27/10/24

Γιώργος Μπλάνας


(όπως «Ποίηση της τέταρτης μεταπολεμικής γενιάς»)
 
Του Βασίλη Ρούβαλη*
 
Ο ποιητής βιώνει την ποιητική ταυτότητά του αποσπασματικά˙ βλέπει «τα φαντάσματά του ζωντανός» γιατί μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί ν’ αποδείξει στο Εγώ, στο περίγραμμα του δημιουργικού εαυτού του, τα όσα δεδομένα τον συντηρούν στη ζωή. Με αυτή την πρώτη απόπειρα ενός γενικού αφορισμού για την παρουσία του Γιώργου Μπλάνα ειδικότερα στο σύγχρονο ποιητικό και γραμματολογικό γίγνεσθαι, αποτίεται ένας σύντομος φόρος τιμής αφενός στην εκτενή κατατεθειμένη βιβλιογραφία του κι αφετέρου στην ποιητική προσωπικότητα που εξελίχθηκε από τις πρώτες επιδόσεις του, στο πνεύμα της λεγόμενης «γενιάς του ιδιωτικού οράματος»[1] ή αλλιώς «γενιάς του ογδόντα», έως τις πιο ώριμες, κατασταλαγμένες γραφές του.
Εξαρχής, ο Μπλάνας κατέθεσε μερικές εύλογες προσδοκίες για τις συντεταγμένες της Ποίησης σε συνάρτηση με τη συνείδησή του περί κοινωνικής πρακτικής και ιδεολογικών-πολιτικών αποκλίσεων στην πριν και στη μετά πραγματικότητα από την Πτώση των Τειχών. Περίοδος δύσκολη, με αποπροσανατολισμούς και άθυμες βεβαιότητες. Αλλ’ έχοντας ο ίδιος προσδιορίσει τη φυσιογνωμία[2] της ομάδας δημιουργών που εμφανίστηκαν στα γράμματα κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1980, πιστοποίησε τη σχέση του ποιητικού λόγου με τη ρέουσα πραγματικότητα: κανένα έργο δεν θα τοποθετηθεί στο βάθρο της εποχής του εάν δεν φέρει -συστατικά- κάτι τι από αυτήν και σαφώς εάν δεν δημιουργήσει ρωγμές επαφής με το παρόν εκείνο που θα εναλλάσσεται στους παρονομαστές του ιστορικού χρόνου. Καθόλου τυχαία, σε κείμενά του έκανε λόγο για τη «γυμνή Μούσα», που είναι η Ιστορία, την οποία ο καλλιτέχνης περιορά μ’ ένταση κι επιθυμία διαρκώς, με στόχευση να την κατακτήσει, να την κατανοήσει και, ίσως, να την επαναμαγεύσει. Οπότε, για τον Μπλάνα, η στιγμή περιέχει μία και μόνη βεβαιότητα: η σημασία της γίνεται κατανοητή, ως ειδικό βάρος στην πορεία του κόσμου και ως ανίχνευση δημιουργικής ουσίας (ειδάλλως προσπερνιέται ανώδυνη κι ανώφελη και καταλήγει αμνησία).          
Η παρουσία του στα εγχώρια συγγραφικά δεδομένα χαρακτηρίστηκε, επιπλέον, από την πρόθεση διαφοροποίησης και τήρησης αποστάσεων από τον συνεκτικό ιστό και την τοποθέτηση τής αμέσως προηγούμενης γενιάς σ’ ένα χωροχρονικό όριο πλήρες αμφισβητήσεων: Μάης του 1968 και επέμβαση στην Ουγγαρία, αμερικάνικα πανεπιστήμια έναντι του αιμάτινου λουτρού στο Βιετνάμ, πολιτειακά ζητήματα και δικτάτορες στην Ελλάδα… Ενταγμένος ο ποιητής, εύλογα, στο κοινωνικό-ψυχολογικό πλαίσιο των μέσων της επόμενης, «περίεργης» δεκαετίας, όπου ξεκάθαρα κατέρρευσαν ή αναθεωρήθηκαν οι ποικίλοι ισμοί του Μεταπολέμου, συν-βίωσε τη δίνη των αλλαγών που επέβαλε η επόμενη πραγματικότητα. Στο βλέμμα του Μπλάνα, ο ανθρώπινος παράγοντας αναμείχθηκε στο διακύβευμα της εξουσίας, τα «γρανάζια» των magistri (δηλαδή, οι servi, οι ασθενέστερες μάζες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας) συνέχισαν ν’ αλληλοκαλύπτονται με μόνη παραγόμενη τη φθορά τους σε διαφορετικούς ρυθμούς πλέον, ο ποιητικός νους κλήθηκε να προσδιορίσει τον κυνισμό των «χάρτινων» καθεστώτων, της οικονομικής ανισορροπίας, του πολιτισμικού εκμαυλισμού, της διάσπασης κάθε προσδιορισμένου Εγώ. Σημειώνει στα Στασιωτικά του[3] χαρακτηριστικά:
«Αν είσαι σκηνίτης στις πεδιάδες της Μογγολίας/ δεν σκέφτεσαι καθόλου την μεταμοντέρνα πολεοδομία/ απουσιάζουν τα μεγάλη ύψη/ ο κοινωνικός στοχασμός/ οι ταξικές διαφοροποιήσεις στον αστικό ιστό/ οι συγκεκριμένες διαδρομές,/ καθαρό πολιτικό κριτήριο […] Δεν μας χρειάζεται, κατ’ ανάγκην η μνήμη./ Δεν αποτελεί αταξία η μνήμη;/ Είναι όμως αναγκαία, όταν η μνήμη που έχουμε/ είναι πλέον μνήμη που έχει πλέον παλιώσει…».  
Με την αφορμή αυτής της αταξίας στη μνήμη, αξίζει να υποσημειωθεί εδώ η συντήρηση μιας οικογενειακής μοίρας –ως πραγματολογικό στοιχείο– από τις μακρινές σκιές του Εμφυλίου και τη σιωπηλή-ανακουφιστική αποδοχή της διαφυγής των προγόνων του ποιητή από τη Μεσσηνία της ακροδεξιάς επιστασίας… Είναι, κάποτε, ετούτες οι «φωταψίες» στην αυτοσυνείδηση των ποιητών (συνολικότερα εννοώντας εδώ), οι οποίες αναλόγως επιδρούν τόσο στο συγγραφικό ένστικτο όσο και στο ατομικό, εσώτερης καύσης ήθος τους (όπως σε περιπτώσεις ομηλίκων κι ομοτέχνων του Μπλάνα με ένταση προβολής «αστικών καταβολών» μα ισχνής αφετηριακής δυναμικής και υποκλοπιμαίας καθιέρωσης, σε βάθος χρόνου, στα δήθεν διευθυντήρια της Ποίησης).
Ο Μπλάνας έχει αναφερθεί, και κυρίως, έχει επιδοθεί κατά τη δική του πληθωρική και γεμάτη διακυμάνσεις συγγραφική εμπειρία, σε συστηματική κατασκευή «αρχιτεκτονικών σχημάτων» με οδηγό τη γλώσσα και τη σκέψη του, όπου τελικός στόχος είναι η δημιουργία ενός εκτενούς, συνθετικού, δομημένου έργου πάνω σε προκαθορισμένα σημεία-σημάνσεις. Ο λυρισμός του λόγου του δεν διατυπώνεται απτά αλλά νοείται ανάμεσα στους στίχους, ενώ η χειμαρρώδης εκφορά του συμπαρασύρει την αναγνωστική διαδικασία. Με δείγματα γραφής όπως το παρακάτω:
[…] «Ήξερα πως δεν θα τους ξανάβλεπα,/ όχι τουλάχιστον πάνω από μιά λίμνη αίματος,/ με το θάνατο να περιφέρεται στην ατμόσφαιρα,/ να συμπλέκει φόβους και τρόμους αγνώστων,/ να διαπλέκει την καχυποψία, την επιφυλακτικότητα,/ τη μοχθηρία που θησαυρίζει καθένας/ αναγκαστικά ή τουλάχιστον αναπόφευκτα./ Ήξερα πως καμιά στιγμή αδυναμίας/ δε θα επέτρεπε να ζητήσω ένα κουπί/ σε χρυσαφένια ακτή, καμιά εφηβική/ καταιγίδα δε θ’ αναγνώριζε στο κενοτάφιό μου/ τα ναυάγιά της» […][4]
έχει ήδη επισημανθεί από την κριτική η δημιουργική ενάργειά του σε εκτενείς εργασίες –ας ειπωθεί καλύτερα: μακροσκελείς καταγραφές ποιητικής ουσίας– μέσα στο πλέγμα μιας χαρακτηριστικής πυκνής αφήγησης, κυρίως σε πρώτο πρόσωπο.
