Της Μαρίας Μοίρα
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ, Έρωτες, Έρωτες, Έρωτες, Εκδόσεις Κέδρος, σελ. 287
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος στα διηγήματά του διατρέχει όλες τις παραλλαγές του έρωτα με έμπνευση, αφηγηματική μαεστρία, τραγικές νύξεις, κωμικές αιχμές, σαρκαστική διάθεση και ιδιότυπο χιούμορ. Εξιστορεί έρωτες σαρκικούς και σαρκοβόρους, γήινους και υπερβατικούς, κεραυνοβόλους και βραδυφλεγείς, υποταγμένους και ανατρεπτικούς, παράφορους και εγκρατείς, νόμιμους και παράνομους. Εξιστορεί έρωτες που τρέφονται από την απιστία και την ακόρεστη σεξουαλική πείνα. Έρωτες που παραβιάζουν άγραφους νόμους και απαράβατους ηθικούς κανόνες, πλατωνικούς, αγνούς και αχαλίνωτους, αιώνιους και εφήμερους, τρυφερούς και βίαιους μέχρι θανάτου. Ακόμα και φτερωτούς με την μεταφορική και κυριολεκτική σημασία της λέξης, αφού ένας από τους ήρωες, ο Βασίλης, ο επονομαζόμενος και Καλλίφωνος Καναρίνης, είναι ένα νεαρό φιλόδοξο πουλί, που θέλει να αγγίξει το απόγειο της τέχνης του κελαϊδισμού, κατακτώντας την αγάπη των θηλυκών και τον απόλυτο θαυμασμό ανθρώπων και ωδικών πτηνών (συμπεριλαμβανομένων και των αηδονιών).
Ο συγγραφέας, καθ’ έξιν και κατά συρροή παραμυθάς, δεινός αφηγητής και δολοπλόκος του λόγου, ακολουθεί τον φτερωτό τοξοφόρο θεό, υπεύθυνο για τον πόθο, την αγάπη, τις γενετήσιες ορμές και τη σεξουαλική έλξη, στις εναέριες πτήσεις και στις επίγειες περιπολίες του προς άγραν υποψηφίων θυμάτων. Διερωτώμενος, τι να απέγιναν άραγε η ρομαντική ερωτική έκσταση που ως καταστατική συνθήκη τροφοδοτούσε το μυθιστόρημα, τα υψιπετή συναισθήματα που έδιναν νόημα στη ζωή, η βακχική ορμή και ο πυρετώδης αισθησιασμός που προκαλούσαν κάποτε οι αγιάτρευτες λαβωματιές του έρωτα. Συμπορεύεται λοιπόν μαζί του στα λαβυρινθώδη σκοτεινά μονοπάτια του πόθου και του πάθους, που οδηγούν με ελάχιστες εξαιρέσεις από την σεξουαλική ανάταση στην άρνηση, από την γαλήνη στην φρενίτιδα της ζήλιας, από την αφοσίωση στην απιστία και από την απόλυτη εξιδανίκευση στην απαξίωση, στην υποτίμηση και στην αθλιότητα του μίσους. Καθόσον ο ανίκητος θεός ενσαρκώνει όχι μόνο τη δύναμη της ερωτικής αγάπης και της γονιμότητας αλλά και τη δημιουργική δύναμη της αεικίνητης φύσης να γεννιέται και να πεθαίνει.
Και
ενώ οι ερωτιδείς, σαν στρουμπουλά μωρά, φτερουγίζουν ξένοιαστα και
παραζαλισμένα ανάμεσα στις λέξεις, προκαλώντας ξεσπάσματα ερωτικής παραφοράς
και ασυγκράτητης λαγνείας, τα πρόσωπα των ιστοριών υπό την επήρειά τους μεταμορφώνονται.
Υποκύπτοντας στην μαγεία του έρωτα, άλλοτε εκστασιάζονται και αναγεννιούνται,
αποκτούν αυτοπεποίθηση, τόλμη και λάμψη και άλλοτε, σε κατάσταση υπερδιέγερσης
και παράκρουσης, αρρωσταίνουν, διαλύονται, αποδιοργανώνονται. Καταβυθίζονται
στα τάρταρα του πόνου και της αυτολύπησης από την ανικανοποίητη ερωτική επιθυμία.
Ο πυρετός του νου, η ταραχή της καρδιάς, η έξαψη των σωμάτων στα υγρά σεντόνια,
αφενός τρέφουν και αναζωογονούν και αφετέρου αποσταθεροποιούν και πληγώνουν
μέχρι θανάτου. Όταν ένας ανυπόμονος αυταρχικός και αιμοβόρος λύκος, χωρίς
δεύτερη σκέψη χώνει τα δόντια του στο λαιμό της συμβίας του, επειδή δεν τον
ακολούθησε σε μια νυχτερινή βόλτα. Όταν το ερωτικό επαναλαμβανόμενο μοτίβο των χωρισμών
και των επανασυνδέσεων φθάνει ξαφνικά, τραγικά και ανεπανόρθωτα στο τέλος. ‘Η
όταν η άγουρη νεότητα, η αθωότητα και η αγνότητα συναντούν την ώριμη λαγνική έξαψη
και το αθεράπευτο πάθος. Και αν οι νέοι εραστές σπαράζουν από τους ηδονικούς σπασμούς,
απομυζώντας με λαχτάρα τους χυμούς του έρωτα κατά τη διάρκεια της κλινοπάλης, οι
εκπρόσωποι της τρίτης ηλικίας αρκούνται στην παρήγορη επίκληση της μνήμης, στις
φαντασιώσεις και στον νοσταλγικό αναμηρυκασμό. Θυμούνται όσα έπραξαν και απόλαυσαν
στα άτακτα χρόνια της νεότητας, αλλά και όσα δεν τόλμησαν στο παρελθόν από συστολή,
φόβο ή δειλία με την ίδια σχεδόν ένταση. Καθώς όλα τώρα πια, πραγματικά και
φανταστικά, αλήθειες και ψεύδη, μοιάζουν δημιουργήματα του νου, οπτασίες και
όνειρα, επιβεβαιώσεις της καβαφικής παραίνεσης προς εαυτόν: «θυμήσου σώμα».
Στο τελευταίο διήγημα Έρωτες, Έρωτες, Έρωτες, που δίνει τον τίτλο στην παρούσα συλλογή, ο συγγραφέας αναδιπλώνεται. Με ένα αφηγηματικό τέχνασμα εγγράφει στην ύστατη ιστορία του, που λειτουργεί σαν εξομολόγηση, σαν κάτοπτρο, σαν συμπερίληψη, όλες τις προηγούμενες, σχολιάζοντας παράλληλα την πολιτική ιστορία του τόπου και τον απόηχο της δραματικής συνθήκης της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία. Με αποτέλεσμα η συλλογή διηγημάτων να μπορεί να αναγνωσθεί και ως ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που στο πρόσωπο του κομίστα-συγγραφέα ήρωα ανασύρει τις ερωτικές εκδοχές που αιωρούνται ανάμεσα στο κοινωνικά παραδεκτό και στο αποκλίνον, στο εφικτό και στο ανέφικτο, στο απαγορευμένο και στο ηθικά ανεπίληπτο, ανιχνεύοντας πώς η ανισορροπία ή η ασυμμετρία (διαφορά ηλικίας, φύλου και ρόλου) λειτουργούν ως διεγερτική και αφροδισιακή καύσιμη ύλη, πυροδοτώντας έναν έρωτα παράφορο, με ένταση, διάρκεια και δύναμη. Άλλοτε μυστικό, ανέκφραστο και ανεκδήλωτο, υποταγμένο στις κοινωνικές ιδεοληψίες και αγκυλώσεις και άλλοτε εξεγερμένο, ανυπόταχτο και ενθουσιώδη, να κατακτά το σώμα, το πνεύμα και την καρδιά. Να κεντρίζει μια σεξουαλικότητα ακόρεστη, έναν σφοδρό διονυσιακό οίστρο, έναν ίμερο διαρκή και ασίγαστο, διεκδικώντας την άνευ όρων ικανοποίησή τους.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ, Έρωτες, Έρωτες, Έρωτες, Εκδόσεις Κέδρος, σελ. 287
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος στα διηγήματά του διατρέχει όλες τις παραλλαγές του έρωτα με έμπνευση, αφηγηματική μαεστρία, τραγικές νύξεις, κωμικές αιχμές, σαρκαστική διάθεση και ιδιότυπο χιούμορ. Εξιστορεί έρωτες σαρκικούς και σαρκοβόρους, γήινους και υπερβατικούς, κεραυνοβόλους και βραδυφλεγείς, υποταγμένους και ανατρεπτικούς, παράφορους και εγκρατείς, νόμιμους και παράνομους. Εξιστορεί έρωτες που τρέφονται από την απιστία και την ακόρεστη σεξουαλική πείνα. Έρωτες που παραβιάζουν άγραφους νόμους και απαράβατους ηθικούς κανόνες, πλατωνικούς, αγνούς και αχαλίνωτους, αιώνιους και εφήμερους, τρυφερούς και βίαιους μέχρι θανάτου. Ακόμα και φτερωτούς με την μεταφορική και κυριολεκτική σημασία της λέξης, αφού ένας από τους ήρωες, ο Βασίλης, ο επονομαζόμενος και Καλλίφωνος Καναρίνης, είναι ένα νεαρό φιλόδοξο πουλί, που θέλει να αγγίξει το απόγειο της τέχνης του κελαϊδισμού, κατακτώντας την αγάπη των θηλυκών και τον απόλυτο θαυμασμό ανθρώπων και ωδικών πτηνών (συμπεριλαμβανομένων και των αηδονιών).
Ο συγγραφέας, καθ’ έξιν και κατά συρροή παραμυθάς, δεινός αφηγητής και δολοπλόκος του λόγου, ακολουθεί τον φτερωτό τοξοφόρο θεό, υπεύθυνο για τον πόθο, την αγάπη, τις γενετήσιες ορμές και τη σεξουαλική έλξη, στις εναέριες πτήσεις και στις επίγειες περιπολίες του προς άγραν υποψηφίων θυμάτων. Διερωτώμενος, τι να απέγιναν άραγε η ρομαντική ερωτική έκσταση που ως καταστατική συνθήκη τροφοδοτούσε το μυθιστόρημα, τα υψιπετή συναισθήματα που έδιναν νόημα στη ζωή, η βακχική ορμή και ο πυρετώδης αισθησιασμός που προκαλούσαν κάποτε οι αγιάτρευτες λαβωματιές του έρωτα. Συμπορεύεται λοιπόν μαζί του στα λαβυρινθώδη σκοτεινά μονοπάτια του πόθου και του πάθους, που οδηγούν με ελάχιστες εξαιρέσεις από την σεξουαλική ανάταση στην άρνηση, από την γαλήνη στην φρενίτιδα της ζήλιας, από την αφοσίωση στην απιστία και από την απόλυτη εξιδανίκευση στην απαξίωση, στην υποτίμηση και στην αθλιότητα του μίσους. Καθόσον ο ανίκητος θεός ενσαρκώνει όχι μόνο τη δύναμη της ερωτικής αγάπης και της γονιμότητας αλλά και τη δημιουργική δύναμη της αεικίνητης φύσης να γεννιέται και να πεθαίνει.
Στο τελευταίο διήγημα Έρωτες, Έρωτες, Έρωτες, που δίνει τον τίτλο στην παρούσα συλλογή, ο συγγραφέας αναδιπλώνεται. Με ένα αφηγηματικό τέχνασμα εγγράφει στην ύστατη ιστορία του, που λειτουργεί σαν εξομολόγηση, σαν κάτοπτρο, σαν συμπερίληψη, όλες τις προηγούμενες, σχολιάζοντας παράλληλα την πολιτική ιστορία του τόπου και τον απόηχο της δραματικής συνθήκης της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία. Με αποτέλεσμα η συλλογή διηγημάτων να μπορεί να αναγνωσθεί και ως ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που στο πρόσωπο του κομίστα-συγγραφέα ήρωα ανασύρει τις ερωτικές εκδοχές που αιωρούνται ανάμεσα στο κοινωνικά παραδεκτό και στο αποκλίνον, στο εφικτό και στο ανέφικτο, στο απαγορευμένο και στο ηθικά ανεπίληπτο, ανιχνεύοντας πώς η ανισορροπία ή η ασυμμετρία (διαφορά ηλικίας, φύλου και ρόλου) λειτουργούν ως διεγερτική και αφροδισιακή καύσιμη ύλη, πυροδοτώντας έναν έρωτα παράφορο, με ένταση, διάρκεια και δύναμη. Άλλοτε μυστικό, ανέκφραστο και ανεκδήλωτο, υποταγμένο στις κοινωνικές ιδεοληψίες και αγκυλώσεις και άλλοτε εξεγερμένο, ανυπόταχτο και ενθουσιώδη, να κατακτά το σώμα, το πνεύμα και την καρδιά. Να κεντρίζει μια σεξουαλικότητα ακόρεστη, έναν σφοδρό διονυσιακό οίστρο, έναν ίμερο διαρκή και ασίγαστο, διεκδικώντας την άνευ όρων ικανοποίησή τους.
Ιβάν Κλιούν, Πορτρέτο της γυναίκας του καλλιτέχνη, 1910, ακουαρέλα, κάρβουνο και μολύβι σε χαρτί, 34.2 x 29.1 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου