Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΥΜΠΕΡΑΤΟΣ (εισαγωγή - επιμέλεια), Βαλκανικές αναγνώσεις του 1821, Μέλισσα, Αθήνα 2021, σελ. 292
Στο, συχνά υποβαθμισμένο στην επιστημονική ιστορική γραφή, επίπεδο της αναγνωστικής εμπειρίας, αυτό που μένει ως εντύπωση κλείνοντας ένα πρωτότυπο ιστορικό βιβλίο είναι η αίσθηση της ανοικείωσης· ότι διάβασες κάτι που σε ταρακούνησε και που μετατόπισε το ιστορικό σου βλέμμα με έναν τρόπο που δεν περίμενες. Οι Βαλκανικές αναγνώσεις του 1821 έχουν πρώτα και κύρια αυτό το πλεονέκτημα. Είναι ένα βιβλίο που προκαλεί καλοδεχούμενη ανοικείωση σε δύο επίπεδα: πρώτον, μετατοπίζει την Επανάσταση του 1821 από το σύνηθες ελληνικό ή και (δυτικο)ευρωπαϊκό επίπεδο στον χώρο των Βαλκανίων -- μιας γειτονικής terra incognita για τους περισσότερους· δεύτερον, εξετάζει το ιδρυτικό γεγονός του ελληνικού κράτους μέσα από τον φακό της ιστορίας της ιστοριογραφίας. Ενώ έχουν υπάρξει πολύ αξιόλογα έργα που κινούνται χωριστά σε αυτά τα δύο επίπεδα ανοικείωσης, το συγκεκριμένο βιβλίο τα συνδυάζει για να δημιουργήσει ένα μωσαϊκό πάνω σε ένα γεγονός που έχει τόσο ταλαιπωρηθεί από εθνικόφρονες αναγνώσεις και από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ώστε έχει καταστεί, άδικα, πηγή πλήξης και απώθησης.
Το βιβλίο, που αποτελεί καρπό ερευνητικού προγράμματος στο Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, αποτελείται από μια εκτενή εισαγωγή του Ανδρέα Λυμπεράτου και από πέντε μελέτες περίπτωσης από τον 19ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας: Σερβία (Ανδρέας Λυμπεράτος), Ρουμανία (Γιώργος Μανιός), Βουλγαρία (Ανδρέας Λυμπεράτος), Αλβανία (Ηλίας Σκουλίδας), Τουρκία (Αντώνης Χατζηκυριάκου). Το κυριότερο νήμα που διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο είναι ότι δεν εκκινεί από το 1821 ως ένα «δικό μας» γεγονός το οποίο προσλαμβάνεται με συγκεκριμένους τρόπους από τους «άλλους»· αντίθετα, αξιοποιώντας θεωρήσεις όπως αυτή της ιστορικού Μαρίας Τοντόροβα για τη φαντασιακή συγκρότηση του βαλκανικού χώρου, αναδεικνύει την πολυπλοκότητα μιας σειράς επαναστατικών γεγονότων στη διαδικασία δημιουργίας θραυσματικών ταυτοτήτων και πολιτικοϊστορικών γενεαλογιών. Με άλλα λόγια, οι αναδυόμενες εθνικές ταυτότητες των Βαλκανίων δεν είναι το δεδομένο σημείο εκκίνησης του βιβλίου· αντίθετα, οι συγγραφείς θέτουν τις εθνικές ταυτότητες ως ερευνητικό ερώτημα, παρακολουθώντας στενά διεργασίες μέσα από τις οποίες το κοντινό ή μακρινό παρελθόν γίνεται πεδίο διαφορετικών αναγνώσεων, ανασημασιοδοτήσεων και συγκρούσεων. Έτσι, η ελληνική βιβλιογραφία εμπλουτίζεται τόσο στο, πλούσιο από τη δεκαετία του 1990, πεδίο των αναλύσεων του εθνικισμού όσο και στην εξέταση των επάλληλων κύκλων που προκάλεσαν τα επαναστατικά γεγονότα στην ευρύτερη περιοχή, με μια συνεισφορά που ακολουθεί με πρωτότυπο και γόνιμο τρόπο τη συζήτηση για την ένταξη του 1821 στην Εποχή των Επαναστάσεων.
Το βιβλίο, άλλωστε, δεν υιοθετεί την ανάγνωση του 1821 ως ενός ενιαίου γεγονότος χωρίς ενδεχομενικότητα -- όπως βλέπουμε συχνά μέσα από τον νομοτελειακό όρο «Πόλεμος της Ανεξαρτησίας». Όπως φαίνεται ιδίως από τις συνεισφορές σχετικά με τη σερβική και τη ρουμανική περίπτωση, τα κινήματα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες --τα οποία στην ελληνική ιστορική συνείδηση έχουν δευτερεύουσα θέση, λόγω της αποτυχίας τους-- χρωματίζονται εντελώς διαφορετικά υπό το πρίσμα τόσο μιας βαλκανικής ανάγνωσης όσο και από τη θέασή τους όχι ως αποτυχημένου πρελούδιου της Επανάστασης, αλλά ως μέρους της διανοητικής και πολιτικής σκευής των επαναστατικών υποκειμένων του 19ου αιώνα.
Μια περιήγηση στα κείμενα του τόμου κάνει αυτή την εικόνα σαφέστερη. Στην περίπτωση της Σερβίας, το επίδικο ήταν οι τεταμένες σχέσεις του επαναστάτη και μετέπειτα ηγεμόνα της Σερβίας Μίλος Ομπρένοβιτς με τη Φιλική Εταιρεία και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, και, κατ’ επέκταση, η σερβική συμμετοχή στην Επανάσταση. Όπως δείχνει ο Λυμπεράτος, όσο πλησιάζει κανείς χρονικά στα ίδια τα γεγονότα, παρατηρείται μια έμφαση των συμμετεχόντων και των ιστορικών στις ανταγωνιστικές σχέσεις Ομπρένοβιτς - Υψηλάντη, στοιχείο που αργότερα παραμερίστηκε προκειμένου να συγκροτηθεί με περισσότερη ευκολία το ιδεολογικό σχήμα της ελληνοσερβικής φιλίας. Συγκεκριμένα, στην περίοδο που τα δύο κράτη είχαν ανταγωνιστικές βλέψεις, κυρίως για τη Μακεδονία, ο ανταγωνισμός των δύο επαναστατών τονιζόταν ιδιαίτερα από τους ιστορικούς, σε αντίθεση με περιόδους προσέγγισης, όπως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και οι δεκαετίες 1960-1970.
Στη ρουμανική περίπτωση, το γεγονός μέσα από το οποίο φιλτράρονταν τα γεγονότα ήταν το κίνημα του επαναστάτη Τούντορ Βλαντιμιρέσκου, οι συγκρούσεις του με τον Υψηλάντη και η εκτέλεσή του. Στη Ρουμανία, σημειώνει ο Μανιός, η εξέγερση του Βλαντιμιρέσκου κατέχει κεντρική θέση στο εθνικό αφήγημα ήδη από τις επαναστάσεις του 1848. Η εξέγερση αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένης ιστορικής έρευνας και θεωρήθηκε ως η απαρχή της αφύπνισης της ρουμανικής εθνικής συνείδησης. Μάλιστα, μέχρι και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το κίνημα του Βλαντιμιρέσκου θεωρούνταν ως αγώνας εναντίον των καταπιεστών Φαναριωτών, οι οποίοι, σε συνεργασία με τον Σουλτάνο, καταπίεζαν τον ρουμανικό λαό. Αυτή η αντίληψη άλλαξε με την εργασία των μαρξιστών ιστορικών, οι οποίοι τόνισαν πως ο Βλαντιμιρέσκου συνεργάστηκε με τους Φιλικούς, ενθαρρύνοντας τον ρουμανικό πληθυσμό να αγωνιστεί για την ανεξαρτησία του. Το σχήμα αυτό μεταβλήθηκε εκ νέου με την επικράτηση του Νικολάε Τσαουσέσκου, με αποτέλεσμα την επιστροφή στο αντιφαναριωτικό αφήγημα και την έμφαση στην εξέγερση του Βλαντιμιρέσκου ως αστικοδημοκρατικής επανάστασης.
Η βουλγαρική περίπτωση αφορά κυρίως τη «ζαβέρα», δηλαδή τον βουλγαρικό όρο για το 1821, στο οποίο πλήθος Βουλγάρων διανοουμένων και πολιτικών διεκδίκησε σαφή συμμετοχή του λαού τους. Αυτή η «εθνική οικειοποίηση», σημειώνει ο Λυμπεράτος, στηρίχθηκε πάνω σε συστηματική αρχειακή εργασία και στην εμπρόθετη, και επιτυχή, προσπάθεια για την καθιέρωση του ίδιου του όρου «ζαβέρα». Αυτό το σχήμα χρησιμοποιήθηκε από πολλαπλές πλευρές, συχνά αντικρουόμενες, για να τονιστεί είτε η ανταγωνιστική σχέση των δύο εθνών είτε η συνεργασία μεταξύ τους. Η πρώτη περίπτωση αφορά περιόδους όπως ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώ η δεύτερη κυρίως τη σοσιαλιστική περίοδο και την ανάδυση της βαλκανιολογίας, με εμβληματική μορφή τον Νικολάι Τοντόροφ. Μάλιστα, στις βουλγαρικές επεξεργασίες ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η «βουλγαροποίηση» επαναστατών όπως ο Μάρκος Μπότσαρης.
Στην αλβανική περίπτωση, σημειώνει ο Σκουλίδας, η έμφαση δόθηκε κυρίως στον ρόλο των Αρβανιτών κατά την Επανάσταση. Το κυρίαρχο σχήμα ήταν εκείνο της διακριτής ταυτότητας των τελευταίων, παρά τις προσπάθειες του ελληνικού κράτους να τους «εξελληνίσει». Ιδίως μέχρι τη σοσιαλιστική περίοδο, το 1821 προσλαμβανόταν συχνά ως ένας εμφύλιος μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών Αλβανών, με αποτέλεσμα να ευνοηθούν οι υπόλοιποι -- κυρίως οι Έλληνες. Στη σοσιαλιστική περίοδο, αντίθετα, τονίστηκε ο ρόλος Αλβανών ηγεμόνων όπως ο Αλή πασάς, σε συντονισμένη δράση με τους Έλληνες, εναντίον της οθωμανικής εξουσίας. Παρά τη θυματοποίηση του αλβανικού έθνους, ιδίως μετά την πτώση του σοσιαλισμού, η συμμετοχή των Αρβανιτών στην Επανάσταση δεν εμφανίζεται να στοχεύει στην ίδρυση ανεξάρτητου αλβανικού κράτους -- γεγονός που υπόρρητα χρεώνεται στους μηχανισμούς του ελληνικού εθνικισμού.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, όπως δείχνει ο Χατζηκυριάκου, η απουσία, μέχρι πολύ πρόσφατα, ελληνικού ενδιαφέροντος για την οθωμανική πλευρά των γεγονότων συνυπήρχε με την απουσία ενδιαφέροντος στην Τουρκική Δημοκρατία: μετά τις πρώτες απόπειρες Οθωμανών ιστορικών, θα μεσολαβήσει ένας αιώνας για να εμφανιστεί εξειδικευμένο σχετικό ενδιαφέρον. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ιστορική αντίληψη του κεμαλικού τουρκικού κράτους, σύμφωνα με την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε μια ατυχής παρένθεση η οποία εμπόδιζε την τουρκική εθνική ολοκλήρωση. Από την άλλη πλευρά, τα τελευταία είκοσι χρόνια παρατηρείται μια νέα αντίληψη, σύμφωνα με την οποία δεν ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία η παρένθεση, αλλά το κεμαλικό κοσμικό καθεστώς. Ωστόσο, το μοντέλο της απόλυτης τομής μεταξύ αυτών των αντιλήψεων είναι παραπλανητικό: τα μοτίβα των Οθωμανών ιστορικών επικαιροποιήθηκαν και πλαισιώθηκαν με πολιτικούς και διανοητικούς όρους του 20ού αιώνα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως ο μαρξιστής Κερίμ Σαντί, ο οποίος το 1941 μετέφερε στα τουρκικά την ανάλυση του Γιάνη Κορδάτου για την Επανάσταση.
Από αυτή τη σύνοψη είναι σαφής η προσφορά του βιβλίου στην ελληνική ιστοριογραφία. Καταρχάς, η προσέγγιση των συγγραφέων αποτελεί ένα χρήσιμο παράδειγμα της μεθόδου της σύγχρονης ιστορίας της ιστοριογραφίας: χωρίς να μένουν μόνο στην ανάλυση ιστορικών σχημάτων, αλλά και χωρίς να αρνούνται την αυτονομία των διανοητικών φαινομένων από την πολιτική, αναδεικνύουν την κεντρική θέση του παρελθόντος και των επάλληλων αναγνώσεών του στη συγκρότηση του νεωτερικού κράτους και των κάθε λογής ταυτοτήτων. Η ανάλυση καθιστά σαφή τα δίκτυα μέσα από τα οποία τα ερμηνευτικά σχήματα για το παρελθόν δεν λειτουργούν απλώς ως «καταχρήσεις» της ιστορίας, αλλά ως ουσιώδη υλικά στη δόμηση του πολιτικού και διανοητικού πεδίου. Χωριστή αναφορά πρέπει να γίνει στην κεντρική σημασία που αποδίδεται στις πολλαπλές προσλήψεις των ιστορικών προσωπικοτήτων: ο Ομπρένοβιτς, ο Βλαντιμιρέσκου, ο Μπότσαρης και ο Αλή πασάς αντιμετωπίζονται ως συστατικά στοιχεία του ιστορικού παρελθόντος, τα οποία λειτουργούν ως μετωνυμίες για ολόκληρες ιστορικές περιόδους και ως συναρθρώσεις για δέσμες πολιτικών και πολιτισμικών προταγμάτων.
Στη συγκυρία της επετείου των 200 ετών και στο πλαίσιο πολύ αξιόλογων εκδόσεων και ερευνητικών προσπαθειών, φαίνεται πως ένας γόνιμος δρόμος επανεκτίμησης της Επανάστασης περνά ακριβώς μέσα από την ανοικείωση: από τη χάραξη νέων ατραπών που καθιστούν ξανά το 1821 συναρπαστικό και μη αυτονόητο -- όχι από μια εθνική επιταγή να μένει «επίκαιρο» αλλά από τη διάθεση ανάδειξης του αναπάντεχου, του θραυσματικού και του ατελούς ως κομβικών στοιχείων κάθε ιστορικής εξέλιξης.
* Ο Χρ. Τριανταφύλλου είναι δρ Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου