31/12/23

«Είναι-που-απαιτεί-να-ειπωθεί»

Γιώργος Χατζημιχάλης, Μικρό αρχείο εικόνων (001-100), 1986 /1996-97, ξύλινη αρχειοθήκη, εκατό συρτάρια με εικόνες μεικτής τεχνικής, ιδιωτική συλλογή, φωτ.: Δημήτρης Ταμβίσκος

Του Στέφανου Ροζάνη*
 
ΦΙΛΗΜΩΝ ΠΑΤΣΑΚΗΣ, Ας ξαναχτίσουμε τους ανεμόμυλους, εκδόσεις Έρμα, σελ. 278

Ένα δοκίμιο για την περιπέτεια της γραφής στους τόπους εκείνους στους οποίους η γραφή βγαίνει έξω από τον εαυτό της και προκαλεί την ανάγνωσή της ως άλλη όψη του επικυρωμένου και οικείου κειμένου, του κειμένου που έχει ενθηκευτεί στην οικειότητα της παραδοσιακής ανάγνωσής του και στην εγγύτητα των σημασιών που η παραδοσιακή ανάγνωσή του έχει εγκαθιδρύσει μέσα από την κλειστότητα των εγγραφών, των κατατάξεων και των κριτηρίων της: Αυτό είναι το εγχείρημα του Φιλήμονα Πατσάκη, το εγχείρημα που ασφαλώς κάνει την αναζήτησή του μια σαγηνευτική αφήγηση. Στη σαγήνη της αφήγησης πρέπει αναμφισβήτητα να προστεθεί η επιδίωξη του Πατσάκη (επιδίωξη, άλλωστε, κάθε σημαντικής ερμηνευτικής προσέγγισης των κειμένων, παλαιών και σύγχρονων) να πραγματοποιήσει το εγχείρημά του εκτός της περιοχής του κανόνος, και μάλιστα εναντίον του κανόνος. «Θα πρέπει να τονίσω», γράφει, «ότι αισθάνομαι θλίψη από τη χρήση των κανόνων με τους οποίους διαπότισε την κριτική του ο Χάρολντ Μπλουμ και στην ουσία επικύρωσε το τέλος κάθε αναζήτησης για τη λογοτεχνία».
Ωστόσο, η περιπέτεια της γραφής, την οποία ο Πατσάκης αναζητά στον δοκιμιακό του λόγο, δεν αφορά μόνο την κλειστότητα των κανόνων που ο Μπλουμ επιχείρησε να θεσπίσει. Αφορά, κυρίως, την κλειστότητα κάθε λόγου περί των κειμένων ο οποίος εδράζεται στη βεβαιότητα ενός επιχειρήματος επιβάλλεται με το κύρος του οποιουδήποτε κανόνος (φιλολογικού, αισθητικού, επιστημονικού, κ.λπ.) πάνω στα κείμενα, οπότε τα κείμενα ασφυκτιούν μέσα στην κλειστότητα των σημασιών που τους αποδίδονται, ερήμην του εαυτού τους και, τελικά, εις βάρος της γραφής τους. Στο πεδίο αυτό, η επισήμανση του Πατσάκη είναι εμφατική. Γράφει: «Υπάρχει μια προσπάθεια ενός ουδέτερου επιστημονικού στίγματος στην ανάγνωση των κειμένων […] Στη λογοτεχνία αυτή η επικύρωση παίρνει την όψη μιας αποστασιοποίησης από την κρίση των νοημάτων και των αντιλήψεων. Βέβαια, αυτή η εξουσιαστική προσπάθεια γίνεται μέσα από μια διαρκή έκθεση ανύπαρκτων θέσεων και περισπούδαστων κενών φράσεων και όχι με τη σιωπή που μετρά τον λόγο, νιώθει την καυτή ανάσα του αναστοχασμού και διαισθάνεται την ανάγκη της αυτοπραγμάτωσης». Σε αυτά θα προσέθετα ότι, πέραν της κρίσης νοημάτων και αντιλήψεων, η οποία πράγματι χαρακτηρίζει τη μετανεωτερικότητα, πρόκειται κυρίως για μια βαθύτατη κρίση της ίδιας της ανάγνωσης των κειμένων σε μια εποχή η οποία δεν ανέχεται πλέον το κείμενο ως ανταλλαγή ψυχικών δυναμικών ανάμεσα στο κείμενο και στη γραφή του.
Έτσι, η σιωπή του κειμένου, η οποία αποτελεί ιδρυτικό του όρο, αποβάλλεται οριστικά· και ούτε ανέχεται την πολυσημία του κειμένου, η οποία ασφαλώς συγκροτεί τον πυρήνα της ερμηνευτικής του. Εννοώ την πολυσημία ως αυθόρμητη κίνηση του κειμένου προς τον αναγνώστη του και προς χάριν της ανάγνωσής του, αλλά και ως κίνηση του τώρα της ανάγνωσης προς το τότε της γραφής, οπότε το zeitgeist της γραφής σε μια παράδοξη μη σύγχρονη συγχρονία, σε έναν διαλεκτικό αστερισμό που καθιστά το κείμενο ιδιοκτησία της ανάγνωσής του και τον αναγνώστη συγγραφέα του κειμένου.
Ο Πατσάκης ακολουθεί την ατραπό της ερμηνευτικής των κειμένων στα οποία αναφέρεται απομακρυνόμενος ριζοσπαστικά από τον εγκαθιδρυμένο λόγο περί των κειμένων, ο οποίος εντάσσει τα κείμενα και την ανάγνωσή τους μέσα σε αρραγή πλαίσια αναφοράς (ιστορικά, φιλολογικά κ.ά), αποδίδοντάς τους σταθερές ταυτότητες, ανελαστικούς χαρακτήρες ιδεοτυπικές καταστάσεις και ιδεολογικές προθέσεις. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το εγχείρημα της ερμηνευτικής: να εκφέρει έναν αυτεξούσιο λόγο, ο οποίος να φανερώνει τα κείμενα ως αυτοθέσμιση της αυτονομίας τους, ως αυτοθεσμιζόμενους ζώντες οργανισμούς οι οποίοι διανοίγονται στο πέλαγος της ενδεχομενικότητάς τους προκειμένου να αποκτήσουν σάρκα και οστά, πάθος και αίμα, και να πλουτισθούν από τα στρώματα τα οποία οι πολλαπλές αναγνώσεις τους επιθέτουν τα πλούσια κοιτάσματα της ανάγνωσης που θα φέρουν στο φως το πεπρωμένο των κειμένων ως πεπρωμένο της ανθρώπινης ύπαρξης, των ανθρώπινων επιθυμιών και της συγκρουσιακότητάς την οποία προϋποθέτει ένα «Είναι-που-απαιτεί-να-ειπωθεί (un-etre-a-dire)», κατά την ορολογία του Πωλ Ρικέρ. «Στο αιώνιο μαρτύριο της θνητής τραγωδίας», γράφει ο Πατσάκης, «κάποια έργα διαλύουν και ανασυνθέτουν την ύπαρξη». Ακριβώς αυτή είναι η αγωνία του «Είναι-που-απαιτεί-να-ειπωθεί», και αυτή την αγωνία επιθυμεί να αναδείξει η ερμηνευτική των κειμένων.
«Γιατί ξεκινάμε», γράφει ο Πατσάκης, «αυτή την περιήγηση στην παγκόσμια λογοτεχνία από τον Δον Κιχώτη; [...] Θα πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Θα εξηγήσουμε γιατί αυτό το αριστούργημα του Θερβάντες είναι το πρώτο και το απόλυτο βιβλίο της νεωτερικότητας». Η αιτιολογία αυτής της αξιολογικής κρίσης, όπως ορθά εκτίθεται από τον συγγραφέα, είναι το ανάπτυγμα της νεωτερικότητας ως ατομικής ερμηνείας του κόσμου, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα στο πρόβλημα της ελευθερίας ως ιδρυτικού-συστατικού της όρου. «Αυτός ο απόστεγος», αποφαίνεται ο Πατσάκης, «θα γίνει η στέγη κάθε ελευθερίας και εκεί που δεν έχει κανένας φανταστεί θα κατοικοεδρεύει από τότε η δυνατότητα μιας ζωής πέρα από τα δεσμά». Ανοίγοντας τον διάλογο, θα ήθελα να προσθέσω ότι ο Δον Κιχώτης δεν είναι μόνο το πρώτο και απόλυτο βιβλίο της νεωτερικότητας, αλλά είναι συγχρόνως και το εγκαινιαστικό τραύμα της νεωτερικότητας, το βαθύ τραύμα της αναδυόμενης ατομικότητας, η οποία έκτοτε είναι αναγκασμένη να σηκώνει μονίμως στους ώμους της το βαρύ φορτίο της ελευθερίας, του πεπρωμένου της ελευθερίας μέσα στον κόσμο, της ανθρώπινης αδυναμίας να υπερβεί τα όρια που φράζουν την ελευθερία και, τέλος, την αγωνία που η ελευθερία προϋποθέτει ως υπέρβαση των ορίων προς την αυτεξουσιότητα και την αυτονομία του ανθρώπινου υποκειμένου. Αυτό είναι το δίδαγμα που μας μαθαίνει πολύ καλά η τρέλα του Δον Κιχώτη πλάι «στη δυνατότητα μιας ζωής πέρα από τα δεσμά». Και βέβαια, η απαρχή του τραύματος για το οποίο μιλώ είναι άρρητα συνδεδεμένη με τον θάνατο του Θεού, όπως πολύ αργότερα τον οραματίστηκε εναντίον της διαλεκτικής σύζευξης Θεού και ανθρώπου ο Νίτσε.
 
*Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής φιλοσοφίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: