Πέτρος Μώρης, από την ενότητα Μελλοντικό ζωολόγιο (Χίμαιρες), 2023, χαλκός. Φωτ. Αλεξάνδρα Μασμανίδη |
Του Γιώργου Βαρθαλίτη*
Αν είναι αλήθεια πως στις αισθητικές μας αποτιμήσεις
περισσότερο δογματίζουμε παρά αποδεικνύουμε (η ομορφιά και το ύψος δεν
αποδεικνύονται σαν μαθηματικά θεωρήματα, αλλά μας επιβάλλονται σαν αξιώματα),
θα ξεκινήσω κι εγώ δογματίζοντας: ο Σικελιανός δεν υπήρξε μόνον ο μεγαλύτερος
λυρικός που είχαμε ποτέ αλλά κι ένας από τους δυο-τρεις μεγαλύτερους του
εικοστού αιώνα σε παγκόσμια κλίμακα.
Δεν είναι μόνο η εντυπωσιακή εικονοποιία, η ανυπέρβλητη
ένταση της φωνής κι η προσωδιακή εντέλεια εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν τη
μοναδικότητα και την υπεροχή του Σικελιανού (που, βέβαια, και μόνα τους θα
αρκούσαν για να την πιστοποιήσουν και να τη δικαιώσουν). Υπάρχει και κάτι πιο
βαθύ. Με τον Σικελιανό, όπως σωστά επισημαίνει ο Γιώργος Θεοτοκάς, το
νεοελληνικό πνεύμα επιχειρεί την πρώτη μεγάλη, παράτολμη και επιβλητική
μεταφυσική του περιπέτεια, κάνει την πρώτη του απόπειρα να συλλάβει μιαν αλήθεια
υπερβατική.1 Η ένταση κι η μοναδική εικοποιία
δεν είναι παρά το εξωτερικό ανάβλυσμα μιας βαθύτερης ουσίας. Εννοώ το
κοσμοθεωρητικό και ανθρωπογνωστικόν υπόβαθρο της ποίησής του.
Για αυτή τη διάσταση του σικελιανικού έργου θα ήθελα να
επιστρατεύσω έναν ξεχασμένο όρο, της εποχής του, που πιστεύω πως εκφράζει πολύ
παραστατικά, έστω κι αν σήμερα ξενίζει ειρωνικά, αυτή τη σύγκραση λυρισμού και
αποτύπωσης, με όργανο αυτόν ακριβώς τον λυρισμό, βαθύτερων κοσμοθεωρητικών και
ανθρωπογνωστικών αληθειών. Ο όρος είναι “λυροσοφία”. Δεν νομίζω πως θα αμφέβαλε
κανείς πως το σικελιανικόν έργο είναι “λυροσοφικό”. Μας βοηθάει να
προσανατολιστούμε στα βαθύτερα προβλήματα που μας βασανίζουν, αφού, έστω κι αν
δεν ενστερνιζόμαστε, τον τρόπο με τον οποίο βλέπει αυτά τα προβλήματα ο
ποιητής, η θέασή του εμπλουτίζει και στηρίζει τη δική μας. Πολύ εύστοχα
σημειώνει ξανά ο Θεοτοκάς: “Σ' όποιον έχει έρθει σε στενότερη κάπως επαφή μ'
αυτό το έργο, είναι φανερό πως δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να δικαιολογηθεί η
διάκριση ανάμεσα στον Σικελιανό λυρικό ποιητή και στον Σικελιανό οραματιστή και
φιλόσοφο, διάκριση που θα υπονοούσε πως ο πρώτος μας αρέσει, ενώ ο δεύτερος δεν
μας χρειάζεται. Η μορφή του Σικελιανού είναι ενιαία και αδιάσπαστη”.2 Πλευρές αυτής της ενιαίας και
αδιάσπαστης μορφής θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε κι εμείς.
Ο Γνωστικισμός δεν είναι από τα πιο ασήμαντα χαρακτηριστικά αυτής της
μορφής. Μας παρέχει ένα δυνατο ερμηνευτικό κλειδί για κατανοήσουμε και το
“βιοθεωρητικό” βάθος του σικελιανικού έργου αλλά και την εξέλιξή του, την
μετάβαση από μια πρώιμη φάση σε μιαν όψιμη, που την σηματοδοτεί η “Ιερά Οδός”.
Το κλειδί αυτό είναι κάποιες θεμελιώδεις έννοιες των Γνωστικών. Οι έννοιες
αυτές είναι το πλήρωμα, το κένωμα, η αποκατάστασις και ο πρωτάνθρωπος
ή Αδάμ Καδμόν. Σχηματικά, οι Γνωστικοί πρεσβεύουν πως αυτός ο
κόσμος, ο κόσμος της φθοράς, του πόνου και της αμαρτίας είναι ένας
ελλειμματικός, ένας ελαττωματικός κόσμος και πως προήλθε από ένα ανώτερον
επίπεδο πραγματικότητας. Έτσι νοούνται το πλήρωμα και το κένωμα:
ετούτος ο κόσμος είναι ο κόσμος του κενώματος και συνιστά μιαν έκπτωση
από τη σφαίρα του πληρώματος. Ο άνθρωπος του πληρώματος λέγεται πρωτάνθρωπος
ή Αδάμ Καδμόν. Ταυτόχρονα όμως, οι Γνωστικοί πιστεύουν πως, κάποια
στιγμή, το σύμπαν του κενώματος θα αναχθεί ξανά στο πλήρωμα: η αποκατάστασις.
Ο Σικελιανός της πρώτης περιόδου -είναι ολοφάνερο- κατοικεί διαρκώς στην
περιοχή του πληρώματος. Όλα τα προσωπεία του πρώιμου Σικελιανού, ο
Αλαφροΐσκιωτος, ο μυσταγωγός του Προλόγου στη Ζωή, ακόμα κι η Μαριάμ του
Πάσχα των Ελλήνων, είναι εκδοχές του Αδάμ Καδμόν (ο ίδιος ο Σ.
αυτοαποκαλείται κάπου αρχέφηβος). Ο σικελιανικός Αδάμ Καδμόν,
στις διάφορες εκφάνσεις του, ζει, μακριά απ' την τύρβη του σύγχρονου άστεως, σε
μόνιμη κατάσταση ευδαιμονικής αυτάρκειας και σε αέναη μυστικήν επικοινωνία με
τη φύση. Κανένας, άλλωστε, δεν απόδωσε καλύτερα από τον Σικελιανό το βίωμα της
εσωτερικής πληρότητας:
Αγέρας χλιος απάνω της, αγέρας χλιος βαθιά της·
ένα μελίσσι του παντός αχεί ο ανασασμός·
δροσοπηγή το στήθος της, κρυφοπηγή η καρδιά της
και το βλεφαροσάλεμα βαθιός ευτυχισμός...3
Ή πάλι:
Τέλος ξεσπά στην πλάση η πιθυμιά μου!
Να με ισκιάσει ένας κόσμος δε βολεί!
Ήλιος φωτάει δεξιά, ήλιος ζερβά μου,
από παντού με ζώνει ανατολή.4
Στην “Ιερά Οδό”, για πρώτη φορά, εισέρχεται βίαια το οδυνηρό βίωμα του κενώματος.
Στη φρικτή σκηνή, όπου ο γύφτος εξαναγκάζει τη μάνα αρκούδα να χορέψει,
τραβώντας το χαλκά στο ματωμένο ρουθούνι του μικρού της, ο Σικελιανός
αντικρύζει όλο τον αποτρόπαιο βιασμό της φύσης, όλο τον πανάρχαιο πόνο που “δεν
του πληρώθη απ' τους θνητούς αιώνες / ο φόρος της ψυχής”.5
Ο Σικελιανός, όμως, διατηρεί άσβεστη μέσα του την ελπίδα στη μελλοντικήν αποκατάστασιν,
όπως την ευαγγελίστηκεν ο Βιργίλιος στην Τετάρτην Εκλογή του κι ο
Δευτεροησαΐας (που τον παραφράζει στην τελευταία τραγωδία του):
“Θά 'ρτει τάχα ποτέ, θε νά 'ρτει
η ώρα
που η ψυχή τής αρκούδας και του Γύφτου,
κ' η ψυχή μου, που Mυημένη τηνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;”
Kι ως προχωρούσα,
και βράδιαζε, ξανάνιωσα απ' την ίδια
πληγή, που η μοίρα μ' άνοιξε, το σκότος
να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,
καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι που ολοένα
βουλιάζει. Kι όμως τέτοια ως να διψούσε
πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη
ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,
ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
ένα μούρμουρο, κ' έμοιαζ' έλεε:
“Θά 'ρτει”. 6
Η βαθιά πίστη της “Ιεράς Οδού” στην αποκατάστασιν, στην μελλοντική λύτρωση
της δημιουργίας από τον δολοφόνο βιασμό του ανθρώπου γίνεται, στο ποίημα “Στ'
Όσιου Λουκά το Μοναστήρι”, καταυγασμός, εδώ και τώρα, της ίδιας της
πραγματικότητας. Η αναπάντεχη επιστροφή του Βαγγέλη από τον πόλεμο, την ίδια
την ημέρα του Πάσχα, είναι μια εγκόσμια ανάσταση. Ο Βαγγέλης σαρκώνει το
μυστήριο του ίδιου του Αναστάντος. Κι η μάνα του, κάθε χαροκαμένη μάνα, είναι
μια Παναγιά.
Επανερχόμενος σ' αυτά που είπα προηγούμενα, θα ήθελα να παραθέσω ορισμένες
επισημάνσεις του Harold Bloom, αναφερόμενες στον Wallace Stevens αλλά
εφαρμόζουσες -πιστεύω- και στον Σικελιανό. Ο Στήβενς, κατά τον Μπλουμ,
ενσαρκώνει το βασικό γνώρισμα του μεταναγεννησιακού ποιητή, δηλαδή την ευχέρεια
να “μεταμορφώνεται, τις στιγμές της έξαρσης, σε Γνωστικό θεό” κατακλυζόμενο από
“πλημμυρίδες δύναμης”, πράγμα που τον προικίζει με “μια εκπληκτική ικανότητα
για σολιψιστικές πτήσεις”7. Αυτή την ικανότητα την πιστοποιούν
και οι “Σημειώσεις για έναν υπέρτατο Μύθο”, όπου και η αναγωγή του “ελάσσονος”
στον “μείζονα άνθρωπο” (όροι του Στήβενς), του οποίου τις ουράνιες δυνατότητες
φέρουμε όλοι μας . Ο μείζων αυτός άνθρωπος μπορεί να ταυτιστεί με τον
Πρωτάνθρωπο ή τον Αδάμ Καδμόν που αναφέραμε. Ποιος θα αμφέβαλλε πως αρχικά στο
έργο του Σικελιανού κυριαρχεί αυτός ο μείζων άνθρωπος; Όμως ο μείζων άνθρωπος
στον Σικελιανό εξευγενίζεται από τον ελληνοχριστιανικό ανθρωπισμό του και
τελικά υπερβαίνεται από τον Χριστό, τον Υιό του Ανθρώπου, τον κατεξοχήν
άνθρωπο. Ο Πρωτάνθρωπος στον Σικελιανό νικιέται, ακόμα και παρά τη θέληση του
ίδιου, από τον Θεάνθρωπο.
Πιστεύω πως αν ο Μπλουμ γνώριζε τον Σικελιανό, εκείνον, που η φωνή του
υπήρξε “φωνή μεθύοντος ισχυρού”, και όχι τον Στήβενς θα ανακήρυττε ως τον
ισχυρότερο ποιητή της εποχής μας- κι εδώ αποδεικνύονται, αν εφαρμόσουμε τα
κριτήρια του Αμερικανού, τα όσα δογμάτισα στην αρχή, όσο, βεβαια, μπορεί κανείς
να μιλήσει για απόδειξη, έστω και καταχρηστικά, στα αισθητικά ζητήματα.
*Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι ποιητής
1Γιώργος Θεοτοκάς, Πνευματική Πορεία, Αθήνα
1961, σελ. 280.
2Γιώργος Θεοτοκάς, Πνευματική Πορεία, ό. π.,
σελ. 280.
3Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τόμος. Δ΄,
Αθήνα 1981, σελ. 137.
4Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τόμος. Β΄, ό.
π., σελ. 96.
5Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τόμος. Ε΄.
ό. π, σελ. 44.
6Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τόμος. Ε΄.
ό. π, σελ. 44-45.
7Wallace
Stevens, Κυριακή Πρωί, μτφ. Στάθης Καβαθάς, Αθήνα 2006, σελ. 44.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου