Του Βασίλη Ντόκου*
ΜΑΡΩ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Αινίγματα, εκδόσεις Εύμαρος, σ. 64
Κάθε ερμηνεία -και με τις δύο έννοιες της λέξης, ως μετάφραση του κόσμου ή βιωματικός ρόλος- συνιστά ασύνειδη απόπειρα λύσης ενός στην ουσία του άλυτου αινίγματος, που μεταθέτει τον ορίζοντα της λύσης του παραπέρα σαν κερδισμένο άνοιγμα χώρου και χρόνου για την ανθρώπινη υπέρβαση. Και αυτή η αποκτημένη προοπτική συνιστά το πεδίο όπου δρουν οι οριακοί άνθρωποι, πλάσματα δηλαδή της λογοτεχνίας όπως αυτά των αρχαίων τραγωδιών, των έργων του Σαίξπηρ, του ποιητικού ρομαντισμού αλλά και της σύγχρονης γραφής, όπως αυτά της Μαρώς Τριανταφύλλου στα «Αινίγματά» της. Και δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτά τα οριακά -με την έννοια των ανθρώπινων ορίων αλλά και της σε διαρκή κρίση και εγρήγορση ύπαρξής τους- πλάσματα, η βαθιά συνείδηση του θανάτου ως άλλη όψη της κάθε φαινομενικά απέθαντης στιγμής τους, τα ορίζει ως αυθεντικούς φορείς του ανθρώπινου τραγικού στίγματος. Κι από τη στιγμή που όλοι είμαστε φορείς του ως θνητά όντα, την αυθεντικότητα βίωσής του από την πλαστότητα διακρίνουν οι διαστρωματώσεις λήθης που παρεμβάλλονται ανάμεσά τους.
Να γιατί η λήθη μιας πραγματικής ζωής που αντικαταστάθηκε από τη δοσμένη στην Ισμήνη των εν λόγω διηγημάτων, μας αφορά όλους εμάς που ανερώτηγα αποδεχτήκαμε ότι έτσι ανελεύθερη κι επιστρωμένη από υπολογιστικές «κανονικότητες» πρέπει είναι μια ανθρώπινη ζωή. Να γιατί η σύγχρονη αγάπη ή ο έρωτας εκ του ασφαλούς δεν μπορεί να συμπεριλάβει πλέον όπως στην Άλκηστη του βιβλίου, το αντίτιμο του θανάτου μας για τον άλλον ως δημιούργημα άρα και ευθύνη της δικής μας αγάπης. Γιατί οι επικαλύψεις οικονομικού και τεχνολογικού κομφορμισμού ως ασήκωτη λήθη της αρχέγονης σωματικότητας που κυριαρχεί εκφραστικά στην ανάδυση των προσώπων του βιβλίου από μύθους, θρύλους, τραγωδίες και θρησκευτικές γραφές, αυτές οι επικαλύψεις λοιπόν έχουν νεκρώσει σχεδόν τη σωματική αντίληψη του κόσμου μετατρέποντάς την σε σχηματική και με τις δύο έννοιες: της κατ’ επίφασην και της παραστατικής ως αβίωτου θεάματος. Γι αυτό οι καλλιτέχνες είναι οι μουγγοί της εποχής μας που, όπως η Φιλομήλα στο ομώνυμο κείμενο, αναλώνονται στο αχρείαστο μιας τέχνης που δεν απαρτίζει κανένα θέαμα, παρά μόνο τους δαίμονες που ασφυκτιούν στον ιδρυματοποιημένο τόπο και τρόπο του σύγχρονου σώματος.
Έτσι, ως οριστικά εκπεσόντες της δυνητικότητας ενός αν όχι μεταφυσικού τουλάχιστον κοινωνικού θαύματος μέσω της άσειστης, όπως του Ιώβ στο βιβλίο, πίστης στην ανθρώπινη αντοχή και επιμονή, θαύμα που πλέον χαρακτηρίζεται ως ουτοπία, οι ποιητές της ζωής και της γραφής ως «γραφικοί» της κοινωνίας της εξομοίωσης, χρησίμευσαν κατά καιρούς σαν «θηράματα» φορέων της κοινωνικής περιέργειας για την έκθεση του διαφορετικού, όπως ο Λάζαρος του βιβλίου που ευτυχώς τους ξέφυγε, ή μαραζώνουν ακόμη στη μοναχική ενατένιση του απαξιωμένου πλέον υπερβατικού πεδίου, όπως ο Πέτρος των ίδιων διηγημάτων. Κι εμείς που πήραμε το ψέμα της δικαίωσης μιας ζωής συναινετικής με τις δεσπόζουσες του καιρού μας για αλήθεια, όπως ο Κάιν στο κείμενο που φέρει ως τίτλο το όνομά του, θυσιάσαμε ό,τι αυθεντικό αγαπήσαμε στη νεότητα στη λήθη ενός ενήλικου βολέματος.
Τα ανθρώπινα και κοσμικά αινίγματα όμως παραμένουν ως ανοίγματα για τους λίγους και μοναχικούς, όπως η Εύα στο ομότιτλο διήγημα, που δεν βολεύονται ούτε με τεχνικές ατομικής ευτυχίας ούτε με τη γνωστική και συναισθηματική απονέκρωση μιας ζωής περιορισμένης στην αποτίμηση κερδών και ζημιών. Και όπως στον έρωτα μετά το τέλος του, θέλουν να γεννήσουν ξανά αυτά που αγάπησαν, κάτι που κάνει η Μαρώ Τριανταφύλλου με τις αναγεννημένες ιστορίες της μέσα από την κατορθωμένη προσωπική της γλώσσα ως απόληξη μιας μακράς παράδοσης, από τους αρχαίους τραγικούς και τη γλώσσα των ευαγγελίων μέχρι τους μυστικούς παλιότερους και ελάχιστους σύγχρονους της ποιητικής των κυρίων ονομάτων ως καταλυτικών σημαινόντων, όπως ο Γιώργος Χειμωνάς για παράδειγμα, με την ίδια εμμονή που χαρακτηρίζει και τη συγγραφέα αυτού του βιβλίου.
Μόνο που εδώ οι τόνοι έχουν πέσει όπως ταιριάζει στην αντιηρωική εποχή μας, λειτουργώντας αντιστικτικά προς την παραδοχή των απωλεσμένων ανθρώπινων δυνατοτήτων στις «υποθέσεις της ψυχής», αλλά και της γραφής στην αποδρομή ενός πειραματικού μοντερνισμού που οραματίστηκε την απόδοση του ανείπωτου. Ένα όραμα που «δαιμονίζει» τα εκφραστικά και νοηματικά μέσα του βιβλίου δίχως τέλος -όπως το μαρτύριο του Τιθωνού στο βιβλίο, που δεν μπορεί να πεθάνει- καθώς αντιστέκονται στη φυγόκεντρο των πλασμάτων του από την ανθρώπινη συνθήκη μιας εγγενούς δυσθυμίας -λόγω και της δίχως εξαίρεση αδικίας του θανάτου που αναδεικνύει η ιστορία της Φιλίννιον- δυσθυμία που τα κάνει να αναγνωρίζονται μεταξύ τους, όπως ο Λάζαρος της ομώνυμης ιστορίας και το κορίτσι, στην οριακή συνθήκη του πεπερασμένου που ατενίζει το άπειρο μες απ’ το άνοιγμα οντοφάνειας, που δημιουργεί κάθε φαινομενικά μόνο αρχειοθετημένο στη σύγχρονη λήθη αίνιγμα.
ΜΑΡΩ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Αινίγματα, εκδόσεις Εύμαρος, σ. 64
«…να χρειαστεί η ψυχή του το αχρείαστο,
το έξω από τις λέξεις που υπάρχει»
Πέτρος,
σ. 54
Κάθε ερμηνεία -και με τις δύο έννοιες της λέξης, ως μετάφραση του κόσμου ή βιωματικός ρόλος- συνιστά ασύνειδη απόπειρα λύσης ενός στην ουσία του άλυτου αινίγματος, που μεταθέτει τον ορίζοντα της λύσης του παραπέρα σαν κερδισμένο άνοιγμα χώρου και χρόνου για την ανθρώπινη υπέρβαση. Και αυτή η αποκτημένη προοπτική συνιστά το πεδίο όπου δρουν οι οριακοί άνθρωποι, πλάσματα δηλαδή της λογοτεχνίας όπως αυτά των αρχαίων τραγωδιών, των έργων του Σαίξπηρ, του ποιητικού ρομαντισμού αλλά και της σύγχρονης γραφής, όπως αυτά της Μαρώς Τριανταφύλλου στα «Αινίγματά» της. Και δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτά τα οριακά -με την έννοια των ανθρώπινων ορίων αλλά και της σε διαρκή κρίση και εγρήγορση ύπαρξής τους- πλάσματα, η βαθιά συνείδηση του θανάτου ως άλλη όψη της κάθε φαινομενικά απέθαντης στιγμής τους, τα ορίζει ως αυθεντικούς φορείς του ανθρώπινου τραγικού στίγματος. Κι από τη στιγμή που όλοι είμαστε φορείς του ως θνητά όντα, την αυθεντικότητα βίωσής του από την πλαστότητα διακρίνουν οι διαστρωματώσεις λήθης που παρεμβάλλονται ανάμεσά τους.
Να γιατί η λήθη μιας πραγματικής ζωής που αντικαταστάθηκε από τη δοσμένη στην Ισμήνη των εν λόγω διηγημάτων, μας αφορά όλους εμάς που ανερώτηγα αποδεχτήκαμε ότι έτσι ανελεύθερη κι επιστρωμένη από υπολογιστικές «κανονικότητες» πρέπει είναι μια ανθρώπινη ζωή. Να γιατί η σύγχρονη αγάπη ή ο έρωτας εκ του ασφαλούς δεν μπορεί να συμπεριλάβει πλέον όπως στην Άλκηστη του βιβλίου, το αντίτιμο του θανάτου μας για τον άλλον ως δημιούργημα άρα και ευθύνη της δικής μας αγάπης. Γιατί οι επικαλύψεις οικονομικού και τεχνολογικού κομφορμισμού ως ασήκωτη λήθη της αρχέγονης σωματικότητας που κυριαρχεί εκφραστικά στην ανάδυση των προσώπων του βιβλίου από μύθους, θρύλους, τραγωδίες και θρησκευτικές γραφές, αυτές οι επικαλύψεις λοιπόν έχουν νεκρώσει σχεδόν τη σωματική αντίληψη του κόσμου μετατρέποντάς την σε σχηματική και με τις δύο έννοιες: της κατ’ επίφασην και της παραστατικής ως αβίωτου θεάματος. Γι αυτό οι καλλιτέχνες είναι οι μουγγοί της εποχής μας που, όπως η Φιλομήλα στο ομώνυμο κείμενο, αναλώνονται στο αχρείαστο μιας τέχνης που δεν απαρτίζει κανένα θέαμα, παρά μόνο τους δαίμονες που ασφυκτιούν στον ιδρυματοποιημένο τόπο και τρόπο του σύγχρονου σώματος.
Έτσι, ως οριστικά εκπεσόντες της δυνητικότητας ενός αν όχι μεταφυσικού τουλάχιστον κοινωνικού θαύματος μέσω της άσειστης, όπως του Ιώβ στο βιβλίο, πίστης στην ανθρώπινη αντοχή και επιμονή, θαύμα που πλέον χαρακτηρίζεται ως ουτοπία, οι ποιητές της ζωής και της γραφής ως «γραφικοί» της κοινωνίας της εξομοίωσης, χρησίμευσαν κατά καιρούς σαν «θηράματα» φορέων της κοινωνικής περιέργειας για την έκθεση του διαφορετικού, όπως ο Λάζαρος του βιβλίου που ευτυχώς τους ξέφυγε, ή μαραζώνουν ακόμη στη μοναχική ενατένιση του απαξιωμένου πλέον υπερβατικού πεδίου, όπως ο Πέτρος των ίδιων διηγημάτων. Κι εμείς που πήραμε το ψέμα της δικαίωσης μιας ζωής συναινετικής με τις δεσπόζουσες του καιρού μας για αλήθεια, όπως ο Κάιν στο κείμενο που φέρει ως τίτλο το όνομά του, θυσιάσαμε ό,τι αυθεντικό αγαπήσαμε στη νεότητα στη λήθη ενός ενήλικου βολέματος.
Τα ανθρώπινα και κοσμικά αινίγματα όμως παραμένουν ως ανοίγματα για τους λίγους και μοναχικούς, όπως η Εύα στο ομότιτλο διήγημα, που δεν βολεύονται ούτε με τεχνικές ατομικής ευτυχίας ούτε με τη γνωστική και συναισθηματική απονέκρωση μιας ζωής περιορισμένης στην αποτίμηση κερδών και ζημιών. Και όπως στον έρωτα μετά το τέλος του, θέλουν να γεννήσουν ξανά αυτά που αγάπησαν, κάτι που κάνει η Μαρώ Τριανταφύλλου με τις αναγεννημένες ιστορίες της μέσα από την κατορθωμένη προσωπική της γλώσσα ως απόληξη μιας μακράς παράδοσης, από τους αρχαίους τραγικούς και τη γλώσσα των ευαγγελίων μέχρι τους μυστικούς παλιότερους και ελάχιστους σύγχρονους της ποιητικής των κυρίων ονομάτων ως καταλυτικών σημαινόντων, όπως ο Γιώργος Χειμωνάς για παράδειγμα, με την ίδια εμμονή που χαρακτηρίζει και τη συγγραφέα αυτού του βιβλίου.
Μόνο που εδώ οι τόνοι έχουν πέσει όπως ταιριάζει στην αντιηρωική εποχή μας, λειτουργώντας αντιστικτικά προς την παραδοχή των απωλεσμένων ανθρώπινων δυνατοτήτων στις «υποθέσεις της ψυχής», αλλά και της γραφής στην αποδρομή ενός πειραματικού μοντερνισμού που οραματίστηκε την απόδοση του ανείπωτου. Ένα όραμα που «δαιμονίζει» τα εκφραστικά και νοηματικά μέσα του βιβλίου δίχως τέλος -όπως το μαρτύριο του Τιθωνού στο βιβλίο, που δεν μπορεί να πεθάνει- καθώς αντιστέκονται στη φυγόκεντρο των πλασμάτων του από την ανθρώπινη συνθήκη μιας εγγενούς δυσθυμίας -λόγω και της δίχως εξαίρεση αδικίας του θανάτου που αναδεικνύει η ιστορία της Φιλίννιον- δυσθυμία που τα κάνει να αναγνωρίζονται μεταξύ τους, όπως ο Λάζαρος της ομώνυμης ιστορίας και το κορίτσι, στην οριακή συνθήκη του πεπερασμένου που ατενίζει το άπειρο μες απ’ το άνοιγμα οντοφάνειας, που δημιουργεί κάθε φαινομενικά μόνο αρχειοθετημένο στη σύγχρονη λήθη αίνιγμα.
*Ο Βασίλης Ντόκος είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου