Του Κώστα Βούλγαρη
Η είσπραξη στα καθ’ ημάς του
συνολικού έργου του μεγάλου θεωρητικού της εποχής μας ήταν μάλλον ισχνή,
μερικευτική και εκ του προχείρου εργαλειοποιημένη. Επί δεκαετίες, το μόνο
μεταφρασμένο βιβλίο του ήταν Το μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του
ύστερου καπιταλισμού, το οποίο ας σημειωθεί πως είχε μεταφραστεί και
σελιδοποιηθεί στο περιοδικό Ο Πολίτης, αλλά τελικά, λόγω έλλειψης
χρημάτων, εκδόθηκε από την «Νεφέλη». Έκτοτε, το βιβλίο αυτό εργαλειοποιήθηκε ως
«απάντηση» στο ρεύμα του «Μεταμοντέρνου», όρος κάτω από τον οποίο
συμπεριλαμβάνονταν μύρια όσα, ή μάλλον ό,τι απέκλινε από τον καθ’ ημάς
μοντερνιστικό κανόνα, προσπερνώντας επιδεικτικά τη νηφάλια και αντιπροσωπευτική,
εναρκτήρια παράγραφο του βιβλίου:
«Είναι προτιμότερο από πολλές
απόψεις να θεωρήσουμε τον όρο μεταμοντέρνο ως απόπειρα να στοχαστούμε ιστορικά
το παρόν, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται κατά βάση από τη λήθη του ιστορικού.
Υπό την έννοια αυτή, πρόκειται είτε για μια μορφή ‘έκφρασης’, παραμορφωτικής
βεβαίως, μιας βαθύτερης και αναπόδραστης ιστορικής ροπής, είτε για την
‘απώθηση’ και τον εξοβελισμό της – εξαρτάται από το πώς αντιλαμβάνεται κανείς
το διφορούμενο του πράγματος. Οπότε ο μεταμοντερνισμός, το μεταμοντέρνο ως
συνείδηση, συνίσταται σε μια θεωρητικοποίηση των προϋποθέσεων που το κατέστησαν
δυνατό, πράγμα που σημαίνει πρωτίστως αποθησαύριση αλλαγών και αλλοιώσεων».
Ως προεξάρχουσα παράμετρος της
σκέψης του Τζέημσον, μάλλον ως ιδιότητα/ταυτότητα, επισυναπτόταν εκείνη του
μαρξιστή στοχαστή, και αυτή κυριάρχησε τώρα στις νεκρολογίες του. Ναι, όντως,
ήταν μια βασική παράμετρος της σκέψης του, που όμως συνομιλούσε και εντασσόταν
στο ρεύμα της Νέας αριστεράς, με πλείστες όσες διαφοροποιήσεις από τις
«ορθόδοξες» εκδοχές του μαρξισμού και από τα κλισέ που μέχρι κα σήμερα
αναπαράγονται.
Η βασική του όμως συμβολή, που
τον διαχωρίζει από τους πάμπολλους εργαλειοποιητές του, ήταν πως ο Τζέημσον δεν
δαιμονοποίησε το «Μεταμοντέρνο», δεν αρνήθηκε την ύπαρξή του, την ανάδυση και
την κυριαρχία του, αλλά προσπάθησε να κατανοήσει, να αναλύσει και να
τοποθετηθεί κριτικά μέσα στη μεταμοντέρνα συνθήκη. Την ίδια στάση
είχε ο Μαρξ, με το μείζον θεωρητικό του έργο, Το Κεφάλαιο, που φέρει τον
υπότιτλο Κριτική της πολιτικής οικονομίας, ενώ οι κάθε μορφής Λουδίτες
αρκούνταν στην άρνηση και καταγγελία του καπιταλισμού. Με αφετηρία μια σκέψη
του Μαρξ, ο Τζέημσον σημειώνει:
«Καλούμαστε να υψώσουμε,
τρόπον τινά, τη σκέψη μας σε ένα σημείο απ’ όπου μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ο
καπιταλισμός είναι, την ίδια ακριβώς στιγμή, ό,τι καλύτερο συνέβη ποτέ στην
ανθρωπότητα μα και ό,τι χειρότερο. Ο ολίσθηση από την αυστηρή αυτή διαλεκτική
επιταγή στην ανετότερη θέση της ηθικολογικής τοποθέτησης είναι αναπόφευκτη και
καθ’ όλα ανθρώπινη∙ παρ’ όλ’ αυτά, ο επείγων χαρακτήρας του ζητήματος απαιτεί
να επιχειρήσουμε τουλάχιστον να στοχαστούμε διαλεκτικά την πολιτιστική εξέλιξη
του ύστερου καπιταλισμού ως καταστροφή μα και πρόοδο συνάμα».
Ο Τζέημσον λοιπόν έκανε τον κόπο
να μπει μέσα στη μεταμοντέρνα συνθήκη, να την ψαύσει, να διερευνήσει τη
δυνατότητα μιας αριστερής στάσης/εκδοχής, μέσα σε αυτή την ιστορικά νέα
συνθήκη. Την οποία, φυσικά, τη θεωρούσε δεδομένη, ως το ιστορικό παρόν∙ δεν την
απωθούσε εν ονόματι κάποιας «καθαρότητας» (καθεστωτικώς προφυλαγμένης βέβαια,
αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση). Όπως μας προειδοποιεί ο Τζέημσον στην
Εισαγωγή του βιβλίου: «Εάν δεν κατορθώσουμε να αποκτήσουμε κάποιου είδους
αίσθηση μιας πολιτιστικής δεσπόζουσας, θα ξαναγυρίσουμε σε μια οπτική που δεν
βλέπει στην ιστορία του παρόντος άλλο από ανομοιογένεια, άτακτη διαφοροποίηση,
συνύπαρξη σωρείας ξεχωριστών δυνάμεων, των οποίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί η
ροπή».
Ως βασικό χαρακτηριστικό της
μεταμοντέρνας συνθήκης, ο Τζέημσον διακρίνει το γεγονός πως «η κουλτούρα
έχει γίνει ‘δεύτερη φύση’» και διαπιστώνεται μια «υπέρογκη διαστολή της
σφαίρας της, τεράστιας έκτασης, ιστορικά πρωτοφανής διαπίδυση πολιτιστικού και
πραγματικού». Είναι ακριβώς ό,τι βλέπουμε σήμερα να γίνεται μαζικά, και όχι
μόνο στα καθ’ ημάς, με τις χιλιάδες πολιτιστικές «δράσεις», με την πληθώρα πληρωμένων
ποιητικών βιβλίων, με τα εκατοντάδες «εργαστήρια δημιουργικής γραφής», που
συνιστούν το σύμπτωμα του «νέου αβαθούς», όπως το ονόμασε ο Τζέημσον.
Δεν πρόκειται φυσικά για την τέχνη, και ειδικότερα για την ποίηση, αλλά για ένα
ομοίωμα «αισθητικής», που δεν είναι «παρά ψυχαγωγία: υπερφυές αίσθημα
ευφορίας […] υπερχειλισμός εμπορευμάτων, ‘αναπαραστάσεις’ οι οποίες
τείνουν να δημιουργήσουν έναν ενθουσιασμό και μια διάθεση αναπτέρωσης που δεν
πηγάζουν από τα ίδια τα πράγματα».
Ναι, για σας μιλά ο μύθος,
αγαπητοί φίλοι, που συχνά ρίχνετε μια απαξιωτική βολή προς τον
«Μεταμοντερνισμό» (ως υπόνοια ενός κάποιου «βάθους» στη σκέψη σας), αλλά
ολημερίς αναλώνεστε με τον πολιτισμό και αναρτάτε πάσης φύσεως «ειδήσεις», «συμβάντα»
και «απόψεις», όχι επί καλλιτεχνικών έργων αλλά επί πολιτιστικών προϊόντων: «στη
μεταμοντέρνα κουλτούρα, η ‘κουλτούρα’ έχει μετατραπεί σε προϊόν καθ’ εαυτή».
Σε αυτό το βιβλίο, ο Τζέημσον
βυθίζεται σε παραδείγματα, εκδοχές και εκφάνσεις της μεταμοντέρνας συνθήκης, κάνει
ένα ολόκληρο ταξίδι μέσα σε αυτήν, με δισταγμούς, ακόμα και με αντιφάσεις, γιατί
το περιβόητο «Μεταμοντέρνο» δεν είναι ένα και αδιαίρετο, δεν είναι ομοιόμορφο,
δεδομένο κλπ, όπως το βλέπουν/δαιμονοποιούν οι κλειδοκράτορες του παρηκμασμένου
πια μοντερνισμού, πάντα από απόσταση ασφαλείας, με εργαλεία που αντιστοιχούν σε
άλλες κοινωνικές και πολιτισμικές πραγματικότητες, σε διαφορετικά έργα τέχνης, σε
μια αναντίστοιχη πια ιστορική αντίληψη.
Όπως πάλι σημειώνει ο Τζέημσον:
«Πράγματι, ένα από τα
εντονότερα χαρακτηριστικά του μεταμοντέρνου είναι ο τρόπος με τον οποίο ένα
ολόκληρο φάσμα αναλυτικών τάσεων που ανήκαν μέχρι τούδε σε πολύ διαφορετικά
πεδία […] συμπλέουν πλέον στο γενικότερο πλαίσιο ενός είδους λόγου, τον
οποίο κάλλιστα θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ‘μεταμοντέρνα θεωρία’ και να τον
εξετάσουμε καθ’ εαυτό. Πρόκειται ασφαλώς για μια κατηγορία που υπάγεται στις
ίδιες της τις ταξινομήσεις και δεν θα ήθελα να βρεθώ στη θέση να αποφασίσω εάν
και κατά πόσο τα όσα ακολουθούν [στο βιβλίο] είναι διερευνήσεις με
αντικείμενο τη ‘μεταμοντέρνα συνθήκη’ ή εκφράσεις της θεωρίας αυτής. […]
Σε ό,τι ακολουθεί […] μοιάζει να πιστεύω ότι το μεταμοντέρνο είναι όσο
ακριβώς ιδιότυπο νομίζει το ίδιο και συνιστά πολιτιστική και βιωματική τομή που
αξίζει τον κόπο να διερευνήσουμε με κάθε λεπτομέρεια».
Όσον αφορά ειδικότερα τη
λογοτεχνία, είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση από τον Τζέημσον, του έργου του Μπόρχες
και άλλων, ως έργο/διαδικασία μετάβασης από τον «ύστερο μοντερνισμό» στον
μεταμοντερνισμό, με υποδειγματικό τρόπο: «είχαν την ατυχία να διατρέξουν δύο
εποχές και την τύχη να βρουν τρόπο να απομονωθούν εξοριζόμενοι στη μηχανή του
χρόνου και να δουλέψουν για καιρό τις άκαιρες μορφές τους». Όσο και αν στα
καθ’ ημάς ο Μπόρχες ακόμα ασφυκτιά μέσα στις τυπικές και αυτοβεβαιωτικές μοντερνιστικές
αναγνώσεις του, μια μεγάλη, χαίνουσα ρωγμή λειτουργεί: υπάρχει το έργο του
Γιάννη Πάνου, που επαξίως συνεχίζει και διευρύνει εκείνο του Μπόρχες, και
πραγματώνει ακριβώς το ίδιο πέρασμα με τα δύο βιβλία του, …από το στόμα της
παλιάς Remington… και Ιστορία
των μεταμορφώσεων, εννοηματώνοντας δραστικά το ρεύμα της νεοελληνικής
μεταμυθοπλασίας, ως τη λογοτεχνία του ιστορικού παρόντος, της μεταμοντέρνας
συνθήκης.
Πάντως, η ιστορικίζουσα, «μηχανική
αποικιοποίηση του παρόντος από τον συρμό της νοσταλγίας», την οποία
επεσήμανε και ανέλυσε ο Τζέημσον, είναι νομίζω η καλύτερη περιγραφή για τους
διαπρύσιους κατηγόρους της μεταμοντέρνας συνθήκης: αυτό τον ρόλο έχουν μέσα σε
αυτήν, έτσι την επικυρώνουν και την αναπαραγάγουν, ως «νοσταλγικός διάκοσμος»
αυτής…
Ιάσονας Καμπάνης, Το Λιοντάρι της Χεβρώνας και το Ιερό Ελάφι (λεπτομέρεια), 2024, ακρυλικό και γκέσο σε ύφασμα επικολλημένο σε ξύλο, 200 x 150 εκ. Φωτ. Αλεξάνδρα Μασμανίδη |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου