5/3/22

Πιέρ Πάολο Παζολίνι

Ο θρήνος, η πίκρα και η αντίδρασή του, στην υπονόμευση και έκπτωση της μεταπολεμικής λαϊκότητας, σε ένα ποίημά του

Του Κώστα Βούλγαρη

Διαβάζω το ενδιαφέρον αφιέρωμα του τελευταίου τεύχους του περιοδικού Μανδραγόρας σε ένα θρυλικό ποίημα του πολυτάλαντου Παζολίνι, που φέρει τον τίτλο «Το ΚΚΙ στους νέους» (Il PCI ai giovani), του 1968, σε μετάφραση και επιμέλεια του αφιερώματος από τον Γιάννη Παππά. Αφιέρωμα που περιλαμβάνει και μια συζήτηση του Παζολίνι για το ποίημα, στο περιοδικό l’ Espresso, με δύο εκπροσώπους των εξεγερμένων φοιτητών του «ιταλικού Μάη», εκπρόσωπο της ομοσπονδίας των συνδικάτων, καθώς και της κομμουνιστικής νεολαίας.
Η κριτική του Παζολίνι προς τους «εξεγερμένους φοιτητές» που καταλαμβάνουν τα πανεπιστήμια είναι καταλυτική, και πάνω απ’ όλα ακραία κοινωνική: πώς θα μπορούσε/ ένας νεαρός εργάτης να καταλάβει ένα εργοστάσιο/ χωρίς να πεθάνει από την πείνα μετά από τρεις μέρες;/ και πηγαίνετε να καταλάβετε τα πανεπιστήμια, αγαπητά μου παιδιά,/ αλλά δώστε τις μισές από τις πενιχρές πατρικές σας απολαβές/ στους νεαρούς εργάτες, ώστε να μπορούν να καταλάβουν,/ μαζί με σας, τα εργοστάσιά τους. Λυπάμαι. Κριτική επίσης προκλητικά ιδεολογική: εσείς είστε αστοί/ και άρα αντικομμουνιστές./ Οι εργάτες: εκείνοι/ είναι που έμειναν στο 1950 και ακόμη πιο πίσω./ Μια ιδέα παλιά όσο εκείνη της Αντίστασης/ (που δοκιμάστηκε είκοσι χρόνια πριν/ και τόσο το χειρότερο για εσάς που δεν είχατε ακόμη γεννηθεί)/ ζωντανή ακόμη στις λαϊκές καρδιές, στην επαρχία.
Σε αυτή τη μετωπική αντιπαράθεση με τους φοιτητές του «ιταλικού Μάη», ο Παζολίνι διακρίνει την κατάληξη, μετά από χρόνια, όλης αυτής της γιγαντιαίας και παγκόσμιας διαδικασίας, που αποδιάρθρωσε την παρωχημένη μεν αλλά και μόνη διαθέσιμη δυνατότητα ευθείας, και εν δυνάμει επαναστατικής αντιπαράθεσης με το αστικό σύστημα. Στη θέση του ήρθε ο δικαιωματισμός, ως κοσμοαντίληψη βέβαια, καταργώντας την αντίληψη ταξικότητας, συνακόλουθα και λαϊκότητας (της ταξικά εννοιολογημένης λαϊκότητας) των μεταπολεμικών ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Την αποδιάρθρωση και εν τέλει την απώλεια αυτής της λαϊκότητας, η οποία μας έδωσε και τα μεγάλα επιτεύγματα του ιταλικού νεορεαλισμού, διαβλέπει και εγκαίρως θρηνεί ο μέγας Παζολίνι, επιλέγοντας τον πιο μπρουτάλ, εστέτ-λαϊκό τρόπο να το κάνει. (Αντίστοιχος είναι, οπωσδήποτε γλωσσικά, ο τρόπος του Βάρναλη, απέναντι στον καλοσιδερωμένο βενιζελισμό και δημοτικισμό της εποχής του, που «εκσυγχρόνιζε» τη λαϊκότητα, για να την μεταλλάξει τελικά στον μακρυγιαννισμό του Σεφέρη.)
Η μεταπολεμική λαϊκότητα δεν ήταν μια μίζερη κατάφαση στη φτώχεια και την ανέχεια. Μέσα από μια κοσμογονία πολιτικών, ιδεολογικών αλλά και καλλιτεχνικών εκφάνσεων (λόγου, εικόνας, ήχου, δρώμενων κλπ), έφθασε να είναι και να σημαίνει μια ταυτότητα, και κάτι ακόμη περισσότερο: ένα κοσμοείδωλο, έναν τρόπο οι λαϊκοί άνθρωποι, παντού στην Ευρώπη, να βιώνουν τον κόσμο, να ζουν τη ζωή τους, να πράττουν ανάλογα, ως λαός και όχι απλά ως φτωχοί άνθρωποι. Αυτή είναι η δύναμη των ιδεών και της τέχνης, να μετασχηματίζουν μια «διάθεση» σε «υλική δύναμη», όπως έλεγε ο Γκράμσι (σημείο αναφοράς για τον Παζολίνι), αυτή ακριβώς η συνθήκη ακυρώθηκε στις δεκαετίες που μεσολάβησαν έκτοτε.
Στα καθ’ ημάς, η αποδιάρθρωση έγινε με την αδιαμεσολάβητη, «λαϊκότροπη» αναπαραγωγή της (οι ταινίες του Νίκου Ξανθόπουλου, ένα μεγάλο μέρος των τραγουδιών του Καζαντζίδη κλπ), με όχημα το κλάμα, το οποίο φυσικά πολύ απέχει από τον θρήνο. Με τον ευνουχισμό και την υποκατάσταση της λαϊκότητας από το χαζοχαρούμενο γέλιο, το οποίο βέβαια πολύ απέχει από τη σάτιρα ή το λυτρωτικό ξέσπασμα (όπως, αντίθετα, συμβαίνει στις περισσότερες ταινίες του Βέγγου) ή από την «απόδραση» από τα γκρίζα συμφραζόμενα της φτώχειας και της ανέχειας (όπως στο λεγόμενο «νέο κύμα»).
Ήδη από τα χρόνια της χούντας και τη μετάβαση από το λαϊκό τραγούδι του μεταπολέμου στο είδος του Βοσκόπουλου, από εκεί στον Πανταζή, μετά στην Πέγκυ Ζήνα και τον Σάκη Ρουβά, και σήμερα στα ψώνια που άδουν στους ριάλιτι σχετικούς διαγωνισμούς, έχουμε να κάνουμε με μια διαδρομή με στόχο και συνέχεια. Ανάλογη είναι και η μετάβαση από τις ασπρόμαυρες ταινίες του «παλιού ελληνικού κινηματογράφου» (ο νεορεαλισμός μερικών, πρώτων ταινιών του Αλέξη Δαμιανού, του Νίκου Κούνδουρου, του Αλέκου Αλεξανδράκη), στο φανταχτερό υπερθέαμα που υπέγραφε ο μετρ του είδους Δαλιανίδης, μέχρι τα σήριαλ του Φώσκολου (με πρωταγωνιστή και πάλι τον Φαίδωνα Γεωργίτση…), έως τα σημερινά ριάλιτι. Σε όλη αυτή τη διαδικασία εκφυλισμού, η «λαϊκή συμμετοχή» ήταν μεγάλη, σχεδόν πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα, ο λαός «συμμετείχε», κατανάλωνε «τέχνη» μαζικά, τώρα μάλιστα συμμετέχει αυτοπροσώπως και στην ίδια την «καλλιτεχνική δημιουργία». Όπως, φυσικά, μεγάλη ήταν και η «λαϊκή συμμετοχή» στην κορύφωση του υστερικού λαϊκισμού που κυριάρχησε εκείνα τα χρόνια. Σε όλα αυτά συνέπραξαν, «ανεπαισθήτως», και τα καθ’ ημάς κακέκτυπα και καθυστερημένα παράγωγα του «Μάη»∙ δεν έδωσαν όμως τον τόνο αλλά υπήχθησαν στα προηγούμενα.
Τι απομένει σήμερα; Ελάχιστα πράγματα, όπως ο παζολινικός νεορεαλισμός της ποίησης του Γιώργου Χρονά∙ όποιος ενδιαφέρεται, ας διαβάσει τουλάχιστον αυτή. Αν και, πουθενά δεν θα συναντήσει τον θρήνο και την επιθετικότητα του Παζολίνι:

Εγκαταλείποντας την επαναστατική γλώσσα
του φτωχού, παλαιού, του Τολιάτι, επίσημου
Κομμουνιστικού Κόμματος,
υιοθετήσατε μια αιρετική παραλλαγή,
πάντα όμως στη βάση του κατώτατου ιδιώματος
των κοινωνιολόγων χωρίς ιδεολογία.

Ιβάν Κλιούν, Χωρίς τίτλο, περ. 1917, ακουαρέλα, μελάνι και μολύβι σε χαρτί, 30.5 × 26 εκ.

1 σχόλιο:

Βέρα Παύλου είπε...

Πολύ ενδιαφέρουσα σύνδεση με την κατάπτωση στην Ελλάδα