Μια ενδιαφέρουσα πτυχή κουβέντας, ικανή να προσφέρει θεματικές ευρύτερης και μεθοδολογικής ανάλυσης (σε άλλο πλαίσιο, εκτός του προκείμενου άρθρου), είναι η άποψη που υποστήριξε ο Κάσσος[5] για ό,τι αφορά στην παραλληλία της Ιστορίας με την Ποίηση: αντλώντας από την αριστοτελική σκέψη, συνδέει τον ιστορικό με τον ποιητή σημειώνοντας τη διαφορετική οπτική γωνία που επιλέγουν. Ο πρώτος καταλήγει στην «καθ’ έκαστον» προσέγγιση γεγονότων, συνθηκών και αιτίων-αιτιατών ενώ ο δεύτερος εστιάζει στη «δυσκολία» της ανθρώπινης οντότητας έναντι του ιστορικού ορίζοντα και των βουλών των κινητήριων δυνάμεων για το άτομο και τις μάζες. Κατ’ αυτό, εντάσσοντας πράγματι τον Μπλάνα σ’ αυτό το σχήμα, η ίδια η γραφή του αποδεικνύει τον ενστερνισμό του διπόλου ποιητής-πολίτης, με πρόσβαση στο γίγνεσθαι και στον καθορισμό της βαρύτητάς του. Δηλώνει άμεσα και στηρίζει την προοπτική του δημιουργού που βιώνει τις εξελίξεις της επικαιρότητας ως ψηφίδες του σχήματος «παρόν-παρελθόν-μέλλον». Άλλωστε, στην ωδή του για τον Καραϊσκάκη,[6] πρόσωπο με καθάριο ηρωικό περίγραμμα, ο ποιητής παραθέτει ακροθιγώς τον συλλογισμό του:
«Γι' αυτό, λοιπόν, θα υλοποιήσω την πρόθεσή μου αμέσως./ Τουλάχιστον εγώ δεν θα στερήσω τη Μούσα απ' τους παροξυσμούς που δικαιούται./ Κι όποιος ακούσει άκουσε, κι όποιος στραφεί και φύγει, κακό του κεφαλιού του./ Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής γνωρίζεται απ' τα δόντια, που χώνουν τα κοπρόσκυλα των λέξεων στο θρασύ χέρι της εξουσίας./ Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής τεκμαίρεται απ' τα όνειρα, που γρούζουν τα κοπρόσκυλα των στίχων στο ηλιόλουστο πλατύ της Ιστορίας».
Εδώ ο Μπλάνας αναλαμβάνει τον ρόλο διαπιστευτή του ιστορικού χρόνου, σχολιάζει και συσσωματώνει τον συμβολισμό του γενναίου, αντισυμβατικού και επιβεβλημένου στρατηγού στις αναγκαίες «ενέσεις» αναδιαμόρφωσης του σύγχρονου παρόντος. Ο Καραϊσκάκης είναι το κάτοπτρο του ποιητή (ή μήπως είναι, ο ίδιος, μασκοφόρος;) που επιθυμεί ευεργετικά να παρέμβει, να διασαλεύσει τα κατεστημένα βάσει του δικού του σκεπτικισμού, ίσως κιόλας να προάγει πιθανές αλλαγές στο πολιτικοκοινωνικό τέλμα της δικής του σύγχρονης εποχής.
Σε έναν παραλληλισμό με ποιητές της δεκαετίας του ’60 (παράδειγμα ικανό, ο Βύρων Λεοντάρης), ο Μπλάνας δεν πενθεί το καταβεβλημένο διακύβευμα της ατομικής μνήμης ή τη θεσμική ανάκληση στοιχείων της προσωπικής εμπειρίας του μα συναρμόζει μια σταθερή κριτική στάση. Σαφώς συνειδητοποιεί κι ερμηνεύει τη ροή της Ιστορίας. (Είναι ή δεν είναι «ηττημένος»). Δεν νεκρολογεί αλλά παρατηρεί τα σκορπίσματα που απέμειναν. Σημειώνει και καταθέτει την αφήγησή του μέσα απ’ ό,τι αφουγκράζεται. Eτούτο το έσχατο, ο αφουγκρασμός, είναι η ανταπόκριση του ποιητή στην αναζήτηση της τέχνης του. Με το ένστικτο του αυτοπροσδιορισμού[7] και την ανερμήνευτη προθετικότητα να συνεισφέρει με τις πράξεις-λέξεις του στις ισορροπίες του κόσμου.
 
*Ο Βασίλης Ρούβαλης είναι ποιητής

[1] Στον ποιητή Ηλία Κεφάλα αποδίδεται η ληξιαρχική οροθέτηση των ποιητών που τα πρώτα βιβλία τους εμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα αλλά κυρίως σχετικά με τη γενική τάση τους για αποφυγή των όποιων συλλογικοτήτων της συγκεκριμένης χρονικής περίοδου, βλ. Κεφάλας, Ηλίας (1986). «Η γενιά του ιδιωτικού οράματος», Νέες Τομές, τ. 5, σ. 5-17. Για επιβεβαιωτικές και συμπληρωματικές παρατηρήσεις γύρω από το πλαίσιο που κινήθηκαν και αυτοπροσδιορίστηκαν οι ποιητές της μετά τη «Γενιά του ’70» περιόδου, βλ. Κάσσος, Βαγγέλης (1989). «Ιδιωτικό όραμα και ποιητική συμφωνία στη γενιά του 1980», στον τόμο Ασφυξία του Βλέμματος. Σύγχρονη ελληνική ποίηση και ιδεολογία. Αθήνα: Λιβάνης. Ο Κεφάλας επανήλθε με επόμενα σχετικά δημοσιεύματα, σε ένδειξη μιας πρόθεσης διευκρινιστικών τοποθετήσεων και παράλληλα με εκδόσεις άλλων ανθολογήσεων (Στεφανάκις & Χουρδάκης: 1997, Γαραντούδης: 1998, Κρεμμύδας: 2000) μα και αναθεωρήσεων (Βούλγαρης: 2003).
[2] Βλ. Μπλάνας, Γιώργος. (2000). «Αναφορικά προς την ποίηση της γενιάς του 1980», εφημ. Η Αυγή.
[3] Απόσπασμα από το «Στασιωτικό Εκατοστό Τεσσερακοστό Όγδοο» (σε ψηφιακή έκδοση, Αθήνα: Ανοιχτή Βιβλιοθήκη, 2022).
[4] Από την έκδοση Μπλάνας, Γιώργος (2002). Επεισόδιο: ένα πολιτικό ποίημα. Αθήνα: Νεφέλη.
[5] Βλ. το άρθρο: Κάσσος, Βαγγέλης (2021). «Οι Νεοέλληνες ποιητές αντίκρυ στον κόσμο», ιστ. Εξιτήριον. https://exitirion.wordpress.com/2021/09/03/vaggelis-kassos-oi-neoellines-poiites-antikri-ston-kosmo/ [ανακτήθηκε: 24/5/2024].
[6] Βλ. την  έκδοση Μπλάνας, Γιώργος. (2010). Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Αθήνα: Γαβριηλίδης.
[7] Σε κείμενο θέσεων επί της ποιητικής του, ο Μπλάνας χρησιμοποιεί ενδιαφέρουσες ασάφειες όπως «ανατροπή στην κλασικότητα της ακινησίας», «νέες βεβαιότητες» ή «το ποίημα ως όχημα της πνευματικής εκλέπτυνσης», βλ. Ντεμίρη, Γεωργία (2016). «Μάσκες και προσωπεία στην ποίηση του Γ. Μπλάνα». Carpe Diem (τόμος 1), σ. 165-167.

Δεν υπάρχουν σχόλια: