25/8/24

Τα έργα του Anselm Kiefer

Του Κωνσταντίνου Θ. Σπυρόπουλου*
 
Η πρώτη ατομική έκθεση του Anselm Kiefer (1945–) στην gallery Gagosian της Αθήνας, συνιστά ένα σημαντικό ορόσημο για τον ελληνικό καλλιτεχνικό χώρο. Πώς να μην είναι άλλωστε, όταν τα μνημειώδη έργα του, φορτισμένα με το βάρος του ιερού και του πνεύματος, του μύθου και της ιστορίας, στέκονται αγέρωχα, ακτινοβολώντας μεγαλοπρέπεια.
Οι συνθέσεις του, σαν πριμιτιβιστικά τοπία που έχουν χαραχτεί βαθιά στο συλλογικό ασυνείδητο των ανθρώπων, φιλοτεχνούνται από τον εικαστικό με μεγάλες, βίαιες χειρονομιακές πινελιές, εμποτισμένες με παχύρευστη πάστα, κάτι που οδηγεί σε μια γλυπτική απόδοση της φόρμας. Στην πραγματικότητα ο Kiefer μέσα από τις επάλληλες στρώσεις χρώματος, χτίζει μια απτική και συνάμα οπτική φοβική επιφάνεια που είναι ρευστή και δυνητική· εκδήλωση μιας ασυγκράτητης και θυμοειδούς –σχεδόν άναρχης– εκφραστικότητας. Καταφέρνει έτσι, τα έργα του να εκπέμπουν την εσωτερική του αγωνία, ερμηνεύοντας και αναπλάθοντας τον κόσμο μέσω του συναισθήματος, του θυμικού.
Οι χρωματικοί τόνοι που επιλέγει είναι επί το πλείστον βαθιά γήινοι, όμως επενδύονται αρμονικά μ’ ένα χρυσό χρώμα πλήρες συμβολισμού. Θα έλεγα ότι η συγκεκριμένη επιλογή ανάγει σε μια απόλυτη και αναλλοίωτη κατάσταση, αιώνια και άφθαρτη, η οποία ενδεχομένως να παραπέμπει και στη χρήση αυτού του χρώματος από τη βυζαντινή τέχνη. Το χρυσό φαίνεται να λειτουργεί σαν το φως της θείας παρουσίας, το οποίο καταλύει, ενοποιεί και φανερώνει την πραγματικότητα. Παράλληλα αποκτά κι έναν αλληγορικό χαρακτήρα, μια απόκρυφη νύξη για τον αλχημικό χρυσό.
Υλικά όπως είναι η γομαλάκα, το άχυρο, το ύφασμα, η τερακότα και το ίζημα ενός διαλύματος χαλκού που έχει υποστεί ηλεκτρόλυση, σε συνδυασμό με τα λάδια και τα ακρυλικά, βρίσκονται σε ώσμωση και παραπέμπουν στα τέσσερα στοιχεία της φύσης: τη φωτιά και το χώμα, το νερό και τον αέρα. Αυτά χρησιμοποιούνται όχι μόνον οπτικά αλλά και ηχητικά, αφού μπροστά από αυτά τα έργα θαρρεί κανείς πως τον διαπερνά μια υπόκωφη βοή που ανεβαίνει από τα έγκατα της γης. Με όρους της ερμητικής τέχνης, η οποία όπως έχει αποκαλύψει στο παρελθόν ο Kiefer αποτελεί έμπνευση για τη δουλειά του,[1] η τέχνη του περνάει από τα τέσσερα στοιχεία στα tria prima, στον Υδράργυρο και το Θείον, και στο αποτέλεσμα της ένωσής τους, το Άλας. Τα tria prima είναι παρόντα σε όλα τα έργα του μέσα από εικόνες των τεσσάρων στοιχείων. Είναι εικόνες που ανακαλούν πρωτογενείς εμπειρίες της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με την ύλη, με τα ριζώματα αυτού του κόσμου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο γερμανός ζωγράφος και γλύπτης καταλήγει σε αυτό που θα αποκαλούσα ‘ιερό υλισμό’, ο οποίος χαρακτήριζε πάντοτε τις μεσογειακές παραδόσεις.
O Kiefer δουλεύοντας στο πλαίσιο ενός Νεοσυμβολισμού, έχει επηρεαστεί από διάφορες παραδόσεις, δύο εκ των οποίων είναι η αρχαιοελληνική και η αιγυπτιακή, κάτι που διαφαίνεται στα έργα που παρουσιάζονται, όπως το «Danaë» και το «Nehebkau» αντίστοιχα. Θα υποστήριζα μάλιστα, ότι στην παρούσα ατομική, τα μυστήρια και οι μυθολογίες αυτών των δύο πολιτισμών διαρρέονται στον χώρο άγρια και ακατέργαστα, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μυσταγωγικής ατμόσφαιρας.
Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, νομίζω ότι μια φράση του Martin Heidegger συμπυκνώνει την κοσμοαντίληψη του Kiefer πάνω στην τέχνη. Ο πρώτος τόνιζε ότι στην αρχαία Ελλάδα «οι Έλληνες έπαιρναν στα σοβαρά το φαίνεσθαι, γιατί είχαν συνείδηση της ισχύος του». Παρομοίως έχω την εντύπωση πως και ο Anselm Kiefer έχει βαθιά συνείδηση της δυναμικής του υλικού στα έργα του.
Έχοντας ως αφετηρία το σχέδιο, σωρεύει στον καμβά ολοένα πρόσθετες ποσότητες υλικού, με αποτέλεσμα η αναπαραστατικότητα να εξαφανίζεται, είτε εν μέρει είτε πλήρως. Αυτό οδηγεί σε μια αφαιρετική προσέγγιση της ζωγραφικής επιφάνειας, εστιάζοντας όλο και περισσότερο στις ιδιότητες των υλικών και στις υφές. Παύει λοιπόν να ζωγραφίζει τα υλικά, όπως είναι παραδείγματος χάρη η στάχτη, το άχυρο ή το ξύλο, και τα ενσωματώνει αυτούσια ή επεξεργασμένα στον καμβά. Δημιουργεί έτσι τη δική του εικαστική γλώσσα. Θα τολμούσα να πω μάλιστα μια γλώσσα των υλικών. Μέσω αυτής γράφει ‘ορυκτή ποίηση’. Ο εικαστικός εφαρμόζει την τέχνη της μεταβολής και της τροποποίησης. Γιατί κάθε φόρμα έχει υποστεί μια τροποποίηση: ξεκινά από μια φόρμα που απαραίτητα πρέπει να τελειώσει σε μια άλλη φόρμα, υπάρχει μια ταύτιση σώματος και σήματος, σώμα που γίνεται σήμα, σώμα–σήμα. Μεταβάλλει τον λόγο σε ύλη. Ο θεατής αρχίζει και διαβάζει τα υλικά που αποκτούν πλέον νόημα από μόνα τους. Τα τοπία του έτσι μεταστοιχειώνονται σε ορυκτά σώματα.
Το «επίχρισμα» των έργων του είναι «η άγια σκουριά που μας γεννά, μας τρέφει, τρέφεται από εμάς, και μας σκοτώνει» όπως μαρτυρούν οι γνωστοί στίχοι του Καββαδία. Μέσω αυτής της ‘σκουριάς’, τα έργα του, αμυχές στο υφαντό των συμπάντων, γίνονται ένας αντανακλαστικός καθρέφτης που διαθλά τις καλειδοσκοπικές μεταλλάξεις της ανθρώπινης εμπειρίας, και περιβάλλονται από μια αύρα υπερβατικής σημασίας, που ενέχει μια ένταση απόκοσμη, ικανή να αποτυπώσει με ιδιαίτερη δύναμη την αέναη αναδημιουργία του κόσμου, αλλά και να εμψυχώσει τη σύνθεση με την ενεργειακή δόνηση, με την ανάσα του γεννήτορα λιθότοπου.
 
*Ο Κωνσταντίνος Θ. Σπυρόπουλος είναι ιστορικός της τέχνης

[1] Wright, Karen (Νοέμβριος 2006). «The Ruins of Barjac: Politics, alchemy, and learning to dance in Anselm Kiefer’s world» στο Modern Painters. σσ. 68-75.

Άποψη της έκθεσης του Anselm Kiefer στην γκαλερί Gagosian. Φωτ.: Στάθης Μαμαλάκης. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: