Δόμπολη, ήταν αδιάλειπτη προσβολή για την αισθητική του. 

Γ[εώργιος] Α[θανασίου] Β[ελουδής]


Της Μαρίας Οικονόμου*

Κάποια από τα βιβλία του, δερματόδετα ή επενδεδυμένα με χαρτόνι σκληρό, έφεραν στη ράχη τους ανάγλυφα τα χρυσά γράμματα ΓΑΒ, τα οποία —έσπευδε εκείνος να εξηγήσει— παρέπεμπαν στα αρχικά του ιδιοκτήτη τους, στον ίδιο δηλαδή: Γ[εώργιος] Α[θανασίου] Β[ελουδής]. Ο ΓΑΒ διέθετε ασυναγώνιστο χιούμορ, το οποίο κάποτε —σε αντίθεση με το αθώο ευφυολόγημα του μονογράμματός του— μπορούσε να αφήσει πίσω κάθε ευπρέπεια και να σκάσει σαν κροτίδα που σε άφηνε σύξυλο, μπορούσε να πάρει τη μορφή λογοπαιγνίων με αναγραμματισμούς και αντιστροφές συλλαβών, ή να είναι απλώς «διήγησις ανεκδότων» που όμως, και πάλι, σε άρπαζε πλαγίως και εξαπίνης («το άλλο με τον Χρουστσόφ, το ξέρεις;»). Έπρεπε, ασφαλώς, για να τα ανακαλύψεις όλα αυτά να αποτολμήσεις το άλμα και να εισχωρήσεις στο σύμπαν του, το οποίο θρυλούταν ότι ήταν —και ως έναν βαθμό ήταν πράγματι— ρευστό και απρόβλεπτο.
Στα Γιάννενα, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, η παρουσία του τροφοδότησε διάφορες αφηγήσεις που όλο διαστέλλονταν, αγγίζοντας τη φήμη ενός μυθικού όντος κάποιος μισός άνθρωπος, μισός δερμάτινο παντελόνι— με τρόπους ξένους προς τα ακαδημαϊκά πρωτόκολλα, εγρήγορος, διαυγής και ακραίος (μπορούσε να γίνει στουρμ-και-ντραγκ, προειδοποιούσαν κάποιοι), κυκλοφορούσε ανάμεσά μας και το κυριότερο: δίδασκε. Όσοι βρήκαμε το θάρρος να προσέλθουμε για να τον ακούσουμε από κοντά, αμφιρρέπαμε στην αρχή: μας είλκυε και μας δυσφορούσε ταυτοχρόνως. Όσοι έμειναν, φιλοδωρήθηκαν γενναιόδωρα. Τα μαθήματά του δεν ήταν μόνον τεκμηριωμένες και ευαίσθητες διαλέξεις για τη λογοτεχνία, προϊόντα πολύχρονης και στέρεας έρευνας, συχνά αρχειακής∙ ιδίως στόχευαν να προαγάγουν συστηματικά τη μελέτη της λογοτεχνίας σε επιστήμη. Αυτό δηλαδή που αργότερα έλαβε σάρκα και οστά στην —καινοτόμο τότε— εργασία του Γραμματολογία, προπομπός της οποίας υπήρξε το γραμματολογικό μωσαϊκό που εκείνος ονόμασε Ψηφίδες, ζυμωνόταν ήδη τότε, εκεί. Άοκνα εκείνος δούλευε προς αυτήν την κατεύθυνση∙ καταγγέλλοντας από την άλλη (με τη γνωστή βελούδεια γλώσσα και κάμποση σκατολογία) την «ορολογιακή ένδεια», την κυρίαρχη ενασχόληση με τα κείμενα, «ερασιτεχνική και κατάφωρα παρερμηνευτική», χλευάζοντας ανελέητα τις κακοχωνεμένες παραλλαγές του «γαλλικού παραδείγματος» που κυριαρχούσε στις νεοελληνικές σπουδές και γεννούσε «τριμμένα αποφόρια παρισινών μοντέλων». (Όμως, το «υβρεολόγιο» του δεν ήταν ποτέ μόνο αποφόρτιση ενός μαινόμενου πνεύματος∙ ήταν η γλώσσα της εναντίωσης απέναντι σε ευκολίες και κλισέ, ήταν απόκλιση ηθελημένη που κατασκεύαζε επιμελώς την πρόκληση…) 
Πολύγλωσσος και έχοντας γευτεί «havyar»[1] στο Λουδοβίκειο Μαξιμιλιάνειο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, όπου σπούδασε και δίδαξε για έτη, καλλιεργούσε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον για τη «Συγκριτική Γραμματολογία», επί το απλούστερον: τη συνομιλία μεταξύ κειμένων, συγγραφέων, ιδεών διαφορετικών τόπων και «εποχών». Μπορούσε να μεταμορφώσει τα πάντα σε συναστρίες. Έξαφνα, ας πούμε, δίπλα στον Ρίτσο στεκόταν ο Μαγιακόφσκι, ή συζητούνταν φαινόμενα όπως η «Αγκιτπρόπ»∙ ο Batman και ο Ξενόπουλος ήταν εγκάτοικοι της επικράτειας της «μαζικής κουλτούρας»∙ στίχοι του Σολωμού επιβαλλόταν να διαβαστούν αντικριστά με στίχους του GoetheDes Menschen Seele / Gleicht dem Wasser»…) ή του Schiller, τους οποίους εκείνος, όμοια με ντετέκτιβ, αποθησαύριζε με πείσμα και επιμονή για χρόνια, πριν από τα χρόνια του internet, πάνω σε καρτέλες αποδελτίωσης ή σε λίστες που διατηρούσε, προκειμένου να αναδείξει τη σύνδεση της ποιητικής πράξης του Σολωμού με τη φιλοσοφική θεωρία του γερμανικού ρομαντισμού.

Ο θείος Γιώργος

Μιλώντας σε εκδήλωση για τον Γιάννη Ρίτσο


(πίσω από τον επιστήμονα Βελουδή)
 
Της Καίτης Σοφού*

Στις 21 Μαρτίου, συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Βελουδή, του σημαντικού επιστήμονα, του αφοσιωμένου ερευνητή και θεμελιωτή της συγκριτικής μελέτης της λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935, από γονείς πελοποννησιακής καταγωγής, και ήταν ο μικρότερος από τους δύο γιους της οικογένειας. Ο μεγαλύτερος αδελφός (και πατέρας μου) ήταν ο Δημήτρης Βελουδής, γεννημένος το 1932. Για ό,τι αφορά τις σπουδές, τις μελέτες, την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία και την συγγραφική του δραστηριότητα έχουν γραφτεί ή ειπωθεί πολλά και θα γραφτούν ακόμα περισσότερα από τους μελετητές του έργου του, με το οποίο «προικοδότησε» τα ελληνικά γράμματα. Εγώ δεν έχω την απαιτούμενη επάρκεια να μιλήσω για όλα αυτά. Θα προσπαθήσω, όμως, να σας γνωρίσω τον «θείο Γιώργο», έτσι όπως τον έζησα και τον θυμάμαι.
Τα δύο αδέλφια αυτά, έμειναν ορφανά από πολύ μικρή ηλικία. Ο πατέρας τους, ηλεκτροτεχνίτης στο επάγγελμα, πέθανε λίγο πριν τον πόλεμο. Ήταν εναερίτης και κεραυνοβολήθηκε από το ηλεκτρικό ρεύμα, επάνω στην κολώνα που δούλευε. Περίπου δύο χρόνια αργότερα πέθανε και η μητέρα τους. Συγγενείς υπήρχαν, αλλά ανέλαβαν μόνο τον μεγάλο αδελφό και τον μικρό τον έστειλαν στο ορφανοτροφείο.
Τα δύο αδέλφια μεγάλωναν χωριστά, με αραιές κατά καιρούς συναντήσεις, με χαμένες και για τους δύο την παιδικότητα και την αδελφοσύνη. Αυτό καθόρισε και τις μετέπειτα σχέσεις τους, που πότε ήταν καλές και πότε ήταν απόμακρες ή ακόμα και εκρηκτικές. Μεγαλώνοντας, τα δύο αδέλφια κατάφεραν να επανασυνδεθούν. Το 1956 οι γονείς μου παντρεύτηκαν, νοίκιασαν ένα σπίτι στο Ψυχικό και ο θείος Γιώργος, αφήνοντας την Εστία που ζούσε από τα πρώτα του φοιτητικά χρόνια, ήρθε να μείνει μαζί μας, έως ότου τελειώσει το πανεπιστήμιο. Όταν αποφοίτησε, η οικογένεια ήρθε στο Κερατσίνι, για να βρίσκεται ο πατέρας μου κοντά στην εργασία του και το 1958 ο θείος έφυγε, για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία.
Από το συγκεκριμένο σπίτι και τα χρόνια αυτά, ξεκινούν οι δικές μου αναμνήσεις για τον Γιώργο Βελουδή. Μπορώ να θυμηθώ την παρουσία του και το λιτό του δωμάτιο με το περιεχόμενό του. Ένα μονό κρεβάτι, μια μικρή ντουλάπα, ένα μεγάλο γραφείο με πολλά συρτάρια και παντού βιβλία, πολλά βιβλία. Την προσοχή μου είχαν τραβήξει δύο συγκεκριμένα: ένα τεράστιο, μαύρο, δερματόδετο βιβλίο, με τίτλο «Η Μυθολογία της Ελλάδας», με σελίδες από λεπτό χαρτί, πυκνογραμμένες και με σκίτσα ή εικόνες να συνοδεύουν τα κείμενα, για το οποίο δεν θυμάμαι τον συγγραφέα. Το δεύτερο βιβλίο ήταν κι αυτό μαύρο, δερματόδετο, με τίτλο «Ερωτόκριτος» του Κορνάρου.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΛΟΥΔΗ

 ΒΙΒΛΙΑ/ΜΕΛΕΤΕΣ
 
1.     Der neugriechische Alexander. Tradition in Bewahrung und Wandel [= Ο νεοελληνικός Αλέξανδρος. Η παράδοση σε διατήρηση και μεταβολή], Institut fϋr Byzantinistik und Neugriechische Philologie, Μόναχο 1968.
2.     Alexander der Grosse. Ein alter Neugrieche  [= Αλέξανδρος ο Μέγας. Ένας γέρος Νεοέλληνας], Heimeran, Μόναχο 1969.
3.     Das griechische Druck -und Verlaghaus «Glikis» in Venedig (1670-1854). Das griechische Buch zur Zeit der Tϋrkenherrschaft, Harrassowitz, Βισμπάντεν 1974.
4.     Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου. Διήγησις Αλεξάνδρου του Μακεδόνος, Ερμής, Αθήνα 1977.
5.     Γιάννη Ρίτσου, Επιτομή. Ιστορική ανθολόγηση του ποιητικού του έργου, Κέδρος, Αθήνα 1977.
6.     Προτάσεις. Δεκαπέντε γραμματολογικές δοκιμές, Κέδρος, Αθήνα 1981.
7.     Ο Jacob Philipp Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού, Εταιρεία Μελέτης του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1982 [21999].
8.     Γιάννης Ρίτσος. Προβλήματα μελέτης του έργου του, Κέδρος, Αθήνα 1983.
9.     Germanograecia. Deutsche Einflϋsse auf die neugriechische Literatur (1750-1944) [= Γερμανογραικία. Οι γερμανικές επιδράσεις στη νεοελληνική λογοτεχνία (1750-1944), 2 τόμοι, Adolf M. Hakkert, Άμστερνταμ 1983.                                                                                                                    
10.  Αναφορές. Έξη νεοελληνικές μελέτες, Φιλιππότης, Αθήνα 1983 (Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου- Κριτικής 1984).
11.   Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, Κέδρος, Αθήνα, 1984.
12.  Κ. Χατζόπουλος. Ο πύργος του ακροπόταμου, Οδυσσέας, Αθήνα 1986.
13.  Το ελληνικό τυπογραφείο των Γλυκήδων στη Βενετία (1670-1854). Συμβολή στη μελέτη του ελληνικού βιβλίου κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, Χ. Μπούρας, Αθήνα 1987 (αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοση του αρ. 3).
14.  Διονύσιος Σολωμός. Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι γερμανικές πηγές, Γνώση, Αθήνα 1989 (Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου- Κριτικής 1990).
15.  Ψηφίδες. Για μια θεωρία της λογοτεχνίας, Γνώση, Αθήνα 1992.
16.  Κ. Χατζόπουλος, Τα ποιήματα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1992.
17.  Μονά -ζυγά. Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Γνώση, Αθήνα 1992.
18.  Γραμματολογία, Θεωρία λογοτεχνίας, Δωδώνη, Αθήνα 1994 [2 Πατάκης 2001].
19.  Παράταιρα. Μελέτες -Κριτικές -Επιφυλλίδες, Δωδώνη, Αθήνα 1995.
20.  Π. Σούτσου, Ο Λέανδρος, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1996.
21.  Διονυσίου Σολωμού «Στοχασμοί» στους «Ελεύθερους Πολιορκισμένους», Περίπλους, Αθήνα 1997.
22.  Κριτικά στο Σολωμό, Δωδώνη, Αθήνα 2000.
23.  Κ. Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, Κέδρος, Αθήνα 2001.
24.  Το γράμμα και το πνεύμα. Αισθητικά, κριτικά, γραμματολογικά, Παπαζήσης, Αθήνα 2004.
25.  Ο Σολωμός των Ελλήνων. Εθνική ποίηση και ιδεολογία: μια πολιτική ανάγνωση, Πατάκης, Αθήνα 2004
26.  Διονύσιος Σολωμός. Ποιήματα και Πεζά, Πατάκης, Αθήνα 2008
 
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
1.     Μπ. Μπρεχτ, Ιστορίες του κυρίου Κόινερ, Πατάκης, Αθήνα 1996.
2.     Χ. Μπελ, Η συλλογή σιωπής του ντόκτορ Μούρκε και άλλες ιστορίες, Πατάκης, Αθήνα 1996.
3.     Μπ. Μπρεχτ, Η αποπλάνηση των αγγέλων. Ερωτικά ποιήματα και τραγούδια, Δωδώνη, Αθήνα 1998.
4.     G. W. F. Hegel, Εισαγωγή στην αισθητική, Πόλις, Αθήνα 2000.
 
Θ.Β.

Αποσπάσματα από μελέτες του Γιώργου Βελουδή

Ο Γιώργος Βελουδής το 1990

Ο Σολωμός ποιητής εθνικός, ευρωπαίος, οικουμενικός

Ο Σολωμός είναι λοιπόν «εθνικός ποιητής» με την έννοια που έχει η περίφραση αυτή στην Ευρώπη στο α΄ μισό του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα για τα μικρότερα έθνη, που αναζητούν την «εθνική» ανεξαρτησία τους, αλλά και για μερικά μεγαλύτερα (Γερμανία, Ιταλία), που επιδιώκουν την «εθνική» τους ενότητα. Στην εποχή εκείνη ο όρος «ποίηση» έχει ακόμα το εύρος του όρου «λογοτεχνία» η «εθνική λογοτεχνία», η «Nationalliteratur», όπως την είχαν πει ήδη από τα 1780 οι γερμανοί, συνοδεύει δηλαδή και συνεκφράζει την «εθνογένεση», που συνοδεύει την ανοδική πορεία της (πρωτο)αστικής τάξης προς την κρατική της αποκατάσταση στα όρια του «εθνικού κράτους». […]
Ο Σολωμός είναι έπειτα ποιητής ευρωπαίος -αλλά και πάλι με μιαν ορισμένη σημασία: ο «όρος» και η έννοια «Ευρώπη» δεν περνάει ούτε μία φορά στα γραπτά του Σολωμού η «Ευρώπη» δεν αποτελεί στοιχείο της ιδεολογίας του, […] ο Σολωμός είναι ποιητής ευρωπαίος: α) ως ευρωπαίος πολίτης […] β) ως προς τον πολιτισμό και την παιδεία του: ο Σολωμός ήταν ένας «λόγιος» ποιητής με ιταλική, σχολική και ανώτερη, παιδεία και «δυτικά» πολιτισμικά στοιχεία, όπως ομολογούσε ο ίδιος όψιμα (Το ελληνικό καραβάκι, 1850/51): (στην Ιταλία), «όπου βάρβαρος είχα φτάσει και πια δεν είμαι». Η πρόσληψη εκ μέρους του και άλλων ευρωπαϊκών πολιτισμικών στοιχείων, γαλλικών, αγγλικών και γερμανικών, έγινε δυνατή μέσα από τον ιταλικό πολιτισμικό του δίαυλο γ) ως προς την ουσία και το βεληνεκές του ωριμότερου έργου του ο Σολωμός είναι σύγχρονος και ισότιμος με τους κορυφαίους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, αλλά και πρωτοπόρος σε ορισμένα «επιτεύγματά» του, όπως η εφεύρεση του πεζού ποιήματος (Η γυναίκα της Ζάκυθος, 1826/29/33).
Ο Σολωμός είναι, τέλος, ποιητής οικουμενικός: ο Σολωμός, στην κερκυραϊκή του ωριμότητα (1829/57), περνάει, όπως μερικοί σύγχρονοί του ρομαντικοί ουτοπιστές, από την ιδέα του «Έθνους» στην ιδέα της «Ανθρωπότητας» και της «Οικουμένης». Η μετάβαση αυτή επιβεβαιώνεται από τα εξής τεκμήρια: α) Η γνωστή ρήση του Σολωμού: «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό» αντιστρέφει, κατάδηλα, την ιδεολογία του συγχρόνου του και συγχρόνου μας εθνικισμού: η αλήθεια προέχει του -προκατασκευασμένου- «εθνικού συμφέροντος». β) στην επίσης μαρτυρημένη προτροπή του ώριμου Σολωμού (γύρω στα 1834): «κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα νιώσεις μέσα σου κάθε είδους μεγαλείο» ο ποιητής θα προσθέσει, δέκα περίπου χρόνια αργότερα, μετά τη λ. Ελλάδα τις λέξεις: «o altra cosa» (= «ή κάποιο άλλο πράγμα») -που σημαίνει ότι η έννοια της «πατρίδας» («Ελλάδα») σχετικοποιείται και μετουσιώνεται σε μία μόνο από τις «μεγάλες ιδέες» (ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη κ.τ.λ.), με τις οποίες ο άνθρωπος μπορεί «να νιώσει κάθε είδους μεγαλείο». γ) Η εθνική, πολιτική, και μάλιστα προσωποποιημένη, Ελευθερία της επαναστατημένης νιότης του (Ύμνος εις την Ελευθερίαν, 1823) μεταμορφώνεται τώρα, στην ωριμότητά του (Ελεύθεροι πολιορκισμένοι, 1834-1851), σε μιαν υπαρξιακή και πανανθρώπινη ελευθερία, που «κατακτάται» με εσωτερικό αγώνα, με την υπερνίκηση των εξωτερικών (φυσικών) και εσωτερικών (ηθικών) εμποδίων. δ) Ο Σολωμός φαίνεται σαν να διαδηλώνει ο ίδιος αυτόν τον ώριμο προσηλυτισμό του σ’ ένα «στοχασμό» του στους Ελεύθερους πολιορκισμένους (οι υπογραμμίσεις δικές μου): «Πρέπει να κάνεις ώστε ο μικρός κύκλος, μέσα στον οποίο κινείται το Κάστρο [=Μεσολόγγι], να φανερώνει στο βάθος ή μάλλον στην ατμόσφαιρά του τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας για την υλική θέση, […] και για την ηθική θέση τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητας. Δες τον Προμηθέα και εν γένει τα έργα του Αισχύλου». Ας επισημάνω, εν κατακλείδι, ότι ο αισχύλειος Προμηθέας συμβολίζει στο Σολωμό, όπως και στους συγχρόνους του ευρωπαίους ρομαντικούς (Shelley, Προμηθέας λυόμενος, 1820), τον αντίθεο εκείνο αγωνιστή, που μετά τη νίκη του ενάντια στην τυραννία του Δία φέρνει στους ανθρώπους την Ουτοπία ενός νέου, επίγειου, Παραδείσου.

[Γιώργος Βελουδής, Κριτικά στο Σολωμό. Κριτικά, Φιλολογικά, Ερμηνευτικά, Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη, 2000, σ. 245-248]